6-8 Μαρτίου 1941
Οι σχέσεις ενός άντρα με τις γυναίκες μπορεί να είναι καθαρά σαρκικές (αυτό δεν μπορεί να γίνει βέβαια: αλλά, θέλω να πω, μπορεί να μη θέλει τίποτε άλλο να πάρει από μια γυναίκα, προκαλώντας μεγάλη βλάβη στην ψυχή (και στο σώμα) και των δυο τους),
ή «φιλικές», ή μπορεί να είναι «εραστής» (αναμειγνύοντας με όλη του την καλή διάθεση και τις σωματικές και πνευματικές του δυνάμεις σε ένα περίπλοκο συναίσθημα που χρωματίζεται και ενεργοποιείται ισχυρά από το «σεξ»). Ζούμε σε έναν κόσμο πεπτωκότα. Η μετατόπιση του σεξ από τη θέση που κατείχε αποτελεί ένα από τα κυριότερα συμπτώματα της Πτώσης. Ο κόσμος αενάως «πηγαίνει προς το κακό». Οι διάφορες κοινωνικές αξίες μετατοπίζονται και κάθε καινούργιος τρόπος ενέχει τους δικούς του ειδικούς κινδύνους: το «σκληρό πνεύμα της λαγνείας» κατέβηκε σε όλους τους δρόμους και μπήκε και θρονιάστηκε κοιτάζοντας πονηρά σε κάθε σπιτικό από τότε που έπεσε ο Αδάμ. Ας αφήσουμε κατά μέρος τα «ανήθικα» αποτελέσματα. Δεν επιθυμείς να ανακατευτείς μ’ αυτά. Δεν έχεις λόγο να τ’ απαρνηθείς. «Φιλία», λοιπόν; Σ’ αυτόν τον κόσμο της πτώσης η «φιλία», που θα έπρεπε να είναι δυνατή ανάμεσα σε όλα τα ανθρώπινα πλάσματα, είναι σχεδόν αδύνατη ανάμεσα σε έναν άνδρα και μια γυναίκα. Ο διάβολος είναι ασταμάτητα εφευρετικός και το σεξ είναι το αγαπημένο του θέμα. Και είναι εξίσου αποτελεσματικός να σε πιάσει στα δίχτυα του μέσα από γενναιόδωρα ρομαντικά ή τρυφερά κίνητρα, όσο και μέσα από κατώτερα και πιο ζωώδη. Αυτού του είδους η «φιλία» έχει συχνά δοκιμαστεί: ή η μία ή η άλλη πλευρά αποτυγχάνει σχεδόν πάντοτε. Αργότερα στη διάρκεια της ζωής, όταν η σεξουαλική επιθυμία ατονήσει, μπορεί ίσως να επιτευχθεί. Μπορεί να συμβεί ανάμεσα σε αγίους. Αλλά στους κοινούς ανθρώπους πολύ σπάνια: δύο πνεύματα που έχουν στ’ αλήθεια πρωταρχικά νοητική και πνευματική συγγένεια μπορεί από τύχη να ζουν σε αρσενικό ή θηλυκό σώμα και όμως να επιθυμήσουν και να πετύχουν μια «φιλία» εντελώς ανεξάρτητη από το σεξ. Κανείς όμως δεν μπορεί να θεωρήσει κάτι τέτοιο δεδομένο. Ο ένας από τους δύο είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα απογοητεύσει τον άλλο, καταλήγοντας να τον/την ερωτευτεί. Ένας νέος όμως δεν θέλει πραγματικά (κατά κανόνα) «φιλία», ακόμα κι αν λέει έτσι. Υπάρχουν πάρα πολλοί νέοι (κατά κανόνα). Ο νέος θέλει αγάπη: αθώα και όμως ανεύθυνη ίσως. Αλίμονο! που η αγάπη ήταν πάντα αμαρτία! όπως λέει ο Τσόσερ. Τότε, αν ο νέος είναι χριστιανός και γνωρίζει ότι υπάρχει αυτό το πράγμα που το λένε αμαρτία, ζητάει να μάθει τι πρέπει να κάνει.
Υπάρχει στην κουλτούρα της Δύσης, αρκετά έντονα ακόμα, η ρομαντική ιπποτική παράδοση, αν και ως προϊόν της χριστιανοσύνης (όμως εντελώς άσχετο με τη χριστιανική ηθική) η εποχή μας το βλέπει εχθρικά. Εξιδανικεύει την «αγάπη» — και ως ένα σημείο μπορεί να είναι πολύ καλή, εφόσον συμπεριλαμβάνει πολύ περισσότερα από τη σαρκική απόλαυση και απολαμβάνει, αν όχι αγνότητα, τουλάχιστον πίστη και αυτοπεριορισμό, «υπηρεσία», ευγένεια, τιμή και γενναιότητα. Η αδυναμία της έγκειται, φυσικά, στο ότι ξεκίνησε ως τεχνητό παιχνίδι της αυλής, σαν τρόπος να απολαμβάνει την αγάπη αυτή καθαυτήν χωρίς αναφορά (και μάλιστα ενάντια) στο γάμο. Κέντρο της δεν ήταν ο Θεός, αλλά φανταστικές θεότητες, η Αγάπη και η Αρχόντισσα. Αυτό εξακολουθεί να μετατρέπει την Αρχόντισσα σε ένα είδος άστρου οδηγού ή θεότητας — του παλιομοδίτικου «η θεά του» = η γυναίκα που αγαπά — το αντικείμενο ή ο λόγος της ιπποτικής συμπεριφοράς. Αυτό, φυσικά, είναι ψεύτικο και στην καλύτερη περίπτωση πλαστό. Η γυναίκα είναι κι αυτή άλλο ένα πλάσμα πεπτωκός με ψυχή που κινδυνεύει. Αλλά σε συνδυασμό και εναρμόνιση με τη θρησκεία (όπως ήταν παλιά και είχε σαν αποτέλεσμα αυτή την υπέροχη αφοσίωση στην Μεγάλη (Παναγιά) μας Κυρία ώστε έχει γίνει ο τρόπος με τον οποίο ο Θεός εξευγενίζει σε μεγάλο βαθμό την άξεστη ανδρική μας φύση και τα συναισθήματα και επίσης θερμαίνει και δίνει χρώμα στη σκληρή, πικρή θρησκεία) μπορεί να είναι πολύ ευγενής. Ύστερα παράγει αυτό που υποθέτω ότι είναι ακόμη αισθητό ανάμεσα σ’ εκείνους που διατηρούν έστω κάποια ίχνη χριστιανισμού, το υψηλότερο ιδεώδες της αγάπης ανάμεσα σε έναν άνδρα και μια γυναίκα. Όμως, εγώ εξακολουθώ να πιστεύω ότι ενέχει κινδύνους. Δεν είναι εντελώς αληθινό και «θεοκεντρικό». Απομακρύνει, ή οπωσδήποτε έχει απομακρύνει στο παρελθόν, το βλέμμα του νέου από τις γυναίκες όπως είναι, δηλαδή συντρόφους στο ναυάγιο και όχι άστρα που οδηγούν. (Αποτέλεσμα της παρατήρησης της πραγματικότητας είναι να κάνει τον νέο κυνικό.) Να ξεχνούν τις επιθυμίες τους, τις ανάγκες και τους πειρασμούς τους. Εντυπώνει υπερβολικές ιδέες για την «αληθινή αγάπη», ότι δηλαδή είναι μια φωτιά που προέρχεται από έξω, μια μόνιμη αγαλλίαση που δεν έχει καμιά σχέση με την ηλικία, τη γέννηση παιδιών και την απλή ζωή[i] που δεν έχει καμιά σχέση με τη θέληση και το σκοπό. (Ένα αποτέλεσμα αυτής της αντίληψης είναι ότι έχει κάνει τους νέους να αναζητούν την «αγάπη» που θα έχει πάντα όμορφα και καλά και θα τους κρατά ζεστούς σ’ έναν παγωμένο κόσμο χωρίς καμιά προσπάθεια εκ μέρους τους· και οι αθεράπευτα ρομαντικοί εξακολουθούν να ψάχνουν ακόμα και στη βρομιά των δικαστηρίων που εκδίδουν διαζύγια.)
Οι γυναίκες δεν πολυσυμμετέχουν σε όλα αυτά, αν και μπορεί να χρησιμοποιούν τη γλώσσα της ρομαντικής αγάπης, αφού υπάρχει σε όλες τις γλωσσικές διαλέκτους. Η σεξουαλική παρόρμηση κάνει τις γυναίκες πιο αλτρουίστριες (φυσικά όταν δεν είναι κακομαθημένες) να δείχνουν μεγάλη κατανόηση ή επιθυμία (ή να φαίνονται έτσι) και πολύ πρόθυμες να συμμετέχουν σε όλα τα ενδιαφέροντα του νέου που τις ελκύει, όσο μπορούν, ανάλογα με τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις. Αυτό δεν σημαίνει ότι σκοπός τους είναι να εξαπατήσουν. Πρόκειται για καθαρό ένστικτο: το υποτελές ένστικτο του βοηθού, που είναι γενναιόδωρα αφυπνισμένο από τον πόθο και το αίμα που βράζει. Κάτω από αυτήν την παρόρμηση, μπορούν όντως να φτάσουν σε πολύ αξιόλογη οξυδέρκεια και κατανόηση, ακόμα και για πράγματα που διαφορετικά βρίσκονται έξω από τα φυσιολογικά τους ενδιαφέροντα, γιατί έχουν το χάρισμα της αντίληψης, που το ενεργοποιεί, το θρέφει (σε πολλά πέρα από τη σωματική διάσταση) ο άνδρας. Κάθε δάσκαλος το γνωρίζει αυτό. Πόσο γρήγορα μια έξυπνη γυναίκα μπορεί να διδαχθεί, να αρπάξει ιδέες, να αντιληφθεί την άποψή του — και πώς (με σπάνιες εξαιρέσεις) δεν μπορεί να προχωρήσει παρακάτω, αν πάψει να του κρατά το χέρι ή αν πάψει να ενδιαφέρεται προσωπικά γι’ αυτόν. Αυτό όμως γι’ αυτές αποτελεί τον φυσικό δρόμο προς την αγάπη. Πριν μια κοπέλα καταλάβει πού βρίσκεται (και ενώ ο ρομαντικός νεαρός, όταν υπάρχει, αναστενάζει ακόμα), μπορεί στ’ αλήθεια να «ερωτευθεί». Πράγμα που γι’ αυτήν, μια αγνή, φυσιολογική νεαρή κοπέλα, σημαίνει ότι θέλει να γίνει η μητέρα των παιδιών του νεαρού, ακόμη κι αν αυτή η επιθυμία δεν είναι καθόλου ξεκάθαρη ή σαφής. Και τότε τα πράγματα θα πάρουν το δρόμο τους: και μπορεί να αποδειχτούν πολύ επώδυνα και βλαβερά, αν κάτι πάει στραβά. Ιδιαίτερα αν ο νεαρός ήθελε μόνο ένα προσωρινό άστρο οδηγό και θεότητα (ώσπου να βρει ν’ ακολουθήσει άλλο πιο φωτεινό) και απλώς απολάμβανε την κολακεία του ανθρώπου που τον κατανοούσε, που συνοδευόταν με γαργαλιστικό σεξ — όλα εντελώς αθώα, φυσικά, και παρασάγκας απέχοντα από «αποπλάνηση».
Μπορεί να συναντήσεις στη ζωή (όπως και στη λογοτεχνία[1]) γυναίκες οι οποίες είναι ελαφρές ή ακόλαστες — δεν αναφέρομαι στην απλή ερωτοτροπία, στην εξάσκηση για την πραγματική πυγμαχία, αλλά σε γυναίκες που είναι τόσο ανόητες που δεν παίρνουν στα σοβαρά ούτε την αγάπη, ή εκείνες που είναι πραγματικά τόσο διεφθαρμένες που απολαιμβάνουν τις «κατακτήσεις» ή ακόμα που απολαμβάνουν το να προκαλούν πόνο —, αυτά δεν είναι φυσιολογικά, αν και μπορεί να τα ενθαρρύνουν ψεύτικα δασκαλέματα, κακή ανατροφή και διεφθαρμένες μόδες. Όσο κι αν έχουν αλλάξει οι σύγχρονες συνθήκες τη θέση των γυναικών και την ευπρέπεια σε λεπτομέρειες, το φυσικό ένστικτο έχει μείνει αναλλοίωτο. Ο άνδρας έχει τη δουλειά του, την καριέρα του (τους φίλους του) και αυτά μπορούν (μπορούν αν έχει τα κότσια) να τον κάνουν να επιβιώσει μετά το ναυάγιο της «αγάπης». Μια κοπέλα όμως, ακόμα κι αυτή που είναι «οικονομικά ανεξάρτητη», όπως λένε τώρα (που σημαίνει οικονομική υποδούλωση στον άνδρα αφεντικό αντί στον πατέρα και την οικογένεια), αρχίζει να σκέπτεται το «σεντούκι με την προίκα» της και να ονειρεύεται να νοικοκυρευτεί σχεδόν αμέσως. Αν στ’ αλήθεια ερωτευτεί, το ναυάγιο μπορεί πράγματι να καταλήξει σε καταστροφή. Πάντως οι γυναίκες είναι γενικά λιγότερο ρομαντικές και πιο πρακτικές. Μη σε παρασύρει το γεγονός ότι είναι πιο «συναισθηματικές» στα λόγια — και εύκολες με τα «αγάπη μου» κι όλα τα σχετικά. Δεν χρειάζονται άστρο-οδηγό. Μπορεί να εξιδανικεύσουν έναν απλό άντρα και να τον κάνουν ήρωα∙ στ’ αλήθεια, όμως, δεν χρειάζονται τόση ψεύτικη αίγλη για να ερωτευτούν και να μείνουν ερωτευμένες. Η αυταπάτη τους, αν έχουν, είναι ότι μπορούν να «διορθώσουν» τους άνδρες. Θα πάρουν τον άχρηστο με μάτια ανοιχτά, και ακόμα και όταν η αυταπάτη ότι θα τον διορθώσουν καταρρεύσει, αυτές θα εξακολουθούν να τον αγαπούν. Είναι, φυσικά, πολύ πιο ρεαλίστριες στο θέμα των σεξουαλικών σχέσεων. Αν δεν έχουν διαστραφεί από τις σύγχρονες κακές μόδες, κατά κανόνα δεν χρησιμοποιούν «αισχρό» λεξιλόγιο∙ όχι γιατί είναι πιο καθαρές από τους άνδρες (δεν είναι), αλλά γιατί δεν το βρίσκουν διασκεδαστικό. Έχω γνωρίσει κάποιες που δείχνουν ότι τους αρέσει, αλλά απλά υποκρίνονται. Μπορεί να τους εξάπτει την περιέργεια, να είναι ενδιαφέρον (ίσως και πολύ ενδιαφέρον μάλιστα), αλλά αυτό είναι φυσικό, ένα σοβαρό, αυτονόητο ενδιαφέρον∙ αλλά, πού είναι το αστείο;
Πρέπει, βέβαια να είναι ακόμα πιο προσεκτικές στις σεξουαλικές τους σχέσεις, παρ’ όλα τα αντισυλληπτικά. Τα λάθη προξενούν βλάβες, και σωματικές και κοινωνικές (και αναφορικά με το γάμο). Αλλά οι γυναίκες είναι από ένστικτο, όταν δεν είναι διεφθαρμένες, μονογαμικές. Οι άνδρες δεν είναι…. Το να υποκρινόμαστε δεν προσφέρει τίποτε. Οι άνδρες απλά δεν είναι, δεν τους αφήνει η ζωώδης φύση τους. Η μονογαμία (αν και για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα είναι θεμελιώδης στις ιδέες που έχουμε κληρονομήσει) αποτελεί για μας τους άνδρες ένα κομμάτι ηθικής «εξ αποκαλύψεως», σύμφωνα με την πίστη και όχι με τη σάρκα μας. Ο καθένας από μας θα μπορούσε υγιώς να γεννήσει, στα 30 περίπου χρόνια της ακμής του ανδρισμού μας, κάμποσες εκατοντάδες, παιδιά και να απολαμβάνει τη διαδικασία. Ο Μπρίνχαμ Γιανγκ (πιστεύω) ήταν υγιής και χαρούμενος άνθρωπος. Ζούμε σ’ έναν πεπτωκότα κόσμο και δεν υπάρχει αρμονία ανάμεσα στο σώμα, το νου και την ψυχή μας.
Όμως, η ουσία ενός πεπτωκότος κόσμου βρίσκεται στο ότι το άριστο δεν μπορεί να επιτευχθεί με την ελεύθερη απόλαυση ή με αυτό που λέγεται «αυτοπραγμάτωση» (που συνήθως είναι μια ωραία λέξη για την απόλυτη ικανοποίηση των επιθυμιών μας, που δρα αρνητικά στην πραγμάτωση των άλλων εαυτών), παρά μόνο με στέρηση και ταλαιπωρία. Η πίστη μέσα σ’ ένα χριστιανικό γάμο συνοδεύεται από αυτό: μεγάλη ταπείνωση. Για το χριστιανό άνδρα δεν υπάρχει διέξοδος. Ο γάμος μπορεί να βοηθά στην ιεροποίηση και να κατευθύνει σωστά τις σεξουαλικές του επιθυμίες. Η χάρη που εκπορεύεται από το γάμο μπορεί να τον βοηθά στον αγώνα∙ όμως ο αγώνας παραμένει. Δεν θα τον ικανοποιήσει — όπως η πείνα μπορεί να αντιμετωπιστεί με τακτά γεύματα. Θα του δημιουργεί δυσκολίες για να πετύχει την καθαρότητά του, αλλά θα του δίνει και ανακούφιση. Κανένας άνδρας, όσο κι αν αγαπούσε την αρραβωνιαστικιά ή τη γυναίκα του όταν ήταν νέος, δεν παρέμεινε πιστός σ’ αυτήν τη σκέψη και τις αισθήσεις χωρίς να ασκεί συνειδητά τη θέλησή του, χωρίς αυτοστέρηση. Πάρα πολύ λίγα λέγονται γι’ αυτό — ακόμη και απ’ αυτούς που μεγαλώνουν «κοντά στην εκκλησία». Όσο γι’ αυτούς μακριά απ’ αυτήν, ζήτημα αν θα το έχουν καν ακούσει. “Οταν φύγει η μαγεία εντελώς ή ξεθωριάσει, νομίζουν πως έκαναν λάθος και ότι πρέπει να βρουν την πραγματική αδελφή-ψυχή. Η αδελφή-ψυχή πολύ συχνά αποδεικνύεται πως είναι το αμέσως επόμενο σεξουαλικά ελκυστικό άτομο που συναντούν. Κάποιαν που ίσως πράγματι να την είχαν παντρευτεί και να ’χαν κάνει την τύχη τους, αν δεν… Και έπειτα έρχεται το διαζύγιο για να καλύψει το «αν δεν». Και, φυσικά, κατά κανόνα, έχουν απόλυτο δίκιο: έκαναν όντως λάθος. Μόνο κάποιος πολύ σοφός στο τέλος της ζωής του μπορεί να κρίνει εκ του ασφαλούς ποιαν, ανάμεσα σ’ όλες τις υποψήφιες, θα έπρεπε να είχε παντρευτεί προς όφελος του! Σχεδόν όλοι οι γάμοι, ακόμα και οι ευτυχισμένοι, είναι λάθος: με την έννοια ότι σχεδόν σίγουρα (σ’ έναν πιο τέλειο κόσμο ή με λίγη περισσότερη φροντίδα σ’ αυτόν τον πολύ ατελή) και οι δύο σύζυγοι θα μπορούσαν να είχαν βρει πιο κατάλληλο ταίρι. Όμως «πραγματικό ταίρι» είναι το άτομο που έχεις παντρευτεί. Στην πραγματικότητα έχεις πολύ μικρότερη δυνατότητα επιλογής: η ζωή και οι περιστάσεις κάνουν την πιο πολλή δουλειά (που όμως, αν υπάρχει Θεός, αυτά θα πρέπει να αποτελούν τα όργανά Του ή τις εμφανίσεις Του). Δυστυχώς είναι γεγονός ότι οι ευτυχισμένοι γάμοι είναι πιο συχνοί εκεί που η «επιλογή» των νέων είναι πιο περιορισμένη από τους γονείς και την οικογένεια, εφόσον υπάρχει η κοινωνική ηθική της απλής, και καθόλου ρομαντικής, υπευθυνότητας και της συζυγικής πίστης. Αλλά ακόμη και σε χώρες που η ρομαντική παράδοση έχει τόσο επηρεάσει την κοινωνία ώστε να κάνει τους ανθρώπους να πιστεύουν ότι η επιλογή του συντρόφου είναι αποκλειστικά υπόθεση των νέων, μόνο στις σπανιότερες των περιπτώσεων η καλή τύχη κάνει να συναντηθούν ο άνδρας και η γυναίκα, οι οποίοι, υποτίθεται, «προορίζονται» ο ένας για τον άλλο και μπορούν να πραγματώσουν μια πολύ μεγάλη και υπέροχη αγάπη. Η ιδέα εξακολουθεί να μας θαμπώνει και να μας εντυπωσιάζει: πλήθος ποιήματα και ιστορίες έχουν γραφτεί μ’ αυτό το θέμα∙∙ κατά πάσα πιθανότητα, περισσότερες κι από το σύνολο τέτοιων πραγματικών ερώτων (όμως οι καλύτερες από τις ιστορίες αυτές δεν μας μιλούν για τον ευτυχισμένο γάμο αυτών των μεγάλων εραστών, αλλά για τον τραγικό χωρισμό τους∙ λες και ακόμη και σ’αυτήν τη σφαίρα το αληθινά μεγάλο και υπέροχο σ’ αυτόν τον πεπτωκότα κόσμο πλησιάζει περισσότερο στην ολοκλήρωση του μέσω της «αποτυχίας» και των βασάνων). Σε μια τέτοια μεγάλη κι αναπόφευκτη αγάπη, συχνά αγάπη με την πρώτη ματιά, βλέπουμε το όραμα, υποθέτω, του γάμου όπως θα ήταν σ’ έναν κόσμο που δεν έχει υποστεί την πτώση. Σ’ αυτόν τον κόσμο της πτώσης έχουμε σαν μόνους οδηγούς μας τη σύνεση, τη σοφία (σπάνια στα νιάτα, πολύ αργά στα γηρατειά), την καθαρή καρδιά και την πίστη της θέλησης…
Η δική μου προσωπική ιστορία ήταν τόσο εξαιρετική, σχεδόν σε κάθε της πτυχή είχε τόσα λάθη και έλλειψη σύνεσης, που θα ήταν δύσκολο για μένα να δίνω συμβουλές. Όμως οι σκληρές περιπτώσεις φτιάχνουν κακούς νόμους και οι εξαιρέσεις δεν αποτελούν πάντα τον καλύτερο οδηγό για τους άλλους. Ό,τι είναι πιο αξιόλογο εδώ είναι λίγη αυτοβιογραφία — συγκεκριμένα, εστιασμένη κυρίως στην ηλικία και στα οικονομικά.
Ερωτεύτηκα τη μητέρα σου περίπου στα 18 μου. Την ερωτεύτηκα με κάθε ειλικρίνεια, όπως το έχω αποδείξει — αν και φυσικά ελαττώματα του χαρακτήρα και της ιδιοσυγκρασίας μου έχουν γίνει η αιτία να βρεθώ συχνά κάτω από το ιδεώδες με το οποίο ξεκίνησα. Η μητέρα σου ήταν μεγαλύτερη από μένα και δεν ήταν καθολική. Καθόλου καλό, όπως το έβλεπε ο κηδεμόνας μου[ii]. Και κατά μία έννοια ήταν πολύ ατυχές∙ και από μια άποψη πολύ κακό και για μένα. Τα ζητήματα αυτά και απορροφούν αποκλειστικά το άτομο και ταλαιπωρούν τα νεύρα του. Ήμουν ένας νέος που αγωνιζόταν για μια (πολύ απαραίτητη) υποτροφία για να σπουδάσω στην Οξφόρδη. Οι δυο αγωνίες που είχα κείνο τον καιρό παραλίγο να μου προκαλέσουν σοβαρή νευρική κατάρρευση. Τα ’κανα θάλασσα στις εξετάσεις μου και, αν και (όπως χρόνια αργότερα μου είπε ο γυμνασιάρχης μου) θα έπρεπε να πάρω μια καλή υποτροφία, το μόνο που κατάφερα με τα χίλια ζόρια ήταν ένα επίδομα 60 λιρών στο Έξετερ που έφτανε ίσα-ίσα μια υποτροφία του ίδιου ποσού (για την αποφοίτησή μου από το σχολείο), για να πάω στο Έξετερ (με τη βοήθεια του καλού μου κηδεμόνα). Φυσικά, υπήρχε και η καλή πλευρά, που δεν την έβλεπε εύκολα ο κηδεμόνας. Ήμουν έξυπνος, αλλά δεν ήμουν ούτε μελετηρός ούτε είχα κάποιο συγκεκριμένο στόχο στη ζωή μου. Ένα μεγάλο μέρος της αποτυχίας μου οφειλόταν απλά στο ότι δεν δούλευα (τουλάχιστον στα κλασικά γράμματα), όχι γιατί ήμουν ερωτευμένος, αλλά γιατί μελετούσα τη γοτθική γλώσσα κι άλλα διάφορα. Επειδή είχα ανατραφεί με ρομαντικές ιδέες, πήρα στα σοβαρά το δεσμό και τον έκανα πηγή των προσπαθειών μου. Από τη φύση μου ήμουν δειλός στα αθλητικά και κατάφερα ύστερα από δύο σεζόν να πάψω να είμαι το φοβισμένο κουνελάκι και να φορέσω τη φανέλα και της σχολικής ομάδας. Και άλλα παρόμοια. Παρ’ όλα αυτά, είχα προβλήματα και έπρεπε να επιλέξω ανάμεσα στο να παρακούσω και να πικράνω (ή να εξαπατήσω) έναν κηδεμόνα που είχε σταθεί πατέρας για μένα περισσότερο από κάποιους άλλους πραγματικούς πατέρες, χωρίς να είναι υποχρεωμένος, και στο να διακόψω το δεσμό ώσπου να γίνω 21 ετών. Δεν μετανιώνω για την απόφαση που πήρα, αν και ήταν πολύ σκληρή για την αγαπημένη μου. Σ’ αυτό όμως δεν έφταιγα εγώ. Ήταν εντελώς ελεύθερη και δεν μου είχε καμιά υποχρέωση και δεν θα είχα δικαίωμα να παραπονεθώ (πέρα από το πλαίσιο του εξωπραγματικού ρομαντικού κώδικα) αν είχε παντρευτεί κάποιον άλλο. Για σχεδόν τρία χρόνια ούτε είδα ούτε έγραψα στην αγαπημένη μου. Ήταν φοβερά σκληρό, επώδυνο και πικρό, ιδιαίτερα στην αρχή. Τα αποτελέσματα δεν ήταν και πολύ καλά: ξαναγύρισα σας ανοησίες και στην τεμπελιά και χαράμισα ένα μεγάλο μέρος του πρώτου έτους μου στο κολέγιο. Αλλά δεν νομίζω ότι οτιδήποτε άλλο θα δικαιολογούσε γάμο με βάση την ερωτική σχέση ενός νέου και, κατά πάσα πιθανότητα, τίποτε άλλο δεν θα είχε ατσαλώσει τη θέληση τόσο ώστε να δώσει σ’ έναν τέτοιο δεσμό (όσο αληθινή κι αν ήταν η αγάπη) μονιμότητα. Το βράδυ των 21ων γενεθλίων μου έγραψα ξανά στη μητέρα σου — 3 Ιαν. 1913. Στις 8 Ιαν. γύρισα κοντά της, αρραβωνιαστήκαμε και είπαμε τα νέα μας στην έκπληκτη οικογένειά της. Στρώθηκα στη δουλειά (πολύ αργά για να σώσω τις προκαταρκτικές πτυχιακές εξετάσεις από την καταστροφή)… και τότε ξέσπασε ο πόλεμος την επόμενη χρονιά, ενώ εγώ είχα ένα χρόνο ακόμη για να τελειώσω το κολέγιο. Εκείνη την εποχή οι νέοι ή κατατάσσονταν στο στρατό ή τους περιφρονούσαν όλοι. Άσχημο δίλημμα, ιδιαίτερα για έναν νέο με πολύ μεγάλη φαντασία και λίγο σωματικό θάρρος. Δεν είχα πτυχίο, δεν είχα λεφτά, είχα αρραβωνιαστικιά. Ανέχτηκα τις κοροϊδίες και τους υπαινιγμούς από κάποιους πιο αθυρόστομους συγγενείς, έμεινα και πήρα το Αριστείο στις πτυχιακές εξετάσεις το 1915. Κατατάχτηκα αμέσως στο στρατό τον Ιούλιο του 1915. Η κατάσταση ήταν ανυπόφορη και παντρεύτηκα σας 22 Μαρτίου του 1916. Το Μάιο βρέθηκα να διασχίζω τη θάλασσα της Μάγχης (έχω ακόμα το ποίημα που έγραψα τότε!) για τη σφαγή στο Σομ.
Σκέψου τη μητέρα σου! Όμως τώρα ούτε στιγμή δεν νιώθω ότι έκανε κάτι περισσότερο απ’ όσα θα έπρεπε να της είχαν ζητηθεί να κάνει — όχι ότι αυτό μειώνει την προσφορά της. Εγώ ήμουν ένας νέος με μέτριο πτυχίο που έγραφε στίχους και με λίγες λίρες που κάθε χρόνο και λιγόστευαν (20-40 λίρες), χωρίς προοπτικές, ανθυπολοχαγός με 7 σελ. και 6 πένες τη μέρα, στο πεζικό, με πιθανότητες επιβίωσης πολύ λίγες (ως κατώτερος αξιωματικός). Παντρευτήκαμε το 1916 και ο Τζον γεννήθηκε το 1917 (έμεινε έγκυος και κυοφορούσε στη διάρκεια της χρονιάς της πείνας, το 1917, και της μεγάλης επιχείρησης των γερμανικών υποβρυχίων) την περίοδο της μάχης του Καμπρέ, τότε που το τέλος του πολέμου φαινόταν τόσο μακρινό όσο και τώρα. Απολύθηκα και, για να πληρώσω το ίδρυμα για την αποκατάσταση της υγείας μου, ξόδεψα και τις λίγες τελευταίες νοτιοαφρικανικές μετοχές της πατρικής μου κληρονομιάς.
Από το σκοτάδι της ζωής μου, με τις τόσες απογοητεύσεις, βάζω μπροστά σου το μοναδικό σπουδαίο πράγμα που αξίζει να αγαπάς στη γη: τη Θεία Ευχαριστία….. εκεί θα βρεις ιδανική αγάπη, δόξα, τιμή, πίστη και το σωστό δρόμο για όλες σου τις αγάπες πάνω στη γη, και κάτι ακόμα περισσότερο: το θάνατο, το θεϊκό παράδοξο, που δίνει τέλος στη ζωή και απαιτεί την παράδοση των πάντων και όμως από τη γεύση (ή πρόγευση) του οποίου μόνο μπορεί ό,τι αναζητάς στις γήινες σχέσεις σου(αγάπη, πίστη, χαρά) να διατηρηθεί ή να αποκτήσει το χρώμα της πραγματικότητας, της αιώνιας αντοχής, στοιχεία που επιθυμεί η καρδιά κάθε ανθρώπου.
[1] Η λογοτεχνία ήταν (μέχρι την εποχή του συγχρόνου μυθιστορήματος) κυρίως σε ανδρικά χέρια και εκεί είχε πολλά για τις «ωραίες και ψεύτικες». Αυτά στο σύνολό του είναι συκοφαντία. Οι γυναίκες είναι ανθρώπινα πλάσματα κι επομένως μπορούν να διαπράξουν απιστία. Αλλά στα πλαίσια της ανθρώπινης οικογένειας και σε σχέση με τους άνδρες γενικά δεν είναι από τη φύση τους πιο άπιστες. Μάλλον το εντελώς αντίθετο. Με την εξαίρεση ότι οι γυναίκες καταρρέουν ευκολότερα, αν τους ζητηθεί να «περιμένουν» πάρα πολύ για έναν άνδρα, ενώ τα νιάτα (τόσο πολύτιμα και αναγκαία για μια μελλοντική μητέρα) περνούν γρήγορα. Θα έπρεπε, βέβαια, να μη τους είχε ζητηθεί να περιμένουν.
Θεματολογικές ετικέτες