Όταν ένας άνθρωπος είναι ερωτευμένος, ποιο είναι το κύριο εκδήλωμα αυτής της ψυχικής συνθήκης την οποίαν περνάει;
Σκέπτεται μόνον το πρόσωπο που αγαπάει. Αν είναι ένας νεαρός ερωτευμένος με μία κοπέλα, σκέφτεται μόνον την κοπέλα που αγαπάει και έχουν εξαφανιστεί όλες οι άλλες γυναίκες στον κόσμο. Με τον ίδιο τρόπο, εάν είναι μία κοπέλα ερωτευμένη με έναν άνδρα, σκέφτεται αυτό το αγόρι που αγαπάει και έχουν εξαφανιστεί όλοι οι άνδρες και όλοι οι άνθρωποι, καμιά φορά, απ’ όλο τον κόσμο! Και αυτό είναι ψυχολογική διαδικασία εντελώς υγιής και απολύτως νορμάλ.
Υπάρχει όμως, ατυχώς, ένα «σκαλοπάτι» περαιτέρω, όχι υγιές. Όταν κανείς είναι ερωτευμένος με τον εαυτό του! Τότε δεν σκέφτεται κανέναν άλλον εκτός απ’ τον εαυτό του! Κανέναν απολύτως! Στην διαδρομή αυτής της ψυχολογικής διαδικασίας, όταν δηλαδή είμαι ερωτευμένος με τον εαυτό μου, δεν υπάρχει τίποτε άλλο στον κόσμο εκτός από τον εαυτό μου! Ούτε ο Θεός, ούτε οι άνθρωποι.
Σήμερα το Ευαγγέλιο περιγράφει κάποιον, ο οποίος ήταν ερωτευμένος με τον εαυτό του! Μιλάει το Ευαγγέλιο για κάποιον ανώνυμο που «ενεδιδύσκετο πορφύραν και βύσσον» (σαν βασιλιάς δηλαδή)! Είχε κάθε μέρα χλιδάτα τραπέζια και μια διαβίωση άνετη. Πού να δει τώρα αυτός ότι κάποιος καθόταν στην αυλή του σπιτιού του και του γύρευε ελεημοσύνη; Όταν, αδελφοί μου, μπει κάποιος σ’ αυτή τη διαδρομή, από εκεί και μετά ξεκινάει (γιατί του κακού η σκάλα δεν έχει πάτο, πάντοτε θα υπάρχει κάτι ακόμα χειρότερο) μια χιονοστιβάδα και ένα γαϊτανάκι αυτοερωτισμού και αυτοαπασχόλησης!
Τι θέλει ένας πλούσιος; Ακόμα περισσότερα χρήματα. Τι θέλει ένας φαγάς; Ακόμα περισσότερα φαγητά. Τι θέλει ένας φιλήδονος; Ακόμα περισσότερη ευχαρίστηση. Κάθε, που αποχτάει, του φαίνεται λίγο. Κάθε, που καταλήγει σε ένα στόχο, τον σπρώχνει να βάζει έναν άλλον παραπέρα. Αν δεν έχει καταλάβει ότι η διαδρομή είναι λάθος και άρρωστη για να την κόψει, δεν σταματάει που-θε-νά.
Και ο Χριστός σήμερα περιγράφει ακριβώς αυτήν την πραγματικότητα του ανθρώπου, ο οποίος είναι ερωτευμένος με τον εαυτό του. Και δεν αγαπάει κανέναν άλλον. Τον φτωχό; Ποιος υπολογίζει τον φτωχό Λάζαρο; Βέβαια ο φτωχός (Λάζαρος) έχει όνομα, αλλά έχει και αυτός τα δικά του προβλήματα. Γιατί όλων μας (πλούσιων ή φτωχών) η καθημερινότητα φέρνει μπροστά μας τον έλεγχο της ποιότητάς μας.
Ένας πλούσιος έχει έλεγχο ποιότητας την αδιαφορία και τον εγωισμό, και ένας φτωχός έχει έλεγχο ποιότητας την κακία, τον φθόνο και το μίσος. Η στέρηση γεννάει μπέρδεμα ψυχικό. Δημιουργεί καταστάσεις οι οποίες κάνουν τον άνθρωπο κουβάρι. Επειδή είναι φτωχός δεν σημαίνει ότι είναι και καλός. Όπως επειδή είναι πλούσιος δεν σημαίνει ότι είναι κακός. Το «καλός» και το «κακός» είναι αποφάσεις ζωής, οι οποίες ελέγχονται από το πώς αντιμετωπίζουμε τα διλήμματα της ζωής μας.
Ένας άνθρωπος, που είναι πλούσιος, αν δεν αγαπάει μόνον τον εαυτό του, μπορεί να είναι ευεργέτης πολλών ανθρώπων. Και ένας άνθρωπος φτωχός, ο οποίος έχει αφήσει την καρδιά του να γεμίσει κακία, μπορεί να βουλιάζει σε δολοφονική διάθεση. Μπαίνει σε διάθεση «να σκοτώσω όλους τους άλλους που έχουν, γιατί εγώ δεν έχω». Θέλει πάρα πολλή προσοχή να μην φανταστούμε ότι τα αποτελέσματα προκύπτουν από τις συνθήκες. Δεν προκύπτουν από τις συνθήκες. Προκύπτουν από τις επιλογές-αποφάσεις.
Πέθανε, λέει, ο πλούσιος και βρέθηκε σε μια κατάσταση οδύνης. Και τότε άρχισε να παρακαλεί τον Αβραάμ και να του λέει (ο Χριστός περιγράφει μια εικόνα, φτιάχνει μια εικόνα. Δεν είναι ντοκιμαντέρ, δεν είναι μια φωτογράφηση της πραγματικότητας. Είναι μια «περιγραφή» τού τι γίνεται στα μετά θάνατον ανθρώπινα) ο πλούσιος, σκεπτόμενος μονίμως τον εαυτό του: Οδυνώμαι εν τη φλογί ταύτη. Υποφέρω εδώ μέσα, δεν αντέχω άλλο, βγάλτε με έξω.
Πάρα πολλοί και από μας τους χριστιανούς, φανταζόμαστε λανθασμένα την μετά θάνατον ζωή ως μία παράταση του εαυτού μας! Θα υπάρχω αιωνίως! Δεν είναι αυτό αιωνιότητα. Αυτό είναι μια παραλλαγή της κόλασης. Είμαστε σ’ ένα «σπίτι», ο Θεός είναι ο Πατέρας μας κι εμείς είμαστε αδέλφια, και αιωνιότητα είναι «κάποιος». Είναι το να είμαστε μαζί με τον Πατέρα μας! Αν όμως εμείς φανταζόμαστε ότι αιωνιότητα θα είναι το τραίνο της μόνιμης εξασφάλισης, ότι δηλαδή εμείς θα πηγαίνουμε μονίμως και δεν θα εξαφανιστούμε-δεν θα χαθούμε, τότε έχουμε μπερδευτεί.
Όταν ο πλούσιος ζητάει να πάει (ο Λάζαρος) στα αδέλφια του, να σοκαριστούν τα αδέλφια του βλέποντας έναν πεθαμένο μπροστά τους, για να αλλάξουνε ζωή, τότε ο Αβραάμ του λέει: Εάν δεν εμπιστεύονται τον Μωυσή και τους προφήτες, ούτε κι αν δουν κάποιον να ανασηκώνεται απ’ τους πεθαμένους θα εμπιστευθούν. Θα πάθουν ένα αρχικό σοκ και μετά θα αρχίσουν οι ερμηνείες. Όπως έχουν αρχίσει άπειρες ερμηνείες που λένε ότι ο Χριστός στον τάφο ήταν σε νεκροφάνεια, ότι εκείνο, ότι το άλλο, χίλια δυο παραμύθια «ανακουφιστικής» αυταπάτης.
Όλοι μας είμαστε επιρρεπείς σ’ ένα παραμύθι που θα μας βγάλει απ’ την ευθύνη της απόφασης. Πρέπει να αποφασίσεις αν θα αγαπάς κάποιον άλλον ή μόνον τον εαυτό σου. Αυτός ο κάποιος άλλος πρέπει πρώτα να έχει κεφαλαία τα γράμματα. Αν δεν μάθεις να αγαπάς τον Θεό δεν θα μάθεις να αγαπάς κα-νέ-ναν. Ούτε την γυναίκα σου, ούτε τα παιδιά σου. Όταν έρθει το δίλημμα, θα σκέφτεσαι τον εαυτό σου: Οδυνώμαι…
Και βλέπετε ανθρώπους, που περνάνε μερικές φορές τη ζωή τους μέσα στην Εκκλησία, και έχουν καταπιεί (όπως οι παπάδες) λίτρα Θείας Ευχαριστίας, και να έρχεται ένας πειρασμός και φανερώνεται ότι δεν κατάλαβαν τίποτα τόσα χρόνια. Δεν πήραν τίποτα. Δεν άλλαξε τίποτα στην καρδιά.
Έχει κανείς αυτόν τον φρικαλέο κίνδυνο, αλλά συγχρόνως και μεγαλειώδη! Γιατί ο Θεός δεν μας αλλάζει με το ζόρι! Δεν είναι στρατόπεδο το Σπίτι Του, η Εκκλησία, ώστε να μας πει: «Φόρα αυτή τη φόρμα κι αυτά τα άρβυλα, θα τα ’χεις γυαλισμένα, αλλοίμονο αν σε ελέγξω και δεν είναι έτσι»!!
Ο Θεός δεν είναι έτσι. Λέει: Εγώ έχω να σου κάνω μία πρόταση: Είμαστε ένα σπίτι. Εγώ σ’ αγαπάω σαν παιδί μου. Είσαι παιδί μου. Βγαίνω κάθε μέρα απ’ έξω απ’ το σπίτι, να δω αν έρχεσαι. Θέλω να μάθεις ν’ αγαπάς τον αδελφό σου, όχι όπως ο Κάϊν, ούτε όπως ο πρεσβύτερος της παραβολής του Ασώτου, αλλά με μεγάλη υποστατή αγάπη που θυσιάζεται για τους φίλους της.
Και αυτό θα είναι επιλογή σου, απόφασή σου, όπως ο έρωτας είναι δική σου απόφαση.
Δεν ερωτεύεται κανένας κατ’ εντολήν.
ΙΘ’ ΚΥΡΙΑΚΗ
Πρός Κορινθίους Β’ Ἐπιστολῆς Παύλου τό Ἀνάγνωσμα.
Κεφ. ΙΑ’ 31-33/ΙΒ’ 1-9
Αδελφοί,
31ὁ Θεός καί Πατέρας τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἄς εἶναι εὐλογημένο τό ὄνομά του στούς αἰῶνες γνωρίζει ὅτι δέν ψεύδομαι. 32Στή Δαμασκό, ὁ διοικητής-ἐκπρόσωπος τοῦ βασιλιᾶ Ἀρέτα φρουροῦσε τήν πόλη τῆς Δαμασκοῦ θέλοντας νά με συλλάβει. 33Μέσα ὅμως ἀπό ἕνα μικρό ἄνοιγμα τοῦ τείχους μέ κατέβασαν μέσα σέ ἕνα καλάθι καί ξέφυγα ἀπό τά χέρια του.
12 |
1Δέν μέ συμφέρει βέβαια νά καυχηθώ· θά τό κάνω ὅμως, γιατί πρόκειται γιά ὁράματα κι ἀποκαλύψεις πού μοῦ χάρισε ὁ Κύριος. 2Ξέρω ἕναν ἄνθρωπο τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος πρίν ἀπό δεκατέσσερα χρόνια, δέν ξέρω ἄν ἦταν μέ τό σῶμα του ἤ χωρίς τό σῶμα, αὐτό ὁ Θεός τό ξέρει, “ἀνυψώθηκε” ἕως τόν τρίτο οὐρανό. 3Ξέρω ὅτι αὐτός ὁ ἄνθρωπος, ἤ ἦταν μέ τό σῶμα ἤ χωρίς τό σῶμα δέν τό ξέρω, ὁ Θεός τό ξέρει, 4μεταφέρθηκε ξαφνικά στόν παράδεισο κι ἄκουσε λόγια ἀνέκφραστα καί τά ὁποῖα δέν μπορεῖ ἄνθρωπος νά πεῖ. 5Γι’ αὐτόν θά καυχηθῶ· γιά τόν ἑαυτό μου δέν θά καυχηθῶ, παρά μόνο γιά τά παθήματά μου. 6Ἄν θελήσω, λοιπόν, νά καυχηθῶ, δέν θά φανῶ ἀνόητος, γιατί θά πῶ ἀλήθεια. Τό ἀποφεύγω ὅμως, μήπως ἐξαιτίας τοῦ μεγαλείου τῶν ἀποκαλύψεων, μέ θεωρήσει κανείς παραπάνω ἀπ’ αὐτό πού βλέπει ἤ ἀκούει ἀπό μένα.
7Γιά νά μήν ὑπερηφανεύομαι, ὁ Θεός μοῦ ἔδωσε ἕνα ἀγκάθι στό σῶμα μου, ἕναν ὑπηρέτη τοῦ σατανᾶ νά μέ ταλαιπωρεῖ, ὥστε νά μήν ὑπερηφανεύομαι. 8Γι’ αὐτό τό ἀγκάθι τρεῖς φορές παρακάλεσα τόν Κύριο νά τό διώξει ἀπό πάνω μου. 9Ἡ ἀπάντησή του ἦταν: «Σοῦ ἀρκεῖ ἡ χάρη μου, ἡ δύναμή μου φανερώνεται στήν πληρότητά της, μέσα στήν ἀδυναμία». 10Μέ περισσότερη εὐχαρίστηση, λοιπόν, θά καυχηθῶ γιά τά παθήματά μου, γιά νά κατοικήσει μέσα μου ἡ δύναμη τοῦ Χριστοῦ.-
Ε’ ΚΥΡΙΑΚΗ ΛΟΥΚΑ
Τοῦ πλουσίου καί τοῦ πτωχοῦ Λαζάρου
Ἐκ τοῦ κατά Λουκᾶν (ιστ’ 19-31)
Εἶπε ὁ Κύριος: Κάποιος ἄνθρωπος ἦταν πλούσιος, φοροῦσε πολυτελή ρούχα καί διασκέδαζε καθημερινῶς μέ λαμπρά συμπόσια.Ἦταν καί κάποιος φτωχός πού τόν ἔλεγαν Λάζαρο, καί ἦταν πεσμένος κοντά στήν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ τοῦ πλουσίου, γεμᾶτος πληγές, καί προσπαθοῦσε νά χορτάσει ἀπό τά ψίχουλα τοῦ ψωμιοῦ πού πετοῦσαν στά σκουπίδια, ἀπό τό τραπέζι τοῦ πλουσίου. Ἔρχονταν καί τά σκυλιά καί ἔγλειφαν τίς πληγές
Κάποτε πέθανε ὁ φτωχός, καί οἱ ἄγγελοι τόν ἔφεραν στήν ἀγκαλιά τοῦ Ἀβραάμ. Πέθανε καί ὁ πλούσιος καί τόν ἔθαψαν. Στόν ἅδη πού ἦταν καί βασανιζόταν σήκωσε τά μάτια του, καί εἶδε ἀπό μακρυά τόν Ἀβραάμ καί τόν Λάζαρο στήν ἀγκαλιά του. Τότε φώναξε ὁ πλούσιος καί εἶπε: “Πατέρα μου Ἀβραάμ, σπλαγχνίσου με καί στεῖλε τό Λάζαρο, νά βρέξει μέ νερό τήν ἄκρη τοῦ δακτύλου του καί νά μοῦ δροσίσει τή γλῶσσα, γιατί ὑποφέρω μέσα σ’ αὐτή τή φωτιά”. Ὁ Ἀβραάμ ὅμως τοῦ ἀπάντησε: “Παιδί μου, θυμήσου ὅτι ἐσύ ἀπόλαυσες τά ἀγαθά σου στή ζωή σου, ἐνῶ ὁ Λάζαρος τή δυστυχία. Τώρα λοιπόν αὐτός χαίρεται ἐδῶ καί ἐσύ ὑποφέρεις. Καί μαζί μέ ὅλα αὐτά, ὑπάρχει ἀνάμεσά μας μεγάλο “χάσμα”· αὐτοί πού θέλουν νά διαβοῦν ἀπό ‘δῶ πρός ἐσᾶς νά μήν μποροῦν· οὔτε οἱ ἀπό ‘κεῖ μποροῦν νά περάσουν σ’ ἐμᾶς”. Εἶπε πάλι ὁ πλούσιος: “τότε σέ παρακαλῶ, πάτερ, στεῖλε τον στό σπίτι τοῦ πατέρα μου, νά προειδοποιήσει τούς πέντε ἀδερφούς μου, ὥστε νά μήν ἔρθουν κι ἐκεῖνοι σ’ αὐτόν ἐδῶ τόν τόπο τῶν βασάνων”. Ὁ Ἀβραάμ τοῦ λέει: “ἔχουν τά λόγια τοῦ Μωϋσῆ καί τῶν προφητῶν· ἄς ὑπακούσουν σ’ αὐτά”. “Ὄχι, πάτερ Ἀβραάμ”, “δέν ἀρκεῖ· μόνον ἄν κάποιος ἀπό τούς νεκρούς πάει σ’ αὐτούς, θά μετανοήσουν”. Τοῦ λέει τότε ὁ Ἀβραάμ: “ἄν δέν ὑπακοῦνε στά λόγια τοῦ Μωϋσῆ καί τῶν προφητῶν, δέν πρόκειται νά πεισθοῦν ἀκόμη κι ἄν ἀναστηθεῖ κάποιος ἀπό τούς νεκρούς”.-
Θεματολογικές ετικέτες