Για αρκετά χρόνια, ως αντιπρόεδρος πρώτα και κατόπιν πρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω όχι μία ή δύο, αλλά πολλές φορές, τη βαθιά αποστροφή που προκαλεί η Ρωσία ως οντότητα, σε φιλελεύθερα δυτικά περιβάλλοντα, και στις δυο πλευρές του Ατλαντικού.
Αυτή η αποστροφή, σε συνδυασμό με την εδραιωμένη ιστορικά ρωσοφοβία σε ένα πολύ υπολογίσιμο τμήμα των λαών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, είχε δημιουργήσει ένα αίσθημα πραγματικού μίσους.
Μετά την εισβολή στην Ουκρανία, το μίσος αυτό πλέον γιγαντώθηκε μανιασμένο.
Η αυτοεκπληρούμενη προφητεία της ρωσικής βαρβαρότητας
Ο Μακιαβέλλι συμβούλευε τον Ηγεμόνα του «πρέπει να σε φοβούνται, όχι να σε αγαπούν· αλλά κυρίως να σε μισούν δεν πρέπει». Εδώ λοιπόν ο υποτιθέμενα μακιαβελικός Πούτιν απέτυχε παταγωδώς. O πόλεμος που εξαπέλυσε σε βάρος της εδαφικής ακεραιότητας μιας ανεξάρτητης χώρας στην Ευρώπη είναι, στα μάτια των περισσοτέρων Δυτικών που αρέσκονται στα στερεότυπα, η ακαταμάχητη επιβεβαίωση της Ρωσίας ως του απολύτου κακού. Η δαιμονοποίηση της Ρωσίας λειτούργησε, κατά κάποιον τρόπο, ως η απόλυτη αυτεκπληρούμενη προφητεία. Μια πρόβλεψη που εν μέρει προκάλεσε την πραγμάτωσή της.
Προσοχή: δεν υπαινίσσομαι ότι υπεύθυνη για τη ρωσική αγριότητα σε βάρος της Ουκρανίας είναι η Δύση, η οποία υποτίθεται πως ώθησε τη Ρωσία στη συμπεριφορά αυτήν. Αυτά είναι αναλύσεις αντιαμερικανικού «καφενείου» ή «νηπιαγωγείου» μάλλον. Υποστηρίζω όμως ότι η στερεοτυπική πρόσληψη της Ρωσίας ως της απόλυτης ευρωπαϊκής ετερότητας, μιας Ευρώπης που δεν είναι Ευρώπη ουσιαστικά, στη μακρά ιστορική διάρκεια, ετεροκαθορίζει και στιγματίζει τη Ρωσία. Αυτή, σε συνδυασμό με την ταπείνωση που η χώρα υπέστη την πρώτη δεκαετία μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης δημιούργησαν τις πρόσφορες προϋποθέσεις για τη γιγάντωση του ρωσικού μεγαλοϊδεατισμού, ενός ακατέργαστου εθνικισμού στη φαρέτρα του οποίου, βρίσκεται η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα, δηλαδή ο πόλεμος. Αυτό που για εμάς είναι εκτός ορίων για την επίλυση μιας διεθνούς διαφοράς, εκεί είναι ένα μέσο, ανάμεσα στα άλλα. Κι αυτό είναι βαρβαρότητα.
Μια παρέκβαση εδώ με αφορμή το κοινοβουλευτικό κάζο της χώρας μας με τον πρόεδρο Ζελένσκι. Η επιθετική βαρβαρότητα επιβάλλει να συμμαχήσεις και με το «διάβολο» για να αμυνθείς. Είναι όμως άλλο όταν υφίστασαι επίθεση να συμμαχήσεις και με τον διάβολο για να σώσεις τη χώρα σου, και άλλο να εθελοτυφλείς ότι ο διάβολος δεν είναι διάβολος. Και ναι, το Τάγμα Αζώφ είναι μια παραστρατιωτική οργάνωση ναζιστικού τύπου. Το γεγονός ότι έγινε τμήμα του ουκρανικού στρατού δεν αλλάζει τη φύση της. Αν οι Χρυσαυγίτες αμύνονταν σε επίθεση που θα δέχονταν η Ελλάδα από άλλη χώρα, αυτό δεν θα τους έκανε να μην να είναι χρυσαυγίτες. Ούτε όμως θα σταμάταγε να ισχύει ότι η χώρα δέχεται επίθεση. Και η άμυνα στην επίθεση είναι δίκαιος πόλεμος. Ο Μεταξάς είπε «Όχι» στους Ιταλούς: αυτό δεν μπορεί να αλλάξει το ότι ο Μεταξάς ήταν δικτάτορας ούτε το ότι ο Μεταξάς ήταν δικτάτορας, μπορεί να αλλάξει ότι οι Ιταλοί ήταν εισβολείς.
Ιστορικοί συνειρμοί από τον 20ο αιώνα
Στην ιστοριογραφία αποτελεί γενική παραδοχή ότι η Συνθήκη των Βερσαλλιών είχε στόχο –ανάμεσα σε άλλα– την εξασθένιση της Γερμανίας (Για να μην παραθέσω μια μακρά βιβλιογραφία, παραπέμπω απλώς Σκοτεινή Ήπειρο, Μαρκ Μαζάουερ). Με δυο λόγια, το απλό νόημα του μεσοπολεμικού οικοδομήματος της ειρήνης ήταν η Γερμανία να κάτσει στ’αυγά της σε μια συνθήκη απόλυτης εσωστρέφειας και διπλωματικής συμπίεσης από τους Συμμάχους. Και είναι κοινή πεποίθηση ότι το περιβάλλον αυτό πρόσθεσε καύσιμο στη δυναμική άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, ο μεγαλοϊδεατισμος του οποίου ήταν το καλύτερο φάρμακο στις ταπεινωμένες από την ήττα του Μεγάλου Πολέμου γερμανικές συνειδήσεις.
Η άνοδος του Χίτλερ στην εξουσία οδήγησε τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις στην πολιτική του κατευνασμού και μετά, λίγο ως πολύ, ξέρουμε τι έγινε. Το να πει πάντως κανείς ότι η αιτία του Δευτέρου Παγκοσμίου ήταν απλώς η εισβολή της Γερμανίας στην Πολωνία ξεχνώντας όλο το υπόστρωμα για το οποίο η ευρωπαϊκή ιστορία έχει χύσει τόνους μελάνι είναι, να μη τι άλλο, αφελές. Άλλο τόσο αφελές όμως – και μάλιστα ηθικοπολιτικά πιο επικίνδυνο – είναι να ισχυριστεί κανείς ότι η πρωταρχική αδικία των Βερσαλλιών και οι διακρίσεις σε βάρος των γερμανόφωνων μειονοτήτων στην Κεντρική Ευρώπη, εξηγούν, ή πολύ περισσότερο δικαιολογούν, την άνοδο του ναζισμού και τις επιλογές της Γερμανίας του Χίτλερ.
Και σήμερα, λοιπόν, μπορούμε και πρέπει να αναγνωρίσουμε την αποτυχία του μεταψυχροπολεμικού συμβολαίου στην Ευρώπη. Μια αποτυχία που σχετίζεται και με το ότι οι ΗΠΑ, με την ανοχή της ΕΕ, μετέφεραν ραγδαία το μεταψυχροπολεμικό πλαίσιο από το πολιτικό στο γεωπολιτικό πεδίο. Η απερίσκεπτη εδαφική επέκταση του ΝΑΤΟ προς την Ανατολή, αν μη τι άλλο, αυτό δείχνει.
Όπως όμως η ταπείνωση της Γερμανίας από τους Συμμάχους δεν μπορεί να ξεπλύνει επ’ ουδενί τα εγκλήματα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου –μπορεί μόνο να συμβάλει στην κατανόηση τμήματος των αιτιών τους– έτσι και σήμερα η απομόνωση και δαιμονοποίηση της Ρωσίας μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, δεν μπορεί να μετατραπεί σε εργαλείο ανοχής και δικαιολόγησης της στρατιωτικής εισβολής σε ένα ανεξάρτητο κράτος.
Ένα άλλο παράδειγμα, από την εξ Ανατολών μας γείτονα. Η τουρκική εισβολή στην Κύπρο καταδικάστηκε από όλη την υφήλιο, ακριβώς διότι ήταν μια στρατιωτική επίθεση επί ενός κυρίαρχου κράτους. Για δεκαετία περίπου πριν την εισβολή, υπήρξαν βιαιοπραγίες και εγκλήματα σε βάρος Τουρκοκυπρίων από τους Ελληνοκύπριους, τα οποία οι επιτιθέμενοι χρησιμοποίησαν ως πρόσχημα της επιχείρησής τους. Όλοι οι σοβαροί ιστορικοί του Κυπριακού τα παραθέτουν. Μπορούν όμως αυτά –διακρίσεις, βία και εκτοπισμοί Τουρκοκυπρίων– να αναιρέσουν τον άδικο χαρακτήρα της τουρκικής επίθεσης; Ασφαλώς όχι.
Και αυτό διότι ο επιθετικός πόλεμος, όπως αυτός που διεξάγει η Ρωσία σήμερα ή η Τουρκία το 1974, είναι ένα άκαμπτο γεγονός. Δεν είναι γεγονός ανεπίδεκτο ερμηνειών, αλλά είναι μη συμψηφίσιμο με τα προηγούμενα. Το κράτος που βάζει τόσο ανενδοίαστα τον πόλεμο στην φαρέτρα των γεωπολιτικών του επιχειρημάτων είναι διεθνές πρόβλημα. Γι’αυτό άλλωστε και το casus belli της Τουρκίας στο ενδεχόμενο επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων είναι νοοτροπία «κράτους ταραξία». Και η Ρωσία αυτό το κάνει συστηματικά: το έκανε στη Γεωργία, με την κατάληψη της Απχαζίας και της Νότιας Οσσετίας, το έκανε και στην Κριμαία το 2014.
Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η Ρωσία βρίσκεται γενικώς σε έναν αναθεωρητικό παροξυσμό. Κάτι «φωνάζει» η αχανής αυτή χώρα για τον λεγόμενο «ρωσικό κόσμο», έναν κόσμο αλληγορικά αξιακό και γεωγραφικό μαζί – που δικαιωματικά θεωρεί πως της ανήκει. Έναν κόσμος χτισμένο στους αντίποδες του «δυτικού εκφυλισμού».
Η Ρωσία θεωρεί πως ο αποφασιστικότερος τρόπος να ακουστεί αυτός ο «Ρωσικός κόσμος» είναι μόνο να κάνει επιθετικό πόλεμο επί του εδάφους ξένων κρατών. Ο επιθετικός πόλεμος είναι ωστόσο άδικος. Ο μόνος δίκαιος πόλεμος μπορεί να είναι ο αμυντικός. Για το λόγο αυτόν, το κάλεσμα για ειρήνη σήμερα δεν είναι ουδέτερη θέση που συσκοτίζει τα πράγματα και τις ευθύνες των εμπόλεμων. «Όχι στον πόλεμο» σημαίνει να πάψει η Ρωσία να επιτίθεται, και όχι να σταματήσει η Ουκρανία να αμύνεται.
Η επόμενη μέρα του πολέμου
Η «επόμενη μέρα» του πολέμου δεν πρόκειται να είναι απλή υπόθεση, όποια έκβαση κι αν έχει αυτός. Το μίσος εναντίον της Ρωσίας έχει γενικευτεί, και η αποστροφή σε βάρος της χώρας αυτής έχει στερεωθεί στο σημαντικότερο τμήμα του δυτικού κόσμου, περισσότερο από πριν. Χώρες που ούτε είχαν καμιά διάθεση να γίνουν μέλη του ΝΑΤΟ, όπως η Φινλανδία και η Σουηδία, τώρα σπεύδουν να μπούνε στη Βορειοατλαντική Συμμαχία υπό το φόβο της ρωσικής απειλής. Ιδού η ετερογονία των πουτινικών σκοπών!
Το ουκρανικό έθνος, το κατά Πούτιν «εξ ολοκλήρου δημιούργημα των μπολσεβίκων» και του Λένιν, χαλυβδώνεται. Η όποια επιρροή θα μπορούσε να ασκήσει η Ρωσία εφεξής στη νότια και νοτιοδυτική πλευρά των συνόρων της θα σκοντάφτει πλέον παντελώς στον τρόμο που η βαρβαρότητά της επεξέτεινε.
Με δύο λόγια, η Ρωσία, ακόμη κι αν κερδίσει στα πεδία των μαχών της Ανατολικής Ουκρανίας, έχασε. Ακόμη κι αν κρατήσει την Ανατολική Ουκρανία, προσαρτώντας το Ντόμπας, το Ντόνιεσκ, τη Μαριούπολη και όλη την ακτή της Μαύρης Θάλασσας ως την Κριμαία, καθιστώντας την Αζοφική ρωσική λίμνη, η Ρωσία «δεν έχει πρόσωπο» πλέον δυτικά της.
Ωστόσο, μια βιώσιμη ενιαία αρχιτεκτονική ασφάλειας στην Ευρώπη δεν μπορεί να σχεδιαστεί εναντίον της Ρωσίας. Η Ρωσία δεν αλλάζει θέση. Μια λογική μονοδρόμου αντιπαράθεσης με τη χώρα αυτή, απλώς φέρνει εκ νέου τον παλαιού τύπου πόλεμου εγγύτερα. Η αποδαιμονοποίησή της –όσο κι αν σήμερα φαίνεται γρίφος άλυτος– είναι το μεγάλο στοίχημα των δύσκολων ετών που έρχονται. Χωρίς αυτή, η Ρωσία θα παραμείνει αυτό που ήταν από τα μέσα του 19ου αιώνα για τη Δύση: ο αιώνιος «άλλος», και φυσικά, σε μια συνθήκη σαν τη σημερινή, ο φάρος έμπνευσης του πανταχού αντιδυτικισμού.
Ο πραγματικός πόλεμος και οι τροχονόμοι της σκέψης
Κλείνω με ένα σχόλιο σχετικά με τα καθ’ ημάς. Μετά από κάθε μεγάλο γεγονός, τα στρατόπεδα χωρίζονται, όπως και σήμερα. Ο νατοϊκός πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία διαίρεσε τη Δύση σε θιασώτες του Μιλόσεβιτς και οπαδούς του ΝΑΤΟ. Το να ήσουν εχθρικός στο νατοϊκό βομβαρδισμό και την ίδια στιγμή να καταδίκαζες τη σερβική εθνοκάθαρση στο Κόσοβο δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Ήταν όμως, για μένα και αρκετούς άλλους, η ορθή θέση. Και τότε και τώρα. Το ίδιο και την 11η Σεπτεμβρίου, στο απόηχο της οποίας ο αχαλίνωτος μιλιταρισμός δεν ανέχθηκε τη διαφωνία για την πολιτική των ΗΠΑ, παραβάλλοντάς την με προδοσία της τρομοκρατημένης δύσης.
Ένας παρόμοιος φανατικός οίστρος σήμερα επιμένει πως η όποια κριτική της Δύσης ισοδυναμεί με φιλορωσική στράτευση. Κάθε όμως φορά που ένας πόλεμος εργαλειοποιείται για ξεκαθάρισμα αλλότριων λογαριασμών οι αποχρώσεις ισοπεδώνονται, βορά σε μια ασπρόμαυρης αφήγησης στην οποία οι θέσεις είναι προειλημμένες. Πάνω στην ασφάλεια που παρέχει η απόσταση από το μέτωπο του πολέμου, πολλοί ξεχνούν ότι ο πραγματικός πόλεμος γίνεται στην Ουκρανία και νομίζουν υπερφίαλα ότι αυτοί βρίσκονται σε πόλεμο με εκείνους με τους οποίους διαφωνούν, στιγματίζοντας με ανεπίγνωστη αλαζονεία οποιεσδήποτε σκέψεις πέρα από την διαρκή καταδίκη του πολέμου. Τώρα μάλιστα που οι κακοί δεν είναι οι Αμερικάνοι, αλλά οι Ρώσοι, ήρθε η στιγμή της ρεβάνς. Είναι όμως ηθική ευτέλεια να χρησιμοποιείς έναν πόλεμο και απώλειες ζώων για να πείσεις ότι ο πολιτικός σου αντίπαλος είναι στη «λάθος πλευρά της ιστορίας».
Πριν λίγες μέρες, ο Πολωνός πρωθυπουργός είπε, αναφερόμενος στον Γάλλο πρόεδρο: «Πόσες φορές διαπραγματεύτηκες με τον Πούτιν και τι πέτυχες; Δεν συζητούμε, δεν διαπραγματευόμαστε με εγκληματίες. Τους εγκληματίες πρέπει να τους πολεμούμε. Ουδείς διαπραγματεύτηκε με τον Χίτλερ. Θα διαπραγματευόσουν με τον Χίτλερ, τον Στάλιν ή τον Πολ Ποτ;». Ο Πολωνός ακροδεξιός πρωθυπουργός στον φιλοουκρανικό του οίστρο ξέχασε ότι με όλους αυτούς κατά καιρούς έχουν γίνει διαπραγματεύσεις. Δεν πειράζει όμως. Πιθανώς να φαντάζεται τον εαυτό του στη θέση του Τσόρτσιλ και τον Γάλλο ή τον Γερμανό πρόεδρο που εσχάτως δεν έγινε δεκτός στο Κίεβο, με τον Τσάμπερλεν…
Το μεταπολεμικό δίλημμα για την Γηραιά Ήπειρο δεν είναι άλλο από το αν η επόμενη ευρωπαϊκή μέρα θα χωράει τη Ρωσία. Διότι, κόντρα στον Πούτιν και σε στερεοτυπικές δοξασίες της Δύσης που σήμερα ηγεμονεύουν, η Ρωσία είναι Ευρώπη.
* Ο Δημήτρης Χριστόπουλος είναι κοσμήτορας της σχολής Πολιτικών Επιστημών και καθηγητής Πολιτειολογίας στο Πάντειο πανεπιστήμιο.