Κατήχηση, Κυριακοδρόμιο

Κυριακή ΙΕ’ Λουκά (του Ζακχαίου) – Είμαι κοντός και δεν βλέπω

Λουκ. ιθ’ 1-10

Είναι γνωστή η ιστορία του κοντού εφοριακού της εποχής του Χριστού, του Ζακχαίου. Ένας άνθρωπος ο Ζακχαίος, που τον εκφράζει η δαιμονική παροιμία “καλύτερα να σε φοβούνται, παρά να σ᾿ αγαπούν”, έχει “απολαύσει” τον φόβο των συμπατριωτών του.

Έχει ζήσει την ερημία από την απουσία της αγάπης, και την παγωνιά να αγκαλιάζεις μόνον χρήματα. Έχει σχηματίσει γνώμη για τα “σκουλήκια” τους συμπατριώτες του, αλλά όταν είναι μόνος συλλογίζεται ότι και αυτός είναι ένα σκουλήκι, απλώς… πλούσιο! Ακούει για τον Χριστό πολλά. Άλλα θετικά, και άλλα… περίεργα, που του διεγείρουν το ενδιαφέρον και τον σπρώχνουν να Τον συναντήσει τέλος πάντων κάποια στιγμή.

Σε κάποια φάση ο Ιησούς έρχεται στην πόλη του Ζακχαίου. Ο Ζακχαίος το θεωρεί ευκαιρία γνωριμίας και σπεύδει. Όμως υπάρχει μια αντικειμενική και μια εκ των συνθηκών ανυπέρβλητη δυσκολία. Αφ᾿ ενός είναι πολύ κοντός στο ύψος ο ίδιος, και αφ᾿ ετέρου έχουν μαζευτεί τόσο πολλοί σαν και αυτόν περίεργοι που θέλουν να δουν τον Ιησού, ώστε η πρόσβαση κοντά Του να είναι αποκλεισμένη όπως και η από μακριά έστω θέα Του αδύνατη, λόγω… ύψους προσωπικού.

Μερικές λέξεις του Ιησού που πιάνει από κει που στέκεται τον κάνουν να αναστατώνεται. Ο Ιησούς διδάσκει για την αλήθεια και την πραγματικότητα και όχι για τα φαινόμενα και την εικόνα.

Διδάσκει για το πώς βλέπει ο Θεός (που βλέπει την καρδιά) και όχι για το πως βλέπουν οι άνθρωποι, που “βλέπουν τα ρούχα”, δηλαδή εξωτερικά και επιπόλαια. Λέει ότι έτσι πρέπει να μάθουμε όλοι να “βλέπουμε”.

Λέει ότι η εξέλιξη αυτής της θέας είναι συνάρτηση μιας κλίμακας, πού όσο κάποιος την ανεβαίνει, τόσο “μακρύτερα βλέπει”. Ότι πριν αρχίσει να ανεβαίνει ο άνθρωπος αυτή την κλίμακα, βλέπει και ασχολείται μόνο με την δική του γνώμη. Μετά με την γνώμη των άλλων γι᾿ αυτόν και στην συνέχεια, όταν αρχίσει ν’ ανεβαίνει την κλίμακα, με την γνώμη του Θεού γι᾿ αυτόν.

Λέει ότι η αγωνία των ανθρώπων για την γνώμη των άλλων έχει μια βάση υγιή, γιατί ξεκινάει από την σωστή “αγωνία” για την γνώμη για μας του πραγματικού Άλλου, που είναι ο Θεός.

Όπως και ο Ζακχαίος τότε, έτσι και μεις σήμερα, “κοντοί” στα εσωτερικά δεδομένα, (βεβαίως δεν έχει σημασία η σωματική διάπλαση για τα καίρια θέματα! Το “ύψος” έχει άλλο μέτρο και όχι την… μεζούρα), ας προσπαθήσουμε να δούμε αυτά τα θέματα στην “διαδρομή” που περιγράφει το Ευαγγέλιο για τον Ζακχαίο.

Α. Τι γνώμη έχεις για μένα;

Αυτό το ερώτημα εκφράζει την διαρκή ανθρώπινη αγωνία για την ποιότητά μας. Όλοι μας θέλουμε να είμαστε αξιαγάπητοι. Να είμαστε αποδεκτοί. Να είμαστε αγαπητοί και φίλοι. Όλα αυτά μπορούν να υλοποιηθούν και να γίνουν, μόνον όταν οι άλλοι έχουν καλή γνώμη για μας και μας θεωρούν αξιαγάπητους αποδεκτούς φίλους. Για να γίνει όμως κάτι τέτοιο, πρέπει οι άλλοι να βρίσκουν στον εσωτερικό μας κόσμο στοιχεία και χαρακτηριστικά, που φανερώνουν μια ποιότητα αξιαγάπητη και αποδεκτή. Κανείς δεν γίνεται φίλος ούτε “αγκαλιάζει” ένα… σκαντζόχοιρο! Αν η καρδιά μας είναι γεμάτη “αγκάθια” δεν πρέπει να απορούμε γιατί οι άλλοι δεν έχουν καλή γνώμη για μας.

Όταν απορούμε και ρωτάμε: “τι γνώμη έχεις για μένα;” κατ᾿ αρχάς εκφράζουμε την υγιή αγωνία να μας περιγράψει κάποιος άλλος που βλέπει καθαρότερα την ποιότητα του περιεχομένου μας. Εμείς οι ίδιοι υπάρχει φόβος να μην είμαστε αμερόληπτοι, όταν πρόκειται για τον εαυτό μας. Καταλαβαίνουμε ότι δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς τους άλλους. Συμβαίνει όμως, πολλές φορές να κρεμιόμαστε νοσηρά και ανώριμα από την γνώμη των άλλων και να βασανιζόμαστε ανελεύθερα. Αντί της γνώμης αυτών που μπορούν να σκεφτούν και να κρίνουν, δεσμευόμαστε από την αοριστία της γενικής εικόνας για μας, του περιβάλλοντός μας, και τυραννιόμαστε σε ένα μαγκανοπήγαδο υποκρισίας, που άλλα θέλει να δείχνει κάποιος και άλλα επιθυμεί.

Ο μεγάλος μουσικός Μότσαρτ έλεγε: “Για να διευθύνεις σωστά μια ορχήστρα, πρέπει να γυρίσεις την πλάτη σου στο κοινό”! Δηλαδή, αν θες να κάνεις κάτι ουσιαστικό, πρέπει να σε απασχολεί ποιος όντως είσαι και όχι ποιος νομίζουν οι άλλοι ότι είσαι. Χωρίς την ελευθερία από την γνώμη των άλλων δεν πρόκειται ποτέ κανείς να βρει και να χτίσει πραγματικό εαυτό.

Β. Η γνώμη του Θεού για μας.

Ο άγιος Αντώνιος που γιόρταζε προχθές (17/1) διδάσκει ότι: “Αὕτη ἐστίν ἡ μεγάλη ἐργασία τοῦ ἀνθρώπου· ἵνα το σφάλμα αὐτοῦ ἐπάνω ἑαυτοῦ βάλῃ, ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ”. Δηλαδή: αυτή είναι η ουσιαστική δουλειά που έχει να κάνει ένας άνθρωπος· να αναλάβει ως δική του ευθύνη τα λάθη του, ενώπιον του Θεού. Ο Θεός είναι η μόνη πραγματικότητα! Όταν αυτό το συνειδητοποιήσουμε, τότε όλα μας τα έργα θα είναι κόπος για να αληθεύουμε και αγώνας για να βγούμε από την τύφλωση της αυταρέσκειας ή από την φιλάρεσκη αγωνία για την καλή γνώμη των άλλων για μας, και με την όλη ζωή μας θα τείνουμε να “ταυτιστούμε” με την μόνη πραγματικότητα!

Πολλές φορές για να βρούμε τον Θεό, χρειάζεται να “χάσουμε” αυτόν τον κόσμο, που μας αποπροσανατολίζει γεμίζοντάς μας αγωνίες. Να χάσουμε τον “εαυτό” μας, όπως διδάσκει ο Χριστός! Ο Ζακχαίος για να δει τον Χριστό κάνει κάτι που “εκθέτει” την υπόληψή του στα μάτια της, καθώς πρέπει, κοινωνίας που ζει: ανεβαίνει, σαν αλητάκι, στην συκομορέα. Οι τεχνικές δυσκολίες (μικρό ύψος-πλήθος ανθρώπων) ξεπερνιούνται με ένα άλμα ελευθερίας. Ανεβαίνει στην συκομορέα.

Εκεί τον βρίσκει ο Χριστός, έκθετο στην ειρωνεία (οδυνηρό ανασταλτικό για μια ελευθερία κινήσεων) και στην ανυποληψία των συμπατριωτών του (τα έχασε αυτός…) και του αναγγέλλει ότι τώρα που έπαψε να είναι δούλος ανθρώπων, θα τον επισκεφθεί στο σπίτι του (και στην ψυχή του). Ο Ζακχαίος πλέον ξέρει τίνος την γνώμη να μετρά και να υπολογίζει καθώς και τι αξία έχουν τα πράγματα. Ξέρει ότι η αλλαγή της ζωής αποφασίζεται στο μυαλό, αλλά γίνεται με την ποιότητα του καθημερινού τρόπου ζωής. Για το λόγο αυτόν και αυτοδεσμεύεται:

– Κύριε θα μοιράσω τα μισά υπάρχοντά μου στους φτωχούς. Σε όσους αδίκησα (ατυχώς την αδικία νόμιζα ως κέρδος τότε) θα αποδώσω τετραπλάσια απ᾿ όσα τους πήρα.

Μέχρι τότε στην ψυχή του Ζακχαίου είχαν κάνει κατοχή και κατάληψη τα χρήματα, η άνεση της αδιαφορίας. Ο Θεός “δεν υπήρχε” στις γνώμες που υπολόγιζε. Δεν τον απασχολούσε (ή έτσι ήθελε να δείχνει) το πώς τον έβλεπε και τον “ζύγιαζε” ο Θεός. Όταν ο Χριστός τον κοίταξε πάνω στην συκομορέα, τότε όλα άλλαξαν. Τότε μόνο η γνώμη του Χριστού τον απασχολούσε.

«Σε κάποιο κεφάλαιο μίλησα για την Όλγουεν Νταίηβις, τη μεσόκοπη νοσοκόμο, που πάνω από είκοσι χρόνια, με δύναμη και υπομονή, με ηρεμία και αισιοδοξία, εξυπηρετούσε τον κόσμο στην περιοχή του Τρέτζενυ. Αυτός ο ανυστερόβουλος αλτρουισμός, που έδειχνε να είναι το κλειδί του χαρακτήρα της, είχε τόσο γλίσχρα ανταμοιβή, ώστε, εμένα τουλάχιστον, πολύ με στενοχωρούσε. Μ’ όλο που ο κόσμος την αγάπαγε πάρα πολύ, ο μισθός της ήταν τιποτένιος. Στο τέλος, ένα βράδυ που είχαμε παρασταθεί σε μια πολύ δύσκολη κι επίπονη περίπτωση, τόλμησα να της πω δυο λόγια την ώρα που πίναμε μαζί ένα φλυτζάνι τσάι.

— Αδελφή, γιατί δεν τους ζητάτε να σας δίνουν κάτι περσότερο; Είναι πολύ κωμικό να ξέρει κανείς πώς κάθεστε και τσα­κιζόσαστε για τρεις κι εξήντα.

Σούφρωσε πολύ τα φρύδια της, αλλά, πάντως, χαμογέλασε:

— Όσα παίρνω, μου φτάνουν για να ζω.

— Όχι δα! επέμεινα. Εσείς έπρεπε να παίρνετε, το λιγότερο, μια λίρα την εβδομάδα παραπάνω. Ένας Θεός το ξέρει πόσο σας αξίζει αυτό!

Σιωπή απλώθηκε ξαφνικά. Το χαμόγελο της δεν έσβησε, όμως η ματιά της σιγά-σιγά πήρε μιαν αυστηρότητα και ένα βά­θος που με τρόμαζε.

Γιατρέ, είπε, ένα πράγμα μ’ ενδιαφέρει εμένα. Να ξέρει ο Θεός πώς κάτι αξίζω. Αν το πετυχαίνω αυτό, δε μου χρειάζεται τίποτ’ άλλο.»

A. J. Cronin

Περιπέτειες σε δύο κόσμους

Εκδ. Κακουλίδη, σελ. 318-319

Όταν ελευθερώνεσαι από τη δυναστεία του χρήματος, όταν αποφασίζεις να στερηθείς και να πάψεις να είσαι “όνομα”, και όταν η έγνοια για τους άλλους και η αγάπη σε βγάζουν από την αδιαφορία σου, τότε γίνεται “χώρος” για τον Χριστό και δημιουργούνται συνθήκες ώστε να σου προτείνει Εκείνος  να “μείνει”  “… σήμερον ἐν τῷ οἴκῳ σου” (Λουκ. 19, 5).

Με αγάπη και ευχές

Ο εφημέριός σας

π. Θεοδόσιος



ΙΕ’ ΚΥΡΙΑΚΗ ΛΟΥΚΑ

Ἡ σωτηρία τοῦ Ζακχαίου

Ἐκ τοῦ κατά Λουκᾶν

Κεφ. ιθ’, 1-10

 

Τόν καιρό ἐκεῖνο, μιά ἡμέρα περνοῦσε ὁ Ἰησοῦς μέσα ἀπό τήν Ἰεριχώ. Ἐκεῖ ζοῦσε κάποιος ἄνθρωπος πού τόν ἔλεγαν Ζακχαῖο. Αὐτός ἦταν ἀρχιτελώνης καί πολύ πλούσιος. Αὐτός λοιπόν προσπαθοῦσε νά δῆ τόν Χριστό, ποιός εἶναι. Ὅμως δέν μποροῦσε, ἐπειδή ἦταν πολύ κοντός καί γύρω ἀπό τόν Ἰησοῦ εἶχε μαζευτεῖ πολύς κόσμος. Τότε ἔτρεξε μπροστά καί σκαρφάλωσε σέ μιά συκομουριά, γιά νά μπορέσει νά τόν δεῖ, ἐπειδή τό ἔβλεπε ὅτι ἀπό ἐκεῖ πρόκειτο νά περάσει.

Ὅταν ἔφθασε ὁ Ἰησοῦς στό μέρος ἐκεῖνο, σήκωσε τά μάτια του, τόν εἶδε, καί τοῦ εἶπε:

– Ζακχαῖε, κατέβα γρήγορα. Σήμερα θά μείνω στό σπίτι σου.

Καί ἐκεῖνος κατέβηκε ἀμέσως, πῆγε στό σπίτι του καί τόν ὑποδέχθηκε μέ με χαρά.

Τό εἶδαν αὐτό ὅλοι καί ἔλεγαν μεταξύ τους:

– Ὁρίστε, πῆγε νά μείνει σέ σπίτι ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου.

Τότε ὁ Ζακχαῖος σηκώθηκε καί εἶπε στόν Ἰησοῦ:

– Κύριε, νά, τά μισά ἀπό τά ὑπάρχοντά μου τά δίνω στούς φτωχούς. Καί ἄν τυχόν ἀδίκησα σέ κάτι κάποιον, θά τοῦ δώσω τετραπλάσια.

Τού εἶπε τότε ὁ Χριστός:

– Σήμερα αὐτό τό σπίτι μπῆκε στό δρόμο τῆς σωτηρίας γιατί καί ὁ ἄνθρωπος αὐτός εἶναι υἱός τοῦ Ἀβραάμ. Ὁ Υἱός τοῦ Ἀνθρώπου ἦλθε νά ἀναζητήσει καί νά σώσει, τόν πλανεμένο.-

Αφήστε μια απάντηση