Κατήχηση, Κυριακοδρόμιο

Κυριακή Γ’ Λουκά – «Ο πεθαμένος νεαρούλης» – 9/10/2022

Το μικρό κομμάτι από το κατά Λουκάν Ευαγγέλιο, που διαβάσαμε, περιέγραφε την ανάσταση ενός νεκρού. Ενός νεκρού παιδιού, τη στιγμή που η μητέρα του, ούσα χήρα, κήδευε τώρα και τον γιό της.

Το θαύμα της ανάστασης του παιδιού δεν ήταν απόδειξη τού τι μπορεί να κάνει ο Θεός. Ο Χριστός μπορεί να κάνει τα πάντα. Δημιούργησε τον κόσμο από το μηδέν και μπορεί να τον αναδημιουργήσει. Το όλο περιστατικό, της ανάστασης του γιου της χήρας της Ναΐν, έχει νόημα και σκοπό να μάθει σ’ εμάς τι νόημα έχει η ζωή και τι σημαίνει το να είναι κανείς χριστιανός.

Ο Χριστός δεν ανάστησε όλους τους νεκρούς της περιόδου στην οποία Αυτός ήταν στη γη. Τα γεγονότα τα οποία επιτέλεσε, (θαύματα τόσο εκπληκτικά σαν το σημερινό), ήταν «νησίδες» και «περιστατικά» για να σκεφτούμε τα πράγματα βαθύτερα.

Μας μαθαίνει λοιπόν σήμερα, θέτει δηλαδή μπροστά μας, δυο ερωτήματα, που ξεκαθαρίζουν το κατά πόσον εμείς, που είμαστε βαπτισμένοι, (γιατί γεννηθήκαμε σ’ ένα περιβάλλον χριστιανικό), πιστεύουμε σωστά, και ποιά είναι η σχέση μας με την ανάσταση!

Η πίστη είναι ένα γεγονός το οποίο γεννάει αρετές! Οι αρετές δεν γεννάνε πίστη! Ο Χριστός δεν έγινε άνθρωπος για να γίνουμε εμείς καλοί άνθρωποι. Είναι αοριστία και γενικότητα το «καλός άνθρωπος» και έχει και ένα πολύ μεγάλο κίνδυνο: Να είμαι καλός, μα πάρα πολύ καλός εξωτερικά, και από μέσα μου να είμαι ένας σάπιος καρπός. Να είμαι ένα φαινόμενο εντυπωσιακό και ένα περιεχόμενο απαράδεκτο. Ο Χριστός έγινε άνθρωπος για να υγιάνει και τα δυο.

Το να είναι κανείς χριστιανός δεν σημαίνει να συμπεριφέρεται με ευγενικό τρόπο στους άλλους ανθρώπους, να μην τους βρίζει, ή να είναι συνεπής. Χριστιανός σημαίνει: Το θέλημα του Θεού είναι προσδιοριστικό της ζωής μου, στον τρόπο που συναλλάσσομαι, στον τρόπο με τον οποίο επικοινωνώ, στον τρόπο με τον οποίο έχω τις οποιεσδήποτε και σε κάθε επίπεδο σχέσεις μου! Αν δεν το καταλάβουμε αυτό θα μας βολέψει ένας αυταπατώμενος καθωσπρεπισμός, ο οποίος δεν θ’ αλλάξει σε τίποτα τα πράγματα. Η πίστη γεννάει υπαρξιακή αλλαγή, όχι συμπεριφορική προσαρμογή.

Για να γίνει όμως αυτό, χρειάζεται να εμπιστεύομαι τον Χριστό. Γι’ αυτό είπαμε πιο πριν: Η πίστη γεννάει αρετές, όχι οι αρετές πίστη. Αν είμαι καλός άνθρωπος δεν σημαίνει ότι θα είμαι και πιστός. Υπάρχουν άπειροι καλοί άνθρωποι που δεν πιστεύουν πουθενά. Δεν εμπιστεύονται κανέναν και τίποτα. Γιατί; Γιατί έχουν ένα, τόσο γοητευτικό στα μάτια και στη συνείδησή τους, «εγώ» που είναι το μόνο το οποίο εμπιστεύονται και λατρεύουν.

Όλος ο κόπος και όλη η αγωνία είναι ακριβώς αυτό: Να βγω από τη λατρεία του γοητευτικού εγωισμού μου και να μάθω να λατρεύω τον Χριστό. Και να αρχίσω ό,τι λέει Εκείνος να ρυθμίζει τη ζωή μου τόσο, ώστε να αλλάξει όχι το εξωτερικό μου, αλλά το εσωτερικό μου. Όχι τη συμπεριφορά μου, αλλά την καρδιά μου.

Ήρθαμε στον κόσμο χωρίς να το θέλουμε, και πάλι έτσι θα ξαναέρθουμε σε ύπαρξηˑ χωρίς να το θέλουμε! Ο Θεός μάς δημιούργησε χωρίς να μας ρωτήσει και θα μας αναστήσει χωρίς να μας ρωτήσει. Και το ένα και το άλλο τα έκανε και τα κάνει (την δημιουργία του ανθρώπου και την ανάσταση του ανθρώπου) από αγάπη. Δεν μπορεί όμως να μας σώσει χωρίς να μας ρωτήσει! Από κει και μετά αρχίζει το δίλημμα αν, όταν αναστηθούμε, ο Χριστός θα μας είναι κάποιος με τον οποίο θα έχουμε οικειότητα ψυχική; Σχέση συνδέσμου μ’ αυτόν; Ή θα μας είναι, όχι απλώς ένας άγνωστος, αλλά και ένα πρόσωπο που μας γεννάει ενοχές;

Σήμερα, λοιπόν, το κομμάτι που διαβάσαμε λέει σε μας ότι: α. Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε την πίστη μας στο πρόσωπο του Χριστού και β. Να αποδεχθούμε με σαφήνεια και με προσμονή χαράς, την ανάσταση, η οποία θα είναι η αναδημιουργία όλων των αγαπημένων μας που έχουν φύγει, ημών των ιδίων που θα φύγουμε κάποια στιγμή, όλων αυτών που θα φύγουν μετά από εμάς, και θα ’μαστε όλοι μαζί. Όχι ως ένα παρατεταμένο «εγώ» ο καθένας μας, στους αιώνες των αιώνων, αλλά ως ένα Πατρικό Σπίτι γεμάτο ευτυχία, γύρω από το τραπέζι του ενός και κοινού Πατέρα μας.


Γ’ ΚΥΡΙΑΚΗ ΛΟΥΚΑ

Ἀνάσταση υἱοῦ χήρας Ναΐν

Ἐκ τοῦ κατά Λουκᾶν (ζ’ 11-16)

 Tόν καιρό ἐκεῖνο, κάποια ἡμέρα, βάδιζε ὁ Ἰησοῦς γιά τήν πόλη πού ὀνομάζεται Ναΐν. Μαζί του ἦταν ἀρκετοί μαθητές του καί πολύ πλῆθος. Τήν ὥρα  πού πλησίαζαν στήν πύλη τῆς πόλης, ἔτυχε καί ἔβγα­ζαν ἕνα νεκρό, τό μο­νάκριβο γιό μιᾶς μάνας, πού μάλιστα ἦταν χήρα. Κόσμος πολύς ἀπό τήν πόλη τήν συνόδευε. Ὅταν εἶδε τή χήρα ὁ Κύριος τή σπλαχνίστηκε, καί τῆς εἶπε: “Μήν κλαῖς”. Ἔπειτα προχώρησε, ἀκούμπησε τή σορό, καί ἀ­φοῦ στό μεταξύ αὐτοί πού βαστοῦσαν τό φέρετρο σταμά­τησαν, εἶπε: “Νεαρέ, σέ διατάζω νά σηκωθεῖς”. Ὁ νεκρός ἀνακάθισε κι ἄρχισε νά μιλάει. Ὁ Ἰησοῦς τότε τόν παρέ­δωσε στή μητέρα του. Ὅλους τούς κυρίεψε δέος καί δόξαζαν τό Θεό: “Μεγάλος προφήτης”, ἔλεγαν, “ἐμφανί­στηκε ἀνάμεσα μας” καί: “Ὁ Θε­ός ἦρθε νά σώσει τό λαό Του”.-

Αφήστε μια απάντηση