Ακολουθώντας το Πνεύμα,
σημαίνει να είσαι ανοιχτός στην έκπληξη
π. Raniero Cantalamessa
Η ιστορία της Εκκλησίας στα τέλη του δέκατου ένατου και στις αρχές του εικοστού αιώνα μας άφησε ένα πικρό μάθημα που δεν πρέπει να ξεχάσουμε για να μην επαναλάβουμε το λάθος που το προκάλεσε. Μιλώ για την καθυστέρηση (στην πραγματικότητα για την άρνηση) να λάβουμε υπόψη μας τις αλλαγές που είχαν συντελεστεί στην κοινωνία και για την κρίση του μοντερνισμού που ήταν η συνέπειά της.
Όποιος έχει μελετήσει εκείνη την περίοδο, έστω και επιφανειακά, γνωρίζει τη ζημιά που προκάλεσε και για τη μία και για την άλλη πλευρά, δηλαδή τόσο για την Εκκλησία όσο και για τους λεγόμενους “μοντερνιστές”. Η έλλειψη διαλόγου, από τη μία πλευρά, ώθησε ορισμένους από τους πιο γνωστούς μοντερνιστές σε όλο και πιο ακραίες και τελικά σαφώς αιρετικές θέσεις· από την άλλη πλευρά, στέρησε από την Εκκλησία τεράστια ενέργεια (ανθρώπων με δυναμισμό), προκαλώντας ατελείωτες πληγές και βάσανα στο εσωτερικό της, κάνοντάς την να αποτραβιέται όλο και περισσότερο στον εαυτό της και κάνοντάς την να χάνει τον βηματισμό της εποχής.
Η Δεύτερη Βατικανή Σύνοδος ήταν μια προφητική πρωτοβουλία για να αναπληρώσει τον χαμένο χρόνο. Επέφερε μια ανανέωση, η οποία σίγουρα δεν είναι η περίπτωση που πρέπει να παρουσιαστεί και πάλι εδώ. Περισσότερο από το περιεχόμενό της, μας ενδιαφέρει αυτή τη στιγμή η μέθοδος που εγκαινίασε, η οποία είναι να βαδίζουμε μέσα στην ιστορία, μαζί με την ανθρωπότητα, προσπαθώντας να διακρίνουμε τα σημεία των καιρών.
Η ιστορία και η ζωή της Εκκλησίας δεν σταμάτησαν με τη Β΄ Βατικανή Σύνοδο. Αλίμονο να κάνουμε από αυτό ό,τι προσπάθησαν κάποιοι να κάνουν κάποιοι με τη Σύνοδο του Τριδέντου, δηλαδή μια γραμμή τερματισμού και έναν αμετακίνητο στόχο. Αν η ζωή της Εκκλησίας σταματούσε, αυτό θα συνέβαινε όπως συμβαίνει με ένα ποτάμι που φτάνει σε ένα φράγμα: αναπόφευκτα μετατρέπεται σε τέλμα ή σε βάλτο.
“Μη νομίζετε”, έγραψε ο Ωριγένης τον τρίτο αιώνα, “ότι αρκεί να ανανεωνόμαστε μόνο μία φορά· πρέπει να ανανεώνουμε την ίδια καινοτομία” – Ipsa novitas innovanda est. Πριν από αυτόν, ο καινοτόμος διδάσκαλος της Εκκλησίας, ο Άγιος Ειρηναίος είχε γράψει: Η αποκαλυφθείσα αλήθεια είναι “σαν ένα πολύτιμο ποτό που περιέχεται σε ένα πολύτιμο δοχείο. Με το έργο του Αγίου Πνεύματος, ανανεώνεται πάντοτε και κάνει και το δοχείο που την περιέχει να ανανεώνεται”. Το “δοχείο” που περιέχει την αποκαλυφθείσα αλήθεια είναι η ζωντανή παράδοση της Εκκλησίας. Το “πολύτιμο ποτό” είναι κατ’ αρχάς η Αγία Γραφή, αλλά η Αγία Γραφή που διαβάζεται στην Εκκλησία, που είναι ο πιο σωστός ορισμός της Παράδοσης. Το Πνεύμα είναι, από τη φύση του, καινοτομία. Ο Απόστολος προτρέπει τους βαπτισμένους να υπηρετούν τον Θεό “με την καινοτομία του Πνεύματος και όχι με την πεπατημένη του γράμματος” (Ρωμ 7:6).
Η κοινωνία όχι μόνο δεν σταμάτησε την εποχή της Β΄ Βατικανής, αλλά υπέστη μια ιλιγγιώδη επιτάχυνση. Αλλαγές που παλαιότερα χρειάζονταν έναν ή δύο αιώνες, τώρα χρειάζονται μια δεκαετία. Αυτή η ανάγκη για συνεχή ανανέωση δεν είναι τίποτε άλλο από την ανάγκη για συνεχή μεταστροφή, που επεκτείνεται από τον μεμονωμένο πιστό σε ολόκληρη την Εκκλησία στην ανθρώπινη και ιστορική της συνιστώσα. Η Ecclesia πρέπει πάντοτε να ανανεώνεται (Ecclesia semper reformanda est). Το πραγματικό πρόβλημα, επομένως, δεν έγκειται στην καινοτομία· είναι μάλλον στον τρόπο με τον οποίο την αντιμετωπίζουμε. Επιτρέψτε μου να το εξηγήσω. Κάθε καινοτομία και κάθε αλλαγή είναι ένα σταυροδρόμι· μπορεί να πάρει δύο αντίθετους δρόμους: Είτε αυτόν του κόσμου είτε αυτόν του Θεού· είτε τον δρόμο του θανάτου είτε τον δρόμο της ζωής. Η Διδαχή, που γράφτηκε όταν τουλάχιστον ένας από τους δώδεκα αποστόλους ήταν ακόμη εν ζωή, απεικόνιζε ήδη αυτούς τους δύο δρόμους.
Τώρα έχουμε ένα αλάθητο μέσο για να παίρνουμε κάθε φορά το δρόμο της ζωής και του φωτός: το Άγιο Πνεύμα. Είναι η βεβαιότητα που έδωσε ο Ιησούς στους αποστόλους πριν τους αφήσει: “Θα ζητήσω από τον Πατέρα και θα σας δώσει άλλον Παράκλητο για να μείνει μαζί σας για πάντα” (Ιωάν. 14:16). Και πάλι: “Το Πνεύμα της αλήθειας θα σας οδηγήσει σε όλη την αλήθεια” (Ιωάν. 16:13). Δεν θα τα κάνει όλα μαζί ή μια για πάντα, αλλά ανάλογα με τις καταστάσεις που προκύπτουν. Πριν τους αφήσει οριστικά, τη στιγμή της Ανάληψης, ο Αναστημένος Χριστός καθησύχασε τους μαθητές του για τη βοήθεια του Παρακλήτου: “Θα λάβετε”, λέει, “δύναμη από το Άγιο Πνεύμα που θα κατέβει επάνω σας, και θα είστε μάρτυρές μου στην Ιερουσαλήμ, σε όλη την Ιουδαία και τη Σαμάρεια και στα πέρατα της γης” (Πράξεις 1:8).
Η πρόθεση των πέντε κηρυγμάτων της Πασχάλιας Νηστείας, που αρχίζουμε σήμερα, πολύ απλά, είναι ακριβώς αυτή: Να μας ενθαρρύνουν να θέσουμε το Άγιο Πνεύμα στην καρδιά ολόκληρης της ζωής της Εκκλησίας και, ειδικότερα, αυτή τη στιγμή, στην καρδιά των συνοδικών εργασιών. Με άλλα λόγια, να αποδεχτούμε την πιεστική πρόσκληση που απευθύνει ο Αναστημένος, στην Αποκάλυψη, σε κάθε μία από τις επτά εκκλησίες της Μικράς Ασίας: “Όποιος έχει αυτιά ας ακούσει τι λέει το Πνεύμα στις εκκλησίες” (Αποκ. 2:7).
Είναι ο μόνος τρόπος που έχω εγώ ο ίδιος για να μην παραμείνω εντελώς ξένος προς τη συνεχή δέσμευση για τη σύνοδο. Σε ένα από τα πρώτα μου κηρύγματα στον Παπικό Οίκο, πριν από 43 χρόνια, είπα παρουσία του Πάπα Ιωάννη Παύλου Β’: “Σε όλη μου τη ζωή συνέχισα να κάνω την ταπεινή δουλειά που έκανα ως παιδί”. Και εξήγησα γιατί. Οι παππούδες και οι γιαγιάδες μου από τη μητέρα μου καλλιεργούσαν μια τεράστια λοφώδη γη ως μεροκαματιάρηδες. Τον Ιούνιο ή τον Ιούλιο γινόταν η συγκομιδή, όλα με το χέρι, με το δρεπάνι, σκυμμένοι στον ήλιο. Ήταν πολύ σκληρή δουλειά! Τα μικρά ξαδέλφια μου και εγώ ήμασταν υπεύθυνοι να φέρνουμε συνεχώς νερό στους θεριστές για να πίνουν. Αυτό, είπα, θα έκανα για το υπόλοιπο της ζωής μου. Οι θεριστές έχουν αλλάξει, είναι τώρα οι εργάτες στον αμπελώνα του Κυρίου, και το νερό είναι διαφορετικό, είναι τώρα ο Λόγος του Θεού. Μια δουλειά, η δική μου, πολύ λιγότερο κουραστική, για να πω την αλήθεια, από εκείνη των εργατών στο χωράφι, αλλά επίσης, ελπίζω, χρήσιμη και κατά κάποιο τρόπο απαραίτητη.
Σε αυτό το πρώτο κήρυγμα, θα περιοριστώ στο να συγκεντρώσω το δίδαγμα που μας έρχεται από την εκκολαπτόμενη Εκκλησία. Με άλλα λόγια, θα ήθελα να δείξω πώς το Άγιο Πνεύμα οδήγησε τους αποστόλους και τη χριστιανική κοινότητα να κάνουν τα πρώτα τους βήματα στην ιστορία. Όταν τα προαναφερθέντα λόγια του Ιησού για τη συνδρομή του Παρακλήτου καταγράφηκαν από τον Ιωάννη, η Εκκλησία είχε ήδη αποκτήσει πρακτική εμπειρία από αυτά, και είναι ακριβώς αυτή η εμπειρία, μας λένε οι ερμηνευτές, που αντικατοπτρίζεται στα λόγια του ευαγγελιστή.
Οι Πράξεις των Αποστόλων μας δείχνουν μια Εκκλησία που, βήμα-βήμα, “οδηγείται από το Πνεύμα”. Η καθοδήγησή της ασκείται όχι μόνο σε μεγάλες αποφάσεις αλλά και σε δευτερεύοντα ζητήματα. Ο Παύλος και ο Τιμόθεος θέλουν να κηρύξουν το ευαγγέλιο στην επαρχία της Ασίας, αλλά “το Άγιο Πνεύμα τους το απαγορεύει”· είναι έτοιμοι να κατευθυνθούν προς τη Βιθυνία, αλλά, όπως γράφεται, “το Πνεύμα του Ιησού δεν τους το επιτρέπει” (Πράξεις 16:6). Από όσα ακολουθούν, καταλαβαίνουμε τον λόγο για αυτόν τον τόσο πιεστικό οδηγό: το Άγιο Πνεύμα ώθησε έτσι την εκκολαπτόμενη Εκκλησία να εγκαταλείψει την Ασία και να στραφεί προς μια νέα ήπειρο, την Ευρώπη (πρβλ. Πράξεις 16:9). Ο Παύλος έρχεται να αυτοπροσδιοριστεί, στις επιλογές του, ως “αιχμάλωτος του Πνεύματος” (Πράξεις 20:22).
Δεν είναι ένας ευθύς και ομαλός δρόμος, αυτός της εκκολαπτόμενης Εκκλησίας. Η πρώτη μεγάλη κρίση σχετίζεται με την εισδοχή των εθνών στην Εκκλησία. Δεν χρειάζεται να υπενθυμίσουμε την εξέλιξή της. Μας ενδιαφέρει μόνο να θυμηθούμε πώς επιλύεται η κρίση. Ο Πέτρος πηγαίνει στον Κορνήλιο και στους ειδωλολάτρες – είναι το Πνεύμα που τον προστάζει (πρβλ. Πράξεις 10:19, 11:12). Και πώς αιτιολογείται και επικοινωνείται η απόφαση που έλαβαν οι απόστολοι στην Ιερουσαλήμ να υποδεχθούν τους ειδωλολάτρες στην κοινότητα, χωρίς να τους αναγκάσουν να κάνουν περιτομή και να συμμορφωθούν με όλη τη μωσαϊκή νομοθεσία; Επιλύεται με αυτές τις εξαιρετικές εναρκτήριες λέξεις: “Φάνηκε καλό στο Άγιο Πνεύμα και σε εμάς…” (15:28).
Δεν πρόκειται για την αρχαιολογία της Εκκλησίας, αλλά για την ανάδειξη, πάντοτε εκ νέου, του παραδείγματος κάθε εκκλησιαστικής απόφασης. Πράγματι, δεν χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια για να δει κανείς την αναλογία ανάμεσα στο άνοιγμα που έγινε τότε προς τους εθνικούς, με εκείνο που επιβάλλεται σήμερα προς τους λαϊκούς, και ιδιαίτερα προς τις γυναίκες. Αξίζει λοιπόν να θυμηθούμε το κίνητρο που ώθησε τον Πέτρο να ξεπεράσει τις αμηχανίες του και να βαφτίσει τον Κορνήλιο και την οικογένειά του.
Διαβάζουμε στις Πράξεις των Αποστόλων: Ενώ ο Πέτρος εξακολουθούσε να τα λέει αυτά, το Άγιο Πνεύμα ήλθε σε όλους όσοι άκουγαν τον λόγο. Οι περιτμημένοι πιστοί που συνόδευαν τον Πέτρο έμειναν κατάπληκτοι που η δωρεά του αγίου Πνεύματος είχε εκχυθεί και στους εθνικούς, γιατί τους άκουγαν να μιλούν σε γλώσσες και να δοξάζουν τον Θεό. Τότε ο Πέτρος απάντησε: “Μπορεί κανείς να παρακρατήσει το νερό για να βαφτίσει αυτούς τους ανθρώπους, οι οποίοι έλαβαν το άγιο Πνεύμα όπως κι εμείς;” (Πράξεις 10:44-47).
Κληθείς να δικαιολογήσει τη συμπεριφορά του στην Ιερουσαλήμ, ο Πέτρος αφηγείται τι είχε συμβεί στο σπίτι του Κορνήλιου και καταλήγει λέγοντας:
Θυμήθηκα τον λόγο του Κυρίου, πώς είχε πει: “Ο Ιωάννης βάπτιζε με νερό, εσείς όμως θα βαπτιστείτε με το Άγιο Πνεύμα”. Αν λοιπόν ο Θεός τους έδωσε το ίδιο δώρο που έδωσε και σε εμάς όταν ήρθαμε να πιστέψουμε στον Κύριο Ιησού Χριστό, ποιος ήμουν εγώ που θα μπορούσα να εμποδίσω τον Θεό;
Αν παρατηρήσουμε προσεκτικά, είναι το ίδιο κίνητρο που ώθησε τους Πατέρες της Δεύτερης Βατικανής Συνόδου να επαναπροσδιορίσουν τον ρόλο των λαϊκών στην Εκκλησία, δηλαδή το δόγμα των χαρισμάτων. Γνωρίζουμε καλά το κείμενο, αλλά είναι πάντα χρήσιμο να το υπενθυμίζουμε:
Το Άγιο Πνεύμα όχι μόνο μέσω των μυστηρίων και των διακονιών της Εκκλησίας αγιάζει και καθοδηγεί τον λαό του Θεού και τον εμπλουτίζει με αρετές, αλλά, “κατανέμοντας τα χαρίσματά του στον καθένα, όπως Εκείνος θέλει” (Α΄ Κορ. 12:11), διανέμει ιδιαίτερα χαρίσματα στους πιστούς κάθε βαθμίδας. Με τα χαρίσματα αυτά τους καθιστά ικανούς και έτοιμους να αναλάβουν τα διάφορα καθήκοντα και αξιώματα που συμβάλλουν στην ανανέωση και την οικοδόμηση της Εκκλησίας, σύμφωνα με τα λόγια του Αποστόλου: “Η φανέρωση του Πνεύματος δίδεται σε όλους προς όφελος” (Α΄ Κορ. 12, 7). Αυτά τα χαρίσματα, είτε πρόκειται για τα πιο εξέχοντα είτε για τα πιο απλά και ευρέως διαδεδομένα, πρέπει να γίνονται δεκτά με ευχαριστία και παρηγοριά, διότι είναι απολύτως κατάλληλα και χρήσιμα για τις ανάγκες της Εκκλησίας (LG, 12).
Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την εκ νέου ανακάλυψη της φύσης της Εκκλησίας, η οποία δεν είναι μόνο ιεραρχική αλλά και χαρισματική. Ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β΄, στο Novo millennio ineunte (n. 45) το έκανε ακόμη πιο σαφές, ορίζοντας την Εκκλησία ως ιεραρχία και ως κοινωνία (koinonia). Σε πρώτη ανάγνωση, το πρόσφατο σύνταγμα για τη μεταρρύθμιση της Curia Praedicate Evangelium (πέρα από όλες τις νομικές και τεχνικές πτυχές για τις οποίες δεν έχω πλήρη γνώση) μου έδωσε την εντύπωση ενός βήματος προς την ίδια κατεύθυνση· δηλαδή, στην εφαρμογή της αρχής που εγκρίθηκε από τη Σύνοδο σε έναν ιδιαίτερο τομέα της Εκκλησίας, που είναι η διοίκησή της, και σε μια μεγαλύτερη συμμετοχή σε αυτόν των λαϊκών και των γυναικών.
Αλλά τώρα πρέπει να προχωρήσουμε ένα βήμα παραπέρα. Το παράδειγμα της αποστολικής Εκκλησίας μας διαφωτίζει όχι μόνο για τις εμπνευσμένες αρχές, δηλαδή για τη θεωρία, αλλά και για την εκκλησιαστική πρακτική. Μας λέει ότι δεν επιλύονται τα πάντα με τις αποφάσεις που λαμβάνονται σε μια σύνοδο ή με ένα διάταγμα. Υπάρχει ανάγκη να μεταφραστούν αυτές οι αποφάσεις στην πράξη, η λεγόμενη “υποδοχή” των δογμάτων. Και γι’ αυτό χρειαζόμαστε χρόνο, υπομονή, διάλογο, ανοχή· μερικές φορές ακόμη και συμβιβασμό. Όταν αυτό γίνεται με το Άγιο Πνεύμα, ο συμβιβασμός δεν είναι υποχώρηση ή έκπτωση της αλήθειας, αλλά είναι φιλανθρωπία και υπακοή σε καταστάσεις. Πόση υπομονή και ανοχή είχε ο Θεός αφού έδωσε τον Δεκάλογο στον λαό του! Πόσο καιρό περίμενε – και εξακολουθεί να περιμένει – την αποδοχή του από εμάς!
Καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας που μόλις αναφέρθηκε, ο Πέτρος εμφανίζεται ξεκάθαρα ως ο μεσολαβητής μεταξύ του Ιακώβου και του νεοφώτιστου Παύλου, δηλαδή μεταξύ της μέριμνας για τη συνέχεια και εκείνης για την καινοτομία. Σε αυτή τη διαμεσολάβηση, γινόμαστε μάρτυρες ενός περιστατικού που μπορεί να μας βοηθήσει ακόμη και σήμερα. Το περιστατικό είναι αυτό του Παύλου, ο οποίος στην Αντιόχεια επέπληξε τον Πέτρο για υποκρισία επειδή απέφυγε να καθίσει στο τραπέζι με μεταστραφέντες ειδωλολάτρες. Ας ακούσουμε τι συνέβη από τη δική του φωνή:
Και όταν ο Πέτρος ήρθε στην Αντιόχεια, του εναντιώθηκα κατάμουτρα, επειδή σαφώς έκανε λάθος. Διότι, μέχρι να έρθουν κάποιοι από τον Ιάκωβο, συνήθιζε να τρώει με τους εθνικούς· όταν όμως ήρθαν αυτοί, άρχισε να υποχωρεί και να αποχωρίζεται, επειδή φοβόταν τους περιτμημένους (Γαλ. 2:11-12).
Οι συντηρητικοί της εποχής κατηγορούσαν τον Πέτρο ότι το παρατράβηξε πηγαίνοντας στον ειδωλολάτρη Κορνήλιο· ο Παύλος τον κατηγορούσε ότι δεν είχε κάνει αρκετά. Ο Παύλος είναι ο πιο αγαπητός μου άγιος, αυτός που θαυμάζω και αγαπώ περισσότερο. Αλλά σε αυτή την περίπτωση είμαι πεπεισμένος ότι άφησε τον εαυτό του να παρασυρθεί (και δεν είναι η μόνη φορά!) από τον φλογερό χαρακτήρα του. Στην Αντιόχεια, ο Πέτρος είχε δίκιο, όχι αυτός. Ο Πέτρος δεν αμάρτησε καθόλου με την υποκρισία. Η απόδειξη είναι ότι, σε μια άλλη περίπτωση, ο ίδιος ο Παύλος έκανε ακριβώς ό,τι έκανε ο Πέτρος στην Αντιόχεια. Στα Λύστρα, έκανε περιτομή στον σύντροφό του Τιμόθεο “εξαιτίας”, όπως γράφεται, “των Ιουδαίων που βρίσκονταν σε εκείνες τις περιοχές” (Πράξεις 16:3), δηλαδή για να μη σκανδαλίσει κανέναν. Στους Κορινθίους γράφει ότι έγινε “Ιουδαίος μαζί με τους Ιουδαίους, για να κερδίσει τους Ιουδαίους” (Α΄ Κορ. 9:20) και στην Επιστολή προς Ρωμαίους συνιστά τη συνάντηση με εκείνους που δεν έχουν ακόμη φτάσει στην ελευθερία που απολαμβάνουν οι άλλοι, ώστε να μην κάνουν τη βασιλεία του Θεού “θέμα φαγητού ή ποτού” (Ρωμ. 14:1 κ.ε.).
Ο ρόλος του διαμεσολαβητή που άσκησε ο Πέτρος μεταξύ των αντίθετων επιλογών του Ιακώβου και του Παύλου συνεχίζεται και στους διαδόχους του. Βέβαια όχι (πράγμα που είναι καλό για την Εκκλησία) ομοιόμορφα στον καθένα από αυτούς, αλλά σύμφωνα με το χάρισμα του καθενός που το Άγιο Πνεύμα έκριναν ως το πλέον αναγκαίο σε μια δεδομένη στιγμή της ιστορίας της Εκκλησίας.
Αντιμέτωποι με πολιτικά, κοινωνικά και εκκλησιαστικά γεγονότα και πραγματικότητες, οδηγούμαστε στο να παραταχθούμε αμέσως στη μία πλευρά και να δαιμονοποιήσουμε την αντίπαλη, να επιθυμούμε τον θρίαμβο της επιλογής μας επί της επιλογής των αντιπάλων μας. (Αν ξεσπάσει πόλεμος, όλοι προσεύχονται στον ίδιο Θεό να δώσει τη νίκη στους στρατούς τους και να εξοντώσει εκείνους του εχθρού· κάτι που είναι αδύνατο να επιτευχθεί ακόμη και για τον Θεό!). Δεν λέω ότι απαγορεύεται να έχουμε προτιμήσεις: στον πολιτικό, κοινωνικό, θεολογικό τομέα κ.ο.κ., ή ότι είναι δυνατόν να μην έχουμε. Αλλά δεν πρέπει ποτέ να περιμένουμε από τον Θεό να πάρει το μέρος μας απέναντι στον αντίπαλο. Ούτε πρέπει να το ζητάμε αυτό από εκείνους που μας κυβερνούν. Είναι σαν να ζητάμε από έναν πατέρα να διαλέξει ανάμεσα σε δύο παιδιά· να του πούμε: “Διάλεξε: είτε εμένα είτε τον εχθρό μου· δείξε ξεκάθαρα ποιανού το μέρος παίρνεις!” Ο Θεός είναι με όλους και επομένως δεν μπορεί να είναι εναντίον κανενός! Είναι ο πατέρας όλων.
Η ενέργεια του Πέτρου στην Αντιόχεια – όπως και του Παύλου στα Λύστρα – δεν ήταν υποκριτική, αλλά προσαρμογή στις καταστάσεις, δηλαδή επιλογή αυτού που, σε μια συγκεκριμένη κατάσταση, ευνοεί το μεγαλύτερο καλό της κοινωνίας. Σε αυτό το σημείο θα ήθελα να συνεχίσω και να ολοκληρώσω αυτόν τον πρώτο κήρυγμα, επίσης επειδή αυτό μας επιτρέπει να μετακινηθούμε από αυτό που αφορά την παγκόσμια Εκκλησία σε αυτό που αφορά την τοπική Εκκλησία, στην πραγματικότητα τη δική μας κοινότητα ή οικογένεια, και την πνευματική ζωή του καθενός μας (αυτό είναι που περιμένει κανείς, νομίζω, από έναν διαλογισμό της Σαρακοστής!).
Υπάρχει ένα προνόμιο του Θεού στην Αγία Γραφή που οι Πατέρες αγαπούσαν να υπογραμμίζουν: Η συγκατάβαση[1]. Για τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο είναι ένα είδος κλειδιού για την κατανόηση ολόκληρης της Βίβλου. Στην Καινή Διαθήκη, το ίδιο αυτό προνόμιο του Θεού εκφράζεται με τον όρο καλοσύνη (χριστότης[2]). Ο ερχομός του Θεού με σάρκα και οστά θεωρείται ως η ύψιστη εκδήλωση της καλοσύνης του Θεού: “Εκεί φάνηκε η καλοσύνη του Θεού και η αγάπη του προς τους ανθρώπους” (Τίτος 3:4).
Η καλοσύνη είναι κάτι άλλο από την απλή καλοσύνη· είναι το να είσαι καλός με τους άλλους. Ο Θεός είναι καλός από μόνος του και είναι καλοπροαίρετος προς εμάς. Είναι ένας από τους καρπούς του Πνεύματος (Γαλ. 5:22) και βασικό συστατικό της φιλανθρωπίας (Α΄ Κορ. 13:4). Κατέχει κεντρική θέση στην αποστολική παρένθεση. Διαβάζουμε, για παράδειγμα, στην επιστολή προς τους Κολοσσαείς:
“Ενδυθείτε”-αποκτήστε, λοιπόν, ως εκλεκτοί του Θεού, άγιοι και αγαπημένοι, καρδιακή ευσπλαχνία, καλοσύνη, ταπεινοφροσύνη, πραότητα και υπομονή, υπομένοντας ο ένας τον άλλον και συγχωρώντας ο ένας τον άλλον, αν ο ένας έχει παράπονο εναντίον του άλλου· όπως ο Κύριος σας συγχώρησε, έτσι πρέπει να κάνετε και εσείς (Κολ 3:11-12).
Φέτος γιορτάζουμε την τέταρτη εκατονταετηρίδα από τον θάνατο ενός αγίου που αποτέλεσε θαυμάσιο πρότυπο αυτής της αρετής σε μια εποχή που δεν ήταν λιγότερο σημαδεμένη από πικρές διαμάχες: Ο Άγιος Φραγκίσκος ντε Σάλες. Εμείς, στην Εκκλησία, θα πρέπει όλοι να γίνουμε “Σαλέζοι”, με αυτή την έννοια: Πιο συγκαταβατικοί, πιο ευγενικοί και ανεκτικοί, λιγότερο “σκαρφαλωμένοι” στις προσωπικές μας βεβαιότητες, έχοντας επίγνωση πόσες φορές έπρεπε να αναγνωρίσουμε μέσα μας ότι κάναμε λάθος για ένα πρόσωπο ή μια κατάσταση και πόσες φορές έπρεπε κι εμείς να προσαρμοστούμε στις καταστάσεις. Δόξα τω Θεώ, στις εκκλησιαστικές μας σχέσεις δεν υπάρχει -και δεν πρέπει ποτέ να υπάρχει- αυτή η τάση να προσβάλλουμε και να συκοφαντούμε έναν αντίπαλο, που είναι αισθητή σε ορισμένες πολιτικές συζητήσεις και που προκαλεί τόση ζημιά στην ειρηνική πολιτική συνύπαρξη.
Υπάρχει κάποιος, είναι αλήθεια, απέναντι στον οποίο είναι σωστό να είμαστε αδιάλλακτοι, αλλά αυτός ο κάποιος είμαι εγώ ο ίδιος. Από τη φύση μας τείνουμε να είμαστε αδιάλλακτοι με τους άλλους και επιεικείς με τον εαυτό μας, ενώ θα έπρεπε να επιδιώκουμε ακριβώς το αντίθετο: να είμαστε αυστηροί με τον εαυτό μας και υπομονετικοί με τους άλλους. Αν το πάρουμε στα σοβαρά, αυτή η απόφαση από μόνη της θα ήταν αρκετή για να αγιάσει τη Σαρακοστή μας. Θα μας απάλλασσε από κάθε άλλο είδος νηστείας και θα μας ωθούσε να εργαστούμε πιο καρποφόρα και πιο γαλήνια σε κάθε τομέα της ζωής της Εκκλησίας.
Μια χρήσιμη άσκηση στον τομέα αυτό είναι να είστε ειλικρινείς, στο δικαστήριο της καρδιάς σας, με το άτομο με το οποίο διαφωνείτε. Όταν παρατηρώ ότι κατηγορώ κάποιον μέσα μου, πρέπει να προσέχω να μην παίρνω αμέσως το μέρος μου. Πρέπει να σταματήσω να επαναλαμβάνω τους λόγους μου ξανά και ξανά σαν κάποιος που μασάει τσίχλα, και αντ’ αυτού να προσπαθήσω να μπω στη θέση του άλλου για να καταλάβω τα κίνητρά του και τι θα μπορούσε να μου πει ως απάντηση.
Η άσκηση αυτή δεν πρέπει να γίνεται μόνο σε σχέση με το μεμονωμένο πρόσωπο, αλλά και με το ρεύμα σκέψης με το οποίο διαφωνώ και με τη λύση που προτείνει αυτό σε ένα συγκεκριμένο πρόβλημα που συζητείται (στη Σύνοδο ή σε άλλες στιγμές). Ο Άγιος Θωμάς ο Ακινάτης μας δίνει ένα παράδειγμα: ξεκινά κάθε άρθρο της Σούμας του με τα επιχειρήματα του αντιπάλου, χωρίς ποτέ να τα ευτελίζει ή να τα γελοιοποιεί, και στη συνέχεια απαντά με το δικό του Sed contra, δηλαδή με τους λόγους που θεωρεί ότι είναι σύμφωνοι με την πίστη και την ηθική. Ας αναρωτηθούμε (εγώ πρώτα): Κάνουμε το ίδιο;
Ο Ιησούς λέει: “Μην κρίνετε, για να μην κριθείτε. […] Γιατί κοιτάζεις το “κάρφος” (μικρή ενόχληση) στο μάτι του αδελφού σου, ενώ δεν παρατηρείς το δοκάρι στο δικό σου μάτι;” (Ματθ. 7:1-3). Μπορούμε όμως να ζήσουμε χωρίς ποτέ να κρίνουμε; Η ικανότητα να κρίνουμε είναι μέρος της νοητικής μας δομής, είναι δώρο του Θεού. Στο Ευαγγέλιο του Λουκά, η εντολή του Ιησού: “Μην κρίνετε και δεν θα κριθείτε” ακολουθείται αμέσως -σαν να αποσαφηνίζεται το νόημα αυτών των λέξεων-, από την εντολή : “Μην καταδικάζετε και δεν θα καταδικαστείτε” (Λουκ. 6:37). Επομένως, δεν πρόκειται να εξαλείψουμε την κρίση από την καρδιά μας, αλλά μάλλον να αφαιρέσουμε το δηλητήριο από την κρίση μας! Δηλαδή, το μίσος, την καταδίκη, την απόλυτη απόρριψη.
Ένας γονιός, ένας προϊστάμενος, ένας εξομολογητής, ένας δικαστής -οποιοσδήποτε έχει κάποια ευθύνη πάνω στους άλλους-, πρέπει να κρίνει. Μερικές φορές, μάλιστα, το να κρίνει κανείς είναι ακριβώς το είδος της υπηρεσίας που καλείται να ασκήσει στην κοινωνία ή στην Εκκλησία. Η δύναμη της χριστιανικής αγάπης έγκειται στο γεγονός ότι είναι ικανή να μετατρέψει την κρίση από πράξη μη αγάπης, μετατρέποντάς την σε πράξη αγάπης. Όχι με τη δική μας δύναμη, αλλά χάρη στην αγάπη που “έχει χυθεί στις καρδιές μας μέσω του Αγίου Πνεύματος που μας δόθηκε” (Ρωμ. 5:5).
Ας κλείσουμε κάνοντας δική μας την όμορφη προσευχή που αποδίδεται στον Άγιο Φραγκίσκο της Ασίζης. (Μπορεί να μην είναι δική του, αλλά αντικατοπτρίζει απόλυτα το πνεύμα του):
Κύριε, κάνε με όργανο της ειρήνης σου·
όπου υπάρχει μίσος, άσε με να φέρω την αγάπη·
όπου υπάρχει προσβολή, ας φέρω συγχώρεση·
όπου υπάρχει διχόνοια, ας φέρω την ένωση·
όπου υπάρχει αμφιβολία, ας φέρω την πίστη·
όπου υπάρχει το λάθος, ας φέρω την αλήθεια·
όπου είναι η απελπισία, ας φέρω την ελπίδα·
όπου υπάρχει θλίψη, ας φέρω χαρά·
όπου υπάρχει το σκοτάδι, ας φέρω το φως.
Και προσθέτουμε:
Όπου υπάρχει κακία, ας δείξω καλοσύνη.
Όπου υπάρχει σκληρότητα, ας φέρω καλοσύνη!
[1] Η ελληνική λέξη στο αγγλικό κείμενο.
[2] Ομοίως η ελληνική λέξη στο αγγλικό κείμενο.
Θεματολογικές ετικέτες