Κατήχηση

«Μια καρδιά, πολλές φωνές» ή ότι Γίνεται και πρέπει, να αρχίσει αμέσως η χρήση μετάφρασης στην γλώσσα της Λατρείας!

Πολλοί χριστιανοί, με υγιές ενδιαφέρον και ειλικρίνεια, οι οποίοι και αποδέχονται την υπόθεση της ανάγκης για μετάφραση της λειτουργικής γλώσσας, και συμφωνούν με την πραγματικότητα, έχουν όμως αντίρρηση σε κάποια ουσιαστικά αλλά και διαδικασιακά θέματα, θέτουν κάποιες απορίες-ερωτήσεις, όπως:

α. Μπορεί μια επισκοπή να αυτενεργήσει και να εισαγάγει άλλη λειτουργική γλώσσα από μόνη της, χωρίς τις άλλες επισκοπές και τοπικές εκκλησίες;

β. Μια τέτοια τυχόν ενέργεια δεν θα δημιουργήσει… σχίσμα;

γ. Πώς θα γίνει αποδεκτή και ελεγχόμενη μια τέτοια εμπειρία; Πως θα εξακριβωθεί η εγκυρότητά της;

δ. Ποιος γλωσσικός τύπος μετάφρασης θα γίνει παραδεκτός και αποδεκτός; Όλες οι μεταφράσεις αλλάζουν κάθε λίγο… Δεν έχω αντίρρηση για την μετάφραση [λένε κάποιοι], αλλά ποια μετάφραση θα προτιμηθεί;

ε. Δεν πρέπει τέτοια θέματα να λύνονται σιγά-σιγά και διακριτικά;

 

Ας δούμε με ελευθερία και ηρεμία αυτά τα θέματα, που δεν είναι τεχνικά αλλά ουσιωδώς θεμελιακά, αφού χωρίς την χρήση γενικώς κατανοητής γλώσσας, και διχογνωμίες γεννιούνται, αλλά και σίγουρα δεν επιτυγχάνεται η προσευχή. Η αρχαία μας γλώσσα, όσο και αν είναι όμορφη και ακριβολόγος [και όχι μόνο για εμάς τους Έλληνες…], δεν γίνεται να μεταφέρει πλέον στους σημερινούς εκκλησιαζόμενους τον θεολογικό κόσμο που εκφράζουν οι ύμνοι και οι προσευχές, που είναι γραμμένα σ’ αυτή τη γλωσσική μορφή. Με αποτέλεσμα να δημιουργείται μια απόσταση μεταξύ κλήρου και λαού, αφού, μπαίνοντας κάποιος στον ναό, δεν μπορεί να προσευχηθεί, όπως θα ήταν αυτονόητο, κατευθείαν μαζί με τους κληρικούς [δύο… σώματα όχι πια όπως ήταν, και όπως θα έπρεπε να είναι, αλληλένδετα], αλλά, στην καλύτερη περίπτωση, ψάχνει να “δει”, τι λέει τώρα ο ιερέας… Που και οι ιερείς στην πλειοψηφία τους δεν γνωρίζουν την γλώσσα! Αν κάποιος διαβάζει ευφωνικά και καθαρά ίσως κάτι σώζεται, αλλά και σ’  αυτήν την περίπτωση… απλώς προσέχει. Δεν τον ενοχλούν άμεσα και αντανακλαστικά τα συντακτικά και γραμματικά λάθη που προφέρει. Δεν του είναι αφορμές να επαναλάβει το κείμενο. Ακόμα και αυτή η στοιχειώδης συνθήκη της γλωσσικής απαίτησης για συμφωνία κατά γένος αριθμό και πτώση του φαίνεται… “graeca sunt non legurtur”.

Ειρωνεία τραγική είναι αυτά που γράφει ο αοίδιμος καθηγητής Π. Ν. Τρεμπέλας, τον Φεβρουάριο του 1949 […!!] σε άρθρο του με τίτλο: «Αφετηρία και κύριος σκοπός της λειτουργικής κινήσεως» στο περιοδικό ΕΚΚΛΗΣΙΑ, υποδορίως εμπαίζοντας την τότε κατάστασή των αδελφών μας Καθολικών. Κατάσταση στην οποία θεωρητικώς δεν συμφωνούσαμε! ΤΟΤΕ!! Αυτοί βέβαια μετά μια δεκαπενταετία προσγειώθηκαν στην πραγματικότητα και εμείς… απογειωθήκαμε στον κόσμο μας! Ας ακούσουμε όμως τον καθηγητή Τρεμπέλα:

«Η παλαιά από όλο το σώμα προσφερόμενη λατρεία, μετέπεσε σε απλή συγκέντρωση για υποκειμενική αφοσίωση καθ’ ενός επί μέρους χριστιανού και απομόνωση του στη δική του σκέψη. Αυτή, η κατ’ ιδίαν και σε προσωπική περισυλλογή, λατρευτική πράξη, άρχισε να φαίνεται στους θρησκεύοντες ως καλύτερη και σπουδαιότερη από την κοινή και εκ μέρους όλου του σώματος των χριστιανών, δηλαδή την λατρεία την προσφερόμενη “ἐν ἑνί στόματι καί μιά καρδίᾳ” από τους δοξάζοντες “τό πάντιμον καί μεγαλοπρεπές ὄνομα τοῦ Κυρίου”.

Και ενώ άλλοτε και απ’ αρχής γινόταν λόγος για την Θ. Ευχαριστία που ετελείτο από όλη την Εκκλησία και χρησιμοποιούνταν για την περιγραφή του γεγονότος της συνάξεως των πιστών οι όροι “ποιεῖν εὐχαριστίαν”, “τελεῖν τά μυστήρια”, “ποιεῖν προσφορᾶν”, στην συνέχεια το λειτουργικό μέρος στο οποίο μετείχαν οι λαϊκοί, κατά την ομαδική λατρεία της Εκκλησίας, από το να “τελούν και να κάνουν” περιορίσθηκε στο “να βλέπουν μόνον και να ακούνε” την Ευχαριστία. Στην συνέχεια κατέληξε να είναι σε περισυλλογή, να σκέφτονται τα τελούμενα και να συναισθάνονται! Κατάντησε μάλιστα να νομίζουν ότι το να τα βλέπουν όλα [στο τελετουργικό] και να τα ακούνε όλα [στο μουσικό μέρος] είναι εμπόδιο στην περισυλλογή, στην προσευχή και στην κατάνυξη.

Και έτσι δημιουργήθηκε χάσμα και απόσταση ανάμεσα στον λειτουργό και σ’ όσους άκουγαν τη λειτουργία πιστούς. Ο ιερέας ήταν ο μόνος δραστηριοποιούμενος και οι πιστοί είχαν καταντήσει παθητικά όργανα. Και εκτός τούτου, και μεταξύ τους οι πιστοί απομονώθηκαν, αφού η λατρεία στον ναό από κοινή πράξη και εκ συμφώνου ενέργεια, μεταβλήθηκε σε κατ’ ιδίαν προσευχή καθ’ ενός απομονωμένου πιστού».

Π. Ν. Τρεμπέλας

περιοδ. Εκκλησία, τεύχ. 4, 15 Φεβ. 1949

 

Η σημερινή λοιπόν λατρευτική πραγματικότητα δυστυχώς έχει ξεφύγει από το ουσιαστικό της περιεχόμενο και τείνει προς καταστάσεις νοσηρές. Είτε προς μια προσευχή – θεατρική παράσταση, όπου οι κληρικοί παίζουν ρόλους και δημιουργούν, με την διακόσμηση του ναού και του εαυτού τους [τα άμφια, αντί συμβόλων, κατάντησαν… κοσμήματα], καθώς και με την φωνητική τους απόδοση, ένα θρησκευτικό δράμα, θεολογικώς απαράδεκτο, αφού έτσι η προσευχή μετατρέπεται σε ατμοσφαιρικά “καμώματα” και …ακκισμούς συναισθηματικούς! [Βάλε-βγάλε άμφια, εγκόλπια, ράβδους… έτσι για να θυμόμαστε τον Καβάφη με το ποίημα «Ο Βασιλεύς Δημήτριος»: «…κάμνοντας όμοια σαν ηθοποιός/που όταν η παράστασις τελειώσει/αλλάζει φορεσιά κι απέρχεται»]. Είτε, ακόμα χειρότερα ή εξ ίσου άσχημα, η κοινή προσευχή τελείται με “σοβαρότητα”… ελευσινίων μυστηρίων…! Όπου κανένας δεν πρέπει να καταλαβαίνει ούτε να βλέπει!! [Κλειστές θύρες,… άρρητες ευχές… για τον Χριστό άραγε;]. Δύο στρατόπεδα! Οι μύστες πίσω απ’ όλα τα κλειστά, και οι παριστάμενοι που απλώς…”προεδρεύουν”!! Ξεχάσαμε ότι ΟΛΟΙ οι χριστιανοί είναι μέτοχοι της Ιερωσύνης του Χριστού-Γενική Ιερωσύνη. Ότι όλοι μαζί [ἐν ἑνί στόματι καί μιᾷ καρδίᾳ] προσεύχονται στον Πατέρα τους, εξ ου και ο πληθυντικός στα ονόματα και ρήματα των προσευχών. Ότι οι ιερείς δεν είναι… ειδικό τάγμα, αλλά οι εργάτες του Αμπελώνος, που ανέλαβαν κατ’ ανάθεσιν των αδελφών τους την Ειδική Ιερωσύνη, για την προσφορά των Μυστηρίων εκ μέρους ΟΛΩΝ στον Πατέρα! Και συνεπώς είναι δαιμονικό να μη μπορούν να κατανοούν οι… αναθέτοντες τι λέει στον Πατέρα ΟΛΩΝ ο εξουσιοδοτούμενος προς τούτο αδελφός τους, που εκείνοι αναγόρευσαν και αναγνωρίζουν πατέρα τους, επιβεβαιώνοντάς το και με την κλητική προς αυτόν προσφώνηση.

Ας προσπαθήσουμε όμως να απαντήσουμε τώρα στις αρχικές ερωτήσεις, μία προς μία.

α. Μπορεί μια επισκοπή να αυτενεργήσει και να εισαγάγει άλλη λειτουργική γλώσσα από μόνη της, χωρίς τις άλλες επισκοπές και τοπικές εκκλησίες;

Κάθε Μητρόπολη είναι… “αυτοκέφαλη”! Όπως ο Μητροπολίτης Περγάμου καθηγητής Ιωάννης Ζηζιούλας υποστηρίζει:

  1. i. Η επισκοπή ως τοπική εκκλησία έχει αυτάρκεια Χάριτος και Σωτηρίας και είναι η «Καθολική Εκκλησία», ικανή να κρίνει κάθε παγκόσμιο λειτούργημα.
  2. ii. Η ενότητα των τοπικών εκκλησιών δεν είναι ενότητα μερών, αλλά ενότητα ταυτότητας. Είναι η ταυτότητα με τον ένα Χριστόν και μεταξύ τους.

iii. Η ενότητα αυτή δεν κάνει την τοπική εκκλησία μέρος ενός όλου, και δεν εξαφανίζει την εκκλησιολογική πληρότητα κάθε τοπικής εκκλησίας, δηλαδή κάθε επισκοπής.

Αυτό σημαίνει ότι, όταν και αφού υπάρχουν τα παραπάνω, κάθε τοπική εκκλησία και επισκοπή έχει την δυνατότητα να χρησιμοποιεί ποιμαντικές μεθόδους πρόσφορες και αποδοτικές για την κάθε φορά ανάγκη και ποιμαντική πραγματικότητά της. Είναι εκείνο το αρχαίο Ecclesia semper reformanda.

Η σύγχυση της ομοιομορφίας με την ταυτότητα σημαίνει σύγχυση θεολογικών κριτηρίων, όχι γνησιότητα πίστεως. Σημαίνει άγνοια του ουσιώδους και αξιολόγηση του επιμέρους ως κριτηρίου. Κάτι τέτοιο μπορεί να υπάρχει στον νου και στα κριτήρια κάποιων εκ του ποιμνίου, είναι όμως απελπιστικό να ενυπάρχει στον τρόπο σκέψης και των κληρικών. Και, ακόμη χειρότερα, να αποτελεί δημαγωγική σκοπιμότητα των κληρικών! Τότε ο υπεύθυνος αντί ποιμένας είναι «ἀγόμενο καί φερόμενο» πρόβατο, και απλώς κατέχει την θέση του ποιμένα καταχρηστικά ή θεσμικά, ή… «διά τάς ἁμαρτίας ἡμῶν»!

Συνεπώς τίποτε δεν εμποδίζει την χρήση “άλλης” λειτουργικής γλώσσας [το τραγικότερο… της ομιλουμένης από το ποίμνιο!!], πράγμα που αφορά τις πνευματικές ανάγκες ενός συγκεκριμένου ποιμνίου, και όχι τις… “θεολογικές” απόψεις κάθε αργόσχολου περίεργου που γράφει στο internet!

β. Μια τέτοια τυχόν ενέργεια δεν θα δημιουργήσει… σχίσμα;

Σχίσμα δεν είναι η διχογνωμία για τα τυπικά. Σχίσμα είναι η αποκοπή από την Εκκλησιαστική Σύναξη και η δημιουργία παρασυναγωγής. Σχίσμα επέρχεται όταν μία Εκκλησία γίνει αιρετική και διδάσκει άλλα απ’ ό,τι παρελάβαμεν. Τότε επιβάλλεται η διαφοροποίηση. Εδώ έρχεται η ευθύνη αξιολόγησης των θεμάτων από αυτόν που θα κάνει μια τέτοια κίνηση. Είναι λόγος αποεκκλησιασμού η αλλαγή του ημερολογίου; Είναι λόγος σχίσματος η γλωσσική μορφή της λατρείας; Άραγε τέτοιου είδους θέματα είναι αυτά που σώζουν τους ανθρώπους ή ο Χριστός, σ’ όποια γλώσσα και αν Τον λατρεύουμε και με όποιο ημερολόγιο; Δεν κατανοούμε ότι εμπαίζουμε και απαξιώνουμε τον Χριστό, όταν Τον ταυτίζουμε με τέτοιες εμμονές και ανοησίες; Αλίμονο αν ο Δημιουργός, που εξ αγάπης έγινε άνθρωπος και σταυρώθηκε για τους αγαπημένους, τα έκανε όλα αυτά θέλοντας… να παγιώσει και να… ιεροποιήσει γλωσσικά ιδιώματα, τυπικά, ημερολόγια και φόρμες!! Το μορμολύκειο, λοιπόν, του σχίσματος πρέπει επειγόντως να φύγει από τη μέση μια για πάντα. Δεν υφίσταται. Όποιος σκέφτεται διαφορετικά, ή [ακόμα χειρότερα] πράττει διαφορετικά… «αὐτός βαστάσει τό κρῖμα» [Γαλ. 5, 10].

γ. Πώς θα γίνει αποδεκτή και ελεγχόμενη μια τέτοια εμπειρία; Πως θα εξακριβωθεί η εγκυρότητά της;

Κάθε εμπειρία είτε ανθρώπινη είτε θεολογική γίνεται αποδεκτή όταν “περάσει” τον «έλεγχο αλήθειας», που είναι δίπλευρος: α. του χρόνου και β. της ποιότητας. Στο τέλος του πέμπτου κεφαλαίου των Πράξεων, ο νομοδιδάσκαλος Γαμαλιήλ [με σκεπτικό την πείρα του παρελθόντος] διδάσκει τους Εβραίους και εμάς: «…αν αυτό που σκέφτονται ή αυτό που κάνουν προέρχεται από ανθρώπινη δύναμη, θα διαλυθεί μόνο του. Αν όμως προέρχεται από τον Θεό, δεν θα μπορέσετε να το διαλύσετε – για να μη σας πω ότι μπορεί να βρεθείτε τελικά και θεομάχοι» [Πράξ. 5, 38-39]. Και μια “θεοφάνεια” που δεν γεννάει ταπείνωση, αλλά αντιθέτως γεμίζει τον άνθρωπο ανόητη κενοδοξία, δεν έχει σχέση με τον Θεό. Είναι… άλλου πνεύματος!

δ. Ποιος γλωσσικός τύπος μετάφρασης θα γίνει παραδεκτός και αποδεκτός; Όλες οι μεταφράσεις αλλάζουν κάθε λίγο… Δεν έχω αντίρρηση για την μετάφραση [λένε κάποιοι] αλλά ποια μετάφραση θα προτιμηθεί;

Κανένας πατέρας που θέλει να διδάξει στα παιδιά του τον Όμηρο δεν παίρνει μια έκδοση της Οξφόρδης και δεν αρχίζει να τους διαβάζει το Ομηρικό πρωτότυπο! Όχι ξένος… ούτε Έλληνας! Αν κάνει κάτι τέτοιο, κολλημένος στην ομορφιά του Ομηρικού πρωτοτύπου, απλά θα αδικήσει τα παιδιά του που δεν θα μπορέσουν να διδαχτούν και να προσλάβουν τα τόσα ουσιαστικά διδάγματα του Ομήρου! Το ίδιο ισχύει και για τα αγιογραφικά και για τα λατρευτικά κείμενα. Χρειάζονται [ατυχώς…] πλέον μετάφραση για τις νέες γενιές. Κάποιοι το καταλαβαίνουν, αλλά… υπεκφεύγοντας θέτουν το ερώτημα: Και ποια μετάφραση να χρησιμοποιήσουμε;

Όποια θέλετε!! Ισχύει εντός εισαγωγικών η… λανθασμένη τοποθέτηση ότι και η “χειρότερη” μετάφραση είναι καλύτερη από το “άγνωστο” πρωτότυπο. Ίσως θα ήταν μια καλή ευκαιρία να επιστρατευτούν για τον σκοπό αυτόν τακτικά εκκλησιαζόμενα μέλη της ενορίας, μεταξύ αυτών και φιλόλογοι και θεολόγοι και λογοτέχνες αν υπάρχουν, να μελετήσουν τις υπάρχουσες μεταφράσεις, και να καταλήξουν, με τη βοήθεια και των κληρικών της ενορίας, στη μία ή στην άλλη από αυτές, ή ακόμα και σε μια σύνθεση. Και τίποτε δεν εμποδίζει να υπάρξει πάντοτε μια καλύτερη μετάφραση.

Ο μόνος τρόπος για να έχουμε μια καλή μετάφραση είναι να έχουμε περιοδικές αναμεταφράσεις, αφού η γλώσσα είναι κάτι ζωντανό που συνεχώς αλλάζει. Αν θελήσετε να ντύσετε τον γιο σας, δεν θα τον ωφελήσει αν του αγοράσετε ένα κουστούμι για πάντα. Θα μεγαλώσει, και το κουστούμι θα του είναι άχρηστο.

Χρειαζόμαστε μια γλωσσική μορφή σύγχρονη, ώστε οι επισημάνσεις της Γραφής και των προσευχών [είτε πρόκειται για θέματα πίστεως και ευλάβειας, ή για υποθέσεις θαυμασμού, ή όταν πρέπει να μείνουμε άναυδοι από τρόμο!] να έχουν το βάρος των σύγχρονων λέξεων που “μιλάνε” στους σημερινούς ανθρώπους. Στο σήμερα π.χ. πόσο μοιάζει η λέξη “κοροϊδεύω” με τη λέξη “χλευάζω”; Ή σε τι θυμίζει η λέξη “βασανίζω” την λέξη “μαστιγώνω”…!; Ή ακόμα χειρότερα το «χρηματισθείς κατ’ ὄναρ» πόσο δεν μπερδεύεται με το χρηματιστήριο;

Το εκκλησιαστικό παρελθόν μάς δίνει την ελευθερία να ξεκαθαρίσουμε το τρίπτυχο επιλογής της χρησιμοποιούμενης γλωσσικής μορφής στην Λατρεία. Φυσικά ποτέ και πουθενά δεν επιβλήθηκε γλώσσα λατρείας! Οι αφέλειες των δυτικών τριγλωσσιτών [οι γλώσσες του Σταυρού!!] δεν είχαν καμιά τύχη στον δικό μας χώρο! Η Εκκλησία είχε και έχει την άνεση να επιλέγει γλώσσα με τα κριτήρια “εξυπηρέτησης”: λογική ανάγκη της περιοχής, της περιόδου και της θεολογικής ακριβολογίας. Από την μετάφραση των Εβδομήκοντα, η Εκκλησία απέσυρε το βιβλίο του Δανιήλ και αντεισήγαγε χωρίς κανένα δισταγμό την μετάφραση του προσήλυτου Θεοδοτίωνος [και άντε να αποδείξεις, Κωνσταντίνε Οικονόμε, ότι είναι και αυτός… “θεόπνευστος” όπως και οι εβδομήκοντα δύο, όπως ισχυρίζεσαι…!!].

ε. Δεν πρέπει τέτοια θέματα να λύνονται σιγά-σιγά και διακριτικά;

Είναι αυτονόητο και σχεδόν… φυσικό, ότι όλα τα μέλη της Εκκλησίας δεν βρίσκονται στην ίδια πνευματική ηλικία. Υπάρχουν αρχάριοι χριστιανοί, λίγο περισσότερο προχωρημένοι, και χριστιανοί πολύ προχωρημένοι. Ο Χριστός, στην παραβολή του σπορέως, αυτό εξυπονοεί με τον προσδιορισμό της πνευματικής καρποφορίας σε τριάντα εξήντα και εκατό! Όλοι όμως ανεξαιρέτως πρέπει να συμφωνούν και να έχουν διάθεση συμφωνίας με τους ποιμένες και τους αδελφούς των. Κάποιοι, όπως λέει ο Απόστολος Παύλος, είναι αδύνατοι στην πίστη και χρειάζονται μέριμνα και προστασία. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν μπορεί να είναι ούτε απαίτηση ούτε, πολύ περισσότερο, εκβιασμός! Όπως με την ενσάρκωσή Του ο Χριστός “οικονόμησε” την σωτηρία μας, χωρίς αυτό να σημαίνει αποδοχή της κατάστασής μας, έτσι και όταν “οικονομούμε” «τούς ἀσθενεῖς τῇ πίστει» δεν αποδεχόμαστε την κατάστασή τους, αλλά προσδιορίζουμε “ελαφρότερο” και ανακουφιστικότερο τρόπο πορείας, πάλι προς την ίδια κατεύθυνση. Οικονομία δεν σημαίνει… μειοδοσία. Δεν είναι βόλεμα στην κατάσταση που έχουμε. Είναι μεθοδικότητα, ώστε να μπορέσει «ὁ ἀσθενῶν τῇ πίστει» να ξεφύγει απ’ τον εγκλωβισμό του.

Στην περίπτωσή μας, όμως, δεν τίθεται θέμα οικονομίας. Η Εκκλησία δεν υποκύπτει σε ιδιοτροπίες. Δεν δεσμεύεται από καπρίτσια. Δεν ακολουθεί “ακουσίως” εκβιαστικά διλήμματα: Αν… Τότε θα…!! Στην Εκκλησία υπάρχει τάξις και κατάστασις πατρότητος, κατ’ αναλογίαν του Θεού και του κόσμου. Όλη η διδασκαλία, και μάλιστα των πρώτων χρόνων [Ιγνάτιος Θεοφόρος], συνιστά στους χριστιανούς να μην πράττουν κάτι το θεολογικώς αντίθετο προς τις διδασκαλίες-εντολές του υπεύθυνου πρεσβυτέρου-επισκόπου.

Η γλώσσα της λατρείας δεν μπορεί να είναι ιστορικίστικη απαίτηση και φιλολογική αγωνία. Είναι “πορθμείο” [βάρκα μεταφοράς] το οποίο «διαπορθμεύει τοῖς ἔξω τόν νοῦν» [άγιος Αθανάσιος]. Δηλαδή σάλπιγγα που κηρύσσει την Σάρκωση, την Διδασκαλία, την Σταύρωση και την Ανάσταση του Χριστού. Αν το σάλπισμα αυτό είναι λογικά ακατανόητο [όπως λέει ο Απόστολος Παύλος: «ἄδηλον φωνήν… οὕτω καὶ ὑμεῖς διὰ τῆς γλώσσης ἐὰν μὴ εὔσημον λόγον δῶτε»1Κορ 14, 8-9] πώς να περιμένει κανείς αποδοχή και συμμετοχή των ακουόντων;! Φανταστείτε τώρα την διαστρέβλωση και ανωμαλία, να μη θέλουν οι ακούοντες να κατανοούν αυτό στο οποίο το ειδικό κάθε φορά σάλπισμα τους προτρέπει…! Και κάποιοι να ισχυρίζονται στα σοβαρά, ότι πρέπει να “υποκύψει” η Εκκλησία σε τέτοιας αντιθεολογικής αξίωσης τις απαιτήσεις…!

Οι αγνοούντες χρειάζονται διδασκαλία. Όχι προβιβασμό στη θέση διδασκάλου! «Τί στρατηγεῖν ἐπιχειρεῖς τεταγμένος ἐν στρατιώταις;» φωνάζει από τα βάθη των αιώνων ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος. Τραγωδία της σημερινής Εκκλησίας είναι το γεγονός ότι οι σχέσεις κλήρου – λαού δεν υπάρχουν πάρα ως θεσμικός ρόλος και όχι ως ζωντανή συγγένεια! Και οι υπεύθυνοι της Εκκλησίας επικαλούνται μονότροπα το αξίωμά τους, ως επιβολή διδασκαλική! Όταν δεν συνυπάρχουν αξία και αξίωμα, η απαίτηση, εκ μέρους των αξιωματούχων, αποδοχής και σεβασμού λειτουργεί ως καταλύτης και αποδομητής. Χάνουν αυτό που απαιτούν!

Ο Πέτρος ρωτάει τον Χριστό, γυρεύοντας επεξηγήσεις για το ποιοι είναι οι μακάριοι δούλοι, που ο Κύριος θα τους βρει ἐν ἐγρηγόρσει [ξύπνιους] όταν έρθει, λέγοντάς Του: «Κύριε, αυτή την παραβολή την είπες για μας ή για όλους;». Ο Χριστός χωρίς διαφοροποίηση [οι κληρικοί είναι μέρος των χριστιανών…] συνεχίζει επεξηγώντας ποιος είναι ο έμπιστος και συνετός δούλος, που ο Κύριός του θα τον αφήσει επιστάτη των υπηρετών του… [Λουκ. 12, 37, 41-42]. Και αποσαφηνίζει ότι ο ποιμένας έχει κατασταθεί «ἐπί τῆς θεραπείας αὐτοῦ τοῦ διδόναι ἐν καιρῷ τό σιτομέτριον» [Λουκ. 12, 42]. Δηλαδή η ποιμαντική φροντίδα είναι η πνευματική τροφοδοσία του ποιμνίου.

Υπάρχει κανείς που πιστεύει στα σοβαρά ότι μπορεί κάτι τέτοιο [πνευματική τροφοδοσία] να γίνει χωρίς κοινή [ποιμένων και ποιμνίου] γλώσσα; Ατμοσφαιρικός συναισθηματισμός είναι η ποιμαντική; Εικόνες, τελετές, άμφια;;; «Ἡ ἐν ἡμῖν ἐλπίδα» πρέπει φυσικά να υπάρχει, αλλά και να μπορεί να μεταδοθεί «παντί τῷ αἰτοῦντι», πράγμα που δεν υλοποιείται χωρίς ν’ ανοίξουν τα μάτια του μυαλού. «… καί τούς τῆς διανοίας ἡμῶν ὀφθαλμούς διάνοιξον, εἰς τήν τῶν Εὐαγγελικῶν Σου κηρυγμάτων κατανόησιν…»

Σήμερα “το σιτομέτριον” έχει γίνει τυπική διάταξη προσευχής. Έχει “κλειδώσει” σε ευλαβική συνήθεια, που δεν μιλά πάρα σε λίγους, σε όσους έχουν ειδικά ενδιαφέροντα! Ο Χριστός όμως μας έστειλε να κηρύξουμε «εἰς πάντα τά ἔθνη». Δόξα τῷ Θεῷ, στα κατά τόπους έθνη χρησιμοποιείται η τοπική γλώσσα ή διάλεκτος, και έτσι οι καινούργιοι χριστιανοί κατανοητά, όπως είναι αυτονόητο, απευθύνονται στον Πατέρα μας τον ἐν τοῖς οὐρανοῖς!

Εμείς όμως, στην Ελλάδα, γιατί θα πρέπει να αναιρούμε τα αυτονόητα και να επιχειρηματολογούμε για τα προφανή; Τι προφανέστερο από το να μιλάνε την ίδια γλώσσα πατέρας και παιδιά γύρω απ’ το τραπέζι της οικογένειας; Πόσες επεξηγήσεις χρειάζονται, ώστε να γίνει αποδεκτό το, ηλίου φαεινότερο, ότι δεν μπορούμε να πούμε «Ἀββᾶ ὁ πατήρ» [Γαλ. 4, 6] χωρίς να γνωρίζουμε ότι στο χωρίο αυτό η ονομαστική αποτελεί κλητική προσφώνηση;;

«Ο Θεός μπορεί να βροντοφωνάξει τις εντολές Του από το Όρος Σινά και οι άνθρωποι να τρομοκρατηθούν, αλλά η καρδιά τους να παραμείνει ακριβώς όπως ήταν πριν!

Αφήστε όμως έναν άνθρωπο να δει τον Θεό του εδώ κάτω, σαν Άνθρωπο που υποφέρει, πειράζεται, ιδρώνει και αγωνιά, πεθαίνοντας τελικά τον θάνατο ενός εγκληματία – και θα είναι πράγματι σκληρός εκείνος που θα μείνει ανέγγιχτος.»

  1. J. B. Phillips

Ακριβώς αυτούς τους πειρασμούς, τους ιδρώτες, την αγωνία, την υπομονή, την συγχώρηση, τον θάνατο τέλος του Χριστού «δι’ ἡμᾶς καί διά τήν ἡμετέραν σωτηρίαν», όπως και τη διδασκαλία του, την Ανάσταση και την Ανάληψή του, αλλά και τις απαρχές της μέλλουσας ζωής και Βασιλείας έχει ως κέντρο και περιεχόμενο η Λατρεία της Εκκλησίας. Και θα είναι καταδίκη του ανθρώπου αδικαιολόγητη, όλα αυτά να τα αφήνει να χάνονται, φυλακισμένα σε μια γλωσσική μορφή που τα καθιστά… απροσπέλαστα!! Να αφήνουμε όμορφες αρχαίες λέξεις να γίνονται εμπόδια στους αδελφούς μας που θα ήθελαν και θα μπορούσαν να αγαπήσουν την ομορφιά του Χριστού, μια ομορφιά εσωτερική, ουσιαστική και παραμένουσα, ακόμη και όταν «τό εἶδος Αὐτοῦ» είναι «ἄτιμον καί ἐκλεῖπον»!

Ο Ιησούς Χριστός είναι τώρα ο οριστικός τόπος της συνάντησης μεταξύ του Ζωντανού Θεού και ενός ζωντανού ανθρώπου. Στον άνθρωπο έχει πλησιάσει ο απομακρυσμένος Θεός, είναι μαζί μας, είναι ο Εμμανουήλ. Μαζί μας σε όλα, εκτός της γλώσσας; Ο Βλ. Πασκάλ επιμένει ότι ο Θεός του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ «μπορεί να βρεθεί μόνο με τους τρόπους που διδάσκονται στα Ευαγγέλια», και επομένως μέσα σε μια λατρευτική κοινότητα, όπως θα έπρεπε να είναι κάθε ενορία και κάθε τοπική εκκλησία. Πέρα από την σωτηρία εκείνων που δεν γνώρισαν τον Χριστό, πρέπει να ανησυχεί η Εκκλησία και για την σωτηρία εκείνων που Τον “γνώρισαν”, αλλά ζουν σαν μη υπήρξε ποτέ, αποξενωμένοι από Αυτόν, ξεχνώντας εντελώς το Βάπτισμά τους και αγνοώντας τη σημασία του!

Μήπως είναι πια καιρός, σε μια εποχή όπου περνάει κρίση όχι μόνο η γλώσσα αλλά και γενικότερα η ανθρώπινη επικοινωνία, να αναρωτηθούμε για τις ευθύνες μας; Και κατά πόσον αυτή η παρατεταμένη γλωσσική αποξένωση δεν φτιάχνει στις συνειδήσεις… «έναν άψυχο Θεό»;!

Μετά απ’ όλες αυτές τις σκέψεις και τοποθετήσεις νομίζουμε έρχεται φυσικό συνεπακόλουθο ότι ΠΛΕΟΝ πρέπει κάποιοι να αρχίσουν να προσεύχονται στην κατανοητή γλώσσα της καθημερινότητας, όσον αφορά τα κείμενα και τις ευχές. Τα ποιητικά τμήματα της Λατρείας που πολύ δύσκολα μεταφράζονται και ουσιαστικά δεν υπάρχουν “λειτουργικές” μεταφράσεις «ἄχρι καιροῦ» θα είναι όπως είναι!

Μέχρι τώρα, [πλην του “πειράματος” της Πρέβεζας, που συντρίφτηκε… θεολογικοδημοκρατικά [!]], οι απόπειρες μεταφράσεων είχαν αποδέκτες τον ιδιώτη αναγνώστη χριστιανό. Αυτόν που από προσωπική επιλογή θέλει να καταλαβαίνει τι λέει στον Πατέρα του. Δηλαδή τέτοια βιβλία συνήθως ήταν για το γραφείο και το σπίτι. Οι Θρησκευτικές Οργανώσεις βέβαια από ετών είχαν μεταφράσει τις Λειτουργίες, αλλά όχι για λειτουργική χρήση.

Ήρθε, μόλις προ ολίγου, η Βιβλική Εταιρεία και εξέδωσε το Προφητολόγιο και το Ψαλτήριο σε μετάφραση. Ένας άθλος που δίνει δυνατότητες χρήσης αυτών των βιβλίων στην λατρευτική πράξη, στην οποία και θα φανούν τα μεταφραστικά προβλήματα, που τυχόν έχουν, γιατί η γνώση και η εμπειρία γραφείου διαφέρει παρασάγγας από την καθημερινότητα του χώρου…  εκδίπλωσης της προσπάθειας! «Στη βράση κολλάει το σίδερο».

Φυσικά χρειάζεται και ο “σχηματισμός” [τυπογραφικά εννοούμε] ενός Ευαγγελίου για Λειτουργική χρήση στην δημοτική, όπως ανάγκη “τεχνική” και επισήμων Ιερατικών, καθώς και Μικρού Ευχολογίου. Στην προσπάθεια του μακαρίτη Γέροντά μας Μελετίου [και σε συνέχεια του κόπου και της αγωνίας του] υπάρχουν ήδη προς έκδοσιν και το Ιερατικό και το Μικρό Ευχολόγιο. Ελπίζουμε σύντομα να είναι διαθέσιμα σε χρήση [και στην… κρίση] των κληρικών και των χριστιανών, ανοιχτά στις όποιες προτάσεις καλυτέρευσης.

Νῦν καιρός εὐπρόσδεκτος, νῦν ἡμέρα σωτηρίας.

Εκείνος ο λόγος που ακούστηκε στον Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών, την Κυριακή της Τυρινής του 1970, είναι τραγικά επίκαιρος και ατυχώς [παρ’ ότι πολλοί τον χρησιμοποιούν και παραπέμπουν…] έχει αναποτελεσματική κυριολεξία:

«Ὑποκρινόμενοι τό χθές ἀπουσιάζουμε ἀπό τό σήμερα καί τό αὔριο ἔρχεται χωρίς ἐμᾶς. Τό χθές παρῆλθε πρό πολλοῦ, οὔτε κἄν τό σήμερα ζῶμεν, μᾶς πρόλαβε τό μεθαύριον. Ἡ Ἐκκλησία ἔχει χρέος νά σταθεῖ ἐν μέσῳ τοῦ κόσμου πού ἔρχεται» [Μητρ. Χαλκηδόνος Μελίτων].

Ταῦτα, τοῖς φρονίμοις υἱοῖς τῆς Βασιλείας.

Εὔχεσθε

π. Θεοδόσιος Μαρτζούχος

Αφήστε μια απάντηση