Κατήχηση, Κυριακοδρόμιο

Κυριακή ΙΖ΄ Λουκά – Μαζί μου, πώς δεν έμαθες ν’ αγαπάς;

Ο Ντοστογιέφσκι, αυτός ο μεγάλος Ρώσσος συγγραφέας, όταν ήταν εξόριστος στη Σιβηρία για ανατρεπτική δράση, όντας μη χριστιανός ακόμα, έσκιζε σελίδες από ένα Ευαγγέλιο για να καθαρίζει το τσιμπούκι του, από καταφρόνια δηλαδή και αδιαφορία για το περιεχόμενό του. Κάποια στιγμή όπως ήταν μονός του, σε μια ερημιά αδικίας που αισθανόταν χωρίς δυνατότητα ανατροπής, σκέφτηκε: Ας κοιτάξω τι λέει το υπόλοιπο. Έτυχε να έχει φτάσει κόβοντας, καταστρέφοντας σελίδες, στο 15ο κεφάλαιο του Κατά Λουκάν. Το 15ο κεφάλαιο του κατά Λουκάν, αδελφοί μου, για μας τους περισσότερους που δεν διαβάζουμε πια το Ευαγγέλιο, είναι ουσιαστικά το Ευαγγέλιο της παραβολής του άσωτου. Ο άνθρωπος απ’ αυτό και μόνο το κείμενο κατενόησε το τι σημαίνει η σχέση μας με το Θεό, και κατεπλάγει τόσο πολύ ώστε να γίνει πλέον χριστιανός με όλη την σημασία της λέξης και όχι απλώς κάποιος που κάποτε έτυχε να βαπτιστεί έτσι.
Κατάλαβε ότι η σχέση μας με τον Θεό πάρα πολλές φορές μπαίνει σε μια λάθος βάση. Ή σε μια βάση αντιπαλότητας· ή σε μια βάση καταπίεσης. Και η αντιπαλότητα βέβαια προέρχεται απ’ την αίσθηση ότι ο Θεός μάς καταπιέζει.
Το λάθος που ενδεχομένως κάνουμε κι εμείς, αλλά και η Εκκλησία δίνοντας σ’ αυτήν την Κυριακή την επωνυμία Κυριακή του Ασώτου, είναι πως αν προσέξουμε βαθύτερα το κείμενο του Ευαγγελίου, θα δούμε ότι συζητάει όχι για τα παιδιά, αλλά για τον πατέρα. Αυτό το 15ο κεφάλαιο του κατά Λουκάν, αφού το μελετήσουμε πολλές φορές στο σπίτι μας θα δούμε, ότι μας μιλάει για τον πατέρα που είναι μονάχα αγάπη. Για τον πατέρα που όταν οι απαιτήσεις των παιδιών (και των δύο) είναι ανόητες ή θρασείς, ο πατέρας δεν μιλάει. Μοιράζει. Δεν δίνει συμβουλές. Αγαπάει.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο ο ένας γιος απαιτεί, παίρνει τα περιουσιακά στοιχεία που του αναλογούν και φεύγει, θεωρώντας ότι τον στενεύει η ατμόσφαιρα του πατρικού του σπιτιού, και θα βρει αλλού ευτυχία. Είναι το ίδιο ψευδές δίλημμα που λίγο ή πολύ κουβαλάμε όλοι μας. Ευτυχία μαζί με τον Θεό ή χωρίς τον Θεό; Παρασυρόμενοι πολύ εύκολα στην αυταπάτη του κόσμου τούτου νομίζουμε ότι θα βρούμε ευτυχία χωρίς το Θεό. Και παίρνουμε ό,τι μάς έδωσε, τη ζωή μας ολόκληρη και φεύγουμε μακριά του. Εκεί όμως περνάμε ακριβώς και εμείς όπως πέρασε ο άσωτος υιός. Μπορεί εμείς, τώρα που θεωρούμε πως δεν είμαστε άσωτοι, να μη τρεφόμαστε με ξυλοκέρατα βοσκώντας γουρούνια, έχοντας δαπανήσει όλη μας την περιουσία, αλλά αλήθεια με πόσο ανώτερη τροφή φροντίζουμε κι εμείς να ταΐζουμε τον νου, την καρδιά και την ψυχή μας; Πόσοι καταλαβαίνουμε ότι όταν παραδινόμαστε σε κάθε λογής θεάματα και διαβάσματα που το μόνο που κάνουν είναι σκοτεινιάζουν την ψυχή μας, συγχρόνως κάνουν βαριά και δυσκίνητη την πορεία μας προς τον Θεό, οδηγώντας μας έτσι σε ένα αδιέξοδο εγωιστικής αυταπάτης πληρότητας;
Όποιον δρόμο κι αν είχε πάρει ο μικρότερος γιος, είτε κατέφαγε την περιουσία του μετά πόρνων και τελωνών όπως έλεγε ο άλλος γιος, είτε βούλιαξε στα ναρκωτικά, είτε σ’ ένα οποιοδήποτε αδιέξοδο μοναξιάς και αυτοϊκανοποίησης, κάποια στιγμή συνειδητοποίησε ότι ο δρόμος που πήρε ήταν τραγικά λανθασμένος. Και αποφάσισε να γυρίσει πίσω. Τότε έχουμε τη συνέχεια μιας αγάπης η οποία δεν είναι υπό προθεσμία. Δεν είναι υπό όρους. Δεν είναι ληξιπρόθεσμη. Ο ίδιος ο γιος προσπαθεί να θέσει όρους. Λέει: “Δέξου με σαν ένα από τους δούλους σου. Δεν έχω καμμιά απαίτηση για τίποτα. Σαν έναν δούλο σου θέλω να με ξαναπάρεις”. Η συνειδητοποίηση της απόστασης που τον χώριζε από τον πατέρα του τον κάνει να συνειδητοποιεί την αδυναμία του να μπορεί να σταθεί ξανά στο τόπο που πριν στεκόταν σαν γνήσιος γιός του και του ζητάει έστω να αισθανθεί από απόσταση την θέρμη της πατρικής εστίας. Ο πατέρας όμως δε θέτει κανέναν όρο για να τον δεχτεί. Τον αγκαλιάζει στην κατάσταση του, τον ξαναντύνει, του δίνει αυτά που έχασε από δική του «ελεύθερη» προαίρεση, και τον παίρνει μαζί στο σπίτι για να χαρούν.
Και τότε έρχεται η δεύτερη πλευρά του θέματος. Έρχεται ο άλλος γιος που δεν έφυγε. Που δεν αλήτεψε. Που δεν πήγε σε “χώρα μακράν” όπως λέει το κείμενο για τον πρώτο. Και δεν μπορεί να χαρεί. Γιατί δεν μπορεί να χαρεί αδερφοί μου; Δεν αγαπάει και για αυτό δεν μπορεί να χαρεί. Η χαρά του μικρότερου αδελφού του, του δημιουργεί αυτουνού ένα στένεμα ψυχικό. Μια μιζέρια. Μια γκρινιάρικη διάθεση, που βγάζει στην επιφάνεια, το δικό του αδιέξοδο.
Ποιο είναι το αδιέξοδο του μεγάλου γιού αδελφοί μου;
Το αδιέξοδό του είναι να είναι κανείς μέσα στην Εκκλησία και να μην ξέρει το γιατί. Να κάθεται με σφιγμένα δόντια να κάνει προσευχή και να μην αγαπάει Αυτόν στον όποιο απευθύνεται. Όχι να μην αγαπάει απλώς τον αδερφό του, (και την επόμενη Κυριακή θα μας πει ποιος είναι αδελφός μας· αυτός που πεινάει και ζητάει τροφή, αυτός που διψάει και ζητάει νερό, αυτός που είναι ξένος και ζητάει κατάλυμα, γυμνός και ζητάει ρούχο να κρύψει την γύμνια του, άρρωστος και φυλακισμένος που ζητάει έναν λόγο παρηγοριάς) αλλά ούτε τον Πατέρα. Κι ας φωνάζει ο Χριστός, είδες τον αδελφό σου είδες Κύριο τον Θεό σου.
Μα ο Πατέρας, αδελφοί μου, ας το προσέξουμε αυτό, βγαίνει για να μαζέψει και τους δύο γιους του! Όχι μόνο τον άσωτο. Βγαίνει να τους μαζέψει και να τους αγκαλιάσει και όχι να αρχίσει να τους λέει: “Για ελάτε εδώ πουλάκια μου. Εσύ μικρέ δεν άκουγες. Έσπασες τα μούτρα σου. Τώρα μού ξαναγύρισες; Με τι μούτρα ξαναγύρισες; Κι εσύ μεγάλε έλα κι απόδειξέ μου ότι κατάλαβες αυτά που λέγαμε τόσο καιρό μαζί”. Ο πατέρας της παραβολής δε βάζει τίποτα απ’ αυτά στο στόμα του. Βγαίνει για να μαζέψει και τον άσωτο, βγαίνει για να μαζέψει και τον άλλον ο οποίος δεν κατάλαβε γιατί είναι κοντά του. Και εκεί του λέει το εκπληκτικό: “Καλά δε συνειδητοποίησες τόσον καιρό δίπλα μου, ότι όλα όσα έχω, είναι δικά σου;”
Φοβερή κουβέντα αυτή και ποιος αλήθεια από μας καταλαβαίνει τον λόγο του πατέρα πως: όλα όσα έχω είναι δικά σου; Πόσο το καταλαβαίνουμε εμείς αυτό; Πόσοι αισθανόμαστε τυχεροί που δε φύγαμε και δεν πήγαμε σε χώρα μακράν, ούτε επενδύσαμε σε άλλον δρόμο την ευτυχία μας; Πόσοι καταλάβαμε την μεγάλη ευεργεσία που κάναμε στον εαυτό μας επιλέγοντας να μείνουμε κοντά στον Θεό; Ατυχώς, φοβούμαι ότι δεν το καταλάβαμε, γιατί ακόμα είμαστε παγιδευμένοι σε εικόνες συγκεχυμένες. Χάσαμε από τα μάτια μας τον Θεό-Πατέρα και πιστεύουμε ότι ο Θεός είναι επουράνιος χωροφύλακας. Ή ότι περιμένει πώς να μας συντρίψει. Δεν περιμένει πώς να μάς συντρίψει αδελφοί μου. Οι πατέρες λένε ότι ο Χριστός κάρφωσε τα χέρια Του πάνω στο Σταυρό για να είναι μονίμως ανοιχτή η αγκαλιά του. Να είναι για μας διαρκώς θεατό το γεγονός ότι η διάθεση του δεν αλλάζει. Η αγκαλιά του δεν κλείνει. Εμείς αλλάζουμε διάθεση. Εμείς αξιολογούμε στραβά τα πράγματα. Εμείς φεύγουμε. Και τότε αρχίζουν μέσα μας διάφορα προβλήματα που εκδηλώνονται εξωτερικά με διάφορες μορφές. Βγαίνει με το άγχος μιας αντιπαλότητας, βγαίνει με την αγωνία πως φαινόμαστε στα μάτια του Χριστού, βγαίνει με χίλιες-δυο εκδηλώσεις και σε χίλια δυο επίπεδα.
Αν είχαμε καταλάβει πόσο μεγάλη ευεργεσία είναι να μένουμε κοντά στον Θεό, η ζωή μας θα είχε ανθίσει. Θα φανέρωνε σε κάθε της εκδήλωση αυτό το μεγαλείο της σχέσης που είναι χαρά, ανάπαυση και γαλήνη. Γιατί, η παραβολή του άσωτου, ακριβώς αυτό μας λέει: Μια σωστή σχέση με το Θεό σημαίνει ανάπαυση, χαρά και γαλήνη.
Αδελφοί μου, η παραβολή αυτή, είναι μια ζυγαριά και ένας καθρέπτης. Μια ζυγαριά να ζυγίσουμε το που βρισκόμαστε και τι αξίζουμε, και ένας καθρέπτης για να καταλάβουμε ξανά αυτό που ρώτησε ο Χριστός σε προηγούμενη Κυριακή: «οἱ δε ἑννέα (λεπροί που καθαρίστηκαν) πού;» ή ακόμα παλαιότερα «Αδάμ που είσαι;» Όχι τοπικά και σε επίπεδο συνθηκών, αλλά από πλευράς ποιότητας και περιεχομένου. Όταν αυτά τα κατανοήσουμε σιγά-σιγά, τότε η καρδιά μας θα γεμίσει ανάπαυση και χαρά. Τότε η μετάνοια, δεν θα ‘ναι ούτε θρησκευτικό καθήκον, πού συνήθως αφορά γιαγιάδες ή αφορμές εορτών -Πάσχα και Χριστουγέννων- ούτε μετάνιωμα. Αλλά τότε τι θα είναι; Θα είναι επιστροφή στο σπίτι του πατέρα μας. Θα ‘ναι αξιολόγηση του δρόμου, μέσα από τον όποιον θα αποκτήσουμε πρώτα μια μικρή γεύση ευτυχίας για να καταλήξουμε στο τέλος στην μόνιμη και πραγματική ευτυχία που δίνει η αγκαλιά του Θεού.