Μια συνέντευξη που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα του Παρισιού Le Figaro, δόθηκε από τον αρχιεπίσκοπο της πόλης Michel Aupetit και αξίζει να την μελετήσουμε, γιατί αφορά και απαντά στα καίρια της ζωής. Μελετήστε την και ενστερνιστείτε την.
……………………………………………………………………………………………………………….
Δημοσιογράφος- Ποια είναι κατά τη γνώμη σας η θεμιτή αντίδραση μπροστά στον άδικο και βίαιο θάνατο ενός καθηγητή της Μέσης Εκπαίδευσης από το χέρι ενός ισλαμιστή;
Μ. ΩΠΤΙ – Καθένας θα αντιδράσει ανάλογα με τη διάθεση της καρδιάς του. Σε ό,τι με αφορά, προσεύχομαι ο Κύριος να προσλάβει στην απέραντη καλοσύνη του τον καθηγητή και να ελεήσει το δολοφόνο του, γιατί ο δεύτερος διέπραξε την πιο μεγάλη και φρικτή βλασφημία: να δολοφονήσει έναν άνθρωπο στο όνομα του Θεού.
Δημοσιογράφος- Ως ιατρός και κατόπιν ως ιερέας, βρίσκεστε συχνά ενώπιον του θανάτου. Στο πρόσφατο βιβλίο σας θέτετε την ερώτηση αν μπορούμε να εξοικειωθούμε με την ιδέα του θανάτου. Ωστόσο, η αποφυγή του θανάτου με κάθε τρόπο δεν είναι ένα βαθύτατο ανθρώπινο χαρακτηριστικό;
Μ. ΩΠΤΙ – Το γεγονός πως δε μπορούμε να συμφιλιωθούμε με την ιδέα του τέλους, το γεγονός πως βαθειά μέσα μας υπάρχει μια ακλόνητη αντίσταση στο θάνατο, ιδίως όταν αυτός βρίσκει ένα παιδί, καταδεικνύει πως δεν είμαστε πλασμένοι για να πεθάνουμε. Αντίθετα, είμαστε πλασμένοι για τη ζωή. Ο θάνατος αποτελεί μια ριζική αντίφαση μέσα στην ύπαρξή μας. Αλλά, ποιος μπορεί να εκπληρώσει την επιθυμία μας για ζωή; Λέει ο ψαλμωδός: Τίς δείξει ἡμῖν τὰ ἀγαθά; (Ψαλμ 4, 6) Μόνο ο Ιησούς Χριστός επέστρεψε από το βασίλειο του θανάτου. Μόνο στον Ιησού Χριστό ο θάνατος χάνει την τρομερή του μορφή και γίνεται Πάσχα, ένα πέρασμα δηλαδή προς τον Πατέρα. Ωστόσο, αυτό δε σημαίνει πως στρεφόμαστε προς το Θεό για να διασφαλισθούμε, δηλαδή μόνο από το φόβο του θανάτου. Αντιθέτως, ψάχνουμε το Θεό γιατί διψάμε για ζωή, γιατί επιζητούμε, μέσα από κάθε χαρά και κάθε ομορφιά που ζούμε σε αυτή τη ζωή, μία χαρά ακόμη μεγαλύτερη, και μια ομορφιά που θα είναι απρόσβλητη από τη φθορά.
Δημοσιογράφος- Μα πώς μπορούμε να τολμήσουμε να μιλήσουμε για αιώνια ζωή, για ανάσταση του σώματος, όπως το κάνει η Εκκλησία, μέσα σε μία κοινωνία που έχει γίνει τελείως πλουραλιστική τόσο στο πεδίο των ιδεών όσο και στο πεδίο της θρησκείας;
Μ. ΩΠΤΙ – Η μακάρια, η αιώνια ζωή είναι κατά βάθος ό,τι ενδόμυχα επιθυμεί κάθε άνθρωπος. Κάθε φορά που καλούμαστε να τελέσουμε ως ιερείς την εξόδιο ακολουθία, συναντούμε οικογένειες, πολλές από τις οποίες είναι τελείως απομακρυσμένες από τη χριστιανική πίστη. Ωστόσο, καμία από αυτές δεν στερείται της ελπίδας για τον αγαπημένο τους άνθρωπο που έφυγε. Η ιδέα πως ο νεκρός θα συναντήσει τους ανθρώπους που αγαπούσε είναι μια ενδόμυχη προσδοκία στις καρδιές όλων μας. Η ελπίδα εξάλλου είναι ίδιον του ανθρώπου. Για εμάς τους χριστιανούς, η ελπίδα είναι ένα Πρόσωπο: ο Ιησούς Χριστός. Ο Χριστός δεν έρχεται για να αρνηθεί το θάνατο, ούτε για να περιορίσει το πένθος και τον πόνο από την απώλεια. Ο Χριστός έρχεται και αναλαμβάνει το θάνατο, ακόμη και την ταφή, ώστε να μπορέσει όλα αυτά να τα σώσει μέσα από τη νίκη της Ανάστασής Του. Ποια άλλη θρησκευτική παράδοση μπορεί να ζει ένα τέτοιο μυστήριο; Η Ανάσταση του Χριστού έρχεται για να απαντήσει στην προσδοκία που κάθε άνθρωπος έχει σε αυτή τη ζωή. Δεν είμαστε μόνο πνεύμα. Είμαστε και σώμα, και μόνο όταν αποκαθίσταται και η σωματική μας υπόσταση μπορούμε να βρούμε την πληρότητα της ύπαρξής μας. Η χριστιανική πίστη κηρύττει την Ανάσταση, την Ανάσταση για την οποία μαρτύρησαν εκείνοι που αντίκρυσαν, που συνομίλησαν και που άγγιξαν τον Αναστημένο Χριστό. Και από αυτή την Ανάσταση, πιστεύουμε και εμείς στην τελική μεταμόρφωση και ανάσταση και του δικού μας σώματος, όταν θα απελευθερωθεί δια παντός από την αμαρτία και το θάνατο.
Δημοσιογράφος- Στο πρόσφατο βιβλίο σας, μιλάτε για το πέρασμα από το θάνατο στην αιώνιο ζωή σαν μία κατάσταση που εγκαθιδρύεται από μία μόνο πράξη: την αγάπη. Τι σημαίνει αυτό για κάποιον που δεν πιστεύει ή δεν αποδέχεται τη δική σας πίστη;
Μ. ΩΠΤΙ – Η πρώτη μας αυθόρμητη σκέψη είναι πως η αιωνιότητα είναι μία κατάσταση που θα έρθει στο μέλλον. Όμως ο Απόστολος Παύλος μας λέει πως : «ἡ ἀγάπη οὐδέποτε ἐκπίπτει» (Α Κορ 13,8). Αν ο «Ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστί, καὶ ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει καὶ ὁ Θεὸς ἐν αὐτῷ» (Α Ιω 4, 16) όπως μας λέει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος, τότε η αιωνιότητα έχει ήδη ξεκινήσει, είναι ήδη εδώ, στο βαθμό που μπορούμε να αγαπάμε. Μόνο η αγάπη μένει. Όλα τα άλλα, η αμαρτία, η βία, το μίσος, ο φθόνος, ο θάνατος δεν έχουν καμία θέση στη Βασιλεία του Θεού. Όταν χάνουμε ένα αγαπημένο πρόσωπο, πάντοτε συγκρατούμε από αυτό μόνο την αγάπη που ζήσαμε και που μοιραστήκαμε μαζί του. Όπως λέει και ο Σεντ-Εξυπερύ: ντύνουμε πάντα τους αγαπημένους μας που χάσαμε με το πιο λαμπερό τους χαμόγελο.
Δημοσιογράφος- Το μυστήριο του θανάτου, του οποίου υπογραμμίζετε έντονα την αξία και τη σημασία για την αξιοπρέπεια του ανθρώπου, υπόκειται επίσης σε διάφορες συζητήσεις ηθικού ή νομικού περιεχομένου, με ζητούμενο να «διευκολυνθεί», να απαλύνει ο θάνατος. Γιατί η Εκκλησία είναι αντίθετη σε αυτή την αναζήτηση της κοινωνίας;
Μ. ΩΠΤΙ – Δεν πρέπει να στερήσουμε από τους ανθρώπους το μυστήριο του θανάτου τους. Σας βεβαιώ πως οι τελευταίες στιγμές ενός ανθρώπου είναι πολύ σημαντικές, μπορεί να γίνουν σπουδαία πράγματα σε αυτές τις στιγμές. Έχω δει συχνά οικογένειες να συμφιλιώνονται, φίλους και συγγενείς να συγχωρούνται. Ο λόγος της Εκκλησίας προσπαθεί να κρατήσει την ισορροπία ανάμεσα σε δύο άκρα: ούτε ευθανασία, ούτε όμως και θεραπευτικές ακρότητες. Και φυσικά δίνουμε έμφαση στην ανακουφιστική φροντίδα για να καταπραΰνουμε τον πόνο, αποδεχόμενοι ωστόσο τη θνητότητά μας, χωρίς να αγγίξουμε μία ζωή που δε μας ανήκει. Όλοι έχουμε δικαίωμα να πεθάνουμε κρατώντας το χέρι κάποιου, και όχι από το χέρι κάποιου…
Η Εκκλησία πρεσβεύει πως αυτή η δύσκολη πολλές φορές ισορροπία είναι αντάξια της αξιοπρέπειας που έχει το ανθρώπινο πρόσωπο μέσα στην ευθραστότητά του. Άπαξ και αποδεχθούμε τη λογική της ευθανασίας, δε ξέρουμε πού να βάλουμε το όριο και είναι δύσκολο από κει και μετά να περιορίσουμε τις όλο και εντονότερες και επιθετικότερες διεκδικήσεις εις βάρος της ζωής. Άπαξ και περάσουμε αυτό το όριο, πού και πώς θα μπει φραγμός; Θα αποδεχθούμε την ευθανασία σε ανθρώπους που πάσχουν από ψυχική κατάθλιψη; Βλέπουμε ήδη τί γίνεται με την έκτρωση και σε τι βαθμό διογκώνεται αυτή η κουλτούρα θανάτου. Αν δω κάποιον στην άκρη της γέφυρας έτοιμο να πηδήξει, τι πρέπει να κάνω; Να τον σπρώξω για να τον βοηθήσω να πεθάνει ή να τον συγκρατήσω και να τον βοηθήσω να ζήσει; Μία κοινωνία είναι τόσο περισσότερο ανθρώπινη όσο μπορεί να περιθάλπει και να φροντίζει τα πλέον αδύναμα μέλη της.
Δημοσιογράφος- Η ατελείωτη πομπή των θυμάτων της πανδημίας κατέδειξε τη μόνιμη δυσφορία και δυσανεξία της κοινωνίας μας απέναντι στο θάνατο. Τι σημαίνει αυτό κατά βάθος;
Μ. ΩΠΤΙ – Τα μέσα ενημέρωσης δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να αναπαράγουν το φόβο, μεταδίδοντας επί καθημερινής βάσης, τον αριθμό των ανθρώπων που νοσούν και που πεθαίνουν από τον ιό. Με αυτή την τακτική συντηρούν ένα αποπνικτικό αίσθημα στον κόσμο. Αλλά, ακόμη πιο θεμελιωδώς, ο φόβος του δυτικού ανθρώπου απέναντι στο θάνατο βρίσκει τη ρίζα του στον ενεργό αθεϊσμό που χαρακτηρίζει πλέον το δυτικό τρόπο ζωής. Αν ο Θεός δεν υπάρχει για μας, αν η ελπίδα της αιωνιότητας έχει οριστικά εγκαταλείψει τις συνειδήσεις μας, τότε δε μας απομένει παρά μόνο η επίγεια ζωή. Η ζωή που φεύγει αναπόφευκτα από τα χέρια μας μέρα με τη μέρα. Η υγεία, που οπωσδήποτε είναι ένα σπουδαίο αγαθό, γίνεται τότε το υπέρτατο αγαθό και έτσι δικαιολογείται κάθε (εύλογη ή και μη εύλογη) θυσία για τη διαφύλαξή της.
Δημοσιογράφος- Πρέπει λοιπόν να συμφιλιωθούμε και πάλι με το θάνατο για να «επιβιώσουμε» καλύτερα μέσα από αυτή την επιδημία;
Μ. ΩΠΤΙ – Δυστυχώς έχουμε απεμπολήσει το τελετουργικό και τις πράξεις που καθιστούσαν το θάνατο ένα μυστήριο πιο προσιτό. Ο Φιλίπ Αριές, στο δοκίμιό του για το θάνατο στη Δύση, αναφέρει τον όρο «απαγορευμένος θάνατος». Ο θάνατος είναι λοιπόν το νέο ταμπού. Και αυτό που ήταν κάποτε ο «μαύρος θάνατος», με το πένθος και τα μαύρα πένθιμα ρούχα έχει τώρα αντικατασταθεί από το «λευκό θάνατο»: το θάνατο των νοσοκομείων, των επαγγελματιών υγείας και των κρεματορίων με την πρακτική της καύσης που πλέον κυριαρχεί. Πρέπει το σώμα να εξαφανισθεί γρήγορα, να γυρίσουμε γρήγορα σελίδα. Άλλα το να «κηδέψουμε», να φροντίσουμε το σώμα, το να ζήσουμε αυτόν τον αποχωρισμό πρόσωπο με πρόσωπο, που είναι τόσο οδυνηρό αλλά και τόσο πολύτιμο, είναι μια πολύ σπουδαία βοήθεια για να ανταπεξέλθουμε στο πένθος. Γι’ αυτό και αναφέρω στο βιβλίο μου, το υπέροχο τραγούδι του Αζναβούρ La Mamma, όπου όλα τα παιδιά μαζεύονται στο πατρικό τους σπίτι για να προλάβουν να αποχαιρετήσουν την ετοιμοθάνατη μητέρα τους.