Κατήχηση, Κυριακοδρόμιο

Κυριακή Στ’ Λουκά – «Στα γουρούνια»

Σήμερα το κομμάτι που διαβάσαμε απ’ το Ευαγγέλιο περιέγραφε ένα περιστατικό, όπου ο Χριστός βρέθηκε σε μια πόλη που ονομαζόταν Γάδαρα (οι κάτοικοί της Γαδαρηνοί) και συνάντησε έναν άνθρωπο σε κατάσταση εκτός εαυτού…Γυμνόν, δαιμονισμένον, κατοικούντα μέσα σε μνήματα, ο οποίος μόλις είδε τον Χριστό άρχισε να παρακαλεί να μη τον βασανίσει ο Χριστός. Ρώτησε ο Χριστός: Τι όνομα έχεις; Και άκουσε την απάντηση: Λεγεών, δηλαδή ένα ολόκληρο σύνταγμα. Γύρεψαν τότε οι δαίμονες να πάνε στα γουρούνια, που έβοσκαν εκεί δίπλα, ιδιοκτησίας των κατοίκων των Γαδάρων. Και μπήκαν στα γουρούνια και έπεσαν τότε αυτά στη λίμνη και πνίγηκαν.

Οι βοσκοί πήγαν και ειδοποίησαν τους χωρικούς, τους ιδιοκτήτες, και ήρθαν όλοι αυτοί εκεί. Έμειναν έκπληκτοι και απορούντες μπροστά στο γεγονός, να βλέπουν αυτόν που τον ήξεραν να τους τρομάζει, όταν πήγαιναν στα χωράφια τους ή όταν ξαφνικά εμφανιζόταν σ’ ένα δρόμο έρημο να τους τρομοκρατεί, να κάθεται δίπλα απ’ τον Χριστό, να είναι μυαλωμένος, να κάθεται ήσυχος και να φοράει ένα ρούχο που να καλύπτει την γύμνια του. Και όμως παρ’ ότι είδαν αυτά, είπαν στον Χριστό: Φύγε. Καλύτερα μακρύτερα. Μακρυά κι αγαπημένοι. Δεν σε θέλουμε εδώ.

Ο Χριστός έφυγε. Και τότε αυτός ο πρώην άρρωστος, ο δαιμονισμένος, τον παρακαλούσε να πάει κοντά Του, να είναι μαζί Του. Ο Χριστός του είπε: Όχι δεν θα έρθεις μαζί μου. Θα πας στους δικούς σου και θα τους διηγήσαι, τι έκανε για σένα ο Θεός.

Αδελφοί μου, έχει ένα κοινό η σημερινή ευαγγελική περικοπή με ένα άλλο περιστατικό, επίσης απ’ το Ευαγγέλιο του Λουκά, απ’ το 15ο κεφάλαιο. Κι εκεί, ένας άνθρωπος βόσκει γουρούνια. Είναι ο Άσωτος της εκεί παραβολής. Κι εδώ, όλοι αυτοί οι άνθρωποι ασχολούνται με τα γουρούνια. Είναι προφανές ότι τα γουρούνια ήταν ζώο που δεν επιτρεπόταν να υπάρχει μέσα στους Εβραίους. Ήταν ακάθαρτο ζώο, σύμφωνα με τον νόμο του Μωυσή. Και όταν το χρησιμοποιεί ο Χριστός εδώ, όταν λέει ότι ο Άσωτος έβοσκε γουρούνια και ότι όλοι αυτοί οι Γαδαρηνοί, επίσης έβοσκαν και είχαν ένα κοπάδι από γουρούνια, θέλει να μας πει κάποια πράγματα πιο πέρα απ’ τα φαινόμενα.

Εκείνος, ο Άσωτος, έψαχνε την ευτυχία του στα σωματικά.

Και τούτοι εδώ, έψαχναν την ευτυχία τους στα ψυχικά.

Εκείνος, νόμιζε ότι η ηδονή και η ευτυχία ταυτίζονται.

Ετούτοι εδώ, νομίζανε ότι τα λεφτά και η ευτυχία ταυτίζονται.

Γι’ αυτό ο Χριστός, και στις δύο περιπτώσεις, χρησιμοποιεί αυτήν την εικόνα για να μας μάθει κάποια πράγματα. Ας πούμε όμως δυο κουβέντες για τα περιστατικά τα οποία διαδραματίζονται μέσα στο γεγονός.

Όταν αυτός ο άνθρωπος, ο ταλαίπωρος, συναντάει τον Χριστό, όπως είπαμε Του λέει: Σε παρακαλώ μη με βασανίσεις. Η ερώτηση γεννάει την απορία: Μα πώς θα τον βασάνιζε; Εδώ τον έδεναν με αλυσίδες και με σίδερα στα πόδια και τα ’σπαζε κι έφευγε. Τι νόημα έχει να του λέει: Μη με βασανίσεις; Πώς θα τον βασάνιζε ο Χριστός; Για μας είναι η απορία. Γιατί εκείνος που μίλαγε, ήξερε πώς θα τον βασάνιζε! Θα τον βασάνιζε με την παρουσία Του…

Αδελφοί μου, δεν υπάρχει τίποτα πιο βασανιστικό από την παρουσία δίπλα μας ενός ανθρώπου, ο οποίος μας έχει εκφράσει, μας έχει βεβαιώσει για την αγάπη του, κι εμείς του συμπεριφερθήκαμε λανθασμένα. Η παρουσία ενός τέτοιου προσώπου μάς κάνει να αισθανόμαστε δύσφορα και μερικές φορές αφόρητα. «Θέλουμε να ανοίξει η γη να μας καταπιεί»! Είναι αυτό το οποίο στην εκκλησιαστική γλώσσα ονομάζεται «κόλαση». Κόλαση θα είναι να βλέπουμε Αυτόν, ο οποίος από αγάπη σταυρώθηκε για μας κι εμείς να είμαστε σε μια λογική πλήρους εγωιστικής αυταπάτης για το έλεος και την φιλανθρωπία Του. «Όψεσθε την ζωήν υμών απέναντι υμών κρεμαμένην», έλεγε ο λόγος του Θεού…

Με την αμαρτία προδίδουμε την αγάπη.

Και ο Άσωτος και οι Γαδαρηνοί με την αμαρτία τους πρόδιδαν την αγάπη. Εκείνος, ο Άσωτος, του πατέρα του. Και τούτοι εδώ, οι Γαδαρηνοί, του Θεού, τον οποίον υποτίθεται λάτρευαν. Συνεπώς τα γουρούνια, εδώ, δεν έχουν σημασία ως βιολογικά ζώα, αλλά μόνον ως κατάσταση και παρομοίωση, η οποία εκφράζει κυριολεκτικώς το αμαρτωλό και «βρώμικο».

Όμως, αδελφοί μου, εμείς οι άνθρωποι με τον διάβολο, ο οποίος ήταν ένοικος αυτού του ανθρώπου, έχουμε ατυχώς μία σχέση μαθητείας. Ο διάβολος δηλαδή, είναι αυτό που λέει το όνομά του. Είναι αυτός ο οποίος σου ψιθυρίζει διαβολές. Σου λέει στο αυτί τι να κάνεις. Σου προτείνει αντίθετα από το θέλημα του Θεού. Σου λέει ότι το πατρικό σπίτι είναι καταπίεση. Ότι το να μην κυνηγάς τα συμφέροντά σου είναι βλακεία. Ευτυχώς, εμείς οι άνθρωποι έχουμε, εν ταυτώ, ένα πρόβλημα κι ένα προσόν! Το πρόβλημα είναι ότι είμαστε εκτεθειμένοι σ’ αυτού του είδους τις διαβολές, αλλά έχουμε κι ένα πελώριο προσόν, που μας έδωσε ο Θεός, το οποίο είναι: Να είναι στο χέρι μας να πούμε είτε ναι είτε όχι. Είναι στην ευθύνη μας το ναι και το όχι. Δεν υπάρχει ούτε ναι επιβαλλόμενο, ούτε όχι επιβαλλόμενο. Είμαστε εθελότρεπτοι. Μπορούμε εμείς να του απαντήσουμε όπως πιστεύουμε, εάν έχουμε περιεχόμενο και ποιότητα.

Σ’ εκείνο το «μεγάλο» βιβλίο του Δάντη, που ονομάζεται «Θεία Κωμωδία» κι έχει τρεις κατηγορίες δεδομένων-βιβλίων (τον Παράδεισο, την Κόλαση και το Καθαρτήριο), στην Κόλαση, που είναι ο χώρος του διαβόλου, ο ποιητής αυτός ο μέγας (πελώριο μέγεθος ήταν ο Δάντης) περιγράφει την Κόλαση σαν ανεστραμμένη πυραμίδα. Η κορυφή της είναι κάτω και αυτή η πυραμίδα σχηματίζεται, θα λέγαμε, από σκαλοπάτια που κατεβαίνουν και που είναι οι πλαϊνές της πλευρές. Στο κάτω-κάτω, στο αρχικό πάτωμα-σκαλοπάτι, αυτό που είναι η βάση όλης της Κολάσεως, βρίσκεται η κατοικία του διαβόλου, λέει ο Δάντης. Και ο διάβολος μέσα σε τι κατοικεί; Κατοικεί μέσα στον πάγο. Εκπλήσσεται κανείς όταν το διαβάζει, αλλά ο Δάντης λέει πολύ σοφά πράγματα μ’ αυτή την εικόνα. «Ο διάβολος κατοικεί μέσα στον πάγο».

Γιατί ο διάβολος κατοικεί μέσα στον πάγο; Γιατί, αδελφοί μου, με τον πάγο, όταν υπάρχει και όπου υπάρχει παγωνιά, δεν υπάρχουν-δεν γίνεται να αναπτυχθούν σχέσεις! Ούτε με τον Θεό, ούτε με τους ανθρώπους. Όταν η καρδιά μας είναι κρύα, δεν μπορεί να υπάρξει καμμία σχέση. Και συγχρόνως, ο ίδιος ο πάγος είναι αυτός που καίει τα πάντα! Είδατε πως λέμε: Χιόνισε και έκαψε τις ελιές. Ο πάγος, η χαμηλή θερμοκρασία καταστρέφει κάθε ζωή. Δεν επιτρέπει επικοινωνία και καταστρέφει κάθε ζωή. Κρυώνει την καρδιά μας και καίει την απόφαση και τη διάθεσή μας. Αν δεν το καταλάβουμε, από κει και μετά θα τρέφουμε γουρούνια για οικονομικά μας οφέλη ή θα είμαστε βοσκοί γουρουνιών ικανοποιώντας τα πάθη μας δηλαδή.

Αδελφοί μου, εδώ είναι η τραγωδία μας, στο τέλος της παραβολής, της περικοπής. Αυτός ο πρώην δαιμονισμένος λέει στον Χριστό: Τώρα θέλω να σ’ ακολουθώ, η μεγαλύτερη ευτυχία της ζωής μου είναι το πρόσωπό Σου. Αλλά και οι κάτοικοι του χωριού Του λένε: Να μη σε βλέπουμε. Φύγε μακρυά μας, ώστε να μη σε βλέπουμε.

Ο Χριστός στην προτροπή αυτού του πρώην δαιμονισμένου να μείνει κοντά Του, του λέει: Πήγαινε στο σπίτι σου και διηγήσου όσα έκανε για σένα ο Θεός.

Αυτή η προτροπή του Χριστού είναι φρικτή ερώτηση για μένα και για σας, όχι για τον δαιμονισμένο. Όταν θα γυρίσουμε στο σπίτι μας, τι μπορούμε να διηγηθούμε, ότι έκανε για μας ο Θεός; Τι μπορούμε να πάρουμε μαζί μας φεύγοντας από τον ναό; Τι είναι αυτό που άλλαξε στην καρδιά μας εδώ, απ’ αυτήν τη σχέση με τον Χριστό στην Ευχαριστία; Αυτή είναι η πιο οδυνηρή και η πιο ουσιαστική ερώτηση. Ας ξεκινήσουμε κι εγώ κι εσείς να την σκεφτόμαστε για να δούμε και πώς θα την απαντήσουμε.

 



 

ΣΤ’ ΚΥΡΙΑΚΗ ΛΟΥΚΑ

Δαιμονισμένου Γαδαρηνῶν

Ἐκ τοῦ κατά Λουκᾶν (η’ 27-39)

 

Τόν καιρό ἐκεῖνο, κάποια ἡμέρα, πῆγε ὁ Ἰησοῦς στά μέρη τῶν Γα­δα­ρηνῶν. Ἐκεῖ τόν συνάντησε κάποιος ἄντρας ἀπό τήν πόλη, πού εἶχε μέσα του δαιμόνια ἀπό πολύ καιρό. Ροῦχο δέν ντυνόταν οὔτε ἔμενε σέ σπίτι, ἀλλά ζοῦσε στά μνήματα. Ὅταν εἶδε τόν Ἰησοῦ, ἔβγαλε μιά κραυγή, ἔπεσε στά πόδια του καί τοῦ εἶπε μέ δυνατή φωνή: “Τί σχέση ἔχεις ἐσύ μ’ ἐμένα Ἰησοῦ, Υἱέ τοῦ Ὕψιστου Θεού; Σέ παρα­κα­λῶ μή μέ βασανίσεις”.

Αὐτά τά εἶπε, γιατί ὁ Ἰησοῦς εἶχε διατάξει τό δαιμονικό πνεῦμα νά βγεῖ ἀπό τόν ἄνθρω­πο. Ἀπό πολλά χρόνια τόν εἶχε στήν ἐξουσία του, καί γιά νά τόν συγκρατήσουν τόν ἔδεναν μέ ἁλυσίδες καί τοῦ ἔβαζαν στά πόδια σιδερένια δεσμά. Ἐκεῖνος ὅμως ἔσπαζε τά δε­σμά, καί τό δαιμόνιο τόν ὁδηγοῦσε στίς ἐρημιές. Ὁ Ἰησοῦς τόν ρώτησε: “Ποιό εἶναι τό ὄνομά σου;” Ἐκεῖνος ἀπάντησε: “Λεγεών”· γιατί εἴχαν μπεῖ μέσα του πολλά δαιμόνια.

Τά δαιμόνια, λοιπόν, παρακαλοῦσαν τόν Ἰησοῦ νά μή τά διατάξει νά πάνε στήν ἄ­βυσσο.  Ἐκεῖ κοντά ἦταν ἕνα κοπάδι ἀπό πολλούς χοίρους πού ἔ­βοσκαν στά βουνά· καί τά δαιμόνια παρακαλοῦσαν τόν Ἰησοῦ νά τούς ἐπιτρέ­ψει νά μποῦν στούς χοίρους, καί τούς τό ἐπέτρε­ψε. Βγῆ­καν, λοιπόν, ἀπό τόν ἄνθρωπο καί μπῆκαν στούς χοί­ρους. Τότε τό κοπάδι ὅρμησε πρός τόν γκρεμό καί πνίγηκε στή λίμνη. Μόλις οἱ βοσκοί εἶδαν τί ἔγινε, ἔφυγαν καί πῆγαν καί τό εἶ­παν στήν πόλη καί στήν ὕπαιθρο. Βγῆκαν οἱ ἄνθρωποι νά δοῦν τί ἔγινε και ήρθαν κοντά στον Ιησού. Βρῆκαν τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν ὁποῖο βγήκαν τα δαιμόνια να κάθεται δίπλα στόν Ἰησοῦ, νά φοράει ροῦχα και να φέρεται λογικά, και φοβήθηκαν.

Ὅσοι εἶχαν δεῖ τί εἶχε γίνει, τούς διηγήθηκαν πῶς ὁ δαιμονισμένος σώθηκε. Τότε ὅλο τό πλήθος ἀπό τήν περιοχή τῶν Γαδάρων παρακαλοῦσαν τόν Ἰησοῦ νά φύγει ἀπό κοντά τους, γιατί τούς εἶχε καταλάβει μεγάλος φόβος. Ἐκεῖνος μπῆκε στό πλοιάριο γιά νά γυρίσει πίσω. Ὁ ἄνθρωπος ἀπό τόν ὁποῖο εἶχαν βγεῖ τά δαι­μόνια τόν παρακαλοῦσε νά τόν πάρει μαζί του. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τοῦ ἀρνήθηκε λέγοντας: “Γύρισε στό σπίτι σου καί διηγήσου ὅσα ἔκανε σ’ ἐσένα ὁ Θεός”. Ἐκεῖνος ἔφυγε διαλαλώντας σ’ ὅλη τήν πόλη ὅσα ἔκανε σ’ αὐτόν ὁ Ἰησοῦς.-

Αφήστε μια απάντηση