Κατήχηση, Κυριακοδρόμιο

Κυριακή ΙΖ’ Ματθαίου (Χαναναίας) – Υπάρχει άραγε κάποιος μεγαλύτερος από εσένα; – 18/02/2024

Σήμερα ο Χριστός κάνει τον κουφό. Βρίσκεται σε μια περιοχή η οποία δεν είναι ιουδαϊκή, στον σημερινό Λίβανο, και εκεί μια γυναίκα, η οποία κι εκείνη δεν είναι Εβραία, τον πλησιάζει και Του ζητάει να την βοηθήσει για την κόρη της η οποία βρίσκεται σε μια έκτακτη περίεργη κατάσταση δαιμονισμού, και ο Χριστός δεν αντιδρά καθόλου. Ούτε μαύρα, ούτε άσπρα. Δεν απαντάει καθόλου. Αυτό γίνεται κατ’ επανάληψη, καταντάει μια ατμόσφαιρα ιδιότυπα ενοχλητική και οι μαθητές Τον πλησιάζουν και του λένε: «Διώξ’ την, τουλάχιστον! Εκτιθέμεθα»!!

Ο Χριστός απαντά: «Ήρθα για αυτούς, οι οποίοι εμπιστεύονται τον Θεό». Πλησιάζει αυτή η γυναίκα, ακούγοντας αυτήν την κουβέντα, και Του λέει: «Βοήθησέ με». Και ο Χριστός λέει: «Δεν είναι πολύ σωστό να αφήσω τα παιδιά μου να πεινάνε και να δίνω ψωμί στα σκυλιά». Τότε εκείνη λέει: «Το ξέρω, είναι σωστό αυτό που λες, αλλά και τα σκυλιά στα σπίτια τρώνε από τα ψωμιά που πέφτουν από τα τραπέζια των αφεντικών τους».

Τι είναι όλα αυτά; Γιατί την «αγχώνει»; Ο Χριστός πιέζει την Χαναναία γυναίκα για να βγάλει αυτό το πελώριο περιεχόμενο το οποίο έχει, ώστε να το δουν αυτοί που είναι γύρω Του. Κάνει την Χαναναία διδάσκαλο των μαθητών Του. Συνήθως, όπως κι εκείνοι, και εμείς, παθαίνουμε την εξής νίλα: «Με όλα εξοικειωνόμαστε». Με την προσευχή, με την Εκκλησία, με την Μετάληψη, και χάνουν το βάρος τους μέσα στη συνείδησή μας. Και έρχεται ένα πρόσωπο από το πουθενά, ένα πρόσωπο που δεν το υποληπτώμεθα καθόλου, και μας δίνει «μια κλωτσιά στα καλάμια», θα λέγαμε, και από την κλωτσιά αυτή αρχίζουμε να σκεφτόμαστε σοβαρότερα και βαθύτερα.

Αυτό το οποίο τίθεται σαν θέμα στο σημερινό κομμάτι του Ευαγγελίου είναι το πιο αυτονόητο, θα λέγαμε, αλλά και συγχρόνως το πιο δύσκολο θέμα. Το θέμα της πίστης. Πάρα πολλοί άνθρωποι πιστεύουν ότι πίστη είναι μια διανοητική λειτουργία παραδοχής ή έστω μια κατάσταση ασαφούς σχέσεως, θα λέγαμε. Στην περίπτωση εδώ, που ακούσαμε σήμερα από το Ευαγγέλιο, η πίστη φέρνει μπροστά μας μερικές προϋποθέσεις για να υπάρχει.

Πρώτη προϋπόθεση είναι η ταπείνωση τού να παραδέχομαι κάποιον μεγαλύτερο από μένα. Και εδώ μπαίνει ένα πρόβλημα. Πάρα πολλοί άνθρωποι λένε: «Δεν είμαι άπιστος. Δεν είμαι άπιστος, κάθε άλλο. Σαφώς πιστεύω ότι στον ουρανό υπάρχει κάποιος. Υπάρχει μια ανωτέρα δύναμις». Αυτό όμως δεν είναι χριστιανική πίστις, γιατί λέει η Αγία Γραφή ότι και τα δαιμόνια «πιστεύουσι καὶ φρίττουσι». Πίστη δεν είναι μια έντρομη παραδοχή της ύπαρξης κάποιου, ο οποίος μπορεί να με ταλαιπωρήσει. Πίστη είναι η αποδοχή Αυτού τον οποίο θεωρώ αφορμή, λόγο, νόημα, χαρά και ουσιαστική κατάσταση για τη ζωή μου.

Τι παθαίνουμε συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις; Πρέπει να αδειάσουμε από τον εαυτό μας για να δεχθούμε τον Θεό στη ζωή μας. Ένα δοχείο που είναι γεμάτο, δεν χωράει τίποτα. Μια καρδιά η οποία είναι βουλιαγμένη, και έχει αποδεχθεί, να έχει περιεχόμενό της χίλια άλλα πράγματα, δεν μπορεί να χωρέσει και τον Θεό. Οι άνθρωποι δεν μπορούμε να καταλάβουμε ότι πρέπει να ξεχάσουμε τον εαυτό μας για να θυμόμαστε τον Θεό. Αν το μόνο που θυμόμαστε είναι ο εαυτός μας, δεν χωράει κανένας άλλος μέσα στην ύπαρξη και στη συνείδησή μας, ούτε και ο Θεός.

Όλοι πρέπει να έχουμε ένα «εγώ», αλλά ένα «εγώ» το οποίο θα συνιστά την προσωπικότητά μας. Όχι ένα φαντασιακό εαυτό γεμάτον αυταπάτες. Τις περισσότερες φορές το «εγώ» μας είναι αυταπάτες ποικίλλων εκδηλωμάτων. Οικονομικών, ψυχολογικών, σωματικών, σεξουαλικών, χίλια δυο πράγματα. Μέσα σε αυτές τις αυταπάτες στήνουμε έναν εαυτό, ο οποίος δεν υπάρχει. Τον κάνουμε τόσο μεγάλο που γίνεται θεός μας και μετά δεν χωράει κανένας άλλος, ούτε και ο Θεός. Και έρχεται και ο πολιτισμός μας ο σημερινός, ο οποίος μας δημιουργεί και αυτός την αυταπάτη της παντοδυναμίας, ότι η ανθρώπινη δύναμη είναι ανεξάντλητη, και από εκεί και μετά βουλιάζουμε σε έναν φαύλο κύκλο.

Η πίστη λοιπόν έχει προϋπόθεση την ταπείνωση, να αποδεχθώ κάποιον με όλη μου την καρδιά. Να αδειάσω την καρδιά μου για να χωρέσει Εκείνος. Η πίστη βέβαια έχει και άλλες προϋποθέσεις τις οποίες η γυναίκα αυτή σήμερα τις φέρνει όλες στην επιφάνεια. Ο Χριστός γι’ αυτό της συμπεριφέρεται έτσι, γιατί όταν αναταράσσεται ένα νερό, βγαίνουν στην επιφάνεια ό,τι είτε καλά είτε άσχημα κουβαλάει. Ο Χριστός το σέβεται, κι αυτή έχει πολλά πράγματα ποιότητος και το περιεχόμενό της είναι φοβερά μεγάλο, την πιέζει για να βγει στην επιφάνεια το περιεχόμενο για να το δουν οι υπόλοιποι που είναι γύρω Του.

Το δεύτερο στοιχείο της πίστης της είναι η υπομονή, και χρειάζεται αυτό το στοιχείο και για μας. Η πίστη δεν είναι να σκεφτόμαστε μερικές καλές σκέψεις για τον Θεό, να εκφράζουμε σε Αυτόν τις ανάγκες και τα αιτήματά μας μόνο, αλλά θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι εκφράζοντας τις ανάγκες και τα αιτήματά μας αφηνόμαστε σε Αυτόν, δεν απαιτούμε από Αυτόν. Αν υπάρχει η προηγούμενη προϋπόθεση, η πίστη μας να πατάει και να έχει βάση της την ταπείνωση, η ανάγκη και το αίτημα δεν «πατάνε» στην λογική «χτυπάω τα χέρια μου» όπως χτυπάω στο γκαρσόν στην καφετέρια για να έρθει να μου φέρει, θέλει δεν θέλει, έναν καφέ. Τέτοιου είδους σχέση δεν υπάρχει. Ο Χριστός όταν της λέει «δεν είναι καλό να πάρω το ψωμί από τα παιδιά και να το δώσω στα σκυλιά», την πιέζει για να βγει ακριβώς στην επιφάνεια και στο φως μια υπομονή, η οποία δεν απελπίζεται! Η απελπισία είναι κούραση ψυχική, που πίσω της πάρα πολλές φορές έχει έναν εγωισμό ανεκπλήρωτο, δεν έγιναν τα πράγματα όπως θα ήθελα, δεν ικανοποιήθηκε αυτό που γύρεψα και απελπίζομαι. Αυτό σήμερα η γυναίκα αυτή μας λέει ότι είναι λάθος. Πρέπει με απόλυτη υπομονή, με εμπιστοσύνη η οποία γεννάει και υπομονή υγιά, να μάθουμε να επιμένουμε και να περιμένουμε. Συνήθως εμείς -το έχω επαναλάβει και άλλες φορές σε κηρύγματα- την υπομονή την θεωρούμε γαϊδουρινή αρετή. «Τι να κάνεις. Σφίγγεις τα δόντια σου και περιμένεις». Δεν είναι αυτό υπομονή. Υπομονή είναι να εμπιστεύομαι, και όταν τα πράγματα δεν τα βλέπω μπροστά μου τώρα και όπως τα θέλω εγώ.

Μια άλλη εκδοχή της πίστης, η οποία σήμερα παρουσιάζεται εδώ με την Χαναναία, είναι «η πίστη είναι μια αντιγραφή». Τι είδους αντιγραφή; Και ποιον να αντιγράψουμε; Για μας τους χριστιανούς είναι αντιγραφή της ζωής του Χριστού. Ο Χριστός εκτός από την διδασκαλία Του έχει τρία κεφάλαια τα οποία θα πρέπει να τα έχουμε μονίμως μέσα στη συνείδησή μας. Το ένα είναι η Γεσθημανή και το δεύτερο είναι ο Σταυρός. Και ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο, υπάρχει το μεγάλο θέμα της εγκατάλειψης από τον Θεό! Του γυρεύει ο Χριστός να αποφύγει αυτό το ποτήριο, και ο Πατέρας Του δεν απαντάει. Δεν του λέει «όχι θα το πιεις, έτσι πρέπει, κάντο». Δεν του απαντάει καν. Τον εγκαταλείπει. Και έρχεται μετά και ο Σταυρός. Η πίστη περνάει μέσα από αυτή την ίδια διαδρομή. Ο Χριστός περπατάει μπροστά μας για να μας δείξει τι σημαίνει άνθρωπος και πώς κτίζεται η σχέση του ανθρώπου με τον Θεό. Εκεί πέρα βρίσκεται ως γυμνός άνθρωπος, στη Γεσθημανή. Τον παρακαλάει μπροστά σε έναν φοβερό πόνο, που έρχεται και ήδη αυτός τον βλέπει, και ο Άλλος δεν απαντάει κάν. Και κάνει αυτό που κάνει σήμερα ο Χριστός στην αρχή στη Χαναναία. Όταν εκείνη φωνάζει, Αυτός δεν μιλάει.

Όταν λοιπόν καταλάβουμε σωστά τα θέματα της πίστης θα καταλάβουμε ότι η πίστη είναι μια αντιγραφή του τρόπου με τον οποίο αντιμετώπισε ο Χριστός την εγκατάλειψη του Θεού Πατέρα και πως πολλές φορές βρισκόμαστε κι εμείς ανάμεσα σε μια Γεσθημανή που μας ταλαιπωρεί, και έναν Σταυρό που τον βλέπουμε μπροστά μας. Και γυρεύουμε κάτι και δεν ακουγόμαστε ούτε εμείς από τον Θεό-Πατέρα!

Η πίστη συγχρόνως, αδελφοί μου, και με όλα αυτά, την ταπείνωση, την υπομονή και την αντιγραφή, δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς το στοιχείο της ελευθερίας. Η ελευθερία δίνει ποιότητα σε όλα αυτά. Ελεύθερα αποδέχομαι την ταπείνωση της ύπαρξής μου. Ελεύθερα περπατάω την διαδρομή της υπομονής. Ελεύθερα βρίσκομαι στην κατάσταση τού να αντιγράφω κάποιον. Αν δεν υπάρχει ελευθερία, δεν υπάρχει πίστη.

Και θα κλείσουμε με μια σκέψη απλή. Εκκλησία δεν είναι μια βιτρίνα που εκτίθενται οι τέλειοι χριστιανοί. Είναι ένα σχολείο μέσα στο οποίο τελειοποιούνται οι χριστιανοί. Πάρα πολλές φορές φανταζόμαστε ότι στην Εκκλησία πηγαίνουν οι άνθρωποι που είναι τέλειοι. Αυτό είναι βλακεία. Ποτέ κανείς δεν μπορεί να πει «είμαι τέλειος» αφενός, και αφετέρου μια τέτοια τοποθέτηση είναι μια χαζομάρα και για τους απ’ έξω και για τους από μέσα. Οι απ’ έξω λένε «…και είσαι και χριστιανός». Δηλαδή, επειδή είσαι χριστιανός, είσαι σαν τον αρχάγγελο Μιχαήλ; Το ένα είναι αυτό. Το δεύτερο είναι να καταλάβω ότι δεν πρέπει εγώ να έχω αυταπάτες τελειότητος και να καταλάβω, όπως είπα, ότι η Εκκλησία δεν είναι μια βιτρίνα, ένα εκθετήριο τέλειων χριστιανών, αλλά είναι ένα σχολείο στο οποίο τελειοποιούνται οι χριστιανοί.

Αυτή η γυναίκα σήμερα τελειοποιήθηκε, ή μάλλον ήταν ήδη, και το έδειξε ο Χριστός και σε μας, για να καταλάβουμε ότι χωρίς ταπείνωση, χωρίς υπομονή, χωρίς αντιγραφή της ζωής Του και όλα αυτά πάνω σε μια ελευθερία που τα συμπερικλείει, δεν θα περπατήσει ποτέ η πίστη στη ζωή μας.