ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ
Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις University Studio Press το βιβλίο Μεταφραστικά Ζητήματα της κυρίας Άννας Κόλτσιου-Νικήτα.
Ένα βιβλίο, ήρεμο στην σοφία του, πλήρες στο υλικό του, πανέξυπνο στις κρίσεις του, μεθοδικό στην παρουσίαση του θέματός του, απολύτως ενημερωμένο βιβλιογραφικά.
Την συγγραφέα δεν την γνωρίζουμε ούτε εξ όψεως. Την ευχαριστούμε όμως για την ουσιαστική της προσφορά και για τον κόπο της οργανωμένης δουλειάς της.
Αξίζει να διαβαστεί ολόκληρο γιατί έχει πολλά να προσφέρει στους “ειλικρινώς ερευνώντας”.
Παραθέτουμε στην ιστοσελίδα μας από το λαμπρό αυτό βιβλίο το καταληκτήριο επίμετρό του, “Αντί Επιλόγου- Ένας ζωντανός διάλογος για την μετάφραση” που πιστεύουμε ότι είναι και δείχνει το σωστό και άριστο “μέτρο” στο μεγάλο και αντιλεγόμενο θέμα του τρόπου μεταφράσεως.
Και πάλι ευχαριστούμε.
Ενοριακό Κέντρο αγ. Ιωάννη Χρυσοστόμου
Ένας ζωντανός διάλογος για τη μετάφραση
non videbimur verborum observatores,
sed sententiarutn investigatores[1]
Οι μαρτυρίες για την προβληματική και την αγωνία των μεταφραστών ανιχνεύονται άλλοτε ευκολότερα και άλλοτε δυσκολότερα στα κείμενα τους. Είναι προφανές ότι μεταφραστικοί διάλογοι και ανταλλαγή απόψεων γύρω από τις αρχές και τις δυσκολίες του μεταφραστικού έργου διατυπώνονταν και εκτός κειμένων, προφορικά, στις διάφορες συναντήσεις και αντιπαραθέσεις των εμπλεκόμενων προσώπων[2]. Μια τέτοια προφορική αντιπαράθεση παρουσιάζει, όπως είναι φυσικό, ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αφού χρωματίζεται από τη συναισθηματική φόρτιση, καθώς εκτίθεται σε μια σχέση ενώπιος ενωπίω και δεν διατυπώνεται από την απόσταση ασφαλείας που προσφέρει ο γραπτός λόγος.
Έχουμε την τύχη να διαθέτουμε την περιγραφή ενός προφορικού διαλόγου για τη μετάφραση· ο διάλογος αυτός διεξάγεται το έτος 1136 στην Κωνσταντινούπολη. Ο αυτοκράτορας και ο πατριάρχης αποφασίζουν να διοργανώσουν ένα δημόσιο διάλογο για τις θεολογικές διαφορές Ανατολής και Δύσης, με αφορμή την παρουσία στην πόλη του απεσταλμένου του αυτοκράτορα Λοθαρίου, του γερμανού επισκόπου Ανσέλμου του Havelberg, ο οποίος σε σχετικό σύγγραμμα του είχε αναφερθεί στις διαφορές αυτές. Από την πλευρά των Ανατολικών συνομιλητής ορίστηκε ο αρχιεπίσκοπος Νικομήδειας Νικήτας.
Για τη διεξαγωγή του διαλόγου απαραίτητη ήταν βέβαια η παρουσία έγκριτων ερμηνέων και από τις δύο πλευρές, προκειμένου να διασφαλιστεί η αξιοπιστία της μετάφρασης. Τα πρόσωπα που παρευρίσκονταν στο διάλογο και θα μπορούσαν να επιλεγούν για τη διερμηνεία των λεγομένων ήταν ο Ιάκωβος από τη Βενετία, ο Βουργούνδιος από την Πίζα και ο Μωυσής του Μπέργκαμο, όλοι διακεκριμένοι στο χώρο της μετάφρασης: ο Ιάκωβος από τη Βενετία[3], γνωστός για τις μεταφράσεις έργων του Αριστοτέλη, οι οποίες ξεχωρίζουν για την εκφραστική λεπτολογία τους· ο Βουργούνδιος από την Πίζα με πλούσια μεταφραστική δραστηριότητα, στην οποία μεταξύ άλλων περιλαμβάνονταν έργα του Ιωάννη Δαμασκηνού και του Ιωάννη Χρυσοστόμου, θεωρητικός υποστηρικτής της ad verbumμεταφραστικής μεθόδου[4]· τέλος ο Μωυσής του Μπέργκαμο, που υπηρετούσε ως μεταφραστής στην αυτοκρατορική αυλή της Κωνσταντινούπολης, επίσης γνωστός για μεταφράσεις ελληνικών έργων καθώς και για ένα σύγγραμμα σχετικά με τις ελληνικές φράσεις που βρίσκονται στους προλόγους του Ιερωνύμου[5] και θιασώτης της ad sensum μετάφρασης.
Πριν αρχίσει ο θεολογικός διάλογος, τίθεται το ζήτημα σχετικά με τη μεταφραστική τακτική που θα εφαρμοστεί και διεξάγεται συζήτηση επ’ αυτού. Οι μεταφραστικοί προβληματισμοί που αναπτύσσονται στη συζήτηση αυτή έχουν ιδιαίτερη σημασία, δεδομένου ότι στη συζήτηση είναι παρόντες αφενός έμπειροι και συνειδητοποιημένοι μεταφραστές και αφετέρου εκπρόσωποι και των δύο μεταφραστικών αρχών, της μετάφρασης κατά λέξη και της μετάφρασης κατά το νόημα.
Τον ζωντανό αυτό διάλογο για τη μετάφραση διασώζει ο ίδιος ο Άνσελμος στο έργο του Dialogi[6]. Παραθέτουμε σε ελεύθερη απόδοση την περιγραφή του Ανσέλμου[7], μέσα από την οποία αναδύονται άμεσα και αναδεικνύονται τα ζητούμενα της μεταφραστικής διαδικασίας στο χώρο της χριστιανικής γραμματείας, αλλά και η αγωνία των μεταφραστών να συνδράμουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο στο θεολογικό διάλογο των δύο πλευρών, γεφυρώνοντας εκείνες τουλάχιστον τις αντιθέσεις που αφορμώνται από τη γλώσσα.
Κωνσταντινούπολη, 10 Απριλίου 1136
Έλληνες και Λατίνοι έχουν συγκεντρωθεί στο ναό της Αγίας Ειρήνης, στη συνοικία των Πιζανών, προκειμένου να παρακολουθήσουν ένα δημόσιο θεολογικό διάλογο περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος. Την ελληνική πλευρά εκπροσωπεί στο διάλογο ο αρχιεπίσκοπος Νικομήδειας Νικήτας, ενώ εκπρόσωπος των Λατίνων είναι ο επίσκοπος του Havelberg Άνσελμος. Ανάμεσα στους Λατίνους, που έχουν συγκεντρωθεί, περιλαμβάνονται και τρεις σοφοί άνδρες, λογιότατοι και άριστοι κάτοχοι και των δύο γλωσσών: ο Ιάκωβος από τη Βενετία, ο Βουργούνδιος από την Πίζα και εκείνος που ξεχωρίζει ανάμεσα στους Έλληνες και Λατίνους για την παιδεία του και τη γλωσσομάθεια του, ο Μωυσής, Ιταλός από την πόλη Μπέργκαμο. Αυτός ο Μωυσής ορίζεται και από τις δύο πλευρές να αναλάβει να μεταφράσει πιστά το διάλογο που θα ακολουθήσει. Αφού τακτοποιήθηκαν όλα και ενώ οι πάντες με αγωνία περίμεναν να ακούσουν τις απόψεις των διαλεγομένων, οι εκπρόσωποι των δύο πλευρών, δηλώνοντας πως στόχος του διαλόγου είναι να λάμψει η αλήθεια δίχως εριστικότητα και μέσα σε κλίμα ταπεινοφροσύνης, θέτουν το θέμα της μεταφραστικής πρακτικής που πρέπει να ακολουθήσει ο διερμηνέας.
Νικήτας αρχιεπίσκοπος Νικομήδειας:
– Νομίζω ότι για τη διεξαγωγή της συζήτησης που θα γίνει μεταξύ μας πρέπει να επιλέξουμε έναν μεταφραστή που θα μεταφράζει πιστά λέξη προς λέξη, γιατί μ’ αυτόν τον τρόπο και θα καταλαβαίνουμε ο ένας τον άλλο καλύτερα, αλλά και το έργο του μεταφραστή θα είναι ευκολότερο.
Άνσελμος επίσκοπος του Havelberg:
– Για μένα μια μετάφραση αυτού του είδους δεν είναι αξιόπιστη, γιατί μπορει να παγιδευτούμε από την ανακριβή απόδοση μιας λέξης και να οδηγηθούμε σε αντεγκλήσεις. Θα προτιμούσα να επιλέξουμε μια μετάφραση που να μην κατακερματίζει το λόγο σε λέξεις, αλλά να συλλαμβάνει το νόημα της ευρύτερης νοηματικής ενότητας, βασισμένη, βέβαια, στην πλήρη και ακριβή έννοια των λέξεων (sermonem utrinque continuatum pleno etcollecto verborum sensu excipiat et exponat).
Τόσο ο τρόπος με τον οποίο θα μιλήσουμε όσο και ο τρόπος με τον οποίο θα μεταφράσουμε πρέπει να δείχνει πως δεν μένουμε στο γράμμα των λέξεων και δεν υποδουλωνόμαστε σ’ αυτό, αλλά στοχεύουμε στη διερεύνηση και ανάδειξη του πραγματικού νοήματος (non videbimur verborumobservatores, sed sententiarum investigatores).
Δεδομένου μάλιστα ότι το αντικείμενο που πρόκειται να διαπραγματευτούμε είναι δύσκολο, ας μην αντιδρούμε αμέσως, κάθε φορά που ξεφεύγει κάποια λέξη, αλλά ας περιμένουμε τη σειρά μας για να μιλήσουμε. Για τον ίδιο λόγο και για να διασφαλίσουμε τη διεξαγωγή ενός ήρεμου διαλόγου φοβούμαι μια μετάφραση κατά λέξη. Το ζητούμενο δεν είναι να φιλονικήσουμε για τις λέξεις αλλά καλόπιστα να αναζητήσουμε την αλήθεια των εννοιών (non sit inter nos verborum litigium, sed exquisite Veritas sententiarum).
Νικήτας αρχιεπίσκοπος Νικομήδειας:
– Ας γίνει όπως το λες. Αφού αυτό προτιμάς και εγώ θα συμφωνήσω μαζί σου.
Έτσι, μέσα σ’ ένα κλίμα καλής διάθεσης και αμοιβαίας κατανόησης και ανεκτικότητας υπερίσχυσε η άποψη του Ανσέλμου: και οι δύο πλευρές συμφώνησαν να απαιτήσουν από τον μεταφραστή να είναι πιστός (fidus), ενώ παράλληλα όλοι οι παρευρισκόμενοι έκριναν πως είναι καλό και έντιμο (universi dixerunt…bonum est, honestum est) η μετάφραση να γίνει όχι κατά λέξη αλλά με βάση το νόημα. Μετά απ’ αυτά το έργο της διερμηνείας ανέλαβε ο Μωυσής, ο οποίος τρόπον τινά εξουσιοδοτήθηκε να παρακάμψει τους σκοπέλους εκείνους που συνήθως τορπίλιζαν κάθε απόπειρα διαλογικής υπέρβασης των διαφορών.
Η μεταφραστική επιλογή φαίνεται να αποδείχθηκε επιτυχής, αν κρίνουμε από το ότι ο εκτενής θεολογικός διάλογος που ακολούθησε έκλεισε με μια δοξολογία για τη συναίνεση, συναίνεση που κατέστη εμφανέστερη από το γεγονός ότι η καταληκτήρια αυτή δοξολογία διατυπώθηκε σε δίγλωσση μορφή: στα Ελληνικά (στην έκδοση της PL φέρεται καταγεγραμμένη με λατινικούς χαρακτήρες) και στα Λατινικά[8]:
Doxa sot, ο Tbeos, Doxa soi, o Theos, Doxa soi, ο Theos,
quod est Gloria sit Deo, Gloria sit Deo, Gloria sit Deo.
Calos dialogos,
quod est bonus dualis sermo.
Το παραπάνω περιστατικό, εκτός από την αμεσότητα του, αποτελεί παράλληλα και ένα παράδειγμα δικαίωσης των μεταφραστών και επιβεβαιώνει τη θετική συμβολή τους στον θεολογικό διάλογο των δύο κόσμων, Ανατολής και Δύσης, κάθε φορά που οι δύο πλευρές δεν σκιαμαχούσαν για συλλαβές και λέξεις ζυγομαχούντες περί των ονομάτων[9].
[2] Οι συζητήσεις αυτές δυτικών και βυζαντινών θεολόγων γύρω από δογματικά θέματα και κυρίως σχετικά με το πρόβλημα της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος είναι ιδιαίτερης σημασίας και συνδέονται με επανειλημμένες αποστολές στο Βυζάντιο. Διασώθηκαν κείμενα ελληνικά και λατινικά από τις συζητήσεις που έγιναν το έτος 1112, μεταξύ Λατίνων και Ελλήνων. Επικεφαλής των Λατίνων ήταν ο Πέτρος Χρυσολάνος, αρχιεπίσκοπος Μεδιολάνων, ενώ ανάμεσα στους Έλληνες ήταν ο Ευστράτιος Νικαίας, ο Ευθύμιος Ζυγαβηνός, ο Νικόλαος Μουζάλων και ο ηγούμενος της μονής Γάνου Ιωάννης Φουρνής, ο οποίος, κατ’ εντολή του αυτοκράτορα Αλεξίου Κομνηνού, ανέλαβε τη σύνταξη των ελληνικών θέσεων. Η συμβολή των ελληνομαθών μελών των αποστολών της Δύσης υπήρξε σημαντική: είναι αυτοί που αφενός μεταφράζουν τα ελληνικά κείμενα και αφετέρου μεταφέρουν στη Δύση σημαντικό αριθμό ελληνικών χειρογράφων για τις αποστολές αυτές βλ. Η. G. Beck, Kirche una theologische Literatur im byzantinischen Reich, Μόναχο 1959, σελ. 312 κεξ., 581, 616 κεξ. (όπου και σχετική βιβλιογραφία) και Κ. Μ. Setton, «The Byzantine Background to the Italian Ranaissance», Proceedings ofthe American Philosophical Society 100 (1956) 11 κεξ. Για τον Άνσελμο ειδικότερα βλ. Ν. Russell, “Anselm of Havelberg and the Union of the Churches”, Sobornost 1(1979) 19-41, J.T. Less, Anselm of Havelberg. Deeds into words in twelfth century, Leiden, New York, Koln 1998 σελ. 40-47 και G. Schreiber, “Anselm von Havelberg und die Ostkirche”, ZFK 60(1941) 354-411.
[3] Για τον Ιάκωβο από τη Βενετία ως μεταφραστή του Αριστοτέλη βλ. L. Minio-Paluello, “Giacomo Veneto e 1′ Aristotelismo Latino”, Opuscula, Άμστερνταμ 1972, σελ. 565-86.
[5] Πρόκειται για το έργο Expositio in graecas dictiones quae inveniuntur in prologis S. Hieronymi. Ο Μωυσής του Μπέργκαμο είναι γνωστός και ως συλλέκτης ελληνικών χειρογράφων, βλ. Μ. Manitius, Gescbichte der lateinischen Literatur des Mittelalters, τ. III, Μόναχο 1931, σελ. 683-687, και G. Cremaschi, Mose del Brolo e la Cultura a Bergamo nei secoli XI-XII, Bergamo 1945.
[6] Το έργο του Ανσέλμου (έκδοση PL 188,1139-1248) Dialogi (ή, κατ’ άλλους, Αντικείμενα ή Διακείμενα) γράφηκε κατά παραγγελία του πάπα Ευγενίου Γ’ και περιγράφει τον θεολογικό διάλογο του 1136 στο δεύτερο και τρίτο βιβλίο· είναι χαρακτηριστικός ο τίτλος του πρώτου κεφαλαίου του δεύτερου βιβλίου (col. 1163Α) εντός του οποίου περιέχεται το τμήμα του «μεταφραστικού» διαλόγου: Πώς διεξήχθη στην Κωνσταντινούπολη ο διάλογος περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος από τον Άνσελμο επίσκοπο του Havelberg και τον Νικήτα αρχιεπίσκοπο Νικομήδειας και για τον τρόπο της μετάφρασης μεταξύ των διαλεγομένων (Qualiter dialogus habitus sit in urbeConstantinopoli de processione “SpmtusSancti ab Anselmo Havelbergensi episcopo, et Necbite [sic] arcbiepiscopo Nicomediae, et de modo interpretationis inter colloquentes). Βλ. περισσότερα Αν. Κόλτσιου-Νικήτα, «Ο ρόλος της μετάφρασης και των ερμηνέων στο θεολογικό διάλογο ελληνόφωνης Ανατολής και λατινόφωνης Δύσης», σελ. 301-323. Για τη δράση του Ανσέλμου βλ. Dictionnaire de Theologie catholique, τ. 2, Παρίσι 1909, col. 1360-1361.
[7] Ο «μεταφραστικός» διάλογος περιέχεται στο τμήμα: PG 188, 1163Α (αρχή πρώτου κεφαλαίου)-1164Α (…quia tibi placet).
[9] Η φράση του Γρηγορίου Θεολόγου οὐδέν γάρ περί τῶν ὀνομάτων ζυγομαχήσομεν, ἕως ἄν πρός τήν αὐτήν ἔννοιαν αἱ συλλαβαί φέρωσιν (Εἰς τά ἅγια Φῶτα IA,PG 36, 345C) επανέρχεται συχνά στις θεολογικές συζητήσεις του 14ου αιώνα από τους εκπροσώπους και των δύο πλευρών. Ο Γρηγόριος Παλαμάς σημειώνει: Αὕτη οὖν ἡ κίνησίς τε και πρόοδος, εἰ δέ βούλει καί ἐκπόρευσις � οὐδέ γάρ περί τῶν ὀνομάτων ζυγομαχοῦντες ἀσχημονήσομεν (έκδ. Β. Bobrinskay, στο: Π. Χρήστου, Γρηγορίου του Παλαμά συγγράμματα,τ. Α, σελ. 54, πρβλ. Ν. Ματσούκας, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Α΄, Θεσσαλονίκη 1996, σελ. 157 σημ. 92). Τη φράση του Γρηγορίου Θεολόγου παραθέτει, προς επίρρωσιν των θέσεών του, ο Νικηφόρος Γρηγοράς (Ῥωμαϊκής Ἱστορίας Λόγος Κ, σελ. 988C, Schopen). Ο Μάξιμος Χρυσοβέργης, λόγιος του περιβάλλοντος του Δημητρίου Κυδώνη, επικρίνει στο έργο του Περί τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος λόγος πρός τούς Κρῆτας όσους προδίδουν την ίδια τη σωτηρία τους ζυγομαχοῦντες περί τῶν ὀνομάτων (PG 154, 1228).
Θεματολογικές ετικέτες