Κατήχηση, Κυριακοδρόμιο

Κυριακή Ι’ Λουκά – Το κλουβί της καρδιάς – 06/12/2020

Το κομμάτι, που διαβάσαμε σήμερα στο Ευαγγέλιο, περιέγραφε ότι σε μια Συναγωγή, σ’ ένα χώρο προσευχής και λατρείας των Εβραίων, μπήκε ο Χριστός ένα Σάββατο και εκεί συνάντησε μια γυναίκα η οποία, δεκαοχτώ χρόνια είχε, από ασθένεια ιδιότυπη, σχεδόν διπλωθεί στα δύο, ήταν συγκύπτουσα όπως λέει το κείμενο. Ο Χριστός ακούμπησε τα χέρια πάνω της και της είπε να γίνει καλά, και έγινε καλά.

Όλοι την ξέρανε. Μέσα σε μια μικρή κοινότητα, άλλωστε ήταν τόσο η εικόνα της χαρακτηριστική και συγκεκριμένη, μια γυναίκα που περπατάει διπλωμένη στα δύο, που και να ήθελες δεν μπορούσες να μη την προσέξεις. Όλοι λοιπόν την ξέρανε, πολύ περισσότερο την ήξερε ο αρχισυνάγωγος, δηλαδή ο παπάς θα λέγαμε σήμερα. Παρά ταύτα όμως, όταν αυτή η γυναίκα έγινε καλά και άρχισε να δοξάζει τον Θεό, η οποία γυναίκα, προσέξτε, στη Συναγωγή δεν πήγε για να γίνει καλά, πήγε παρά την αναπηρία της να προσευχηθεί, ο… παπάς άρχισε τις δαιμονικές του αντιρρήσεις!! Δεν έψαχνε την θεραπεία της όταν πήγε. Ίσως πλέον, είχε κλείσει στη συνείδησή της το ενδεχόμενο ότι κάποια στιγμή θα θεραπευτεί, θα περπατήσει όρθια και θα βλέπει κατάματα τα πράγματα! Πήγε επειδή είχε σαφώς την αίσθηση της αγάπης, ότι σήμερα είναι ημέρα του Θεού και θα πρέπει να πάω στη συγκέντρωση των αδελφών μου, να προσευχηθούμε μαζί. Κι εκεί, την ώρα της προσευχής, ήρθε η θεραπεία της από τον Χριστό.

Από την άλλη, ένας άνθρωπος που δεν περπατούσε συγκύπτοντας αλλά όρθιος, και μάλιστα ήταν ο υπεύθυνος της Συναγωγής, ο παπάς, όταν είδε αυτά αντί να χαρεί γέμισε στριμάρα, όπως θα λέγαμε. Γέμισε αναποδιές και άρχισε να λέει για την αργία του Σαββάτου που επιβάλλει ο Θεός. Είναι τραγικό πράγμα να μη μπορείς να χαρείς. Να μη μπορεί να ανοίξει η καρδιά σου. Είναι τραγικό πράγμα να πετρώσει μέσα σου μια κατάσταση έλλειψης αγάπης, η οποία σιγά-σιγά γίνεται φθόνος. Να μη μπορείς να χαρείς με τη χαρά του διπλανού. Είναι φοβερό πράγμα, και ο φθόνος, λένε οι πατέρες, ακουμπάει ακόμη και ανθρώπους που κοντεύουν να φθάσουν στην τελειότητα. Άλλωστε οι δύο λέξεις φόνος και φθόνος δεν έχουν παρά μόνο την προσθήκη ενός θήτα. Και ο τόνος κάθεται στην ίδια θέση και το πρώτο γράμμα του «θανάτου» παρεμβάλλεται στο φόνο και γίνεται φθόνος.

Υπάρχει μία ιστορία, η οποία είναι πολύ διδακτική. Πριν από πολλά χρόνια, όταν η Αίγυπτος ήταν χριστιανική και υπήρχαν πολλά μοναστήρια εκεί, δυο αδέλφια κατά σάρκα, δηλαδή με τον ίδιο πατέρα και την ίδια μάνα, αποφάσισαν να γίνουν μοναχοί. Ο ένας πήγε σ’ ένα οργανωμένο κοινόβιο, σ’ ένα μοναστήρι κι ο άλλος αποφάσισε να ζήσει μόνος του, ερημίτης. Κατά τεκμήριο, ένας άνθρωπος που ήταν ερημίτης έπρεπε να είχε μεγαλύτερη ποιότητα αρετών και μεγαλύτερη θα λέγαμε πνευματική κατάσταση πορείας. Ελάτε όμως που ήταν ανάστροφα. Αυτός που έμεινε μόνος του, ζούριαζε με τις κακίες του, οι οποίες έγιναν απέραντες, και όταν έμαθε ότι ο αδερφός του, ο κατά σάρκα, έφτασε σε πολύ μεγάλα πνευματικά μέτρα και η προσευχή του, του αδελφού του τού κατά σάρκα, κάνει θεραπείες ανθρώπων, η καρδιά του αντί για χαρά γέμισε φθόνο. Και πήγε μια μέρα στο μοναστήρι και παρεκάλεσε τον ηγούμενο του μοναστηριού να του δώσει τον αδερφό του μαζί, να τον βοηθήσει να συγυρίσει τεχνικά το ερημητήριό του, το κελί του στο οποίο ζούσε. Και ο άνθρωπος είπε: Ας έρθει.

Έφυγαν από το μοναστήρι και πήγαιναν στο ερημητήριο του αδερφού του. Περνούσαν δίπλα από το Νείλο. Και τότε λέει ο ερημίτης: Πιάσε αυτό το ψάρι. Κάνε υπακοή, πήδα μέσ’ στο Νείλο και πιάσε αυτό το ψάρι. Το ψάρι… ήταν ένας κροκόδειλος! Ο άλλος λέει: Να ’ναι ευλογημένο, και πηδάει μέσ’ στο ποτάμι. Και ο ερημίτης βλέπει έκπληκτος τον κροκόδειλο να γλείφει τα χέρια του καλόγερου. Και παρά ταύτα δεν αλλάζει τοποθέτηση. Τον παίρνει, τον βοηθάει, φτιάχνει το κελί του, και όταν εκείνος επέστρεψε, ο ηγούμενος στον οποίο ο Θεός αποκάλυψε το γεγονός, τον εφώναξε και του είπε: Μην κοινωνήσεις ποτέ πριν πεθάνεις. Έκανες φόνο. Άσχετα αν ο Θεός παρενέβη και δεν έφαγαν οι κροκόδειλοι τον άνθρωπο, εσύ έκανες φόνο. Δεν θα κοινωνήσεις ποτέ από ’δω και πέρα παρά μόνο πριν πεθάνεις.

Αδερφοί μου, η καρδιά μας άμα μείνει ανεπιμέλητη γίνεται πέτρα. Και ο Θεός στην Παλαιά Διαθήκη λέει: Δώσ’ μου την πέτρινη καρδιά σου να την κάνω σάρκινη σε πρώτη φάση. Και μετά να την κάνω να ’χει μια ποιότητα.

Το περιστατικό το οποίο διαβάσαμε σήμερα, εν όψει του ερχομού του Χριστού (Χριστούγεννα), έχει να μας πει, όχι ως θαύμα θεραπείας, που ο Χριστός τα μπορεί όλα έτσι κι αλλιώς, αλλά ως διδασκαλία, ότι θα πρέπει να αφήσουμε την καρδιά μας στα χέρια Αυτού που έρχεται, για να αποχτήσει (η καρδιά μας) καλωσύνη, αγάπη, κατανόηση, ενδιαφέρον, χαρά. Άμα δεν μάθουμε να χαιρόμαστε με τα απλά και καθημερινά, με τις επιτυχίες των αδερφών μας, με τη δόξα των αδερφών μας, θα γίνουμε άνθρωποι οι οποίοι δεν θα χωράνε μέσα τους κανέναν. Το είπαμε και πριν από δυο Κυριακές στο κήρυγμα. Άμα δεν μπορείς να χωρέσεις έναν, δεν χωράει κανένας. Άμα δεν μπορεί να χωρέσει ο διπλανός σου, (εδώ στην ιστορία δεν χώραγε ούτε ο αδελφός του κατά σάρκα), πολύ περισσότερο όταν είναι ένας άλλος, ξένος, διπλανός άνθρωπος.

Αδερφοί μου, θέλει πολύ προσοχή το να μπορέσουμε σιγά-σιγά να μάθουμε να χαιρόμαστε με απλότητα και καλωσύνη. Είναι προσόν δικό μας αυτό. Δεν μας το παίρνει κανένας αν το αποχτήσουμε. Εμείς φανταζόμαστε ότι πρέπει να ξεχωρίζουμε απ’ τους άλλους. Δεν πρέπει να ξεχωρίζουμε από τους άλλους. Πρέπει να αγαπάμε τους άλλους. Εμείς πολλές φορές, επειδή δεν μπορούμε να τους αγαπάμε, κάνουμε το αντίθετο της αγάπης. Το αντίθετο της αγάπης είναι η αδιαφορία. Το μίσος είναι αγάπη με παράπονο. Η αδιαφορία είναι μια γκρινιάρικη κατάσταση. Η αδιαφορία είναι απόδειξη ότι είμαστε «πεθαμένοι». Κλεινόμαστε μέσα σ’ αυτό το κλουβί της αδιαφορίας για τους άλλους, και εκεί μέσα σ’ αυτό το κλουβί η καρδιά μας γίνεται πέτρινη, παγώνει και πεθαίνει μόνη της.


ΚΔ’ ΚΥΡΙΑΚΗ

Πρός Ἐφεσίους Ἐπιστολῆς Παύλου τό Ἀνάγνωσμα.

Κεφ. Β’14-22

Aδελφοί,

 14ἡ εἰρήνη μας εἶναι ὁ Χριστός. Αὐτός ἔνωσε τά δύο σέ ἕνα. Αὐτός γκρέμισε τόν μεσότοιχο, τό τεῖχος πού μᾶς χώριζε ἀπό τόν Θεό. Αὐτός σταμάτησε τήν ἔχθρα. Αὐτός τότε πού πέθανε στόν Σταυρό σωματικά, 15κατάργησε τόν νόμο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί τίς διατάξεις της, καί ἔκανε οἱ δύο (τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους) νά γίνουν ἕνα· σάν νά ἦταν ἕνας καινούργιος ἄνθρωπος· τούς ἔνωσε στόν ἑαυτό του καί τούς ἔκανε νά ἔχουν μεταξύ τους εἰρήνη. 16Τούς συμφιλίωσε, τούς ἔκανε ἀπό δύο ἕνα σῶμα, μέ τόν θάνατό του στόν Σταυρό. Γιατί μέ τόν Σταυρό του σκότωσε τήν ἔχθρα. 17Καί ἦλθε καί κήρυξε τήν εἰρήνη αὐτή, καί σέ σᾶς πού πρῶτα ἤσασταν μακρυά του καί σέ ἐκείνους πού ἦσαν κοντά του.

18Καί ἀπό τότε καί οἱ δύο, κοντά στόν Πατέρα πηγαίνουμε μόνο ὅταν ἀκολουθοῦμε τόν δρόμο πού μᾶς δείχνει τό ἕνα Ἅγιο Πνεῦμα. 19Λοιπόν, τώρα δέν εἴστε πιά ξένοι· δέν εἶστε περαστικοί· εἶστε συμπολίτες μέ τούς Ἁγίους καί οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ. 20Ναί αὐτό εἶστε, ὅταν προσφέρετε τόν ἑαυτό σας, καί ״οἰκοδομεῖσθε״ πάνω στό θεμέλιο τῶν Ἀποστόλων καί τῶν προφητῶν στό ὁποῖο ἀκρογωνιαῖος λίθος εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστός,21 στόν ὁποῖον ὅταν συναρμολογηθῆ ἡ ὅλη οἰκοδομή, γίνεται Ναός ἅγιος τοῦ Θεοῦ.

22Σ᾽ αὐτόν τόν Ναό, φροντῖστε νά οἰκοδομηθεῖτε καί ὅλοι ἐσεῖς, γιά νά γίνετε ὁ καθένας σας κατοικητήριο τοῦ Θεοῦ πνευματικό.-

 

 

Ι’ ΚΥΡΙΑΚΗ ΛΟΥΚΑ

Θεραπεία συγκυπτούσης γυνῆς

Ἐκ τοῦ κατά Λουκᾶν (ιγ’10-17)

Τόν καιρό ἐκεῖνο, κάποιο Σάββατο, ὁ Ἰησοῦς δίδασκε σέ κάποια συ­να­γω­γή. Ἐκεῖ βρισκόταν καί μιά γυναίκα, δεκαοκτώ χρόνια  ἄρρωστη ἀπό δαιμονικό πνεῦμα. Ἦταν κυρτωμένη καί δέν μποροῦσε καθόλου νά ἰσιώσει τό σῶμα της. Ὅταν τήν εἶδε ὁ Ἰησοῦς, τή φώναξε καί τῆς εἶπε: “Κυρία, ἀπαλλάσσεσαι ἀπό τήν ἀρρώστια σου”. Ἔβαλε πάνω της τά χέρια Του, καί ἀμέ­σως ἐκείνη ὀρθώθηκε καί δόξαζε τό Θεό.

Ὁ ἀρχισυνάγωγος ὅμως, ἀγανακτισμένος πού ὁ Ἰησοῦς ἔκανε τή θεραπεία τό Σάββατο, γύρισε στό πλῆθος καί εἶπε: “Ὑπάρ­χουν ἕξι μέρες πού ἐπιτρέπεται νά ἐργά­ζεται κανείς· μέσα σ’ αὐτές, λοιπόν, νά ἔρχεστε καί νά θεραπεύ­εστε, καί ὄχι τό Σάββατο”. Ὁ Κύριος τοῦ ἀπάντησε: “Ὑποκρι­τή! Ὁ καθένας σας δέ λύνει τό βόδι του ἤ τό γαϊδούρι του ἀπό τό παχνί τό Σάββατο καί πάει νά τό ποτίσει; Κι αὐτή, πού εἶναι θυγατέρα τοῦ Ἀβραάμ, καί ὁ σατανάς τήν εἶχε δεμέ­νη δεκα­οχτώ χρόνια, δέν ἔπρεπε νά λυθεῖ ἀπ’ αὐτά τά δεσμά, τό Σάββα­το”;

          Μέ τά λόγια του αὐτά ντροπιάζο­νταν ὅλοι οἱ ἀντίπαλοί του κι ὁ κόσμος ἔχαιρε γιά ὅλα τά θαυμαστά πού ἔκανε ὁ Ἰησοῦς.-

Αφήστε μια απάντηση