Κατήχηση, Κυριακοδρόμιο

Κυριακή των Μυροφόρων – Αγαπώ ό,τι κι αν κοστίζει

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ κεφ. ιε΄

Ακόμα και πάνω στους κορμούς των δέντρων σκαλίζοντας με μαχαίρι την φλούδα ή γράφοντας στους τοίχους με μαρκαδοράκια, οι νεαροί έφηβοι, που βιώνουν τα πρώτα σκιρτήματα του έρωτα στην καρδιά τους, χαράζουν ή γράφουν το όνομά τους και το όνομα της αγαπημένης τους «λέγοντας στον κόσμο» ότι έχουν love for ever!

Είναι γεμάτοι συναισθήματα. Κουβαλάνε πρωτόγνωρες δυνάμεις οι οποίες τους ζητούν να βγουν από το «κλουβί» τους και να συναντήσουν τον άλλον ή την άλλη! Αυτό τους είναι μεγάλη χαρά, ακόμα και αν δεν μπορούν «να δουν», ότι εν πολλοίς οι περισσότεροι μόνον τον εαυτό τους βλέπουν σ’ αυτές τις σχέσεις. Ας μη βιαζόμαστε όμως και ας μην τους αδικούμε. Αισθάνονται τη χαρά του σπόρου της αγάπης, που «σκάει» από το κέλυφος και την συμπαγία του, για να «φυτρώσει» και να γεννηθεί  κάτι άλλο και ομορφότερο.

Σ’ αυτή την κομβική στιγμή της ζωής τους, αν τύχει και  συναντήσουν άνθρωπο οδηγό που να έχει αγάπη και φυσικά να ξέρει να αγαπά, θα… «κολλήσουν» αγάπη· και αφού πάρουν αγάπη και «χορτάσουν», τότε θα μπορούν να έχουν και να δίνουν. Φυσικά αυτά σε μια διαδρομή ετών και σε πορεία ωριμότητας. Γιατί υπάρχει ο κίνδυνος, που υφίσταται για καθετί σωστό καινούργιο: αντί να προστατευθεί ώστε να μεγαλώσει υγιώς, να συντριβεί και να στρεβλωθεί, πράγμα που θα το κάνει να μεγαλώσει άρρωστα.

Εν προκειμένω, υπάρχει ο κίνδυνος να ταυτιστεί ο έρωτας με τον τρόμο της αμαρτίας ή με την χυδαιότητα μιας επιδερμικής «αυτοϊκανοποίησης». Είναι ανάγκη όμως, ο νέος άνθρωπος να μπορέσει να αποφύγει και την Σκύλλα και την Χάρυβδη! Όχι μόνο την μία. Να ζήσει και να σκεφτεί τον έρωτα, ως ελευθερία από το ατομικιστικό κλουβί, όχι για αλητεία, αλλά για συνάφεια και σχέση προσφοράς, από την οποία και ο ίδιος θα «χορταίνει».

Επειδή αυτά τα θέματα είναι μύχια και ουσιώδη, σωστά οι άνθρωποι τα ταυτίζουν με τις αρετές. Δηλαδή τις ποιοτικές λειτουργίες της ανθρώπινης ύπαρξης. Ατυχώς όμως πολλές φορές, απ’ τον διάχυτο στην πνευματική ατμόσφαιρα πλατωνισμό, ακόμα και οι χριστιανοί συμπαρασύρθηκαν στην σύγχυση να φαντάζονται ότι οι αρετές καμιά σχέση με το σώμα  δεν μπορούν να έχουν. Ίσως να μη συνειδητοποίησαν ότι ο Χριστός, σοκάροντας τον αρχαίο κόσμο, κήρυξε ανάσταση σωμάτων προσδιορίζοντας την ανάσταση ζωής ως αποκατάσταση της τσακισμένης από τον «έσχατο εχθρο» (τον θάνατο) ψυχοσωματικής ενότητας του ανθρώπου. Έτσι, οι αρετές «διαβάστηκαν» ως απέχθεια για το ίδιο μας το σώμα που αξιολογήθηκε μόνον ως φετίχ (αντικείμενο λατρείας ή εξάρτησης), ή το πολύ-πολύ σαν ένα «πρόσκαιρο ένδυμα» της ψυχής, όπως το ήθελε ο αρχαίος γνωστικισμός που δυστυχώς ακόμα και σήμερα πολλοί εξακολουθούν να συγχέουν με το χριστιανισμό. Συνεπαγωγικά κάθε αισθητή έκφραση στοργής «άδειασε» από το περιεχόμενό της ως ανθρώπινη προσφορά, προσέγγιση και επικοινωνία, και μολύνθηκε με την ρετσινιά «της σιχασιάς και της ταπεινωτικής παραχώρησης στο κτήνος». Αυτά γέννησαν μια δαιμονική και ψευδή θεολογία που καταπίεσε κόσμο και κοσμάκη, και «έσπρωξε» πολλούς σε λάθη και αμαρτίες, εν ονόματι του Θεού και της καθαρότητας ή πάλι άλλους να πετάξουν στα τυφλά «μαζί με τ’ απόνερα και το μωρό» (όπως ο Νίτσε που διακήρυξε περήφανα πως «ο χριστιανισμός δηλητηρίασε τον έρωτα», αλλά δρόμο δεν βρήκε κι έζησε μια ζωή στερημένη και από έρωτα κι από αγάπη).

Στην φάση της πρόσληψης από τον άνθρωπο (κατά την αυγή της ψυχοβιολογικής του άνθησης) όλων των παραπάνω, πολλές φορές αυτός, διχασμένος ανάμεσα στο επιθυμητό και στο «απαγορευμένο»,  «αναγκάστηκε» να γίνει ένας… «εγωιστής γίγαντας». Ο πανέξυπνος, και συγχρόνως δυστυχής, μεγάλος συγγραφέας Όσκαρ Ουάιλντ περιγράφει μαγευτικά την αυταπάτη αυτής της προστασίας με «…την ψηλή μάντρα ολόγυρα…» που χτίζουμε στις σχέσεις μας με τους άλλους. Όταν όμως κάνουμε κάτι τέτοιο, τότε στον «κήπο» μας  είναι πάντοτε χειμώνας, και λέμε κι εμείς μαζί με τον γίγαντα : «δεν καταλαβαίνω γιατί καθυστερεί τόσο πολύ η άνοιξη;» Περνάνε χρόνια και χρόνια ζωής μέσα σε ένα διαρκή και συνεχή χειμώνα!

Στο παραμύθι του Ουάιλντ, ο χειμώνας τελειώνει όταν ο εγωιστής γίγαντας κάμπτεται από τα δάκρυα ενός μικρού παιδιού, και το παίρνει στην πλάτη του και το ανεβάζει στο δέντρο, και τότε «το αγοράκι άπλωσε τα δυο του χέρια, τα  τύλιξε γύρω στο λαιμό του γίγαντα και τον φίλησε»· και η καρδιά του γίγαντα ζεστάθηκε και γκρέμισε την ψηλή μάντρα ολόγυρα! Μετά από εκείνο το φίλημα, έπαψε πια να είναι συνεχώς χειμώνας… Απλώς τον χειμώνα «η άνοιξη κοιμόταν και τα λουλούδια ξεκουράζονταν»!  Αλλά και τι περίεργο, παρότι πέρασαν χρόνια, ο γίγαντας έψαχνε το μικρό αγοράκι που τον αγκάλιασε και ζεστάθηκε η καρδιά του. Το έψαχνε και το αναζητούσε.

Έξαφνα ένα χειμωνιάτικο πρωινό, με απορία κοιτούσε και δεν χόρταινε αυτό που έβλεπε και ζούσε! Στην μακρινή γωνιά του κήπου, έβλεπε ένα δέντρο καλυμμένο ολόκληρο με όμορφα άσπρα μπουμπούκια. Στην ρίζα του δέντρου ήταν το μικρό αγόρι που τον είχε βοηθήσει! Έτρεξε κοντά του και, γεμάτος έκπληξη, είδε ότι στις παλάμες των χεριών του παιδιού υπήρχαν τα σημάδια από δυο καρφιά, όπως επίσης και στα ποδαράκια του, και όπως του εξήγησε το Παιδί: «αυτές είναι οι πληγές της αγάπης».

Ο Ιωσήφ, ο Νικόδημος και οι Μυροφόρες, που   τους γιορτάζουμε σήμερα, αυτές τις πληγές της αγάπης είχαν βιώσει και συνειδητοποιήσει και αυτές πήγαν να λατρέψουν. Είχαν «σκαλίσει και γράψει στα δέντρα και στους τοίχους της ζωής τους» love for ever, και αυτή η αγάπη τους έκανε να αψηφούν τους κινδύνους, αφού γνώριζαν ότι υπάρχουν μόνο τόσο όσο αγαπούν, και προσπαθούσαν να αγαπούν «ότι κι αν κοστίζει».

Δεν αγαπούσαν μόνο ένα σώμα, αλλά ένα πρόσωπο ολόκληρο (με σώμα).

Δεν αγαπούσαν ένα χρήσιμο φετίχ, αλλά τις πληγές της αγάπης.

Δεν αγαπούσαν ένα κτήμα τους, αλλά Αυτόν (,) που, με τις πληγές Του, μας έκανε δικούς Του.

Δεν αγαπούσαν τον εαυτό τους, αλλά τον Θεό τους.

Λοιπόν εμείς, αν δεν γνωρίσουμε τα ανθρωπολογικά μας δεδομένα με υγιή πορεία ωρίμανσης και εξόδου από τον εγωιστικό αυτοπεριορισμό μέσα σε τείχη, κι αν δεν τα γκρεμίσουμε αυτά τα  τείχη (εαυτουλισμός, φιληδονία και, από την άλλη, spiritual εγωισμός), τότε διαρκώς θα φοβόμαστε. Θα φοβόμαστε να περπατήσουμε, μήπως και πέσουμε. Θα φοβόμαστε να αγαπήσουμε, μήπως και αμαρτήσουμε. Θα φοβόμαστε να δοθούμε και δεν θα ζήσουμε.

Ο Ιωσήφ, ο Νικόδημος, οι Μυροφόρες και όσοι ανά τους αιώνες αγάπησαν τον Χριστό τον λάτρεψαν και τον λατρεύουν,  ωρίμασαν σε αυτογνωσία, που τους έβγαλε από τον εαυτό τους, τους έκανε ικανούς να «ερωτεύονται και να αγαπούν» υγιώς, ελεύθερα και σωστά, και τους έκανε λάτρεις του Χριστού, άφοβους μπροστά σε δυσκολίες «ό,τι κι αν κοστίζουν». Εμείς, ανώριμοι, άρρωστοι πνευματικά, φοβισμένοι, κουραζόμαστε ακόμα και από την ασφαλή Κυριακάτικη Λατρεία, στην οποία δίνουμε τον μικρότερο χρόνο που μπορούμε.

Ας αναγνωρίσουμε την αναπηρία μας και ας παρακαλέσουμε τον Χριστό μαζί με τον μεγάλο θεολόγο και ιερέα Κarl Rahner:

«Άγγιξε την καρδιά μου με τη χάρη Σου, Κύριε.

Κάνε ώστε, χρησιμοποιώντας τα πράγματα αυτού του κόσμου με χαρά ή με λύπη, να μπορέσω μέσω αυτών να Σ’ εννοήσω και να Σε αγαπήσω, Εσένα την μοναδική και υπέρτατη υπόσταση κάθε πλάσματος.

Εσύ που  είσαι αγάπη, κάνε με μέτοχο της αγάπης Σου, για να καταλήξουν κάποτε όλες οι μέρες μου, στην Μοναδική Ημέρα της Αιώνιας Ζωής Σου. Αμήν».

Με αγάπη και ευχές
Ο εφημέριος σας

π. Θεοδόσιος

 

Αφήστε μια απάντηση