Κατήχηση, Κυριακοδρόμιο

Κυριακή ΙΖ’ Ματθαίου (Χαναναίας) – «Το σκυλί του Κυρίου»

κεφ. 15, στιχ. 21-28

Είχε ο Χριστός μια αδιέξοδη και ατελέσφορη συνάντηση με γραμματείς και Φαρισαίους. Δεν κατανοούσαν το ότι η τήρηση των εντολών του Θεού δεν εξαντλείται στην εξωτερική συμμόρφωση, αλλά ότι τα εξωτερικά είναι απόληξη και έκφραση του ψυχικού ταυτισμού μας με την εντολή.

Τους επανάλαβε ο Χριστός τον Προφ. Ησαΐα: «Ο λαός αυτός με τα λόγια μόνον με αγαπά. Η καρδιά τους είναι πολύ μακριά από εμένα. Τυπολατρικά με σέβονται με ανόητες ανθρώπινες παραδόσεις». Χρειάστηκε να εξηγήσει ακόμα και στον Πέτρο, ότι τον άνθρωπο δεν τον μολύνει εξωτερική συνθήκη (θα λέγαμε σήμερα… ταυτότητα, bar code, τσιπάκια κ.α) αλλά η ποιότητα του περιεχομένου της καρδιά του. Αυτά είναι που μολύνουν τον άνθρωπο… το να φάει με άπλυτα χέρια δεν τον μολύνει (Ματθ. 15, 20).

Μετά από αυτές τις συναντήσεις και τις επεξηγήσεις, (…απελπισμένος ίσως;) πήγε ο Χριστός στην περιοχή της Τύρου και Σιδώνος. Δύο ειδωλολατρικές πόλεις. Εκεί είχε μια απρόοπτη συνάντηση με μια γυναίκα που τον πλησίασε και άρχισε να τον παρακαλεί φωνάζοντας.

Δεν ήταν Εβραία. Ήταν Χαναναία, δηλαδή ειδωλολάτρισσα και είχε ένα άρρωστο κορίτσι. Στην απελπισία της άρχισε να καταφεύγει στο Χριστό και να τον παρακαλεί να θεραπεύει το παιδί της, Και ο Χριστός αδιαφορεί στις φωνές και στις επικλήσεις! Και όταν οι μαθητές τον ενοχλούν για αυτήν του την στάση, τότε συμβαίνει κάτι ακόμα πιο φοβερό.

Η γυναίκα βρίσκεται ήδη μπροστά του και ο Χριστός της λέει, εις απάντησιν του αιτήματός της για θεραπεία της δαιμονιζόμενης κόρης της, ότι δεν είναι καλό να παίρνει κανείς το ψωμί των παιδιών του και να το πετάει στα σκυλιά! Και βέβαια αυτός ο λόγος ήταν μια κουβέντα την οποία δεν την είπε ο Χριστός από σκληρότητα, αλλά την είπε, επειδή ως Θεός γνώριζε το πρόσωπο αυτής της γυναίκας. Και το ότι γνώριζε, ακριβώς φαίνεται από την παρακάτω συνέχεια της ιστορίας. Η γυναίκα αυτή μετά από μια τέτοια στάση εκ μέρους Του δεν του ρίχνει δύο φάσκελα να σηκωθεί να φύγει, αλλά τι κάνει; Απαντά: Έχεις δίκιο! Έτσι είναι τα πράγματα. Όμως, Κύριε και τα σκυλιά τρώνε από τα ψίχουλα που πέφτουν από τα τραπέζια των αφεντικών τους. Φαντάζεστε, τι πελώρια αποθέματα πίστεως πρέπει να κουβάλαγε η ψυχή αυτής της γυναίκας; Καταλαβαίνουμε τότε γιατί ο Χριστός συμπεριφέρθηκε έτσι! Για να βγουν στην επιφάνεια όλα αυτά, και να φανεί και το δικό μας θέμα. Το θέμα της πίστεως.

Πίστη δεν σημαίνει αποδοχή-παραδοχή κάποιων πραγμάτων. Πίστη σημαίνει αυτοπαράδοση και εμπιστοσύνη. Δεν έχει σημασία αν κάποιος παραδέχεται την ύπαρξη δημιουργού -άλλωστε το ακούει πολύ εύκολα κανείς αυτό: Βέβαια! Κάποια δύναμις θα υπάρχει, κάποιος έφτιαξε τον κόσμο. Πρέπει να αποδεχθούμε ωρολογοποιό στο ρολόι του κόσμου. Ο θεϊσμός,  η παραδοχή δηλαδή δημιουργού, είναι λογική και συμπερασματική μόνον διεργασία. Δεν συνεπάγεται αυτονόητα υπαρξιακή σχέση με τον Θεό. Η πίστη της Εκκλησίας έχει αποδέκτη το πρόσωπο του Χριστού, όχι τον άγνωστο δημιουργό του σύμπαντος. Κάτι τέτοιο δεν θα είχε καμία σημασία. Τι με νοιάζει εμένα αν υπάρχει κάτι απόμακρο με το οποίο εγώ δεν μπορώ να αποκτήσω προσωπική σχέση; Πίστη σημαίνει εμπιστοσύνη. Σημαίνει αυτοπαράδοση, όπως είπαμε. Αυτή η γυναίκα λοιπόν η οποία αντέχει σε τέτοια σύνθλιψη, αντιλαμβάνεστε, τι εμπιστοσύνη διαθέτει. Εμείς «καλημέρα» δε μας λέει κάποιος και μουτρώνουμε για κάνα μήνα. Κάπως παρεξηγούμαστε με κάποιον, και η καρδιά μας κουβαλά κακία εναντίον του για καιρό!

Και έρχεται ο Χριστός και της λέει ότι είναι σκυλί! (αυτό της είπε: Δεν είναι καλό να πετάξει στα σκυλιά το ψωμί) και εκείνη το αποδέχεται! Έχουμε εδώ ένα πελώριο μυστήριο. Χρειάζεται κανείς να το αφουγκραστεί, όχι βιαστικά, αλλά ήρεμα. Και χρειάζεται να αρχίσει σιγά-σιγά να καταλαβαίνει, ότι εκείνο που είναι εμπόδιο για να πλησιάσουμε στο Θεό, είναι η γνώμη που έχουμε για τον εαυτό μας! Έχουμε έναν θηριώδη εγωισμό, ο οποίος μπαίνει ανάμεσα σε μας και το Χριστό, και δεν μας αφήνει να Τον εμπιστευτούμε. Να παραδώσουμε ολόκληρη τη ζωή μας στα χεριά Του. Όταν αρχίσει κανείς να το καταλαβαίνει, σιγά-σιγά αρχίζει τότε να παίρνει και το δρόμο της πίστεως. Ξέρετε, η πίστη, είναι ένα ευαίσθητο και περίεργο θέμα. Μπορεί να γίνει εύκολα δεισιδαιμονία. Μπορεί εύκολα να γίνει φόβος. Μπορεί εύκολα να γίνει εκρεμμότης ψυχολογική, για να ακουμπήσω κάπου, να γαντζωθώ από κάπου. Όλα αυτά δεν είναι πίστη. Αυτά είναι κακέκτυπα της πίστεως.  

Κάποτε, περπατούσε ο Διονύσιος Σολωμός -ο εθνικός μας ποιητής- με έναν φίλο του στο δρόμο. Και πέρασε  κάποιος ζητιάνος, ο Σολωμός του έδωσε λίγα χρήματα ελεημοσύνη, και άρχισε τότε μια κουβέντα. Άρχισε εκείνος ο φίλος του να του λέει: Τι νόημα έχει αυτό που έκανες; Γιατί του δωσες αυτουνού ελεημοσύνη τώρα; Μα είμαι χριστιανός λέει ο Σολωμός. Και τι σημαίνει να ‘σαι Χριστιανός; Μα πιστεύω! Και τι σημαίνει πιστεύεις; Και τι σου πρόσθεσε η πίστη στο Χριστό; Και τι είναι η πίστη στο Χριστό; Του λέει λοιπόν ο Σολωμός τότε μια πάρα πολύ όμορφη εικόνα: Βλέπεις όλα αυτά που είναι γύρω μας; Δεν σου το λέω για να δεχθείς το Δημιουργό από αυτά. Όχι αυτό είναι αφέλεια! Αλλά τι; Βλέπεις τα λουλούδια. Ναι λέει. Αν ένα από αυτά τα λουλούδια το μεταφυτέψουμε και το πάμε σε ένα υπόγειο που δεν το βλέπει ο ήλιος ξέρεις τι θα γίνει; Ναι, τι θα γίνει; Θα μαραθεί το λουλούδι, και θα ζαρώσει. Γιατί; Γιατί δεν το βλέπει ο ήλιος. Α, λοιπόν του λεέι ο Σολωμός, υπάρχει κάτι που δεν φαίνεται απέξω! Που δεν σταθμίζεται δια μιας. Η ακτίνα του ηλίου βοηθάει αυτό το φυτό να αναπτύξει τις δυνατότητες του. Να εκδηλώσει τις δυνατότητες του. Να ανθίσει. Να καρποφορήσει. Το ίδιο κάνει και η πίστη σε έναν άνθρωπο. Όταν αφήσει ο άνθρωπος την ακτίνα της πίστεως του Ηλίου Χριστού να πέσει πάνω του, αρχίζει σιγά-σιγά, ενώ δεν φαίνεται ότι του δίνει κάτι αυτό το γεγονός, όμως αρχίζει σιγά-σιγά και του δίνει πολλά πράγματα. Πράγματα που δεν φαίνονται, γιατί ο καθένας της δική του πορεία, ακριβώς, την έχει δική του. Και τη βλέπει με τα δικά του τα μάτια.

Αδελφοί μου, η Χαναναία έχει ένα πελώριο δυναμισμό. Είναι μια πελώρια υπόθεση. Δείχνει ένα μέτρο, παρότι εκείνη ήταν ειδωλολάτρισσα, γεγονός που δεν πρέπει ποτέ να το ξεχνάμε. Παίρνει αυτήν ως αφορμή ο Χριστός για να μας πει: Ξέρεις μπορεί να είσαι βαπτισμένος, μπορεί να πηγαίνεις εκκλησία, όμως κάποιος άλλος απέξω είναι πιθανόν να έχει πολύ μεγαλύτερη πίστη από σένα. Ακριβώς αυτό επισημαίνει εδώ ο Χριστός, ότι η εμπιστοσύνη και η αυτοπαράδοση στο πρόσωπο Του, δεν εξαρτάται από συνθήκες, από το που βρίσκομαι, από το ποιος είμαι, αλλά από την ποιότητα μου. Για το πόσο εγώ μπορώ να εμπιστευτώ το Χριστό. Και μείς πρέπει να έχουμε μόνιμα αυτή την αγωνία. Μπορεί να πηγαίνουμε στην Εκκλησία, να ανάβουμε κεριά, να προσπαθούμε, και η πίστη μας μερικές φορές να ‘ναι μια δεισιδαιμονία, ένας αδιόρατος φόβος. Μια αγωνία ενόψει τυχόν κάποιων προβλημάτων ή ακόμα πιο οριακά, του θανάτου. Για αυτό αδελφοί μου, η πίστη είναι μια περιπέτεια την οποία να αρχίσει μόνον κανείς μπορεί! Την περπατάει σε όλη του τη ζωή!

Σημασία και αξία έχει ότι η πίστη μας δυναμώνει όσο μικρότερη γνώμη έχουμε για τον εαυτό μας. Τα ποσά είναι αντιστρόφως ανάλογα. όσο μεγαλύτερη γνώμη έχουμε για τον εαυτό μας, τόσο λιγότερο θα εμπιστευόμαστε το Χριστό. Πολλές φορές κουβαλάμε αυταπάτες μέχρι του να νομίζει κανείς, ότι τα μπορεί όλα απλώς και μόνο με το να το θέλει. Και έρχονται οι συνθήκες να τον μάθουν, (αν τον μαθαίνουν τίποτε οι συνθήκες τον άνθρωπο), ότι δεν τα μπορεί όλα! Ότι υπάρχουν πράγματα που ξεφεύγουν από τις δυνατότητες του!

Όταν λοιπόν αρχίσουμε και εμείς να αδειάζουμε από εγωισμό, θα γεμίσουμε από εμπιστοσύνη στο πρόσωπο του Χριστού. Χρειάζεται να το συνειδητοποιήσουμε αυτό και χρειάζεται να μην επαναπαυτούμε στη λογική ότι βαπτιστήκαμε και άρα είμαστε στην Εκκλησιά. Αυτό δεν μας κάνει αυτονόητα και αυτομάτως πιστούς. Μπορεί να είναι κανείς βαπτισμένος, και να μην είναι χριστιανός καν, δηλαδή να μην ελπίζει στο πρόσωπο του Χριστού ούτε στην Ανάσταση. Και το βάπτισμα γι αυτόν κατέληξε  μια άκυρη πράξη. Ο Θεός να μην το δώσει για κανέναν.

 


ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΖ’ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

Χαναναίας

Ἐκ τοῦ κατά Ματθαῖον

(Κεφ. ιε’, 21-28)

 

Τόν καιρό ἐκεῖνο, πῆγε ο Ἰησοῦς στήν περιοχή τῆς Τύρου καί τῆς Σιδῶνος. Καί νά, ἐκεῖ πῆγε καί τόν συνάντησε μιά Χαναναία, πού ἄρχισε νά φωνάζει:

          – Ἐλέησέ με, Κύριε, Υἱέ Δαβίδ! Ἡ κόρη μου εἶναι δαιμονισμένη καί βασανίζεται πολύ ἄσχημα.

          Μά ὁ Ἰησοῦς δέν τῆς ἀπάντησε τίποτε.

          Πῆγαν λοιπόν κοντά του οἱ μαθητές του καί τόν παρακάλε-σαν:

          – Πές της κάτι νά φύγει. Ἔρχεται ἀπό πίσω μας, καί  φωνάζει.

          Τούς ἀπάντησε:

          – Ἡ ἀποστολή μου δέν εἶναι, παρά μόνο γιά τά χαμένα πρό­βα­τα τοῦ οἴκου Ἰσραήλ.

Τότε ἦλθε ἐκείνη καί τόν προσκύνησε, λέγοντας:

          – Κύριε, βοήθησέ με!

          Τῆς ἀπάντησε:

          – Δέν εἶναι σωστό νά παίρνει κανείς τό ψωμί τῶν παιδιῶν του καί νά τό ρίχνει στά σκυλιά.

          Τοῦ εἶπε ἐκείνη:

          – Ναί, Κύριε, ἀλλά καί τά σκυλάκια τρῶνε τά ψίχου­λα  πού πέφτουν ἀπό τό τραπέζι τῶν κυρίων τους.

          Μόλις ἄκουσε τά λόγια αὐτά, τῆς ἀπάντησε ὁ Ἰησοῦς:

          – Ἔχεις μεγάλη πίστη· ἄς γίνει αὐτό πού θέ­λεις.

Καί ἡ κόρη της ἔγινε καλά ἀπό τήν στιγμή ἐκείνη.-

 

Αφήστε μια απάντηση