Μεγαλώνουμε όλοι μας μέσα σ’ έναν κόσμο, ο οποίος μας μαθαίνει να φτιάχνουμε ένα «κάστρο προστασίας». Θέλουμε να περιφρουρήσουμε τον εαυτό μας. Φοβόμαστε να είμαστε εκτεθειμένοι. Σ’ ένα βαθμό αυτό είναι λογικό.
Όταν όμως φύγει απ’ τον λογικό βαθμό γίνεται ένα άγχος, το οποίο δεν μας αφήνει να συναντήσουμε κανέναν. Δεν συναντάμε ούτε τον εαυτό μας. Δεν τον γνωρίζουμε τον εαυτό μας. Φανταζόμαστε τις διαθέσεις τις εποχιακές, τις διαθέσεις της στιγμής, ή τις ηλικιακές ή την νοοτροπία την οποία σιγά-σιγά αποχτάμε (αποδεχόμενοι ένα σωρό μηνύματα από ένα περιβάλλον που δεν έχει καμμία σχέση με το θέλημα του Θεού και τον Χριστό) και που διαποτίζει κι εμάς, που θεωρητικά είμαστε χριστιανοί, και έτσι μπαίνουμε κι εμείς σ’ αυτό το κλουβί να περιφρουρήσουμε τον εαυτό μας. Και δεν τον γνωρίζουμε αφ’ ενός, και δεν γνωρίζουμε και τον απέναντι, γιατί το ’χουμε πει κι άλλες φορές, τον άλλον άνθρωπο που στέκεται απέναντί μας μπορούμε να τον γνωρίσουμε τόσο όσο έχουμε γνωρίσει τον εαυτό μας.
Είμαστε όλοι στον ίδιο παρονομαστή της κοινής ανθρώπινης φύσης. Άμα δουλέψω με τον εαυτό μου και γνωρίσω τον εαυτό μου, θα γνωρίσω κατά αναλογίαν κάθε άνθρωπο. Αν δεν δουλέψω με τον εαυτό μου και δεν γνωρίσω τον εαυτό μου, δεν θα γνωρίσω κανέναν άνθρωπο. Θα μένω στη λογική της γνωριμίας της εξωτερικής, και των αντιδράσεων στα ερεθίσματα ή στις εντυπώσεις. Μου είπε κάτι να το πω κι εγώ, έκανε κάτι να το επαναλάβω κι εγώ, είπε κάτι που μου άρεσε να το πω κι εγώ σαν παπαγάλος, και τελικά δεν υπάρχουμε στο τέλος.
Έρχεται η σημερινή γιορτή και μας λέει ότι θα πρέπει ακριβώς αυτό να κάνεις: «Να αρχίσεις να δουλεύεις με τον εαυτό σου πρώτα». Και επειδή αυτό είναι το δυσκολότερο απ’ όλα, (η αυτογνωσία είναι η δυσκολότερη διαδρομή) και ακόμη περισσότερο η συνειδητοποίηση των κενών και των προβλημάτων των εσωτερικών μας είναι το ακόμα δυσκολότερο, οι χριστιανοί έρχονται την Κυριακή της Πεντηκοστής να παρακαλέσουν τον Χριστό να συνειδητοποιήσουν αυτό που είπε στους μαθητές. Τι είπε στους μαθητές την προηγούμενη Πέμπτη της Αναλήψεως; Τους είπε: «Τώρα πηγαίνετε στα Ιεροσόλυμα και περιμένετε εκεί να έρθει Αυτός που θα παρηγορεί τις καρδιές σας. Να ’ρθεί ο Παράκλητος». Παράκλητος, που ονομάζει το Άγιο Πνεύμα, είναι αυτός που μπορεί να παρηγορήσει την ανθρώπινη καρδιά. Πότε παρηγοριέται μια ανθρώπινη καρδιά; Όταν ξέρει πού πατάει και πού βρίσκεται. Όταν δεν ξέρει πού πατάει και πού βρίσκεται βουλιάζει στην αντισταθμιστική αγωνία ενός εγωισμού «εγώ, εγώ, εγώ». Ένας σιδηρόδρομος από ένα σωρό «εγώ», τα οποία εμποδίζουν και την αυτογνωσία και την επικοινωνία.
Το Πνεύμα του Θεού, όταν ήρθε στους Αποστόλους, τους έκανε, αυτούς οι οποίοι είχανε σκορπίσει, είχανε γεμίσει φόβο, είχαν φύγει κάτω απ’ τον Σταυρό, δεν ήξεραν ποιόν συνάντησαν καλά-καλά όταν Τον είδαν Αναστημένο, τους έκανε όλους αυτούς να γίνουν ένα σώμα, και όχι αυτό μονάχα. Τους βοήθησε να ξεκαθαρίσουν ότι χάριν Αυτού με τον οποίον ζήσανε μαζί τρία χρόνια και για τον οποίον είχαν πελαγώσει στο τέλος αυτής της τριετούς φάσεως, χάριν Αυτού να αποφασίσουν να πεθάνουν. Και πεθάνανε. Από τους δεκατρείς με τον Παύλο οι δώδεκα πεθάνανε χάριν του Χριστού. Εκτός από τον Ιωάννη οι υπόλοιποι όλοι, και ο Παύλος μαζί, μαρτύρησαν χάριν Αυτού τον οποίον αγαπούσαν.
Αδελφοί μου, έχουμε συνηθίσει αμέσως μετά την Λειτουργία της Πεντηκοστής να λέμε κάποιες προσευχές στο Άγιο Πνεύμα, στον Παράκλητο, για δύο πράγματα: «Να έρθει να φωτίσει τη δική μας συνείδηση, να δουλέψουμε σ’ αυτό το δύσκολο στάδιο της αυτογνωσίας, και να φωτίσει και τις καρδιές των ανθρώπων που έχουν πεθάνει να συνειδητοποιήσουν βαθύτερα τη σχέση τους με τον Χριστό και να γίνουν ευτυχέστεροι».
Οι προσευχές που θα πούμε, αμέσως μετά, είναι και γι’ αυτά τα δύο: Για μας, για να συνειδητοποιήσουμε και να ξεκινήσουμε αυτόν τον κόπο πορείας, και για τους νεκρούς μας, να συνειδητοποιήσουν τη σχέση τους με τον Θεό ούτως ώστε να γίνουν απ’ αυτή τη συνειδητοποίηση βαθύτερα ευτυχέστεροι. Για να γίνουν όλα αυτά θα ισχύσει αυτό που θα πούμε ακριβώς μετά από λίγο, όταν θα λέμε δεήσεις για να δεχθεί ο Χριστός τις προσευχές μας αυτές, που όσοι θα μπορούμε θα τις λέμε γονατιστά. Λέει μια προσευχή απ’ αυτές: «Γι’ αυτούς οι οποίοι γονατίζουν μπροστά Σου τις καρδιές και τα σώματά τους…». Βάζει ένα πελώριο άλλο θέμα: Ότι μπορεί εξωτερικά να τηρώ τύπους και εσωτερικά να μην ανταποκρίνονται αυτά στην ψυχική μου διάθεση. Πρώτα γονατίζει κανείς ψυχικά, με την καρδιά του, μπροστά στον Χριστό και μετά γονατίζει σωματικά εκφράζοντας αυτή τη διάθεση η οποία λέει: «Έλα, κάνε σκηνή Σου την καρδιά μου και άλλαξέ με», όπως λέει το τροπάριο που το έχουμε συνηθίσει «Βασιλεύ Ουράνιε» και απευθύνεται στον Παράκλητο, σ’ Αυτόν ο οποίος Τον έστειλε ο Χριστός να παρηγορήσει τις καρδιές μας.
Θεματολογικές ετικέτες