Γενικού ενδιαφέροντος

Η δικτατορία τoυ θρησκευτικού ανορθολογισμού

Ήδη από τα χρόνια του Μεσαίωνα αρκετοί θεολόγοι, και μάλιστα κάποιοι από τους πιο οξείς νόες εκείνης της εποχής, καταπιάστηκαν με το πρόβλημα αναφορικά με τη λογική απόδειξη της ύπαρξης του Θεού.

 Τον 11ο αι. ο Άνσελμος από την Αόστα, για παράδειγμα, ο οποίος διετέλεσε και αρχιεπίσκοπος του Καντέρμπουρυ, διατύπωσε μια από τις πιο διάσημες θεωρίες, γνωστή ως «οντολογικό επιχείρημα» ενώ δυο αιώνες αργότερα ο πολύς Θωμάς Ακινάτης συστηματοποίησε τη δική του θεωρία στις περίφημες πέντε οδούς: α) via ex motu, β) via ex causa, γ) via ex contingentia, δ) via ex gradu perfectionis και ε) via ex fine. Στους αιώνες που ακολούθησαν, τη σκυτάλη των αποδεικτικών θεωριών περί υπάρξεως του Θεού παρέλαβαν οι φιλόσοφοι, με ενδεικτικές περιπτώσεις εκείνες του Descartes, του Leibnitz και του Kant, οι οποίοι συνεισέφεραν σημαντικά στην διατύπωση αντίστοιχων επιχειρημάτων. Στη καθ’ ημάς Ανατολή, ωστόσο, τέτοιες διανοητικές απόπειρες δεν βρήκαν ιδιαίτερα πρόσφορο έδαφος• αντ’ αυτών αναπτύχθηκε η λεγόμενη αποφατική θεολογία σύμφωνα με την οποία η ουσία του Θεού παραμένει ασύλληπτη και απερινόητη για τις πεπερασμένες δυνατότητες του ανθρώπινου μυαλού και κατά συνέπεια κανένα λογικό επιχείρημα δεν είναι σε θέση να αποδείξει την θεϊκή ύπαρξη. Οι παραπάνω, ωστόσο, παρατηρήσεις αφορούν στην ιστορία των ιδεών, της θεολογίας και της φιλοσοφίας και συνδέονται με μια διανοητική δραστηριότητα του ανθρώπου που εκ των πραγμάτων ουδέποτε γνώρισε μεγάλη διάχυση στο ευρύ κοινό αλλά παράμεινε μια πολυτελής ενασχόληση μεταξύ ειδικών. Σε καμία περίπτωση δεν επηρέασε, και δεν θα μπορούσε άλλωστε να το κάνει, τη λαϊκή θρησκευτικότητα και πολύ περισσότερο αυτούς που τη διαμορφώνουν. Συχνά ακούμε στις μέρες μας για την περίφημη «γιαγιά της Τουρκοκρατίας», έκφραση που συμπυκνώνει νοηματικά και με λυρικό ενδεχομένως ύφος μια ευρύτατα διαδεδομένη αντίληψη ότι ένα χαμηλής μορφωτικής και ίσως αντιληπτικής ικανότητας κοινωνικό σύνολο, μολονότι ζούσε σε δυσχερείς εποχές δουλείας του οθωμανικού ή βενετικού ζυγού ήταν σε θέση να κατανοεί τη γλώσσα τη λατρείας, να διατηρεί την ορθόδοξη πίστη και τα συνεπακόλουθα ήθη και έθιμα, με άλλα λόγια να διασώζει ασυνείδητα αυτό που ονομάζουμε ελληνορθόδοξη παράδοση. Δεν ξέρω αν υπήρξε ποτέ αυτή η «γιαγιά της Τουρκοκρατίας» ή αν απλά αποτελεί ένα έξυπνα κατασκευασμένο λογοτεχνικό locum για την προβολή σ’ ένα ωραιοποιημένο παρελθόν μιας ταυτότητας που φαίνεται να διαμορφώνεται πολύ αργότερα μέσα σ’ ένα κρατικό πλέον περιβάλλον εμφανώς επηρεασμένο από το κίνημα Ρομαντισμού του 19ου αι. Σε ότι αφορά, ωστόσο, το θρησκευτικό και το θεολογικό πεδίο, η περίοδος των Νεότερων Χρόνων χαρακτηρίστηκε από έναν ομολογιακό ανταγωνισμό, ο οποίος δεν άφησε ανεπηρέαστη την ανατολική λεκάνη της Μεσογείου. Η Μεταρρύθμιση και η Αντιμεταρρύθμιση εκτός από τους θρησκευτικούς πολέμους επέφεραν ως συνέπεια και την κινητοποίηση μιας θεολογικής παραγωγής που προσπαθούσε να αποδείξει την ορθότητα της μιας ή της άλλης χριστιανικής ομολογίας. Η διαφορά μεταξύ Ρωμαιοκαθολικών και Προτεσταντών, για παράδειγμα, αναφορικά με την πραγματική ή τη συμβολική παρουσία του Χριστού στο μυστήριο της θείας ευχαριστίας αντίστοιχα, είχε σαν αποτέλεσμα το ξέσπασμα των λεγόμενων ευχαριστιακών ερίδων κατά τον 17ο αι. που οδήγησε σε συγγραφή εκατοντάδων πολεμικών πραγματειών εκατέρωθεν, στην ανάδυση νέων μορφών λατρείας (όπως η ευχαριστιακή λατρεία, οι λιτανείες του καθαγιασμένου άρτου κ.α.) αλλά και την «εξαγωγή» του προβλήματος στη Χριστιανική Ανατολή αφού και οι δυο πλευρές αναζητούσαν επιχειρήματα για την ενίσχυση των θέσεων τους σε άλλες Χριστιανικές παραδόσεις αλλά και στην πρακτική της αρχαίας Εκκλησίας. Ο ομολογιακός αυτός ανταγωνισμός δεν άφησε ανεπηρέαστη την ορθόδοξη θεολογία και την εν γένει εκκλησιαστική πραγματικότητα. Τα ζητήματα αυτά περιγράφονται εξαιρετικά στο θαυμάσιο βιβλίο του Gerhard Podskalsky, H Eλληνική Θεολογία επί Τουρκοκρατίας 1452-1821: H Ορθοδοξία στη σφαίρα επιρροής των Δυτικών δογμάτων μετά τη Μεταρρύθμιση, μτφρ. π.Γεωρ. Μεταλληνός, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 2008 [έκδοση αναθεωρημένη επαυξημένη με την ελληνική βιβλιογραφία του γερμανικού πρωτοτύπου Griechische Theologie in der Zeit der Türkenherrschaft (1453–1821): Die Orthodoxie im Spannungsfeld der nachreformatorischen Konfessionen des Westens, C. H. Beck, München 1988].

Η απόρριψη από μέρους της Μεταρρύθμισης σύσσωμης σχεδόν της εκκλησιαστικής παράδοσης, της τιμής των αγίων, του ιερού χαρακτήρα των μυστηρίων και της αναγκαιότητας τους για τη σωτηρία του ανθρώπου με την αντίστοιχη έμφαση στις αρχές της sola scriptura και sola fede διευκόλυνε κατά μια έννοια τη σαφή οριοθέτηση μεταξύ των δυο αντιμαχόμενων ομολογιών με την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία να προσπαθεί να «αποδείξει» την ορθότητα των παραδοσιακών θέσεων της μέσα από τη θαυματουργική φανέρωση της θείας χάριτος σε όλα εκείνα τα στοιχεία που απέρριπτε η Μεταρρύθμιση. Η ίδια τακτική, ωστόσο, εφαρμόστηκε και προς τις εκκλησιαστικές εκείνες παραδόσεις, οι οποίες ομοιοτρόπως με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία διατηρούσαν την ίδια κατ’ουσίαν εκκλησιαστική παράδοση αναφορικά με τα ζητήματα που ήγειρε η Μεταρρύθμιση και από κοινού διεκδικούσαν την αδιάκοπη συνέχεια με την αρχαία αδιαίρετη Εκκλησία. Στην περίπτωση αυτή η άφθαρτη διατήρηση των λειψάνων των αγίων καθώς και η θαυματουργική επιβεβαίωση της πραγματικής παρουσίας του Χριστού στο μυστήριο της ευχαριστίας αποτελούσαν τεκμήριο ότι η θεία χάρις ενεργεί εντός της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας σε αντιδιαστολή με άλλες «σχισματικές» εκκλησιαστικές παραδόσεις, οι οποίες σύμφωνα πάντα με τη Ρωμαιοκαθολική θεώρηση μπορεί να διατηρούσαν μορφολογικά την ίδια εκκλησιαστική παράδοση, στερούνταν, ωστόσο, των ευεργετικών ιδιοτήτων της θείας χάριτος, της οποία διαχειριστής διατελούσε κατά τρόπο αποκλειστικό μόνο η Ρωμαιοκαθολική εκκλησία. Η συνεπακόλουθη αντίδραση της Ορθόδοξης εν προκειμένω Εκκλησίας υπήρξε η υπεράσπιση της βιούμενης μυστηριακής και αγιαστικής εμπειρίας εντός το δικού της εκκλησιαστικού βίου με την ταυτόχρονη αμφισβήτηση της αντίστοιχης Ρωμαιοκαθολικής. Στο πλαίσιο αυτό και ιδιαίτερα στις περιοχές όπου η συνύπαρξη Ρωμαιοκαθολικών και Ορθόδοξων πληθυσμών αποτελούσε απτή πραγματικότητα, καταδείχθηκε και από πλευράς Ορθοδόξων μια ιδιαίτερη και επίμονη προσπάθεια ανάδειξης της αγιαστικής παρουσίας της θείας χάριτος στον ορθόδοξο θρησκευτικό βίο σε αντιδιαστολή με τον αντίστοιχο Ρωμαιοκαθολικό. Έτσι για παράδειγμα η άφθαρτη παρουσία των λειψάνων των αγίων (πχ. στην Κέρκυρα, τη Ζάκυνθο και την Κεφαλονιά, δηλαδή στον κατεξοχήν βενετοκρατούμενο ελλαδικό χώρο) μαρτυρούσε για την συνείδηση των ορθοδόξων ότι η θεία χάρις παραμένει ζώσα και ενεργή παρά τις περί του αντιθέτου κατηγορίες των Ρωμαιοκαθολικών, ενώ ταυτόχρονα η πεποίθηση περί της επί μακρόν διατήρησης του αγιασμού «χωρίς να χαλάει» πιστοποιούσε την ορθότητα και αυθεντικότητα του ορθόδοξου εκκλησιαστικού βιώματος έναντι του Ρωμαιοκαθολικού αγιασμού, σύμφωνα με τη παιδιάστικη λογική «το δικό μου είναι καλύτερο από το δικό σου». Ακόμα και το πολυθρύλητο «θαύμα» της αφής του αγίου Φωτός στον Πανάγιο Τάφο, οφείλει να γίνει κατανοητό στο πλαίσιο αυτού του ιδιότυπου ομολογιακού ανταγωνισμού των Νεοτέρων Χρόνων, όπου η διατήρηση των προνομίων και του status quo των παναγίων προσκυνημάτων επιβάλλει την άνωθεν κατ’ έτος επιβεβαίωση δια θαύματος την ανωτερότητα της Ορθοδοξίας έναντι των άλλων χριστιανικών ομολογιών. 

Αν όμως οι παραπάνω αντιλήψεις μπορούν να δικαιολογηθούν μέσα σ’ ένα πλαίσιο ομολογιακού ανταγωνισμού που χαρακτήριζε το ιστορικό συγκείμενο των Νεότερων Χρόνων η ευθύνη για τη διαμόρφωση στις μέρες μας μιας θρησκευτικότητας, η οποία επιδιώκει την επιβεβαίωσή της μέσα από το θαύμα βαραίνει κατά κύριο λόγο την ποιμαίνουσα Εκκλησία. Ο ανταγωνισμός με τις άλλες χριστιανικές ομολογίες οδήγησε, όπως είδαμε, κατά το παρελθόν στην ανάγκη για χειροπιαστές θαυματουργικές αποδείξεις της δογματικής ορθότητας και του αυθεντικού εκκλησιαστικού βιώματος. Ήδη από το δεύτερο μισό του 19ου αι. αλλά με πιο έντονο τρόπο κατά τον 20ο αι., οι προκλήσεις που δημιουργήθηκαν με την πρόοδο των επιστημών καθώς και την ανάπτυξη και διάχυση διαφόρων ιδεών και τάσεων όπως οι θεωρίες του δαρβινισμού και του ιστορικού υλισμού, ο επιστημονικός αθεϊσμός και ο μαχητικός αντικληρικαλισμός αντιμετωπίστηκαν από τον εκκλησιαστικό και θεολογικό λόγο στην Ελλάδα είτε μέσα από την επίκληση στο πεπερασμένο του ορθού λόγου και της ανθρώπινης λογικής και την κατ’ επέκταση ανάδειξη του αποφατισμού ως πανάκεια «δια πάσαν νόσον…» είτε μέσω ενός μαχητικού απολογητισμού, στη φαρέτρα του οποίου βρέθηκαν αίφνης όλα εκείνα τα βέλη που είχαν σφυρηλατηθεί και ηκονιστεί για την κατάδειξη της δογματικής ανωτερότητας έναντι των άλλων χριστιανικών ομολογιών. Μ΄ αυτή την έννοια, η αντίληψη αναφορικά με την αφθαρσία των σωμάτων των αγίων, η δοξασία για την αναλλοίωτη επ’αόριστον διατήρηση του αγιασμού, και η πεποίθηση περί ανοσίας που σχετίζεται με τον τρόπο μετάδοσης της θείας ευχαριστίας καθίστανται στη λαϊκή χριστιανική συνείδηση ως η ατράνταχτη απόδειξη της αυθεντικότητας του θρησκευτικού βιώματος και λειτουργεί ως ιδεολογική δικαίωση ενάντια στις πραγματικές ή φαντασιακές επιθέσεις από τους «εχθρούς» της Εκκλησίας. Η οποιαδήποτε αμφισβήτηση της ορθότητας και αυθεντικότητας των παραπάνω αντιλήψεων, από οποιονδήποτε χώρο και αν προέρχεται, ακόμα κι από αυτόν του πεφωτισμένου κλήρου ή της θεολογικής επιστήμης, δεν αντιμετωπίζεται απλά με δυσπιστία και σκεπτικισμό αλλά επιπλέον γίνεται στόχος σκληρής πολεμικής, ενώ συχνά οι εκφέροντες τέτοιες «αποδομητικές» απόψεις χαρακτηρίζονται ως μηδενιστές, άθεοι, φερέφωνα του Σόρος, υπάλληλοι της Νέας Τάξης πραγμάτων και στολίζονται με ένα σωρό άλλες ευφάνταστες κατηγορίες. Διερωτάται κανείς σε τι πραγματικά θα ζημιωνόταν το μήνυμα του Ευαγγελίου, ο Χριστιανισμός εν γένει και πιο συγκεκριμένα η Ορθόδοξη Εκκλησία και η θεολογία της αν ξαφνικά αποδεικνυόταν ότι ο αγιασμός χαλάει με τον καιρό, ότι ο τρόπος μετάδοσης της θείας ευχαριστίας δεν εγγυάται καμία ανοσία και ότι το άγιο Φως ανάβει κάθε χρόνο ο Πατριάρχης από την ακοίμητη κανδήλα του Παναγίου Τάφου; Μέχρι πότε θα εμποδίζει αυτή η ιδιότυπη δικτατορία του θρησκευτικού ανορθολογισμού το ουσιαστικό και αυθεντικό βίωμα του ευαγγελικού μηνύματος και την πνευματική, λειτουργική και θεολογική αναγέννηση στον εκκλησιαστικό βίο;

Θεματολογικές ετικέτες

Αφήστε μια απάντηση