Κατήχηση

Κυριακή ΙΒ’ Λουκά (των δέκα λεπρών) – «Ο πληγωμένος αφηγητής»

Λκ. 17, 12-19

Πρέπει να αποκαλύπτουμε τα πάθη της ψυχής και του σώματος κι αν ναι σε ποιούς και με ποιό σκοπό; Ποιο πονάει πιο πολύ, το σώμα ή η ψυχή;

Ποιο από τα δυο έχει μεγαλύτερη ανάγκη από  θεραπεία; Ή μήπως είναι ήδη λάθος να τα ξεχωρίζουμε μια που ψυχή και σώμα δεν μπορούν να διαχωριστούν κατά τρόπο σαφή; Μ’ αυτά τα ερωτήματα καταπιάνεται η σημερινή ευαγγελική περικοπή που μας περιγράφει τη θεραπεία δέκα λεπρών από τον Χριστό.

Κάθε εποχή έχει τη δική της ματιά όταν περιγράφει τη σχέση ψυχής και σώματος. Το ίδιο ισχύει και για το πώς κάθε εποχή περιγράφει την αρρώστια. Στα αλαζονικά μάτια του σύγχρονου ανθρώπου που νομίζει πως ατενίζει το παρελθόν από πλεονεκτική θέση, οι άνθρωποι της εποχής του ευαγγελίου μοιάζουν πρωτόγονοι. Τι νόημα έχει να θεωρούμε τη λέπρα «ιερή» ασθένεια, να την συνδέουμε με τη διατάραξη της σχέσης Θεού και ανθρώπου; Τι νόημα έχει αυτό που λέει ο Χριστός σήμερα στους δέκα λεπρούς που του ζητούν βοήθεια: επιδείξατε εαυτούς τοις ιερεύσιν;

Για το ευαγγέλιο όμως η τελετουργική-πνευματική και  φυσική-σωματική καθαρότητα δεν διακρίνονται. Ψυχή και σώμα δεν είναι δυο περιοχές  της ανθρώπινης ύπαρξης διαχωρισμένες κατά τρόπο στεγανό. Δεν βρίσκεται αλλού το σώμα και αλλού η ψυχή. Το σώμα διαπερνάται από πάσης φύσεως μολύνσεις κι αυτές δεν αφήνουν ανέγγιχτη την ψυχή. Και η αμαρτία είναι μια αρρώστια, μια μόλυνση, που εισβάλει και διαπερνά το σώμα.

Πως θα βιώσουμε λοιπόν την ασθένεια; Σήμερα επικρατεί η τάση να περιγράφουμε την ασθένεια με όρους ιατρικούς. Λέξεις, μέχρι πρότινος άγνωστες, εισβάλλουν απειλητικές στη ζωή μας: μικρόβια, λοιμώξεις, φλεγμονές, νεοπλασίες. Και η λέπρα άλλωστε δεν είναι τίποτα άλλο από τη νόσο του Χάνσεν, θα λέγαμε σήμερα.

Όμως για τους ανθρώπους της εποχής του Χριστού η λέπρα ήταν μια αρρώστια που απομάκρυνε τους ασθενείς από την ανθρώπινη κοινότητα, εξαιτίας του φόβου πως η μόλυνση μπορεί να είναι μεταδοτική. Γι’ αυτό και οι λεπροί προσπαθούσαν, όσο ήταν δυνατόν, να κρύψουν την αρρώστια, να κρατήσουν μακριά από τα μάτια των άλλων τις περιοχές του σώματος που είχε εμφανιστεί, να μη μιλήσουν καθόλου γι’ αυτήν, ακόμα και στους πιο οικείους.

Κατά τον ίδιο τρόπο οι άνθρωποι δεν θέλουν να μιλήσουν για τις αρρώστιες της ψυχής τους, τις αποτυχίες τους, τα πάθη τους, τις αμαρτίες τους. Τα κρατούν ως επτασφράγιστα μυστικά, ψεύδονται όταν ρωτηθούν, αλλάζουν έντεχνα το θέμα της συζήτησης.

Όμως η πρόταση του Χριστού είναι σαφής: επιδείξατε εαυτούς τοις ιερεύσιν. Όπως ο λεπρός δεν μπορούσε να κρίνει και να αποφανθεί ο  ίδιος για το σώμα του, αν ήταν λεπρός ή για το κατά πόσον ή λέπρα είχε υποχωρήσει, έτσι και ο άνθρωπος που ξαστόχησε στη ζωή του, ο άνθρωπος που έχει μολυνθεί από την τοξικότητα της αμαρτίας, πρέπει να απευθυνθεί στο σώμα του Χριστού, την Εκκλησία. Ο Χριστός στέλνει τους λεπρούς στους ιερείς όχι γιατί οι ιερείς είναι άγιοι ή παντογνώστες, αλλά γιατί είναι οι ιερείς. Είναι οι άνθρωποι τους οποίους η κοινότητα των πιστών έχεικαταστήσει ακροατές και εκτιμητές της ιστορίας που ο καθένας μας διηγείται.

Γιατί, αντίθετα με όσα πιστεύει η εποχή μας, δεν μπορούμε να έχουμε μια αδιαμεσολάβητη σχέση με τον Θεό. Δεν μπορείς  να είσαι ο ιερέας του εαυτού σου, μας λέει το Ευαγγέλιο.  Όπως γυμνώνουμε το σώμα μας στο βλέμμα του γιατρού, όσο άβολο κι αν είναι αυτό, και όπως υπομένουμε τις επεμβάσεις του, όσο πόνο και όποιες παρενέργειες κι αν προϋποθέτουν, έτσι γυμνώνουμε και την ψυχή μας στον ιερέα, το πρόσωπο που το σώμα των πιστών όρισε ως ακροατή των ψυχικών παθών. Και όπως οι δέκα λεπροί, πορευόμενοι προς τους ιερείς, θεραπεύονται χάρη στη θαυμαστή ενέργεια του Χριστού έτσι κι εμείς όταν μιλάμε με ειλικρίνεια για τα πάθη της ψυχής μας οδηγούμαστε προς την κάθαρση, μια που κάθαρση είναι μια άλλη λέξη για την εγγύτητα προς τον Θεό, αλλά και προς τους ανθρώπους. Το σώμα μας, αν θέλουμε να είμαστε πραγματικοί χριστιανοί, δεν μπορεί να ιδωθεί αποκομμένο από το σώμα του Χριστού, από την κοινότητα των πιστών, από την Εκκλησία. Το να αποκαλύψουμε την αρρώστια μας μάς βάζει στην πορεία για να αποκτήσουμε ένα  αγιασμένο σώμα, ένα σώμα που να πιστεύει και να ελπίζει στο θαύμα που κατεξοχήν κάνει τον σύγχρονο άνθρωπο να δυσπιστεί, τη δυνατότητα ενός αναστημένου σώματος.

Στις μέρες μας θεωρώντας πως η αρρώστια είναι ένας αγώνας που πρέπει να κερδίσουμε μιλάμε για τη θεραπεία με όρους πολεμικούς. Μιλάμε για νίκη πάνω στην αρρώστια. Εντός της εκκλησίας όμως η οπτική είναι διαφορετική. Το σώμα δεν υπάρχει για να μας δώσει τη νίκη απέναντι στην αρρώστια, αλλά για να προσφέρει τη μαρτυρία. Ο άνθρωπος που θεραπεύεται ή που έστω αναστέλλει την επιδρομή της ασθένειας διηγείται κατόπιν την ιστορία του. Το ερώτημα που τίθεται λοιπόν είναι: τι ιστορία λένε τα πληγωμένα μας σώματα; Στην περίπτωση της σημερινής περικοπής πώς θα περιέγραφε κάποιος την εμπειρία της λέπρας; Και πώς θα περιέγραφε μετά τη θεραπεία του;

Δεν ξέρουμε πώς διηγήθηκαν οι εννέα την εμπειρία της θεραπείας τους. Ξέρουμε μόνο πως δεν την συσχέτισαν με το πρόσωπο του Χριστού. Δεν την είδαν ως πράξη αγάπης και ελέους του Θεού προς αυτούς. Πιθανώς να νόμισαν πως έλαβαν αυτό που θεωρούσαν από καιρό αναμενόμενο και οφειλόμενο. Πιθανώς να έμειναν στο αίσθημα αδικίας που τους έγινε και τους πλήγωσε ανεπανόρθωτα: γιατί σε εμένα, γιατί να χάσω τόσα χρόνια από τη ζωή μου;

Ξέρουμε όμως πώς διηγήθηκε την ιστορία του ο δέκατος λεπρός. Ο λεπρός που επιστρέφει θα αφηγηθεί την ιστορία του διαφορετικά από τους άλλους. Όλοι ήταν πληγωμένοι, αλλά αυτός είδε την αρρώστια και τη θεραπεία του μ’ έναν τρόπο που τον μεταμόρφωσε. Κατάλαβε πως η αρρώστια δεν συνιστά μια κατάσταση χάους, όπως συνήθως πιστεύουμε. Δεν είναι κάτι που πρέπει να υπερβούμε πάση θυσία. Είναι η αφορμή για να ανακαλύψουμε πως βρισκόμαστε σ’ ένα ταξίδι, μέσω του οποίου μαθαίνουμε ποιοι ήμασταν πάντοτε, αλλά δεν το ξέραμε, δηλαδή εξαρτημένοι άνθρωποι. Είναι η αφορμή για να συνειδητοποιήσουμε πως μπορεί να είμαστε οι αφηγητές της προσωπικής μας ιστορίας μας, αλλά δεν είμαστε οι συγγραφείς της ευρύτερης ιστορίας που λέγεται ζωή. Την ευρύτερη ιστορία την συντάσσει ο Θεός. Η ιστορία του σώματός μας είναι η ιστορία του πόθου μας για τον Θεό ή της απουσίας αυτού του πόθου

  Έτσι η επιστροφή του λεπρού γίνεται μια πράξη μαρτυρίας πολύτιμης για μας. Μας λέει πως πρέπει να γίνουμε κι εμείς αφηγητές της ιστορίας μας, να μιλήσουμε για την αρρώστια μας, ψυχική και σωματική. Μας λέει πως πρέπει να  διαμορφώσουμε το σώμα μας κατά τέτοιο τρόπο ώστε η λατρεία του Θεού να είναι αναπόφευκτη. Πάνω από την αγία τράπεζα του ναού στέκεται το πληγωμένο σώμα του Χριστού πάνω στο σταυρό. Με τη ζωή μας, με τις περιπέτειες της ψυχής και του σώματος, οφείλουμε γίνουμε μάρτυρες του πληγωμένου σώματος του Χριστού. Ο τρόπος που αφηγούμαστε την ιστορία του σώματός μας πρέπει να είναι τέτοιος που να μας οδηγεί, όπως οδήγησε τον λεπρό,  στη λατρεία του Θεού. Να μας οδηγεί εκεί που ακούγονται τα σωτήρια λόγια της Θείας Λειτουργίας: «Συ, ενώ δεν υπήρχαμε, μας έφερες στην ύπαρξη και όταν εμείς πέσαμε αμαρτάνοντας εσύ μας σήκωσες πάλι και δεν έπαυσες να κανείς τα πάντα ώσπου μας ανέβασες στον ουρανό και μας χάρισες τη μέλλουσα Βασιλεία σου». [1]

 Ευάγγελος Γκανάς

[1] Πηγές

Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως, Κυριακοδρόμιο.

Stanley Hauerwas, “The Sanctified Body: Why Perfection Does Not Require a ‘Self’”, Sanctify them in the Truth. Holiness, Exemplified, p. 77-91

Dale Martin, The Corinthian Body.

 

Θεματολογικές ετικέτες

Αφήστε μια απάντηση