Πριν κάποια χρόνια, ήρθε στην Αθήνα για συναυλία το συγκρότημα Duran-Duran. Ένας απ᾿ αυτούς, ο Νικ Ρόουντς, έδωσε μια συνέντευξη στην οποία, εκτός των άλλων, δήλωσε:
«Όταν πεθάνω, θέλω να με καταψύξουν. Μετά, να με βάλουν σ᾿ ένα τάφο με μερικούς κόμπακτ δίσκους, κάποιους πίνακες ζωγραφικής, μερικά βιβλία και ίσως με ένα-δύο ευχάριστα άτομα για παρέα. Πάντως γενικά δεν θα ήθελα να πεθάνω»!
Πίσω από την πονεμένη ειρωνεία αυτού του μουσικού, κρύβεται ο βαθύτερος ανθρώπινος πόθος. Κανείς δεν θέλει να πεθάνει γιατί, φυσικά «γλυκιά η ζωή κι ο θάνατος, μαυρίλα», όπως λέει και ο ποιητής. Ο θάνατος είναι ο μεγαλύτερος και βαθύτερος πόνος. Ατυχώς από κανένα δεν λείπει ο πόνος. Ούτε από τον Χριστό, που άλλωστε ταυτίστηκε με κάθε πόνο, με όλον τον ανθρώπινο πόνο, επί του Σταυρού. Ο Χριστός δεν πόνεσε και δεν πέθανε προκειμένου να μην πονούν και να μην πεθαίνουν οι άνθρωποι, αλλά ταυτίστηκε με την ανθρώπινη κατάσταση, για να αποχτήσουν τα ανθρώπινα την ποιότητα της θεϊκής “πάστας”.
Ο άνθρωπος, μπροστά ή μάλλον μέσα στον πόνο, αποχτά επίγνωση του ποιος είναι ο ίδιος και ποια τα όριά του! Μόνον μέσα σ᾿ αυτό το φρικαλέο καμίνι, συνειδητοποιεί τον ίδιο του τον εαυτό, τους άλλους, και ίσως και τον Θεό! Το ίσως, στην περίπτωση του Θεού, ισχύει, γιατί πολλές φορές, τον πόνο ο άνθρωπος τον διαβάζει ως τιμωρία του Θεού (που δεν είναι) και βλέπει τον Θεό ως «αδιάφορο τύραννο», επειδή ξεχνάει (ο άνθρωπος) τον Σταυρό, και φαντάζεται ότι ο Χριστός βρίσκεται σε… Ολύμπια αταραξία αδιαφορίας. Ενώ ο Χριστός, βέβαια, συνοδυνάται και συμπάσχει με κάθε αναγκεμένο.
Ο Χριστός υποφέρει μαζί με κάθε άνθρωπο ο οποίος υποφέρει!
Γινόμενος άνθρωπος, “ανέλαβε” πάντα τα ανθρώπινα. Δεν ήρθε ως… επιθεωρητής, για να επισημάνει τι δεν γίνεται καλά και να δώσει εντολές για διόρθωση! Ήρθε και μπήκε μέσα στο καμίνι και στην «φωτιά» που βρισκόμαστε ο καθένας μας, αφού ταυτίζει τον εαυτό Του με τον καθένα μας. Δεν μιμείται τον άνθρωπο, ΕΙΝΑΙ άνθρωπος. Το ότι είναι και Θεός δεν “λιγοστεύει” τον άνθρωπο. Αντιθέτως τον αναβαθμίζει. Ο Θεός γυρεύει από τον άνθρωπο περισσότερα, γιατί ακριβώς τον έχει γνήσιο υιό Του και δεν θέλει να συνάψουν μια νόθο σχέση (Εβρ.12, 7-9). Ακόμα και όταν “απαιτεί”, δεν είναι «κατά τό δοκοῦν Αὐτῷ», αλλά εις το «μεταλαβεῖν τῆς ἁγιότητος Αὐτοῦ»!! Δηλαδή δεν “παιδεύει” αυθαίρετα και όπως Αυτός νομίζει, αλλά προκειμένου εμείς να ελευθερωθούμε από την φυλακή του “πολύτιμου” εγωισμού μας, και να αποκτήσουμε την δυνατότητα μετοχής στην ποιότητά Του (= εἰς τό μεταλαβεῖν τῆς ἁγιότητος Αὐτοῦ…). Και όπως επεξηγεί ο Απ. Παύλος στην συνέχεια της προς Εβραίους επιστολής: Κάθε παιδεία (ωριμότητα, εκπαίδευση, “γύμνασμα”) τον καιρό που “εξελίσσεται” φαίνεται στα μάτια μας ως δυσκολία και στρίμωγμα, αλλά κατόπιν γεμίζει την καρδιά γαλήνη, από την αίσθηση του ελέους του Θεού, που έρχεται σε όσους αποδέχονται και “περπατούν” τον κόπο που απαιτείται. Έτσι και η σχέση με τον Θεό.
Να ’μαστε λοιπόν τώρα μπροστά σ᾿ ένα φέρετρο! Είναι το ξόδι ενός μοναχογιού και μάλιστα μιας μάνας χήρας. Βρίσκεται ο Χριστός μπροστά σε μια οδύνη απ’ τις χειρότερες στον κόσμο. Ακολουθεί αυτό το ξόδι «ὄχλος τῆς πόλεως ἰκανός», πολλοί άνθρωποι από την πόλη! Όλοι αυτοί συμπονούν αυτή την χαροκαμένη χήρα και της συμπαρίστανται. Ξέρουν ότι και αυτοί είναι άνθρωποι και δεν αγνοούν το δικό τους αύριο, η σύνεση λοιπόν μαζί με την καλοσύνη τους κάνει συμπονετικούς. Οι άνθρωποι συμπονούν από… ταυτότητα ανθρώπινη.
Ο Χριστός συμπονά όχι χωρίς συναισθήματα, αλλά από ένα λόγο που είναι πάνω από τα συναισθήματα. Από αγάπη. Εμείς συμπονάμε ή και “αγαπάμε” γνωστούς και οικείους. Ο Χριστός συμπονά και αγαπά τους πάντες. Δεν διακρίνει οικείους και ξένους, του είναι, του είμαστε όλοι, «οικείοι και συμπολίτες». Δεν ρυθμίζει την στάση του από την δική μας ποιότητα. Αγαπά… αδιακρίτως. Χωρίς διακρίσεις, όχι χωρίς διάκριση!
Για πολλούς ανθρώπους η ζωή είναι ένα… κρεμμύδι που όσο το «ξετυλίγεις» τόσο περισσότερο κλαις! Θεωρούν, αυτοί που σκέπτονται έτσι, την ματαιότητα των ανθρωπίνων όχι ως ανεπάρκεια, αλλά ως… ανυπαρξία. Δηλαδή δεν θέλουν να “αντιληφθούν” ότι τα ανθρώπινα πράγματα δεν χορταίνουν την καρδιά μας, όχι γιατί δεν αξίζουν τίποτα, αλλά διότι δεν επαρκούν για να την γεμίσουν. Χρειάζονται όλα τα ανθρώπινα έναν ποιοτικό εκθέτη, για να αυξηθεί η “αξία” και το “μέγεθός” τους. Χωρίς τον Χριστό, η ζωή γίνεται ένας παραλογισμός, για άλλους όμορφος και άνετος, για άλλους οδυνηρός και απεχθής, πάντως για όλους παραλογισμός!! Για τους χριστιανούς, ζωή είναι ο Χριστός. Αυτός δίνει νόημα στα πράγματα και “αυξάνει” την αξία τους, ώστε να γεμίζουν την ανθρώπινη καρδιά. Αυτός αναιρεί τον παραλογισμό της… ημερομηνίας λήξεως στην ανθρώπινη ζωή, όχι μόνον, όπως στο περιστατικό του σημερινού Ευαγγελίου, για προθεσμιακή μετάθεση του θανάτου, αλλά για Ανάσταση και Ζωή μόνιμη, μαζί Του. Αυτός ανοίγει προοπτικές «ποιοτικής αναβάθμισης» όχι για προσωπική καταξίωση και καθωσπρεπισμό, αλλά για δυνατότητα μετοχής στην ζωή Του. Ο νεαρός γιος της χήρας της Ναΐν, μετά από κάποια χρόνια, φυσικά πέθανε και κείνος, όπως κάθε άνθρωπος. Αν δεν απόχτησε εν τω μεταξύ σχέση με τον Χριστό, και δεν αγωνίστηκε για ποιοτική αναβάθμιση (αυτό είναι οι αρετές) της ζωής του, άραγε μπορεί να τον ωφέλησε σε τίποτε η παράταση της βιολογικής ζωής;
Οι έκπληκτοι, από το απίθανο γεγονός της αναστάσεως του νέου, Εβραίοι έκαναν μια σωστή και ουσιαστική επισήμανση στην όλη ιστορία. Έβγαλαν το σωστό συμπέρασμα ότι: «Ἐπεσκέψατο ὁ Θεός τόν λαόν αὐτοῦ» δηλαδή ήρθε ο Θεός να μας θεραπεύσει. Στην Καινή Διαθήκη, το ρήμα επισκέπτομαι δεν συνδυάζεται ποτέ με κρίση ή τιμωρία, αλλά πάντοτε με την προστασία και την ιατρική φροντίδα!
Υιέ Θεού, σώσε μας, Παντοδύναμε·
του ανθρώπου η ζωή, σαν το λουλούδι είναι του αγρού·
όμορφο μόνον το πρωί·
το βράδυ ξηραίνεται, μαραίνεται και πέφτει.
Την αναπνοή, εσύ την έδωσες στα ρουθούνια μας
από τον θάνατο και πάλιν μας επέστρεψες
ακόμα κι όταν έφευγε από εντός μας η ψυχή,
αφού κανέναν δεν είχαμε λυτρούμενον και σώζοντα.
Συ, λοιπόν, Κύριε, ως Λυτρωτής,
από την ανυπαρξία σώσε μας
όλους εμάς τους δούλους Σου,
ως Ελεήμων και Παντοδύναμος.
Με αγάπη και ευχές
ο εφημέριός σας,
π. Θεοδόσιος
ΙE΄ ΚΥΡΙΑΚΗ
Πρός Κορινθίους Β’ Ἐπιστολῆς Παύλου τό Ἀνάγνωσμα.
Κεφ. Δ’ 6-15
Αδελφοί,
ὁ Θεός πού στήν ἀρχή τῆς δημιουργίας, διέταξε ἀπό τό σκοτάδι νά λάμψει φῶς, Αὐτός καί τώρα ἔλαμψε στίς καρδιές μας γιά νά φωτισθοῦμε νά γνωρίσουμε τήν δόξα τοῦ Θεοῦ στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ.
7Ἔχουμε αὐτόν τόν θησαυρό μέσα στά σώματά μας, πού εἶναι ὀστράκινα σκεύη, γιά νά εἶναι φανερό τό ὅτι τό μεγαλεῖο τῆς δύναμης αὐτῆς εἶναι τοῦ Θεοῦ καί ὄχι δικό μας. 8Καί ἔτσι συμβαίνει νά θλιβόμαστε, ἀλλά νά μή στενοχωρούμαστε, νά ἐρχόμαστε σέ ἀδιέξοδα, ἀλλά νά μήν ἀπελπιζόμαστε. 9Νά καταδιωκόμαστε ἀπό τούς ἀνθρώπους, ἀλλά νά μην ἐγκαταλειπόμαστε ἀπό τόν Θεό. Νά πέφτουμε στόν ἀγῶνα, ἀλλά νά μή χανόμαστε.
10Πάντοτε νά “λιτανεύουμε” τήν ζωοποιό νέκρωση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ στό σῶμα μας, ὥστε καί ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ νά φανερωθεῖ στό σῶμα μας. 11Διότι πάντοτε, ἐμεῖς οἱ ζωντανοί, παραδινόμαστε χάριν τοῦ Χριστοῦ εἰς θάνατον, γιά νά φανερωθεῖ ἡ ζωή τοῦ Ἰησοῦ στήν θνητή μας σάρκα. 12Ἔτσι σαρκώνεται σέ μᾶς (τούς ἀποστόλους) ὁ θάνατος, ἐνῶ σέ σᾶς ἡ ζωή.
13Ἐπειδή λοιπόν ἔχουμε τήν ἴδια πίστη, σύμφωνα μέ τό ψαλμικό:”Ἐπίστευσα καί γι’ αὐτό καί μίλησα”, γι’ αὐτό καί μεῖς πιστεύουμε καί κηρύττουμε τήν πίστη. 14Γνωρίζουμε ὅτι ὁ Θεός πού ἀνέστησε τόν Κύριο μας Ἰησοῦ Χριστό, θά ἀναστήσει καί ἐμᾶς διά τοῦ Ἰησοῦ καί θά μᾶς παραστήσει ἐνώπιόν του μαζί σας. Μαζί σας γιατί 15ὅλα γιά σᾶς γίνονται. Ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ πού σώζει ἐμᾶς, νά πλεονάσει εὐεργετώντας ὅλους ὥστε νά δοξάζεται ὁ Θεός διά πολλῶν.-
Γ’ ΚΥΡΙΑΚΗ ΛΟΥΚΑ
Ἀνάσταση υἱοῦ χήρας Ναΐν
Ἐκ τοῦ κατά Λουκᾶν(ζ’ 11-16)
Τόν καιρό ἐκεῖνο, κάποια ἡμέρα, βάδιζε ὁ Ἰησοῦς γιά τήν πόλη πού ὀνομάζεται Ναΐν. Μαζί του ἦταν ἀρκετοί μαθητές του καί πολύ πλῆθος. Τήν ὥρα πού πλησίαζαν στήν πύλη τῆς πόλης, ἔτυχε καί ἔβγαζαν ἕνα νεκρό, τό μονάκριβο γιό μιᾶς μάνας, πού μάλιστα ἦταν χήρα. Κόσμος πολύς ἀπό τήν πόλη τήν συνόδευε. Ὅταν εἶδε τή χήρα ὁ Κύριος τή σπλαχνίστηκε, καί τῆς εἶπε: “Μήν κλαῖς”. Ἔπειτα προχώρησε, ἀκούμπησε τή σορό, καί ἀφοῦ στό μεταξύ αὐτοί πού βαστοῦσαν τό φέρετρο σταμάτησαν, εἶπε: “Νεαρέ, σέ διατάζω νά σηκωθεῖς”. Ὁ νεκρός ἀνακάθισε κι ἄρχισε νά μιλάει. Ὁ Ἰησοῦς τότε τόν παρέδωσε στή μητέρα του. Ὅλους τούς κυρίεψε δέος καί δόξαζαν τό Θεό: “Μεγάλος προφήτης”, ἔλεγαν, “ἐμφανίστηκε ἀνάμεσα μας” καί: “Ὁ Θεός ἦρθε νά σώσει τό λαό Του”.-
Θεματολογικές ετικέτες