Κατήχηση, Κυριακοδρόμιο

Κυριακή Α’ Λουκά – Τι ψαρεύεις;

Στην καθημερινότητα του βιοπορισμού μας έρχεται να μας συναντήσει ο Χριστός! 

Τι σημαίνει αυτό;

Σημαίνει, ότι η σχέση με τον Χριστό δεν είναι θρησκευτική ιδιαιτερότητα, που αποτελεί κάποιο ιδιωτικό κομμάτι του ψυχισμού και της ζωής μας, απολύτως προσωπικό και εντελώς “περιφραγμένο” στην σύγχρονη λογική των προσωπικών δεδομένων! Αυτή η σύγχρονη δήθεν μοντέρνα άποψη, που θέλει την θρησκεία στον χώρο της ιδιωτικής ζωής, είναι ο αμερικανικός τρόπος της «ψυχολογικής διαμερισματοποίησης». Δηλαδή η ατομοκεντρική επιβολή αναγκαστικών στεγανών, στα τμήματα της ανθρώπινης ψυχολογίας και δραστηριότητας. Άλλα τα οικονομικά σας! Άλλα τα σεξουαλικά σας! Άλλα τα οικογενειακά σας! Άλλα τα επαγγελματικά σας! Και άλλα τα θρησκευτικά σας!

 Έχει καταντήσει αυτή η ψυχολογική τερατογένεση να αποτελεί το ιδανικό του σύγχρονου κόσμου, ο οποίος θεωρεί ότι μια τέτοια τακτική τού εξασφαλίζει την ησυχία του. Δεν αντιλαμβάνεται την… συντριβή του ενιαίου εαυτού του, και μπαίνει ευχαρίστως στην σχιζοφρένεια της ψυχικής πολυδιάσπασης, η οποία τελικώς τον οδηγεί στην ερημιά της μοναξιάς ή στο χάος της συντριβής της προσωπικότητας. Προσπαθώντας να προστατεύσει την ατομικότητά του, οδηγείται στην τραγωδία του παλαιού εκείνου βασιλιά των Ιουδαίων, του Σαούλ, «να βρίσκεται σε αμηχανία».

Στο σημερινό κομμάτι (Λουκ. 5, 1-11) από το Ευαγγέλιο του Λουκά, ο Χριστός παρεμβαίνει στην ζωή των Αποστόλων, κατ’ αρχάς μηχανιστικά (…μπήκε στο πλοίο του Σίμωνα) και στην συνέχεια με τον Λόγο Του, κάνοντάς τους… ακούσιους ακροατές, αφού από το πλοίο, σαν από άμβωνα, δίδασκε τα συγκεντρωμένα πλήθη. Στην συνέχεια, τελειώνοντας την διδασκαλία, πρότεινε στους ψαράδες… τρόπο ψαρέματος! «Πάμε, παππού, να σου δείξω τα αμπελοχώραφά σου». Πώς άραγε θα ακούστηκε μια τέτοια προτροπή από αυτούς που είχαν γεράσει δουλεύοντας σ’ αυτή την λίμνη, και που την γνώριζαν σαν την χούφτα τους!!;;

Όμως, η έστω και ακούσια ακρόαση των λόγων του Χριστού είχε ήδη “δουλέψει” στην καρδιά τους. Τον είχαν εμπιστευθεί. Τον άκουγαν με διάθεση να συμφωνήσουν μαζί Του. 

Ο Πέτρος του είπε: 

– Ξέρω την δουλειά μου, όλη την νύχτα ταλαιπωρηθήκαμε δουλεύοντας ματαίως, όμως χάριν του δικού Σου λόγου, θα ξαναρίξω τα δίχτυα! Επειδή το λες Εσύ, θα κάνω ό, τι μου ζητάς! Άλλωστε για να με εξυπηρετήσεις το λες!!

Όλη αυτή η στιχομυθία αποτελεί περιγραφή της σχέσεως του ανθρώπου με τον Θεό. Πρέπει να αφήσω αυτά που ξέρω. Για να γίνει αυτό, πρέπει να εμπιστεύομαι (να πιστεύω) Αυτόν που μου το προτείνει! (Ακούμε μόνον όσους εμπιστευόμαστε). Πρέπει ο λόγος Του να έχει “ακουμπήσει” τα φυλλοκάρδια μου, με την αίσθηση βαθειάς και αναφαίρετης γαλήνης, που γεννιέται όταν αγαπάμε και εμπιστευόμαστε. Πρέπει να έχουμε ζήσει ένα βίωμα σιγουριάς και ασφάλειας, που ίσως δεν μπορούμε να περιγράψουμε το γιατί του, που όμως μας είναι μεγαλύτερη πραγματικότητα και από όλα όσα συμβαίνουν γύρω μας, ακόμα και από όσα μας πληροφορεί το τελευταίο δελτίο ειδήσεων! Φυσικά δεν αγαπάμε επειδή τα καταλάβαμε όλα! Σχέσεις μόνο με το μυαλό, ο άνθρωπος κάνει μονάχα με τις μηχανές, ούτε καν με τα ζώα. Αγαπάμε και συνεπαγωγικά εμπιστευόμαστε, γιατί ζήσαμε αυτό το ανεξήγητο αίσθημα της… εξόδου από την στενότητα του “κλουβιού” του εαυτού μας, και αυτό και στις σχέσεις μας με τους ανθρώπους, και στις σχέσεις μας με τον Χριστό.

Το αποτέλεσμα της υπακοής στον λόγο-εντολή του Χριστού είναι η έκπληξη μιας συγκομιδής-ψαριάς τόσο μεγάλης, ώστε να κινδυνεύουν να βουλιάξουν τα πλοία! «Θάμβος περιέσχεν πάντας». Όλοι εξεπλάγησαν. Η μεγάλη συγκομιδή δεν έκανε τον Πέτρο και τους άλλους να «τρίβουν τα χέρια τους» από την χαρά του κέρδους. Τα μάτια τους “έτριβαν” μπροστά στο θαύμα-έκπληξη, προκειμένου να δουν σωστά αυτό που συνέβη.

Ακόμα περισσότερο: έβαλαν το μυαλό τους και την όλη τους ύπαρξη να αξιολογήσει το γεγονός και να αποφασίσει την σχέση που θα δημιουργήσουν και θα έχουν με Αυτόν τον Άνθρωπο-έκπληξη! 

Ο Πέτρος, ακολουθώντας τον δρόμο του Αβραάμ και του Μωυσή, συνειδητοποιεί την υπαρξιακή απόσταση ανάμεσα στον αμαρτωλό εαυτό του και στην αγιότητα του Χριστού, και Του ζητάει να μη μολύνεται μένοντας στο πλοίο του! Ο Αβραάμ, όταν Τον συνάντησε στην δρυ του Μαμβρή, αξιολόγησε τον εαυτό του ως χώμα και στάχτη. Ο Μωυσής αναζητώντας απάντηση στην περιέργεια του, για την βάτο που φλεγόταν χωρίς να κατακαίεται και να «χωνεύει», ακούει την επισήμανση-προτροπή ότι πρέπει να λύσει τα υποδήματά του, για να πλησιάσει, να συνειδητοποιήσει Αυτόν που είναι «πίσω « από το θαύμα. Δηλαδή έμαθε, ότι το μυαλό δεν φτάνει, δεν επαρκεί για να σταθεί ο άνθρωπος μπροστά στον Θεό. Το μυαλό και τα υποδήματα ταυτίζονται, αφού με αυτά (τα υποδήματα), όπως με το μυαλό, «περπατάμε» την διαδρομή της ζωής μας και συναντάμε τα καίρια της ζωής μας. Πρέπει να τα «λύσουμε», υποδήματα και μυαλό, και να συνειδητοποιήσουμε ότι είμαστε χώμα και στάχτη, ώστε να μας αναπλάσει «ἄνευ πυρός καί δίχα συντρίψεως».

Ο Χριστός απευθύνεται στον Πέτρο και στους συνεργάτες του και τους λέει:

– Μέχρι τώρα ψάρευες ψάρια για κέρδος στην τσέπη σου και για το τηγάνι σου! «Ἀπό τοῦ νῦν ἀνθρώπους ἔση ζωγρῶν». Από τώρα και στο εξής θα «ψαρεύεις» ανθρώπους. Όχι για θάνατο, για «τηγάνι», αλλά για ζωή, για αιώνια ζωή. Η ιδιωτική σου ζωή αποχτά την ομορφιά της ψυχικής αρτιότητας, που δίνει η καλοσύνη και η θυσία και η αγάπη. Δεν είναι πλέον ιδιωτική. Δεν μπορεί να είναι ιδιωτική υπόθεση η ζωή και η ομορφιά του ήλιου. Δεν γίνεται να φωτίζει τμηματικά, επί μέρους, αποσπασματικά ! Αντιθέτως κάνει φανερόν όλον τον άνθρωπο και για όλη την ζωή! 

Ο Πέτρος και ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης και όλοι οι άλλοι, όταν συνειδητοποίησαν όλα τούτα, γοητευμένοι από τον Χριστό, χορτάτοι από τον λόγο Του, εμπνευσμένοι από τις ενέργειές Του, Τον ακολούθησαν μέχρι τον θάνατό Του και έως του δικού τους θανάτου.

Εμείς, «ψαρεύοντας» κέρδος και ευτυχία στα θολά νερά της θάλασσας της ζωής μας, πόσο είμαστε διατεθειμένοι να κάνουμε αυτό που εκείνος μας λέει ως κέρδος της ζωής μας; Πόσο έχουμε αφουγκραστεί τον λόγο Του, ώστε να τον δεχτούμε φως στα διαβήματα της ζωής μας; Πόση διάθεση θυσίας έχουμε, ώστε να εγκαταλείψουμε όχι την ζωή μας, αλλά τα λάθη μας; Με τα οποία ατυχώς ταυτιζόμαστε και τα θεωρούμε αξιοπρέπεια, είτε ιδιωτική είτε κοινωνική, αναλόγως; Θαυμάζουμε τον Πέτρο, αλλά μένουμε στα ίδια και φθειρόμαστε. Εκπλησσόμαστε από τον ηρωισμό των μαθητών, και τον… αφήνουμε (τον ηρωισμό) για εκείνους και για άλλους, αλλά όχι για μας. Περιμένουμε ένα θαύμα, όχι ως αφορμή και έναρξη σχέσης με τον Χριστό, αλλά ως ικανοποίηση της περιέργειάς μας… αν υπάρχει Θεός!! Ο Χριστός, χωρίς να μας κάνει μετόχους του «πυρός» της καιομένης βάτου, μας λέει να λύσουμε «τον ιμάντα των υποδημάτων» του μυαλού μας, ώστε κάποια στιγμή, αποδεσμευμένοι από την φίλαυτη «αλήθεια» να σκεπτόμαστε μόνον τον εαυτό μας, να σκεφτούμε και Εκείνον και να ξεκινήσουμε μια πορεία γνωριμίας μαζί Του.

Οι μαθητές Σου

αφού πρώτα τήρησαν τα προστάγματά Σου

κατόπιν εδίδασκαν με όσα έκαναν·

επικυρώνοντας, με όλη τους την δύναμη,

την διδασκαλία με τον τρόπο της ζωής τους.

Με πολλές αρετές είχαν κοσμηθεί

όλοι οι απόστολοι 

με τις οποίες ευωδίασαν την γη.

Αυτά τα κλήματα της Αμπέλου του Χριστού,

αυτό το χωράφι του Μεγάλου Γεωργού,

αυτοί οι προ Χριστού αλιείς

και μετά Χριστόν αλιείς!

Οι γεμάτοι με την θαλάσσια αρμύρα,

που όμως γλυκύτατα λόγια έλεγαν.

Αυτοί που πριν έπιαναν ψάρια

και τώρα «συνελάμβαναν» ανθρώπους.

Δι’ αυτών κραταίωσον την Εκκλησίαν Σου

και τοις πιστοίς κατάπεμψον την ευλογίαν Σου. ΑΜΗΝ.

(Ρωμανός Μελωδός)

Με αγάπη και ευχές

ο εφημέριός σας,

π. Θεοδόσιος

 

 



ΙΖ’ ΚΥΡΙΑΚΗ

 

Α’ ΚΥΡΙΑΚΗ ΛΟΥΚΑ

Ἐκ τοῦ κατά Λουκᾶν(ε’1-11)

Τόν καιρό ἐκεῖνο, κάποτε καθώς τά πλήθη συνωστίζονταν γύρω του γιά ν’ ἀ­κούσουν τό λόγο τοῦ Θεοῦ κι ἐκεῖνος στεκόταν στήν ὄχθη τῆς λίμνης Γεννησαρέτ, εἶδε δύο ψαροκάϊκα στήν ἄκρη τῆς λί­μνης. Οἱ ψαράδες εἶχαν κατεβεῖ ἀπ’ αὐτά καί ἔπλεναν τά δίχτυα. Ἐ­κεῖ­νος ἀνέβηκε σ’ ἕνα ἀπό τά πλοῖα πού ἦταν τοῦ Σίμωνα, καί τόν παρακάλεσε νά ὁδηγήσει τό πλοῖο λίγο πιό μέσα στήν θάλασσα. Κάθισε στό πλοῖο καί ἀπ’ αὐτό δίδασκε τά πλήθη. Ὅταν τελείωσε τήν ὁμιλία του, εἶπε στό Σίμωνα: “Πήγαινε στά βαθιά καί ρίξτε τά δίχτυα σας γιά ψάρεμα”. Ὁ Σίμων τοῦ ἀπο­κρίθηκε: “Διδάσκα­λε, ὅλη τή νύχτα παιδευόμασταν καί δέν πιά­σαμε τίποτε· ὅμως μιά καί τό λές ἐσύ, θά ξαναρίξω τό δίχτυ”.

          Τό ἔ­ριξαν κι ἔπιασαν πάρα πολλά ψάρια, τόσα πού τό δίχτυ τους ἄρ­χισε νά σκίζεται. Μέ νεύματα εἰδοποίησαν τούς συνεταίρους τους, πού ἦταν στό ἄλλο πλοῖο νά ἔρθουν νά τούς βοηθήσουν. Ἐκεῖνοι ἦρθαν καί γέμισαν καί τά δύο ψαροκάϊκα σέ σημεῖο πού νά κινδυνεύουν νά βυθιστοῦν. Ὅταν ὁ Σίμων Πέτρος εἶδε τι ἔ­γινε, ἔπεσε στά γόνατα τοῦ Ἰησοῦ καί τοῦ εἶπε: “Βγές ἀπό τό καΐκι μου, Κύριε, γιατί εἶμαι ἄνθρωπος ἁμαρτωλός”. Αὐτά τά εἶ­πε γιατί εἶχε κυριευτεῖ ἀπό δέος, αὐτός καί ὅλοι ὅσοι ἦταν μαζί του, γιά τά πολλά ψάρια πού εἶχαν πιάσει. Τό ἴδιο συνέβη καί μέ τά παιδιά τοῦ Ζεβε­δαίου, τόν Ἰάκωβο καί τόν Ἰωάννη, πού ἦ­ταν συνεργάτες τοῦ Σίμωνα. Ὁ Ἰησοῦς τότε εἶπε στό Σίμωνα: “Μή φοβᾶσαι, ἀπό τώρα καί στό ἑξῆς θά ψαρεύεις ἀνθρώπους”. Ὕστερα, ἀφοῦ τρά­βη­ξαν τά πλοία στή στεριά, ἄφησαν τά πάντα καί Τόν ἀκολούθησαν.-

 

Αφήστε μια απάντηση