Γενικού ενδιαφέροντος

Μια μαρτυρία

Ψυχής Δρόμοι, τ.15,2018

Το κείμενο που ακολουθεί γράφτηκε από μία φοιτήτρια 21 ετών, που γεννήθηκε στην Αλβανία και εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα σε ηλικία 8 ετών.

Ένας προπάππος της ήταν Έλληνας, όμως ούτε οι γονείς της ούτε φυσικά και η ίδια ήξεραν ελληνικά πριν έλθουν εδώ. Αφηγείται τη σχέση της με τον Θεό και την Εκκλησία ως μετανάστρια. Γράφτηκε απ’ ευθείας στα ελληνικά, στα οποία άλλωστε συνηθίζει να γράφει και ποιήματα.

Ευχαριστώντας τον θεό για τα αγαθά Του ως σπουδαιότερο έχω το ότι έμαθα γι’ Αυτόν.

Πρόσφατα μπόρεσα και επισκέφθηκα το πατρικό μου. Μπροστά στο αγαπημένο ερείπιο σκεφτόμουν τα χρόνια που ζήσαμε πριν αναγκαστούμε να φύγουμε, όχι με νοσταλγία και πίκρα αλλά με θαυμασμό. Θαύμασα που είχα φύγει από εκείνο το άσημο χωριό, θαύμασα το έργο Του στη ζωή μου. Ο πλούτος που ένιωσα δεν ήταν για την ωραία χώρα και γλώσσα που γνώρισα στα δεκατρία χρόνια ξενιτιάς, αλλά για τη διαπίστωση πως αυτό που επεθύμησα για μένα είχε εκπληρωθεί. Είχα ψάξει γι’ Αυτόν έτσι όπως όριζε η αγάπη Του, αλλά και το “ποιος κυνηγάει ποιον”.

Μέχρι που ήλθαμε Ελλάδα, ως παιδί δεν θυμάμαι να είχα κάποια ιδέα ή αίσθηση της ύπαρξής Του. Παίζοντας μια μέρα στη γειτονιά ένα κορίτσι μου είπε πως υπάρχει Θεός και πως είναι παντοδύναμος, τα βλέπει όλα και ξέρει για τον καθένα μας. Το κορίτσι εκείνο πέτυχε να με εκφοβίσει, όχι για να μην επιχειρήσω κάποια κλοπή όπως πιθανόν να στόχευε, αλλά να υπολογίζω πως οι πράξεις μου είναι σημαντικές και ότι την ευθύνη και το κόστος τους θα έπρεπε να αναλάβω. Από τότε είχα ντροπή και φόβο απέναντί Του.

Το χωριό στο οποίο ήρθαμε αρχικά είναι για μένα ο τόπος που όλα ξεκίνησαν. Ο κόσμος του, αρκετοί απόγονοι προσφύγων, με την απλή, αγνή θρησκευτικότητά τους, είναι κατ’εμένα ιεραπόστολοι. Η αποδοχή τους ήταν συγκινητική, ανέλαβαν να ικανοποιήσουν όλες τις βασικές ανάγκες μας και μας επέτρεψαν να μπούμε στην κοινότητά τους. Το αν θα φερόμασταν ανάξιοι της καλοσύνης τους το άφησαν στη συνείδησή μας. Η πιο σημαντική τους πρωτοβουλία ήταν να βαπτίσουν τα παιδιά των μεταναστών, να είναι και αυτά όπως τα δικά τους παιδιά με τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος στο εξής στη ζωή τους. Ο ανάδοχός μου δεν μπορούσε να μην είναι και αυτός ένας ευσεβής άνθρωπος.

Πέρα από τη πολύ καλή εικόνα των πρώτων χριστιανών που γνώρισα, έχω και την εικόνα ανθρώπων που εκκλησιάζονται μεν συχνά αλλά είναι αμφίβολο αν βρίσκονται στον οίκο του Θεού υπό την παρουσία Του μερικώς, όσο εξαρτάται από τις πνευματικές δυνάμεις τους, ή με την παρουσία τους εξ ολοκλήρου. Ορισμένοι δίνουν την εντύπωση πως ανταγωνίζονται μεταξύ τους! Όσο για τις αρχές και πεποιθήσεις, πέρα από τις χριστιανικές έχουν και προσωπικές, μερικές φορές φανατικές. Εμπνέουν σύγχυση για το ποιος επικρατεί, ο χριστινός άνθρωπος που γνωρίζει ότι το πάθος του ρατσισμού τον αφορά και είναι γι’ αυτό υπεύθυνος στα μάτια του Θεού, ή ο εθνικιστής;

Για άλλους πάλι, απέναντι στους ξένους επικρατεί εκείνος ο χριστιανός έλληνας που είναι “αναγκασμένος” να δεχθεί στην “οικογένεια” το υιοθετημένο παιδί του πατέρα του. Θα απορούν βέβαια γιατί ο Πατέρας δεν αρκέστηκε σ’ αυτούς. Ποια θα μπορούσε να ήταν η χρησιμότητα των άλλων; Καταλήγει να τον δέχεται άλλοτε με οίκτο και άλλοτε με καταχωνιασμένη οργή, σπάνια όμως ως ίσο.

Είχα την ευκαιρία να γνωρίσω και τις τρεις περιπτώσεις ανθρώπων. Χάρις στην πραγματική πνευματικότητα πολλών πείστηκα, όταν αμφέβαλλα, πως έχω θέση στην Εκκλησία του Χριστού κι ας μην γεννήθηκα στην Ελλάδα. Όμως κι εκείνοι πείστηκαν για την αλήθεια του λόγου Του που θέλει όλοι να Τον γνωρίσουν και να σωθούν. Για τους Έλληνες πνευματικούς πατέρες ο θαυμασμός μου είναι μεγάλος. Πόσο παρήγορο είναι να έχουμε ανθρώπους που αγαπάνε τον Χριστό και με αυτή την αγάπη αγωνίζονται να βοηθήσουν στην πνευματική μας αναγέννηση και πορεία. Δεν ήθελα να έχω γνωρίσει τον χριστιανισμό πουθενά αλλού παρά μόνο εδώ που αγαπήθηκε ο Χριστός και αναμένεται με χαρά και λαχτάρα.

Είχα την  ευκαιρία να είμαι κατηχήτρια σε νήπια για κάποιο διάστημα. Δυσπιστούσα έντονα αν ή κατήχηση θα εξασφάλιζε έστω μια μικρή πιθανότητα να γίνουν ενεργά μέλη της Εκκλησίας αργότερα. Θα ήταν άραγε όσα τούς λέγαμε απαρχή για τη δική τους προσωπική γνωριμία μαζί Του; Ευτυχώς που ο Θεός εργάζεται διαφορετικά από εμάς, από αληθινή αγάπη. Από την όλη εμπειρία μου δημιουργήθηκε η βεβαιότητα πώς οι επόμενες γενιές θα έχουν μεγάλη ανάγκη να γνωρίσουν τον Θεό. Και θα είναι δύσκολο, μπορεί και επίπονο.

Η προσέλευση των νέων ανθρώπων νομίζω πώς είναι αυξημένη τα τελευταία έτη. Από την εμπειρία με το κατηχητικό διαπίστωσα πώς ή οικογένεια διατηρεί τη σχέση με την Εκκλησιά όπως την επιβάλλει ή δύναμη της συνήθειας. Για ορισμένους γονείς ή μία ή οι δύο ώρες στο κατηχητικό είναι ασφάλεια, ανακούφιση, ή ο παιδικός σταθμός της Κυριακής. Θυμάμαι τη δυσφορία κάποιων γονέων για την αναβολή μιας προγραμματισμένης εκδρομής μας. Φαίνεται πώς είχαν υπολογίσει σε λίγες ώρες χωρίς ευθύνες και ή ελπίδα τους δεν εκπληρώθηκε.

Όσο απογοητεύουν αυτά τα περιστατικά, τόσο συγκίνηση και επιθυμία να δοξάσω τον Κύριο μου προκαλούν πολλές «ανακαλύψεις» χριστιανών. Από την εμφάνιση ενός νεαρού στο λεωφορείο βεβαιώνομαι σχεδόν απόλυτα πώς είναι οπαδός της αναρχίας, όταν όμως άδειασε ή θέση δίπλα του διαβάζω στα κλεφτά στο βιβλίο πού κρατούσε: «Ό Ιησούς τότε είπε στους μαθητές Του…». Είναι απίστευτη έκπληξη, ευχάριστος συγκλονισμός, χαρά. Μια άλλη φορά πάλι, μαθήτρια, έκανα λίγο πιο μέσα ατό κυλικείο τού σχολείου και δεν μπορούσα να πιστέψω αυτό πού είδα. Κολλημένα χαρτάκια με προσευχές: «Θεέ μου, βοήθησέ με αυτή τη μέρα…» Ποιός θα το έλεγε πώς και ή κυρία εκείνη… Ή σιωπή εκ μέρους μου σ’ αυτές τις περιπτώσεις είναι λίγο βασανιστική αλλά πολύ ωφέλιμη. Πολύ θα ήθελα να μάθουν πώς κι εγώ όπως κι αυτοί… Να το μάθουν όμως χωρίς να μιλήσω, όπως το έμαθα κι εγώ γι αυτούς και μου έκανε πολύ καλό.

 

Αφήστε μια απάντηση