Αν και έτσι ή αλλιώς το Ευαγγέλιο είναι ένα ορυχείο από το οποίο κανείς μπορεί διαρκώς να αντλεί όχι απλώς χρήσιμα αλλά πολύτιμα πράγματα, το κομμάτι που διαβάσαμε σήμερα θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι η καρδιά του Ευαγγελίου και από τα ομορφότερα και ουσιαστικότερα. Είναι αυτό από το οποίο άλλαξε ο Ντοστογιέφσκι την ζωή του, αλλά δεν είναι εκεί η σπουδαιότητα του κειμένου. Εκείνο που το κάνει μοναδικό είναι αυτό που έχει να μας πει. Την παραβολή του Ασώτου. Λίγο ή πολύ, χονδρικώς, όλοι ξέρουμε τι είναι το περιστατικό.
Ένας πατέρας με δυο παιδιά, ένας πρώτος φυσικά και ένας δεύτερος, όχι δίδυμα. Ο δεύτερος γυρεύει από τον πατέρα του «αυτά που θα έλθουν σε μένα όταν πεθάνεις, τα θέλω τώρα». Κι εκείνος μοιράζει την περιουσία του στα δυο του παιδιά. Ο νεαρός τα παίρνει και φεύγει και πάει αλλού, που τα «μάτια» δεν είναι γνωστά. Γιατί πάντοτε όλοι οι άνθρωποι, τα γνωστά μάτια τα έχουμε έλεγχο ζωής και μας είναι πρόβλημα. Φεύγει λοιπόν ο νεαρός και πάει κάπου μακρυά και ζει «ἀσώτως», όπως λέει το Ευαγγέλιο.
Ας δούμε όμως μερικά πράγματα πέρα από την εικόνα και τις εντυπώσεις. Αυτό το κομμάτι μας βοηθάει να καταλάβουμε πώς θα μεγαλώσουμε πραγματικά. Γιατί ένας πατέρας πρέπει να δίνει την δυνατότητα στα παιδιά του να μη μένουν ισοβίως παιδιά. Αυτό λέει το Ευαγγέλιο σήμερα. Αυτός ο πατέρας έδωσε την δυνατότητα στα παιδιά του να μη μείνουν ισοβίως παιδιά. Τι σημαίνει «να μείνουν ισοβίως παιδιά»; Κάποιοι, που τον πατέρα τον χρειάζονται πάντοτε. Κάποιοι για τους οποίους θα είναι απαραίτητη η παρουσία του, για να υπάρχουν κι εκείνοι! Αυτά στο ανθρώπινο ψυχολογικό επίπεδο. Ο Χριστός εδώ πέρα, που είναι ο Πατέρας της παραβολής, σπρώχνει τα παιδιά του σε μια υγιά αυτονομία. Το μεγάλωμα είναι ευθύνη. Όταν ο πατέρας αναγνωρίζει την ευθύνη, βοηθάει την ευθύνη, και απαιτεί την ευθύνη, βοηθάει το παιδί του να μεγαλώσει. Ο πατέρας έχει αξία να είναι ένα «προσωρινό» παράδειγμα. Δεν είναι ούτε σωφρονιστής, ούτε θηριοδαμαστής ο κάθε πατέρας. Δεν εκμεταλλεύεται την εξουσία που έχει από την θέση του, από το γεγονός της προΰπαρξής του. Όταν λέμε ότι είναι προσωρινή η παρουσία, σημαίνει ότι θα πρέπει αφού τον βοηθήσει να αποχτήσει την ευθύνη, εκείνος να αποσυρθεί και να μην του είναι συνηρτημένη δέσμευση. Να μπορούν να περπατάνε παραλλήλως. Να ισοσταθμίζονται! Ο Χριστός λέει: Δεν σας λέω δούλους, αλλά φίλους. Φιλία μόνον «επί ίσοις όροις» μπορεί να υπάρξει. Ο Χριστός δεν λέει ψέματα!! Ο πατέρας σέβεται την ευθύνη που δίνει στα παιδιά του. «Διεῖλεν αὐτοῖς τὸν βίον», λέει. «Το ξέρω ότι θα ’ρθουν σε σας αυτά που έχω. Πάρτε τα τώρα, από τώρα».
Κι εκείνος ο μικρούλης έφυγε, και όπως περιγράφει και το Ευαγγέλιο, άρχισε να ζει ασώτως. Εμείς αυτόν τον λόγο «ασώτως» συνήθως την αξιολογούμε μόνον ηθικίστικα. Ότι αλήτευε, έτρεχε με γυναίκες, κατασπαταλούσε τα χρήματά του στον τζόγο. Βούλιαξε στα ναρκωτικά. Αξιολογούμε τη συμπεριφορά των ανθρώπων όχι επί της ουσίας, αλλά επί της διαδικασίας. Τους βλέπουμε συμπεριφορικά.
Αυτές τις μέρες ζούμε όλοι μας όλη αυτή την αναστάτωση, με αυτά τα οποία γίνονται στον κοινωνικό χώρο με την θέσπιση πολιτικού γάμου ομοφύλων! Εκείνο που έχει σημασία όμως, πέρα από αυτές τις κοινωνικές αθλιότητες ή τραγικότητες, όπως θέλετε πέστε τες, είναι να δούμε κάτι. Όταν αναδύεται μέσα μου κάτι, μια επιθυμία, μια επιλογή, πώς θα το κρίνω αυτό; Επειδή αναδύθηκε μέσα μου, είναι αυτονοήτως υγιές και σωστό; Θα πρέπει σε ό,τι κατά κυριολεξία, με συγχωρείτε για την έκφραση «μου ’ρχεται», να λέω ναι;
Ο πατέρας εδώ πέρα έχει ένα πολύ μεγάλο ρόλο, που θα τον δούμε λιγάκι παρακάτω. Εμείς όμως θα πρέπει να δούμε αν απροϋποθέτως κάτι που αναδύεται μέσα μας, είναι υγιές; Επειδή το φανταζόμαστε δικό μας, είναι τραγικό και να ταυτιζόμαστε με αυτό. Γιατί αν πει κανείς: «εγώ έτσι θέλω», αυτός είμαι! Μα χθες ήθελες άλλα, και αύριο θέλεις άλλα. Ποιον εαυτό έχεις; Δεν έχεις εαυτό, απλά. Δηλαδή, τι θέλω να πω; Αυτός ο νεαρός έζησε ασώτως. Τι κριτήρια είχε; Την επιλογή του, πού την βάσιζε; Εμείς τι κριτήρια έχουμε; Ό,τι νομίζουμε! Μπορεί να σκέφτεται έτσι ένας γιατρός για έναν άρρωστο; Να θεωρεί ο γιατρός ότι, -αφού αυτή η αρρώστια σου είναι μέσα σου, (να το πούμε γεγονός, να μη το πούμε αρρώστια, είναι κοινωνικά απαράδεκτο σήμερα)-, άρα είναι ταυτισμένη με σένα. Όταν το συζητάμε αυτό, για την περίπτωση των σχέσεων με τον γιατρό και τον άρρωστο, τα θεωρούμε παλαβομάρα αυτά. Όταν το συζητάμε σε άλλα θέματα, εκεί το θεωρούμε δικαίωμα!!
Αυτού του νεαρούλη, μέσα σε αυτήν την αδιέξοδο διαδρομή, συντρίφτηκε η προσωπικότητά του! Κατάντησε ένας ζήτουλας, που έπρεπε να βόσκει γουρούνια, για να επιβιώσει. Και επέστρεψε. Προσέξτε, πρέπει να το ξεκαθαρίσουμε μέσα στο μυαλό μας. Αυτό που μας διαμορφώνει όλους εμάς τους ανθρώπους, είναι η οδύνη, όχι η ευχαρίστηση. Τον χαρακτήρα μου τον φτιάχνει η αρνητική εμπειρία. Το δύσκολο που βιώνω. Αυτό το οποίο με στριμώχνει και με πιέζει. Η ευχαρίστηση αντιθέτως με ξεχειλώνει, με κάνει αυτό που λέει η αρχαία έννοια της λέξεως «διασκέδαση». Διασκεδάζω, διασκεδάννυμι που έλεγαν οι αρχαίοι, σημαίνει σκορπίζω τα πάντα πέρα-δώθε σε κομματάκια. Αυτό σημαίνει διασκεδάζω.
Ο χαρακτήρας μας διαμορφώνεται από την οδύνη. Η οδύνη αυτού του ανθρώπου τον διαμόρφωσε και άρχισε να σκέφτεται βαθύτερα. Τα κριτήριά του να αποχτούν την σοβαρότητα της αξιολογικής σκέψεως. Λέει: «ένα σωρό υπηρέτες του πατέρα μου έχουν και τρώνε, κι εγώ πεινάω, πεθαίνω από την πείνα. Θα γυρίσω να του πω να είμαι υπηρέτης του». Αρχίζει να σκέφτεται βαθύτερα, προσγειωμένος στην πραγματικότητα, όχι με την θρασύτητα «δικά μου θα είναι αυτά, φέρ’ τα μου από τώρα». Και επιστρέφει.
Ας τον αφήσουμε αυτόν, να πάμε στον μεγαλύτερο γιο. Ο μεγαλύτερος δεν έφυγε. Δεν ασώτεψε. Ήταν μονίμως εκεί δίπλα. Λέει όμως κάποιος μια ωραία παρατήρηση: «Όλες οι “αρετές” του ήταν θυγατέρες του φόβου». Φοβόταν και βρισκόταν εκεί. Ζήλευε τον άλλον, που είχε το θάρρος και το θράσος να σηκωθεί, να γυρέψει και να φύγει. Τον ζήλευε, και για να αντισταθμίσει μέσα του αυτή τη ζήλεια, ήθελε να φαίνεται καλός στον πατέρα του, για να έχει καλή γνώμη ο πατέρας του γι’ αυτόν. Δεν αγαπούσε αυτό που έκανε. Αυτό το σύμπτωμα είναι τραγικό γιατί το συναντάει κανείς πάρα πολλές φορές στο χώρο το χριστιανικό. Οι χριστιανοί ζηλεύουν τους άλλους ανθρώπους, οι οποίοι ζουν με εντελώς έκλυτο βίο, όπως λέει η αρχαία έκφραση. Και πολλές φορές τους βρίζουν, τους απαξιώνουν. Για ποιο λόγο; Εκείνος ζει με τον τρόπο που νομίζει και έχει ως κριτήριο. Εγώ ζω με έναν άλλο τρόπο. Γιατί θα πρέπει να βρίσκομαι σε διαρκή σύγκριση; Και το χειρότερο ακόμα, γιατί να απαξιώνω τον άλλον, αν εγώ είμαι χορτάτος από αυτό που κάνω και «τρώω»; Η στάση μου αυτή φανερώνει την πιθανότητα κάπου να έχω μια πληγή, κάπου να έχω ένα κενό, κάπου να υπάρχει μια «πείνα». Κάπου να υπάρχει μια ζήλεια, όπως σ’ αυτόν εδώ τον πρεσβύτερο υιό. Όταν κάποιος ζηλεύει δεν μπορεί να αγαπήσει. Αυτοαναλώνεται, βουλιάζει στην γκρίνια, δεν μπορεί να χαρεί. Όταν επιστρέφει ο αδελφός του, μετά από αυτή τη διαδρομή, ο πρεσβύτερος, ο μεγαλύτερος γιος μόλις το μαθαίνει γίνεται έξω φρενών.
Ανάμεσα σε αυτούς τους δύο, σε έναν που η οδύνη τον συνεφέρνει και σε έναν τον οποίον η ζήλεια τον κάνει να βρίσκεται σε κατάσταση εξαλλοσύνης, βρίσκεται ο πατέρας. Ο πατέρας τι κάνει; Με τον πρώτον αγωνιά. Κάθε μέρα βγαίνει να δει αν έρχεται. Όταν επιστρέφει, φανερώνει με τον τρόπο του ο πατέρας στον άσωτο, πόσο πάντα και αδιακόπως τον αγαπούσε και τον αγαπάει. Με τον άλλον, τον πρεσβύτερο, αγωνίζεται να τον μυαλώσει, ώστε να ελευθερωθεί από την αυτοφονευτική κακία. Γιατί ξέρετε ποιο είναι το θέμα; Η κακία μας, σκοτώνει εμάς, όχι τους άλλους. Με τον έναν αγωνιά και με τον άλλον αγωνίζεται. Και για τους δύο… βγαίνει από το σπίτι του για να τους «μαζέψει».
Εδώ ερχόμαστε εμείς μπροστά σ’ αυτό εδώ το δίλημμα: Εμείς τι είμαστε; Άσωτοι ή πρεσβύτεροι; Και τα δύο! Λίγο από το ένα και λίγο από το άλλο! Άλλοτε το ένα και άλλοτε το άλλο! Όμως ο κύριος σκοπός της παραβολής δεν είναι αυτός· να αναρωτηθούμε εμείς κάνοντας αυτοκριτική. Ο σκοπός της παραβολής είναι κάτι πολύ μεγαλύτερο. Θέλει να μας δείξει να καταλάβουμε τι ποιότητας Πατέρα έχουμε. Είπαμε και πριν: αναδύεται μέσα μας η τάδε ή η τάδε επιθυμία, η τάδε ή η τάδε διάθεση. Με τι κριτήριο θα την κρίνουμε; Ακόμα και το υγιέστερο, είναι προσωρινό. Οι χριστιανοί συνειδητοποιώντας την αγάπη του Πατέρα τους, καταλάβαιναν ότι το κριτήριο του Πατέρα τους το οποίο δεν είναι πάνω-κάτω, η αγάπη Του δηλαδή δεν «έπαιζε», ήταν διαρκής και μόνιμη, αυτό το κριτήριο πρέπει να αποχτήσουν κι αυτοί για να μπορούν να κρίνουν αυτά που αναδύονται μέσα τους. Το θέλημα του Θεού γινόταν οδηγητικό «τι κρατάω και τι πετάω». Από αυτά που μου έρχονται στην καρδιά μου, στο σώμα μου, στο μυαλό μου, στην ψυχή μου, στη διάθεσή μου, τα τσεκάρω και άλλα κρατάω και άλλα πετάω, με το κριτήριο της αγάπης του Θεού, το οποίο είναι μόνιμο, διαρκές και σταθερό. Όταν αυτό το καταλάβουμε, από εκεί και μετά θα καταλαβαίνουμε ότι ο Θεός είναι το κριτήριο του σωστού και του λάθους, της αλήθειας και του ψέμματος, της υγείας και της αρρώστιας. Όταν αυτό το συνειδητοποιήσουμε και το αγαπήσουμε, μετά φυσικά θα θέλουμε να είμαστε και σωστοί και υγιείς και να μην είμαστε ψεύτες. Και αρχίζουμε να δουλεύουμε σε αυτό το σταθερό και μόνιμο μοτίβο.
Θα ήθελα να τελειώσουμε με δυο λέξεις και μια προσευχή, που αυτές οι λέξεις συμπεριέχουν, ενός ενάρετου και σοφού ανθρώπου, και αφορούν αυτή την Κυριακή που έχουμε σήμερα.
Γράφει λοιπόν αυτός ο μέγας άνθρωπος στον Χριστό:
«Η αγάπη για σένα απέραντε, Θεέ μου, επιτρέπει να ανυψωθώ πάνω από τον εγωισμό μου και να φτάσω στην απεραντοσύνη Σου. Αγαπώντας Εσένα, ξαναβρίσκω τι είχα χάσει. Η αγάπη Σου ξαναδίνει την ενότητα σε αυτό που είχα υποστεί: την διαίρεση του εαυτού μου. Συγκεντρώνει σε μένα και τα φέρνει σε Σένα όλα μου τα διασπασμένα. Αλλά αυτή την Αγάπη, που παραδέχεται την καθημερινή ζωή όπως παρουσιάζεται, που μεταμορφώνει κάθε ανθρώπινη μέρα μου σε μέρα χαράς, για να την κάνει να καταλήξει σε Σένα, μια τέτοια αγάπη, Εσύ μονάχα μπορείς να μου την χαρίσεις. Τι να σου πω λοιπόν; Δεν έχω παρά να ψελλίσω μια προσευχή:
Άνοιξε την καρδιά μου με την χάρη Σου. Κάνε, χρησιμοποιώντας τα πράγματα αυτού του κόσμου με χαρά ή με λύπη, να μπορέσω μέσω αυτών να Σε εννοήσω και να Σε αγαπήσω. Εσένα την μοναδική και υπέρτατη υπόσταση κάθε πλάσματος. Εσύ που είσαι Αγάπη, κάνε με μέτοχο της Αγάπης Σου για να καταλήξουν κάποτε όλες οι μέρες μου στη μοναδική ημέρα της αιώνιας ζωής Σου». Αμήν.
Ο Θεός να το δώσει για όλο τον κόσμο.
Θεματολογικές ετικέτες