Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΕΝΟΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ ΤΗΣ ΚΑΙΝΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Δεν γράφω για σοφούς. αυτοί μπορούν να τα βγάζουν πέρα μόνοι τους. Εδώ και είκοσι πέντε χρόνια γράφω για τον απλό άνθρωπο που δεν είναι θεολόγος. Αλίμονο, στις μέρες μας, συχνά έχει την εντύπωση ότι η Καινή Διαθήκη δεν είναι πλέον ιστορικά αξιόπιστη.
Αυτό που με έκανε να οργιστώ (δίκαια, ελπίζω) εναντίον ορισμένων από τους «ειδικούς» είναι το εξής: ένας κληρικός, ηλικιωμένος, συνταξιούχος, σε δυσχρηστία αν αγαπάτε, έδωσε τέλος στη ζωή του επειδή το διάβασμα της «νέας θεολογίας» κι ακόμη ορισμένα προγράμματα στην τηλεόραση, τον οδήγησαν τελικά, στη μοναξιά και στην αρρώστια του, να καταλήξει ότι το έργο της ζωής του βασιζόταν επάνω σε ένα ψέμα. Αισθάνθηκε ότι αυτοί οι συγγραφείς και οι ομιλητές με τα σπουδαία τους προσόντα γνωρίζουν τα πράγματα τόσο καλύτερα από εκείνον ώστε θα πρέπει να έχουν δίκιο. Ο Ιησούς Χριστός δεν αναστήθηκε από τους νεκρούς και η Καινή Διαθήκη επάνω στην οποία είχε βασίσει τη ζωή και τη διακονία του, δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένας σωρός από μύθους.
Αυτό με έκανε να οργιστώ, και θυμήθηκα τα τρομερά λόγια του Ιησού που, κυριολεκτικά, λένε ότι κάποιος θα ήταν προτιμότερο να είναι πεθαμένος παρά να προκαλέσει κλονισμό σε ένα από τους μικρούς ακολούθους του. Για πολλά χρόνια σταθερός μου σκοπός υπήρξε η μετάδοση της αλήθειας του χριστιανικού Ευαγγελίου. Δεν με απασχολεί η διαστρέβλωση και η νόθευση της χριστιανικής πίστης ώστε οι σύγχρονοι φοιτητές, για παράδειγμα, να μπορούν να την αποδεχτούν δίχως παράπονο. Με ενδιαφέρει η αλήθεια που αποκαλύφθηκε «εν» και μέσω του Ιησού Χριστού. Ο σύγχρονος κόσμος θα πρέπει να συμμορφωθεί με εκείνον, κι ας μην τολμήσουμε ποτέ να τον ταιριάξουμε στον έξυπνο σύγχρονο κόσμο μας. Δεν είμαι κατά των διανοουμένων, όπως δεν ήταν κι ο Απόστολος Παύλος, που έγραψε τόσο διεισδυτικά ότι «οι άνθρωποι δεν μπόρεσαν με τη σοφία τους να αναγνωρίσουν τον αληθινό Θεό». Αλλά το λέω χωρίς περιστροφές ότι ορισμένοι διανοούμενοι (κάθε άλλο παρά όλοι, δόξα τω Θεώ!), που γράφουν τόσο έξυπνα και τόσο ανατρεπτικά σχετικά με τη χριστιανική πίστη φαίνεται να μην έχουν μια προσωπική γνώση του ζωντανού Θεού. Επειδή στερούνται δέους, στερούνται ταπείνωσης, στερούνται της υπευθυνότητας που κάθε χριστιανός οφείλει απέναντι στον ασθενέστερο αδερφό του. Τους ενδιαφέρει να μη γίνουν ποτέ «ανόητοι για χάρη του Χριστού», όσο κι αν υπονομεύουν την πίστη πολλών.
Πολύ λίγοι άνθρωποι είχαν μια τόσο στενή και συνεχή επαφή με την Καινή Διαθήκη όσο είχα εγώ. Ακόμη λιγότεροι κατέβαλαν προσπάθεια να κατανοήσουν το ζήτημα της «επικοινωνίας». Δεν το λέω με πνεύμα υπεροψίας. είναι απλά γεγονός. Συνεπώς αισθάνθηκα ότι ήρθε ο καιρός για κάποιον που δαπάνησε τα καλύτερα χρόνια της ζωής του στη μελέτη τόσο της Καινής Διαθήκης όσο και των καλών σύγχρονων επικοινωνιακών αγγλικών να μιλήσει. Δεν δίνω δεκάρα για το τι λένε οι «avant-garde» σοφοί. Με ενδιαφέρει πάρα πολύ το τι ο Θεός λέει και κάνει. Συνεπώς αισθάνθηκα αναγκασμένος να γράψω το βιβλίο αυτό. Είναι η μαρτυρία μου για την ιστορικότητα και την αξιοπιστία της Καινής Διαθήκης.
J. B. Phillips
Η ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ
Σε ένα πρόσφατο βιβλίο ο Αιδ. Harry Williams, Πρύτανης του Κολεγίου Trinity του Cambridge, εφιστά την προσοχή σε δυο είδη αλήθειας με τις οποίες εμείς οι άνθρωποι ερχόμαστε αντιμέτωποι. Το ένα είναι το «εξωτερικό» είδος, που σημαίνει τη γνώση των επιβεβαιωμένων γεγονότων σε οποιαδήποτε πτυχή της ανθρώπινης δραστηριότητας με την οποία εμπλεκόμαστε αλλά που είναι έξω από τις προσωπικότητες μας. Το άλλο είδος είναι η «εσωτερική» αλήθεια. Αυτή είναι η αλήθεια που γνωρίζουμε μέσα μας, εν μέρει με τη διαίσθηση και εν μέρει ως αποτέλεσμα της εμπειρίας. Αναπτύσσεται από το φόβο, την απογοήτευση και την υποψία καθώς επίσης και από τη χαρά, την πεποίθηση και τη βέβαιη πίστη. Προχωρεί ακόμη ο συγγραφέας να προτείνει, έστω και ανιχνευτικά, ότι μπορεί να υπάρχει ένα είδος θεολογίας αυτού του εσωτερικού είναι μας.
Πιστεύω πως μια παρόμοια «θεολογία» μπορεί να απαντήσει σε πολλά σημαντικά ερωτήματα. Τι είναι, για παράδειγμα, αυτό που ζει μέσα στο πνεύμα ενός ανθρώπου που του δίνει την ικανότητα να ανιχνεύσει την αλήθεια, ακόμη κι αν αυτό μπορεί να αποδειχθεί επίπονο και καταστροφικό για τις πρότερες ψευδαισθήσεις του; Εδώ βρίσκεται ένα από τα μεγάλα μυστήρια της ζωής. Ποια ικανότητα δοσμένη από το Θεό είναι αυτή που μας επιτρέπει να αναγνωρίσουμε το Λόγο του Θεού ως Λόγο του Θεού κι όχι ως απλή ανθρώπινη γνώμη ή δόγμα; Βέβαια, τη στιγμή κατά την οποία αποδεχόμαστε τη χριστιανική αλήθεια ότι όλοι οι άνθρωποι είναι, τουλάχιστον δυνητικά, υιοί του Θεού υπάρχει η αρχή μιας εξήγησης. Γιατί ένα γιος να μην αναγνωρίζει, έστω κι αμυδρά, τον αληθινό τόνο της φωνής του Πατέρα του;
Από την πείρα μου, δηλαδή, από τη δική μου γνώση της δικής μου εσωτερικής αλήθειας, πιστεύω ότι η εν λόγω αναγνώριση του λόγου του Θεού είναι ένα βάσιμο τμήμα της ανθρώπινης εμπειρίας. Κι όταν ανακαλύπτω, όπως το έχω κάνει κατά τη διάρκεια των τελευταίων τριάντα ετών, πως την εσωτερική αυτή εμπειρία τη μοιράζονται χιλιάδες άλλοι σε διάφορα μέρη του κόσμου, πείθομαι ότι υπάρχει μια αυθεντική πλευρά της ανθρώπινης ύπαρξης η οποία πολύ συχνά αγνοείται. Δεν είναι τόσο ότι ο Λόγος μόνος του μας μιλά μέσα από την Καινή Διαθήκη αποσπασματικά (παρότι, είναι βέβαιο, πως μερικές φορές το κάνει), όσο ότι αυτό που ο Θεός έχει να πει μέσω των θεόπνευστων συγγραφέων φωτίζει με μοναδικό τρόπο την ανθρώπινη ζωή και το θάνατο.
Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ
Έχω πει ότι ο Λόγος μόνος του ορισμένες φορές μιλά στον άνθρωπο αρκετά αποσπασματικά, και το γεγονός αυτό θα μπορούσε να επιβεβαιωθεί από τα αρχεία της Βιβλικής Εταιρείας. Χωρίς οποιαδήποτε ανθρώπινη μεσολάβηση ένα Ευαγγέλιο ή ακόμη ένας στίχος από ένα Ευαγγέλιο μπορεί να μιλήσει σε οποιονδήποτε άνθρωπο που τον διαβάζει στη δική του γλώσσα για πρώτη φορά. Το αποτέλεσμα είναι συχνά δραματικό: μπορεί να αλλάξει η όλη στάση ενός ανθρώπου απέναντι στη ζωή. Ο Θεός του έχει μιλήσει κι εκείνος μεταστράφηκε (όπως η Καινή Διαθήκη το εννοεί). Δεν θα ήθελα να δώσω ατομικά παραδείγματα δίχως να παραβιάσω την εμπιστευτικότητα, αλλά έχω αρκετές αποδείξεις στα αρχεία μου αυτού του πράγματος. Δεν έχω κατά νου ανθρώπους των οποίων η ανατροφή ήταν διαποτισμένη με τη βιβλική διδασκαλία, οι οποίοι στη συνέχεια μετά από χρόνια ανταρσίας κι αποφυγής ήρθαν αντιμέτωποι με την πρόκληση της αλήθειας η οποία στην πραγματικότητα ήταν μέρος της εκπαίδευσης των παιδικών τους χρόνων. Αυτό βέβαια συμβαίνει, αλλά έχω κατά νου άντρες και γυναίκες διαφόρων εθνικοτήτων οι οποίοι δεν είχαν οποιαδήποτε χριστιανική κατήχηση στα πρώτα τους χρόνια και που ποτέ πριν στη ζωή τους δεν είχαν διαβάσει την Καινή Διαθήκη. Όμως ο τρόπος της ζωής τους άλλαξε θεμελιακά όταν ο Θεός τους μίλησε μέσα από τα συγγράμματα αυτά.
Η ΑΠΟΦΥΓΗ ΤΗΣ ΠΡΟΚΛΗΣΗΣ
Έχοντας όμως πει αυτό δεν μου φαίνεται ότι είναι κάτι κοινό για ένα απλό «κείμενο» να προκαλεί, πολύ δε περισσότερο να μεταστρέφει οποιονδήποτε. Όμως μια στενή μελέτη της εντυπωσιακής αυτής συλλογής των βιβλίων τα οποία είναι γνωστά ως Καινή Διαθήκη μπορεί, και συχνά το κάνει, να προκαλέσει, να ελκύσει έναν άνθρωπο σε ένα βαθύτερο επίπεδο και με μια πολύ μεγαλύτερη εξουσία σε σύγκριση με οποιοδήποτε άλλο ανθρώπινο σύγγραμμα. Οι άνθρωποι πολύ εύκολα μπορούν να θωρακίσουν τους εαυτούς τους από οποιοδήποτε ταρακούνημα ή αναστάτωση αυτού του είδους απλά και μόνο με το να μη τη διαβάζουν. Εφόσον κάποιος περιορίζει τις ιδέες του για το Χριστό σε μια μάλλον νεφελώδη ηρωική μορφή μιας μακρινής εποχής που πέθανε με τραγικό τρόπο, και εφόσον οι ιδέες του για τον χριστιανισμό σχετίζονται με αυτό που αποκαλεί, Επί του Όρους Ομιλία (που είναι σίγουρο ότι δεν την έχει διαβάσει ολόκληρη αφότου ενηλικιώθηκε), τότε η ζωντανή αλήθεια δεν έχει ποτέ την ευκαιρία να τον αγγίξει. Αυτό είναι που έχει συμβεί σε πάρα πολλούς κατά τα άλλα ευφυείς ανθρώπους. Στη διάρκεια των χρόνων είχα εκατοντάδες συζητήσεις με ανθρώπους, πολλοί από τους οποίους ήταν ανώτερου διανοητικού διαμετρήματος σε σύγκριση με μένα, οι οποίοι ήταν φανερό ότι δεν είχαν ιδέα για το τι ήταν ο χριστιανισμός στην πραγματικότητα. Σε καμιά περίπτωση δεν είχα την πρόθεση να τους παγιδέψω. απλά κι ευγενικά προσπαθούσα να ανακαλύψω τι γνώριζαν για την Καινή Διαθήκη. Το συμπέρασμα μου ήταν πως ήξεραν σχεδόν τίποτα. Αυτό το βρίσκω θλιβερό και κάπως τρομακτικό. Σημαίνει ότι το πλέον σημαντικό γεγονός της ανθρώπινης ιστορίας παρακάμπτεται σιωπηρά κι ευγενικά. Επειδή δεν είναι ότι οι αποδείξεις έχουν εξεταστεί κι έχουν βρεθεί μη-πειστικές. απλώς, δεν έχουν ποτέ εξεταστεί.
Εκτός από τη σαφή παραμέληση, ένας άλλος τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι μπορούν να προστατεύσουν τους εαυτούς τους από την εντυπωσιακή ζωντάνια της Καινής Διαθήκης αποτελεί ο επιμελημένος διαμελισμός της. Είναι σαφώς σωστό ότι θα πρέπει να έχουμε ειδικούς της Καινής Διαθήκης – μάλιστα οφείλω πολλά σε αυτούς – αλλά είναι επικίνδυνα εφικτό να ανατέμνεις το αντικείμενο σου με τέτοιο τρόπο ώστε να αφαιρέσεις τη ζωή του. Όταν πλέον η κάθε πηγή και το κάθε συστατικό μέρος έχουν κατηγοριοποιηθεί αυτή η ζωντανή κι ακαταμάχητη συλλογή εγγράφων δεν είναι παρά ένα άψυχο σώμα στο κρεβάτι του θεολογικού χειρουργείου.
Η ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΕΙΔΙΚΩΝ
Παρότι γνωρίζω προσωπικά αρκετούς εξαίρετους ειδικούς της Καινής Διαθήκης, οι οποίοι βέβαια θα αντιμετώπιζαν το υλικό της μελέτης τους με απόλυτο σεβασμό, αξίζει να σημειωθεί το πώς οι κριτικές των ειδικών περνούν στους μη-ειδικούς ως επιζήμιες και καταστροφικές. Ίσως αυτό να είναι αναπόφευκτο στη σύγχρονή μας κοινωνία, αλλά δεν μπορώ να ξεχάσω τα αυστηρά λόγια του Χριστού σχετικά με «τον κλονισμό των μικρών ακολούθων του», ή την προειδοποίηση του Παύλου που αφορά τον «αδύνατο αδελφό». Εμείς που φτάσαμε σε μια γερή κι ώριμη πίστη θα πρέπει να το θεωρήσουμε ως μέρος της ευθύνης μας να μην πούμε το οτιδήποτε που θα υπέσκαπτε την πίστη. Πιστεύω ότι αυτό είναι δεσμευτικό ειδικά για μας στους τομείς της μαζικής επικοινωνίας. Κάτι που θα μπορούσε επωφελώς να συζητηθεί ανάμεσα σε χριστιανούς με μεγάλη πείρα ενδέχεται να είναι τελείως ακατάλληλο για ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα το οποίο θα δουν οι αδύνατοι, οι φοβισμένοι, οι μοναχικοί, και οι ετοιμοθάνατοι. Δεν κάνω οποιαδήποτε έκκληση για σκοταδισμό. Εκείνοι που με γνωρίζουν ως ενοριακό ιερέα θα συμφωνήσουν ότι πάντοτε υποστήριζα πως αν η χριστιανική πίστη μπορεί να καταστραφεί από την έξυπνη κουβέντα του ενός ή του άλλου δεν μπορεί να είναι και πολύ δυνατή. Αλλά ο δημοσιογράφος του ραδιοφώνου, κι ίσως ειδικά ο ομιλητής στην τηλεόραση, διαθέτει το πλεονέκτημα μιας σχεδόν από καθέδρας αναντίρρητης θέσης. Είμαι πεπεισμένος ότι δεν έχει δικαίωμα να διατυμπανίζει τις δικές του αμφιβολίες και προτιμήσεις σαν να ήταν η παραδεκτή πίστη ανάμεσα στους χριστιανούς.
Ορισμένες θεολογικές ιδέες έχουν στις μέρες μας περάσει στο γενικό πληθυσμό, και το αποτέλεσμα τους ήταν να κάνουν τους ανθρώπους ακόμη λιγότερο πρόθυμους παρά ποτέ να διαβάσουν την Καινή Διαθήκη με σοβαρή προσοχή που αρμόζει σε έναν ενήλικα. Φράσεις όπως «χριστιανισμός χωρίς θρησκεία» ανταλλάσσονται σα να έχουμε ξεπεράσει πια την ανάγκη του Θεού. Αλλά αν διαβάσουμε το βιβλίο Γράμματα και Έγγραφα από τη Φυλακή[1] του χριστιανού μάρτυρα Dietrich Bonhoeffer, στον οποίο αποδίδεται η φράση, είναι φανερό ότι δεν εννοούσε κάτι τέτοιο. Η διαμαρτυρία του ήταν, και ορθά μάλιστα, ενάντια στη θρησκεία που ήταν αποκομμένη από τη ζωή – και ποιος αληθινός χριστιανός δεν θα το έκανε – αλλά υπήρξε ένας βαθιά θρησκευόμενος άνθρωπος, μέχρι τη μέρα της εκτέλεσής του. Όμως, η φράση κολλάει. Ο σύγχρονος ουμανιστής με την άλογη προκατάληψη του ενάντια σε οτιδήποτε «υπερφυσικό» καλοδέχεται την ιδέα ενός είδους μη-θρησκευτικού χριστιανισμού. Αλλά βέβαια ο αληθινός χριστιανισμός είναι ριζωμένος τόσο στον Θεό όσο και στον άνθρωπο. Η Καινή Διαθήκη δεν παρέχει καμιά υποστήριξη στην εξαιρετική ψευδαίσθηση του σύγχρονου ανθρώπου ότι είναι ικανός να καταργήσει τον Θεό.
[1] Letters and Papers from Prison, SCM Press Ltd., London 1953
Η ΑΠΟΜΥΘΟΠΟΙΗΣΗ
Κι ακόμη, έχουμε την επίδραση, που κι αυτή έχει περάσει στον κόσμο, ενός άλλου γερμανού θεολόγου, του Rudolf Bultmann. H ιδέα του, που ισοδυναμεί με μια ιδεοληψία, είναι ότι «η ζωή του Ιησού αναπτύσσεται μέσα σε ένα τέτοιο μυθολογικό πλαίσιο ώστε η πραγματική της έννοια μπορεί να βρεθεί μόνο αν απαλλαγούμε από το όλο υπόβαθρο του πρώτου αιώνα». Πιστεύω ότι η ιδέα αυτή είναι εντελώς λαθεμένη. Αλλά τι συμβαίνει στην ιδέα όταν περάσει στον απλό άνθρωπο; Απλά και μόνο, η εντύπωση ότι όλοι οι εξέχοντες θεολόγοι και μελετητές της Καινής Διαθήκης θεωρούν τις ιστορίες του Ιησού ως «μύθους». Και μην έχετε αυταπάτες ότι για τον απλό άνθρωπο αυτό σημαίνει πως δεν είναι τίποτε περισσότερο από επινοημένες ιστορίες με περίπου τόση αλήθεια μέσα τους όσο οι μύθοι του Αισώπου και με τόσο κύρος όσο η παράδοση του Αϊ Βασίλη. Ίσως να είναι αλήθεια ότι ο Bultmann κι ο μεγάλος αριθμός αυτών που τον ακολουθούν να μην έχουν οποιαδήποτε δυσκολία να συνδυάσουν τη σκεπτικιστική τους άποψη σχετικά με την ιστορικότητα των Ευαγγελίων με μια πραγματική αφοσίωση στην πίστη της Εκκλησίας. Αλλά αυτό απαιτεί μια ευστροφία και επιδεξιότητα που μου διαφεύγει. Το μόνο που με ενδιαφέρει είναι το αποτέλεσμα της επίδρασης της «απομυθοποίησης» του Bultmann πάνω στους απλούς ανθρώπους που δεν έχουν θεολογικές γνώσεις.
ΕΠΑΦΗ ΑΠΟ ΠΡΩΤΟ ΧΕΡΙ
Η Καινή Διαθήκη, αν τύχει δίκαιης κρίσης, δεν χρειάζεται εμένα ή οποιονδήποτε άλλο να την υπερασπιστεί. Διαθέτει το σωστό ήχο για τον καθένα που δεν έχει χάσει την ακοή του για την αλήθεια. Όμως επειδή στις μέρες μας έχει εκτεθεί στα μάτια πολλών ανθρώπων από αυτούς που θα έπρεπε να γνωρίζουν καλύτερα, αισθάνομαι ότι δε θα μπορούσα να κάνω διαφορετικά από το να καταγράψω τις δικές μου εντυπώσεις όσο τίμια και πιστά θα μπορούσα. Με το πέρασμα των χρόνων – και είναι τώρα είκοσι πέντε χρόνια από τότε που άρχισα να μεταφράζω τις «Επιστολές» – μεγάλωσε η πεποίθησή μου ότι η Καινή Διαθήκη είναι θεόπνευστη κατά έναν πολύ ειδικό τρόπο. Δεν είναι μαγική, ούτε είναι άψογη: την έγραψαν άνθρωποι. Αλλά με κάτι που δεν θα δίσταζα να το περιγράψω ως ένα θαύμα, υπάρχει μια επικέντρωση επάνω σε αυτή την περιοχή της εσωτερικής αλήθειας που είναι θεμελιώδης και αιώνια. Αυτός, πιστεύω, είναι ο λόγος για τον οποίο εκατομμύρια ανθρώπων έχουν ακούσει τη φωνή του Θεού να τους μιλά μέσω αυτών των φαινομενικά απέριττων σελίδων.
Επίσης, δεν έχω την πρόθεση να παραθέσω τη δική μου εκδοχή σε κάποιου είδους συναγωνισμό με την ομορφιά και το μεγαλείο της Επίσημης Μετάφρασης του 1611[1]. Ανέλαβα το καθήκον της μετάφρασης κυρίως για χάρη των νέων οι οποίοι την εποχή εκείνη βρίσκονταν κάτω από την πνευματική μου φροντίδα στο Λονδίνο κατά τη διάρκεια του πολέμου. Υποθέτω ότι όπως πολλοί άλλοι κληρικοί ή λειτουργοί, δεν είχαν ποτέ αντιληφθεί τι εμπόδια είχαν επιβάλει οι όμορφες αλλά αρχαίες λέξεις..
[1] The Authorized Version
Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΜΟΥ
Άρχισα, λοιπόν, με τις Επιστολές, ή τα Γράμματα του Παύλου. Αισθάνθηκα ότι ενώ πολλοί από τους ανθρώπους που υπηρετούσα είχαν τουλάχιστον μια μικρή ιδέα για τα Ευαγγέλια, οι Επιστολές ήταν γι’ αυτούς απαγορευτικές και «δύσκολες». Ήμασταν, όπως πολλά εκατομμύρια στο Λονδίνο, χριστιανοί σε κίνδυνο, και δεδομένου ότι ένα μεγάλο μέρος του μηνύματος των Επιστολών της Καινής Διαθήκης απευθυνόταν σε χριστιανούς σε κίνδυνο, αισθάνθηκα πως υπήρχε μια επιπρόσθετη αιτία να τις μεταφέρω σε αγγλικά τα οποία εύκολα θα ήταν κατανοητά.. Δεν ήταν εύκολο σε εκείνες τις μέρες του πολέμου να ξεχωρίσω ακόμη και μερικές ώρες την εβδομάδα για την εργασία αυτή. Είχα ελάχιστα βιβλία μαζί μου, και (αυτοί που είναι κάποιας ηλικίας θα θυμούνται) ήταν πρακτικά αδύνατο να προμηθευτώ άλλα – σχεδόν αδύνατο αν είχαν τυπωθεί στο εξωτερικό. Αλλά υπήρξα εξαιρετικά καλότυχος και γι’ αυτό είμαι ευγνώμων. Έστειλα ένα αντίγραφο της εκδοχής μου της «Επιστολής προς Κολοσσαείς» (ανατυπωμένη από ένα τοπικό ενοριακό περιοδικό) στον αείμνηστο C.S. Lewis. Μου απάντησε πολύ ενθαρρυντικά. Έγραφε – «Είναι σα να βλέπει κάποιος μια παλιά φωτογραφία αφού έχει καθαριστεί», κι αυτή είναι η φράση που τη θυμάμαι και τη θεωρώ πολύτιμη, ειδικά επειδή αυτό ακριβώς το αποτέλεσμα προσπαθούσα να παραγάγω. Λίγο αργότερα, ο Lewis πρότεινε ότι θα έπρεπε να μεταφράσω όλες τις Επιστολές της Καινής Διαθήκης και ήταν εκείνος που υπέδειξε τον εξαιρετικό τίτλο, Γράμματα στις Νέες Εκκλησίες[1].
[1] Letters to the Young Churches
Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ
Το πρώτο αποτέλεσμα της εργασίας μου με εξέπληξε. Οι άνθρωποι για τους οποίους είχα κάνει τη μετάφραση άρχισαν να βλέπουν, κι ορισμένες φορές αρκετά αιφνίδια, τη σχέση των Επιστολών αυτών με τη ζωή. Η αφαίρεση του παλιού επιχρίσματος επέτρεψε την αλήθεια να φτάσει σ’αυτούς με τρόπο που δεν είχε φτάσει προηγουμένως. Η δεύτερη επίδραση ήταν σε μένα, το μεταφραστή. Ανακάλυψα, όπως έχω γράψει και αλλού, ότι από τη στιγμή που καταπιάνεσαι με το πραγματικό περιεχόμενο της Καινής Διαθήκης, η ζωντάνια της είναι εκπληκτική. Ανακάλυψα τον εαυτό μου να προκαλείται, να διεγείρεται, να ανακουφίζεται και γενικά να ελέγχεται για την προηγούμενη ρηχή μου γνώση των Άγιων Γραφών. Σα να έλιωναν οι αιώνες και βρισκόμουν αντιμέτωπος με αιώνιες αλήθειες τις οποίες η ψυχή μου, έστω κι απρόθυμα, αναγκαζόταν να αποδεχθεί. Όσο προχωρούσα με την εργασία της μετάφρασης τόσο μεγάλωνε μέσα μου αυτή η πίστη για την πνευματική αλήθεια.
ΚΑΙ Η ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΖΩΝΤΑΝΙΑ
Θα πρέπει, αν θέλω να είμαι δίκαιος, να ομολογήσω στο σημείο αυτό ότι για χρόνια αντιμετώπιζα τα ελληνικά της Καινής Διαθήκης με κάποια σνομπιστική περιφρόνηση. Είχα έρθει σε επαφή με τα καλύτερα κλασικά ελληνικά τόσο στο σχολείο όσο και στο πανεπιστήμιο του Cambridge για περισσότερο από δέκα χρόνια. Το να προσγειωθείς στη λεγόμενη Κοινή γλώσσα του πρώτου μ.Χ. αιώνα μου φαινόταν, όπως κάποτε είχα σχολιάσει με αρκετή υπεροψία, σαν να μελετάς τον Shakespeare για αρκετά χρόνια και μετά να διαβάσεις την εγκύκλιο του εφημέριου σε ένα ενοριακό περιοδικό! Τώρα όμως νομίζω ότι είχα κάνει λάθος. Μπορώ να δω ότι η έκφραση του Λόγου του Θεού σε κοινή καθημερινή γλώσσα αποτελεί ένα στοιχείο της απίστευτης συγκατάβασης Του να γίνει Άνθρωπος στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Και, επιπλέον, η ίδια η γλώσσα δεν είναι τόσο πεζή όσο είχα υποθέσει στην αρχή. Παρότι έκανα ό,τι μπορούσα να διατηρήσω μια συναισθηματική αμεροληψία ανακάλυπτα ξανά και ξανά ότι το υλικό που είχα στα χέρια μου ήταν περιέργως ζωντανό. μιλούσε στην κατάστασή μου με τον πλέον μυστηριώδη τρόπο. Λέω «μυστηριώδη» επειδή δεν μπορώ να βρω μια καταλληλότερη λέξη, αλλά ήταν μια πολύ παράξενη εμπειρία το να αισθάνεσαι, όχι περιστασιακά αλλά σχεδόν συνεχώς, τη ζωντανή ποιότητα αυτών των μάλλον ποικιλόμορφων βιβλίων. Για μένα αυτό ήταν ακόμη πιο εντυπωσιακό επειδή δεν είχα μια φονταμενταλιστική ανατροφή, και παρότι ως ιερέας της Αγγλικανικής Εκκλησίας έτρεφα μεγάλο σεβασμό για τις Άγιες Γραφές, η στενή αυτή επαφή μετάφρασης πολλών ετών παρήγαγε ένα αποτέλεσμα «έμπνευσης» που δεν είχα ποτέ πειραματιστεί, έστω κι ελάχιστα, σε οποιαδήποτε άλλη εργασία.
Η «ΑΡΧΑΙΑ ΓΡΑΦΗ» ΕΓΙΝΕ ΝΕΑ
Ανακάλυψα ότι το αίσθημα αυτό ήταν πολύ μεταδόσιμο. Μιας και η δυσκολία της γλώσσας είχε αφαιρεθεί οι Επιστολές μιλούσαν από μόνες τους. Στον κόσμο του Παύλου, του Ιωάννη, του Πέτρου, του Ιάκωβου βρισκόμασταν σε ένα κόσμο που παρέμενε ανεξερεύνητος για πολλούς. Οι μικρές ιστορίες για τον Ιησού, μισοξεχασμένες από τα παιδικά χρόνια και οι μη-ρεαλιστικές διανοητικές εικόνες για έναν Ιησού «ταπεινό και πράο» δεν ήταν πλέον οι κατάλληλες. Επειδή ο πραγματικός κόσμος του πρώτου μ.Χ. αιώνα ήταν σκληρός κι άσπλαχνος, και οι χριστιανοί οι οποίοι είχαν ζήσει σ’αυτόν έπρεπε να ήταν πραγματικοί άνθρωποι, ολότελα πεπεισμένοι για την πίστη τους, ολότελα αφοσιωμένοι στον Κύριο τον οποίο πολλοί από αυτούς δεν είχαν δει ποτέ. Οι αγώνες τους, η καρτερία τους, η ισχύς του σκοπού τους απέναντι σε τρομακτικές δυσχέρειες μας φαίνονταν εκείνες τις μέρες του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου να έχουν μια εξαιρετική σχέση με μας. Σαν να μην υπήρχαν οι αιώνες που είχαν μεσολαβήσει. Τα εμπνευσμένα λόγια προσέλαβαν μια νέα, κι αν θέλετε, μια σύγχρονη αυθεντικότητα. Μάλιστα τόσο έντονο ήταν αυτό το αίσθημα του σύγχρονου ώστε να είμαστε υποχρεωμένοι να υπενθυμίζουμε στους εαυτούς μας τις διαφορετικές συνθήκες που ίσχυαν τα αρχαία εκείνα χρόνια: τον κίνδυνο και τη δυσκολία των ταξιδιών, την αβεβαιότητα των επικοινωνιών και την έλλειψη σχεδόν κάθε σύγχρονης «άνεσης». Επιπλέον, υπήρχε μια απειλή που δέσποζε επάνω στις αρχαίες αυτές χριστιανικές κοινότητες, η πάντοτε παρούσα πιθανότητα διωγμού κι ακόμη θανάτου. Είναι αλήθεια πως κι εμείς απειλούμασταν ξανά και ξανά με θάνατο ή με ακρωτηριασμό από τις βόμβες της γερμανικής αεροπορίας, αλλά το μοίρασμα ενός κοινού κινδύνου δεν συγκρίνεται με το διωγμό μιας μειονότητας. Όμως οι περίοδοι έντονου κινδύνου που υπομέναμε μας έκαναν να συνειδητοποιήσουμε τη μεγαλοπρεπή ανθεκτικότητα των πρώτων χριστιανών. Θυμάμαι, για παράδειγμα, μια ειδικά επικίνδυνη περίοδο, όταν οι αρχές επισήμως μας συνέστησαν να μην συγκεντρωνόμαστε σε μεγάλες ομάδες. Οδηγούσα σύντομες λατρείες σε σπίτια ή σε καταφύγια. Ξανά και ξανά αποσπάσματα από τις επιστολές του Παύλου δεν θα μπορούσαν να είναι πιο επίκαιρα. Μια συγκεκριμένη αλήθεια που προσπαθούσα να δω τότε και παρακινούσα άλλους να δεχθούν περιλαμβάνεται στα λόγια του Παύλου: «εμείς όμως βγαίνουμε νικητές απ’ όλες τις δυσκολίες με τη βοήθεια του Χριστού που μας αγάπησε» (προς Ρωμαίους 8, 37). Συχνά σκεπτόμαστε πως όλα θα πάνε καλά (και μάλιστα συμβαίνει αυτό), αλλά εκείνο στο οποίο ο Παύλος επιμένει είναι ότι μέσα σε καταστάσεις ψύχους και πείνας, κινδύνου για τη ζωή και την ακεραιότητα, είμαστε νικητές με το παραπάνω.
Όταν άρχισα να μεταφράζω ορισμένες από τις συντομότερες επιστολές του Παύλου στην αρχή εναλλάσσονταν μέσα μου αισθήματα ενθάρρυνσης και ενόχλησης από την εξωφρενική βεβαιότητα της πίστης του. Ήταν μέχρι που κατανόησα εκ νέου τι είχε πραγματικά πετύχει και υποφέρει, ο άνθρωπος αυτός που άρχισα να βλέπω ότι εδώ επρόκειτο για κάποιον που έγραφε, όχι καθ’ υπαγόρευσιν αλλά με την έμπνευση του ίδιου του Θεού. Ορισμένες φορές μπορείτε να δείτε τις συγκρούσεις ανάμεσα στο φαρισαϊκό πνεύμα του πρότερου Σαύλου (που μπορεί να πει ορισμένα ζόρικα πράγματα σχετικά με το γάμο και να επιμένει στη μόνιμη υποταγή των γυναικών), και στο Πνεύμα του Θεού που ενέπνευσε τον Παύλο να γράψει, «εν Χριστώ» δεν υπάρχει διαφορά, δεν υπάρχει «Ιουδαίος και ειδωλολάτρης … άντρας και γυναίκα»!
Ο Παύλος είχε και συνεχίζει να έχει τους επικριτές του. Υπάρχουν αυτοί που λένε πως μοιάζει με τον άνθρωπο που λέει, «Δε θέλω να παινευτώ, αλλά – », και στη συνέχεια κάνει αυτό που λέει ότι δεν θα κάνει! Πολύ καλά λοιπόν, αλλά ας δούμε τον κατάλογο των «καυχήσεων» του. Δεν έχουμε παρά να στραφούμε στη Β΄ προς Κορίνθιους 11, 23-27. Υπάρχει κάποιος από μας που να πειραματίστηκε έστω και το ένα δέκατο των παθημάτων και των εξευτελισμών που εκείνος δοκίμασε; Κι όμως έχουμε να κάνουμε με έναν άνθρωπο που όχι μόνο μπορεί να πει ότι σε όλα αυτά είμαστε νικητές με το παραπάνω, αλλά επίσης, «Πιστεύω πραγματικά πως όσα υποφέρουμε τώρα δεν ισοσταθμίζουν τη δόξα που μας επιφυλάσσει ο Θεός στο μέλλον» (προς Ρωμαίους 8, 18). Δεν έχουμε να κάνουμε με ένα φιλόσοφο της πολυθρόνας, με έναν απόμακρο διανοούμενο, αλλά με έναν άνθρωπο σχεδόν απίστευτης ενεργητικότητας και θάρρους, ο οποίος ζει τους πραγματικούς ανθρώπινους κινδύνους και αγωνίζεται για τις συνέπειες της ακλόνητης πίστης του.
Η ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ
Όμως η επιστολή η οποία μου έδωσε ένα ταρακούνημα από το οποίο ποτέ δεν έχω συνέλθει ήταν αυτή που αποκαλούμε ως «Πρώτη προς Κορίνθιους». Ας εξηγηθώ. Ερευνούσα το θέμα διαβάζοντας σχετικά βιβλία και μου έγινε η υπόμνηση ότι «Κόρινθος» ήταν ένα συνώνυμο ακόμη και σε εκείνες τις πονηρές μέρες για κάθε είδους ανηθικότητα και διαφθορά, Οι έλληνες, ως συνήθως, είχαν μια λέξη γι’ αυτό, και το «Κορινθιάζειν» ήταν να ζει κάποιος με το κερί αναμμένο κι από τα δυο άκρα, με όλους του ενδοιασμούς και τις αρχές πεταμένες στην άκρη, και την πλήρη ικανοποίηση κάθε επιθυμίας. Λόγω της γεωγραφικής της θέσης – ήταν εύκολη η θαλάσσια πρόσβαση στην Κόρινθο, που ήταν το πλέον σημαντικό λιμάνι στην κίνηση ανάμεσα στην ανατολική και δυτική Μεσόγειο – είχε έναν πολύ ετερόκλητο πληθυσμό με μεγάλο αριθμό ταξιδιωτών, εμπόρων και παρασίτων. Πιθανόν να μην ήταν ουσιαστικά περισσότερο κακή από οποιοδήποτε άλλο λιμάνι, αλλά η φήμη της για σεξουαλική ελευθεριότητα είχε επικρατήσει επειδή υπήρξε για εκατοντάδες χρόνια το κέντρο της οργανωμένης λατρείας της θεάς του Έρωτα, Αφροδίτης, τόσο στους ελληνικούς όσο και στους ρωμαϊκούς χρόνους. Όπως συμβαίνει πάντοτε όπου υπάρχει πολλή διάχυτη σεξουαλική ελευθεριότητα, εκεί αναφύεται και ένα πλήθος από συνεπακόλουθα – απληστία, εκβιασμός, απάτη, συκοφαντία, διαστροφή και τα λοιπά.
Είχα μια καλή εικόνα του είδους του τόπου που θα ήταν η Κόρινθος, και μάλιστα το πόσο απίθανο μέρος θα πρέπει να φαινόταν να είναι για την ίδρυση μιας χριστιανικής εκκλησίας, όταν αιφνίδια ήρθα αντιμέτωπος με το Α΄προς Κορινθίους 6, 11. Ο Παύλος μόλις είχε απαριθμήσει ορισμένες από τις πλέον αποκρουστικές αμαρτίες στις οποίες οι άνθρωποι θα μπορούσαν να βυθιστούν και διαβεβαίωνε τους ακροατές του ότι η Βασιλεία του Θεού δεν μπορεί να είναι κτήμα ανθρώπων όπως αυτοί, όταν αιφνίδια καταλήγει και τέτοιοι ήσασταν κάποτε μερικοί!
ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΓΙΑ ΚΑΤΙ ΥΠΕΡΦΥΣΙΚΟ
Δεν είχα ποτέ συνειδητοποιήσει πόσο μια εκπληκτική χριστιανική απόδειξη είναι αυτή. Κανένας δεν αμφιβάλλει ότι η επιστολή είναι μια αυθεντική Παύλεια Επιστολή, γραμμένη πιθανόν περίπου μια δεκαετία πριν τη σύνταξη του πρώτου Ευαγγελίου. Και εδώ, σε ανθρώπους που ζουν στο κέντρο αυτό της ειδωλολατρίας κι όλων των ειδών ανθρώπινης εξαθλίωσης ο Παύλος μπορεί να γράψει «και τέτοιοι ήσασταν κάποτε μερικοί»! Τι ήταν αυτό, ρωτώ και θα συνεχίσω να ρωτώ στους μη-χριστιανούς φίλους μου, που υποτίθεται πως άλλαξε τους ανθρώπους αυτούς τόσο ριζικά; Η προσωπικότητα του Παύλου; Η πλέον επιφανειακή ανάγνωση των δυο επιστολών του Παύλου στους Κορίνθιους που διασώθηκαν, εύκολα θα φανερώσει ότι ακόμη κι ανάμεσα στους ακολούθους του δεν ήταν γενικά δημοφιλής. Φαίνεται φανερά πως κάτι πολύ ασυνήθιστο είχε συμβεί και συνέβαινε. Άνθρωποι, πολλές φορές οι πλέον απίθανοι άνθρωποι, μεταστρέφονταν σε καρδιά και νου από κάτι. Για τον Παύλο και τους λοιπούς συναπόστολους του, ήταν καθαρά η εισβολή του Πνεύματος του Θεού στο ανθρώπινο πνεύμα. Η δύναμη που απαιτείται για να μεταστρέψει και να συντηρήσει τη νέα ζωή φυσιολογικά, ήταν για τον Παύλο μια άλλη εκδήλωση της δύναμης την οποία έδειξε ο Θεός ανασταίνοντας τον Ιησού από τους νεκρούς. Ο «καρπός του Πνεύματος» τα συστατικά του οποίου ο Παύλος απαριθμεί στο πέμπτο κεφάλαιο της Επιστολής του στους Γαλάτες δεν είναι αποτέλεσμα μιας προσπάθειας από φόβο και μιας καταπιεστικής αυταπάρνησης. Είναι καρπός: αναπτύσσεται φυσιολογικά, από τη στιγμή που επιτραπεί στο ζωντανό Πνεύμα του Θεού να εισέλθει στον εσωτερικό άνθρωπο.
Εδώ, λοιπόν, έχουμε δυο θαύματα: ο μετασχηματισμός της ανθρώπινης φύσης από μέσα και η έγερση του ανθρώπου Ιησού από τους νεκρούς. Σύμφωνα με το ευαγγέλιο του Παύλου και τα δυο είναι αποδείξεις της δύναμης του Θεού μέσα στις ανθρώπινες συνθήκες και παρά την ανθρώπινη πιθανότητα.
Δεν προτείνω να παραμείνω πολύ στο σημείο αυτό στο πολύ γνωστό πεζό-ποίημα σχετικό με τη χριστιανική αγάπη που βρίσκεται στο δέκατο τρίτο κεφάλαιο. Δεν νομίζω ότι η αυθεντικότητά του αμφισβητείται. Θα σχολιάσω απλώς, προς όφελος αυτών που ορισμένες φορές βρίσκουν τον Παύλο ενοχλητικό, ότι αυτό θα πρέπει να είναι το έργο ενός ανθρώπου σπάνιας διορατικότητας και εξίσου σπάνιας ποιητικής ευφυΐας. Είναι από μόνο του ένα θαύμα ότι ένας άντρας της παιδείας που είχε ο Σαούλ ο Ταρσεύς να δει τόσο καθαρά πως δίχως «αγάπη» κάθε στοιχείο μάθησης, κάθε επίτευγμα, κάθε κοπιώδης προσπάθεια και κάθε επίπονη θυσία καταλήγει στο απόλυτο τίποτα.
ΠΡΩΙΜΗ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΠΕΠΟΙΘΗΣΗ
Μετά έφτασα στο δέκατο πέμπτο κεφάλαιο, το οποίο κατέληξα να θεωρώ από ορισμένες απόψεις ως το πλέον σημαντικό κεφάλαιο στην Καινή Διαθήκη. Είναι βέβαιο πως είναι η αρχαιότερη απόδειξη για την ανάσταση του Χριστού. Θα πρέπει να υπενθυμίσουμε στους εαυτούς μας ότι μέχρι τότε δεν υπήρχαν γραπτά Ευαγγέλια, και ότι οι λέξεις αυτές γράφτηκαν περίπου είκοσι χρόνια μετά τη σταύρωση του Ιησού. Υπήρχαν πολλοί που ζούσαν που τον γνώριζαν και τον θυμούνταν, και ο Παύλος παραθέτει ορισμένους από αυτούς που είδαν το Χριστό ζωντανό μετά τη δημόσια θανάτωσή του. Εντυπωσιάστηκα και πάλι με το «περισσότερους από πεντακόσιους αδερφούς» που είδαν τον Χριστό ταυτόχρονα, «από τους οποίους», σχολιάζει ο Παύλος, «οι περισσότεροι όμως είναι στη ζωή». Η απόδειξη για την ανάσταση δεν εδραιώνεται σε υστερικές οράσεις στο μισοσκόταδο του πρώιμου χαράματος αλλά σε πραγματικές «εμφανίσεις», η τελευταία των οποίων φαίνεται να έχει συμβεί στον Παύλο. Σημείωσα τη συγκρατημένη πεζή αφήγηση γνωστών γεγονότων. Δεν υπάρχει προσπάθεια πειθούς ή απόδειξης, και οπωσδήποτε δεν υπάρχει καλλιτεχνική διάνθιση της ιστορίας. Στην πραγματικότητα ο Παύλος λέει: αυτά είναι τα ιστορικά γεγονότα που γνωρίζουμε.
Στη συνέχεια, στο στίχο δώδεκα, προχωρεί στο συλλογισμό του. Επειδή ο αναστημένος Χριστός τον έπεισε, και επειδή ο αναστημένος Χριστός είναι η δύναμη πίσω από το ευαγγέλιο που κηρύττει, καθώς επίσης ο αρχηγός της πίστης η οποία αναπτύχθηκε στο απίθανο έδαφος της Κορίνθου, πώς είναι δυνατόν για οποιονδήποτε, ακόμη και χάριν του επιχειρήματος, να αρνηθεί ότι ο Χριστός πραγματικά αναστήθηκε;
Ομολογώ πως εξεπλάγην πολύ, όπως κι ο Παύλος για το πώς είναι δυνατό χριστιανοί να μην πιστεύουν στη ζωή που θα ακολουθήσει αυτή την εμφανώς ατελή ζωή. Κατά τη διάρκεια των χρόνων του πολέμου, όταν ο θάνατος θα μπορούσε να χτυπήσει οποιονδήποτε με λίγη ή καθόλου προειδοποίηση, δεν θεωρούνταν νοσηρό αλλά ήταν απλώς ζήτημα κοινής λογικής να θεωρεί κάποιος το τι συμβαίνει σε μας αφού το σώμα μας «πεθάνει». Είχα εκατοντάδες συζητήσεις με αυτούς που πενθούσαν, και πιστεύω πως αυτά τα εμπνευσμένα λόγια του μακρινού παρελθόντος έφεραν βεβαιότητα σε πολλούς. Μάθαμε να αποδεχόμαστε τη θνητότητά μας, και ενδυναμώθηκε σε μεγάλο βαθμό η πίστη μας στις υποσχέσεις του Χριστού.
Αλλά αφού τέλειωσε ο πόλεμος φαίνεται πως ένα αρκετά μεγάλο ποσοστό αυτών που δηλώνουν χριστιανοί, στην πραγματικότητα δεν πιστεύουν σε οποιαδήποτε ζωή μετά την πρόσκαιρη αυτή. Πρόσφατα διάβασα ότι η Δημοσκόπηση Gallup του 1964 που μεταδόθηκε από τον τηλεοπτικό σταθμό ABC έδινε τα εξής αποτελέσματα: μόνο το 88 τοις εκατό των τακτικά εκκλησιαζόμενων ρωμαιοκαθολικών, το 86 τοις εκατό των αγγλικανών, το 86 τοις εκατό τακτικά εκκλησιαζόμενων άλλων διαμαρτυρόμενων δογμάτων πιστεύουν στη μεταθανάτια ζωή. Επειδή η πίστη στην ανάσταση του Χριστού και η μετοχή στο αιώνιο σώμα του πάντοτε υπήρξε ένα αναπόσπαστο μέρος του Ευαγγελίου, δεν μπορώ παρά να απορώ γιατί ένα τόσο μεγάλο ποσοστό αυτών που δέχονται το χριστιανισμό αγνοούν την πλέον ανεκτίμητη υπόσχεσή του.
«ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ» ΚΑΙ ΧΡΟΝΟΣ
Ίσως να συμβαίνει να υπάρχει κάποια έλλειψη φαντασίας. Αν μιλήσουμε επιφανειακά για την «αιωνιότητα», ορισμένοι θα σκεφτούν ότι εννοούμε εκατομμύρια χρόνια συν εκατομμύρια χρόνια επ’ άπειρον. Δεν φαίνεται να συλλαμβάνουν το γεγονός ότι μιας και είμαστε εκτός του πλαισίου χρόνου-και-χώρου (μέσα στο οποίο στη ζωή αυτή είμαστε αναπόφευκτα περιορισμένοι), ούτε ο «χρόνος» ούτε ο «χώρος» έχουν ένα νόημα. Μπορεί να υπάρχουν πολλών ειδών «διαστάσεις», τις οποίες επί του παρόντος αγνοούμε, και για τις οποίες δεν υπάρχουν περιγραφικές λέξεις.
Όμως πιστεύω ότι ο ίδιος ο Παύλος ασχολείται με την ουσία της υπόθεσης στο στίχο τριάντα πέντε αυτού του κεφαλαίου. Ορισμένοι τότε, όπως ορισμένοι σήμερα, φαινόταν να φαντάζονταν πως το προσωρινό αυτό φθαρτό σώμα αναζωογονείτο με ένα μαγικό τρόπο, και να σκέφτονταν πως αυτό ήταν που σήμαινε η «ανάσταση». Βέβαια δεν είναι. Ο Παύλος προσπαθεί να εξηγήσει ότι ακόμη και στο δικό μας πλανήτη το «σώμα» που περιέχει τη ζωή προσαρμόζεται στο περιβάλλον- τα ψάρια, τα πουλιά, τα ζώα είναι όλα διαφορετικά, ενώ τα «ουράνια σώματα» τα οποία παρατηρούνται στον ουρανό είναι εντελώς και εξόχως διαφορετικά από οτιδήποτε γήινο.
Ο Θεός μας δίνει το «πνευματικό» σώμα που είναι κατάλληλο για το νέο περιβάλλον για το οποίο προοριζόμαστε ως υιοί του Θεού. Μπορούμε να είμαστε βέβαιοι γι’ αυτό, και η ανάσταση του Χριστού είναι η εγγύηση μας. Μπορούμε να είμαστε εξίσου βέβαιοι ότι «ούτε αυτό που είναι φθαρτό μπορεί να κληρονομήσει την αφθαρσία» (στίχος 50). Μάλιστα ποιος θα προτιμούσε το να δοθεί νέα ζωή σε αυτό το γερασμένο, κουρασμένο, αρρωστημένο, και πιθανόν ανάπηρο σώμα; Γνωρίζουμε παρά πολύ καλά ότι η ανθρώπινη σάρκα τελικά φθείρεται, γρήγορα με τη φωτιά ή αργά με την αποσύνθεση στο χώμα, ό,τι κι αν μας λένε οι βαλσαμωτές.
Γιατί λοιπόν ο Παύλος επιμένει σε ένα «σώμα»; Είναι επειδή ενδιαφέρεται να υπερασπίσει το χριστιανικό πιστεύω για την ανάσταση του ανθρώπου κατά το πρότυπο της ανάστασης του Χριστού. Η αρχαία ελληνική δοξασία, και η ρωμαϊκή αντίστοιχή της, διατείνονταν ότι μιας και το σώμα πέθαινε, η ασώματη ψυχή ζούσε σε μια άθλια, θολή ύπαρξη στον Άδη που ήταν ένας τόπος σκιών, η σκοτεινή κι άχαρη λήθη αυτών που αποδήμησαν. Η εβραϊκή ιδέα του sheol διέφερε πολύ λίγο. Φαινόταν να κυριαρχεί η λύπη, η σιωπή και η απελπισία επάνω στη μεταθανάτια ζωή. Οι Κορίνθιοι πιθανόν να είχαν ακούσει τόσο για τον Άδη όσο και για τον sheol. Ενδεχομένως επίσης να είχαν ακούσει αόριστα για την ιδέα περί αθανασίας της ανθρώπινης ψυχής των ελλήνων φιλοσόφων.
Αλλά ο θάνατος για τους ανθρώπους εκείνων των ημερών ήταν η τελική συμφορά. Ενδεχομένως να συνέβαινε ορισμένοι από τους Κορίνθιους να μη μπορούσαν να δεχτούν το άθλιο λυκόφως τόπων όπως ο Άδης ενώ η συνέχιση της «ψυχής» να φαινόταν σαν μια φιλοσοφική εικασία. Μπορεί να συνέβαινε το ότι να πιστέψουν στην εκμηδένιση κατά το θάνατο ήταν γι’ αυτούς η καλύτερη υπόθεση.
Την αρνητική αυτή σκέψη είναι αποφασισμένος να διορθώσει ο Παύλος. Η ανάσταση του Χριστού ήταν πάντοτε για τον Παύλο το κλειδί για το ανθρώπινο δίλημμα. Ο Χριστός είχε γίνει άνθρωπος, ο Χριστός είχε πεθάνει για τον άνθρωπο και ο Χριστός είχε αναστηθεί για να ανοίξει τη θύρα στις δόξες που το ανθρώπινο λεξιλόγιο δεν είχε λέξεις να περιγράψει. Ο Παύλος γνώριζε ότι ο έσχατος εχθρός του ανθρώπου, ο θάνατος, είχε τώρα νικηθεί, και οι άνθρωποι μπορούσαν πια να προσβλέπουν, όχι σε μια σκιώδη ύπαρξη, αλλά σε μια ζωή πληρέστερη και ενδοξότερη από αυτή που θα μπορούσε να συλλάβει η ανθρώπινη φαντασία. Ας μην υπάρξουν πλέον ανοησίες, προτρέπει, σχετικά με τι είδους «σώμα» θα έχουμε όταν χαθούν τα θνητά αυτά σώματά μας. Αυτό μπορούμε με ασφάλεια να το αφήσουμε στον Θεό, ο οποίος απέδειξε τη νίκη κατά του θανάτου ανασταίνοντας τον Χριστό.
Η ΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΚΑΙΝΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ
Για μένα, το μεταφραστή, το δέκατο πέμπτο κεφάλαιο μου φάνηκε ζωντανό και έσφυζε, όχι από ευσεβείς πόθους, αλλά από μια εμπνευσμένη βεβαιότητα. Αρκετά αιφνίδια κατανόησα ότι κανένας δεν είχε γράψει παρόμοια λόγια έως τότε. Καθώς συνέχιζα με το έργο της μετάφρασης κατέληξα να αισθάνομαι απόλυτα πεπεισμένος για την αλήθεια της ανάστασης. Κάποιο γεγονός σπουδαιότητας ζωής και θανάτου, κυριολεκτικά, είχε συμβεί στην ανθρώπινη ιστορία, και διάβαζα ακριβώς τις λέξεις των ανθρώπων οι οποίοι είχαν δει τον Χριστό μετά την ανάστασή του και είχαν δει ανθρώπους να αλλάζουν ριζικά με τη ζωντανή δύναμη του. Προηγουμένως, παρότι γνώριζα κάτι για την «παρηγορία των Γραφών» και ποτέ δεν τις είχα θεωρήσει πλαστές, θα πρέπει να ήμουν θωρακισμένος από την πραγματικότητα τους απλά και μόνο επειδή ήταν γνωστές ως «γραφές». Τώρα ήμουν υποχρεωμένος να έρθω στη στενότερη δυνατή σχέση με τα γραπτά αυτά και να εντυπωσιαστώ βαθύτατα από αυτό γεγονός και συνεχίζω να είμαι. Αφενός, οι εν λόγω Επιστολές είχαν γραφτεί στη διάρκεια μιας αρκετά μεγάλης χρονικής περιόδου, αλλά δεν υπήρχε η πλέον ελάχιστη ανιχνεύσιμη έκλειψη της πίστης. Αφετέρου, διδάχθηκα με ακατανίκητη δύναμη ότι οι Επιστολές δεν θα μπορούσαν ποτέ να είχαν γραφτεί αν δεν είχε υπάρξει Ιησούς Χριστός, σταύρωση και ανάσταση.
Όσο περισσότερο το σκεπτόμουνα, τόσο αδιανόητο φαινόταν ότι η νέα αυτή θαρραλέα, χαρούμενη ζωή θα μπορούσε να προέλθει από μια κατασκευασμένη ιστορία ή από ευσεβή πόθο. Υπήρξε ένα καταπληκτικό γεγονός, από το οποίο έρρεε όλη αυτή η δύναμη και απόλυτη βεβαιότητα.
Είχα εντυπωσιαστεί και συνεχίζω να είμαι εντυπωσιασμένος από το γεγονός ότι οι Επιστολές της Καινής Διαθήκης δεν γράφτηκαν σε κάποιο ιερό ησυχαστήριο αλλά ορισμένες φορές από τη φυλακή, ορισμένες φορές από συνηθισμένα, πιθανόν, χριστιανικά σπίτια. Επιπλέον, γράφτηκαν προς ανθρώπους που κλήθηκαν να ζήσουν τη χριστιανική ζωή σε έναν εντελώς παγανιστικό κόσμο. Η ηθική βρισκόταν πολύ χαμηλά και δεν υπήρξε τίποτε που να μοιάζει έστω και ελάχιστα με μια χριστιανική κοινή γνώμη. Δεν υπήρχαν Κυριακές, εκκλησιαστικά κτήρια και πολύ λίγος ελεύθερος χρόνος για τους περισσότερους. Η δουλεία υπήρχε, βέβαια, παντού, όπως και η μεγάλη φτώχεια και η αθεράπευτη αρρώστια. Οι μεγάλοι διωγμοί δεν είχαν αρχίσει αλλά μικρότεροι λάμβαναν χώρα. Κάποιος θα μπορούσε να χάσει όχι μόνο τους φίλους του αλλά και το ψωμί του σε μέρη όπως η Έφεσος αν γινόταν δημόσια γνωστό πως δεν πίστευε στη θεά Άρτεμη. Θα λοξοκοίταζαν κάποιον αν απέρριπτε τους τοπικούς θεούς, και θα θεωρείτο πολύ παράξενο αν αποχωριζόταν τους παλιούς του συντρόφους σε κραιπάλες οινοποσίας. Και ήταν πολύ εύκολο να χαλκευτεί μια κατηγορία ενάντια ενός που τοποθετούσε τον Ιησού Χριστό πάνω από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα.
ΤΟ ΣΘΕΝΟΣ ΤΗΣ ΠΙΣΤΗΣ
Ήταν ενάντια σε ένα παρόμοιο υπόβαθρο ανάμικτου παγανισμού που η χριστιανική πίστη άρχισε να αναπτύσσεται και να επεκτείνεται. Ακόμη κι αν δεν ήμουν ένας πεπεισμένος χριστιανός, θα έβρισκα αδύνατη την εξήγηση αυτού του παράδοξου φαινομένου. Αν θα είχαμε καταγραφές ενός αριθμού συναισθηματικών συγκεντρώσεων, τα αποτελέσματα των οποίων θα ήταν απλώς παροδικά, θα μπορούσαμε να διαγράψουμε συνολικά το χριστιανικό κίνημα σαν ένα από αυτά τα περαστικά κύματα δεισιδαιμονίας που κατά καιρούς αναστάτωναν τον παγανιστικό κόσμο. Αλλά δεν έχουμε κάτι παρόμοιο: έχουμε καλές και στέρεες αποδείξεις μιας δυνατής και αναπτυσσόμενης πίστης που θα μπορούσε να απαιτήσει οποιοσδήποτε ιστορικός. Προς στιγμή, ας αγνοήσουμε τις ιστορίες των Ευαγγελίων ως ιστορίες γραμμένες για έναν ήρωα που είχε προ πολλού πεθάνει (Δεν θεωρώ τα τέσσερα Ευαγγέλια έτσι, όπως ελπίζω να το αποδείξω). Ακόμη και δίχως τις αποδείξεις των βιβλίων που αποδίδονται στους τέσσερις Ευαγγελιστές, έχουμε τα ισχυρότερα δυνατά τεκμήρια για τις πρώιμες μέρες του χριστιανισμού από τις επιστολές του Παύλου, του Πέτρου, του Ιάκωβου και του Ιωάννη. Είναι γράμματα μοναδικής αξίας για τον ιστορικό που προσπαθεί να καταγράψει τα γεγονότα οποιασδήποτε περιόδου. Οι εφημερίδες, και πριν απ’ αυτές τα φυλλάδια έχουν την αξία τους, αλλά είναι πιθανόν να κλίνουν προς τη μια ή την άλλη πλευρά. Όμως αν πέσει στα χέρια του ιστορικού ένα δέμα με γράμματα τότε μπορεί να έχει ανεκτίμητες αποδείξεις για την περίοδο που γράφει. Επειδή τα γράμματα, μιλώντας γενικά, δεν γράφονται με οποιαδήποτε πολιτική σκοπιμότητα, και συνήθως δεν γράφονται για τους μεταγενέστερους. Ανακλούν με ακρίβεια τους χρόνους κατά τους οποίους γράφτηκαν.
Το ίδιο ισχύει και για τις Επιστολές της Καινής Διαθήκης. Αμφιβάλλω πάρα πολύ ότι οποιοσδήποτε από τους συγγραφείς τους είχε οποιαδήποτε ιδέα ότι έγραφε «Άγιες Γραφές». Στη μεγαλύτερη τους έκταση ήταν «ειδικά προς τούτο» γράψιμο: μια συγκεκριμένη περίσταση, ή ακόμη μια συμπεριφορά ενός συγκεκριμένου προσώπου ή ομάδας, απαιτούσε το γράψιμο του γράμματος. Κι όμως όλες οι Επιστολές από τις διαφορετικές τους απόψεις, μαρτυρούν για την ανάπτυξη μιας νέας κοινωνίας ανθρώπων πολύ διαφορετικής από τα ελληνικά, ρωμαϊκά, ιουδαϊκά ή παγανιστικά πρότυπα. Το όλο κίνημα βασίζεται στο γεγονός (σχετικά με το οποίο δεν αντιλέγει κανένας συγγραφέας της Καινής Διαθήκης) ότι ο Ιησούς Χριστός ήταν Θεός και άνθρωπος. Είναι τώρα «ο Κύριος» και κάθε σύστημα σκέψης και κάθε τρόπος δράσης θα πρέπει να αποφασίζεται όχι απλά με αναφορά στο παράδειγμα και στη διδασκαλία του αλλά με την οδηγία του ενεργού ζωντανού Πνεύματος.
Η ΙΣΧΥΣ ΤΩΝ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΕΝΩΝ ΑΠΟΔΕΙΞΕΩΝ
Καθώς συνέχιζα τη στενή αυτή σχέση με τις Επιστολές της Καινής Διαθήκης (ένα γεμάτο πρωινό κάθε εβδομάδα, επειδή υπήρχε πολλή άλλη εργασία που θα έπρεπε να γίνει!), βρήκα μια εξαιρετική ομοφωνία πνεύματος. Λέω «εξαιρετική» διότι επιφανειακά ο Παύλος, ο Ιάκωβος, ο Ιωάννης και ο Πέτρος απέχουν παρασάγγας σε ιδιοσυγκρασία, και είναι εντελώς διαφορετικοί στην παρουσίαση τους για το χριστιανικό Ευαγγέλιο. Όμως η εν λόγω διαφορά δεν είναι παρά επιφανειακή: σύντομα φαίνεται καθαρά ότι όλοι μιλούν για το ίδιο πράγμα και, επιπλέον, τα μηνύματα τους είναι συμπληρωματικά παρά αντιφατικά. Έχω ακούσει θρησκευόμενους ανθρώπους των ημερών μας να μιλούν ωσάν η ιστορικότητα των Ευαγγελίων να μην έχει σημασία – αυτό που έχει σημασία, λένε, είναι το σύγχρονο πνεύμα του Χριστού. Επιμένω ότι η ιστορικότητα έχει σημασία, και δεν βλέπω το λόγο γιατί εμείς, που ζούμε περίπου δυο χιλιάδες χρόνια αργότερα, θα πρέπει να αμφιβάλλουμε για ένα γεγονός για το οποίο υπήρχαν πολλοί αυτόπτες μάρτυρες που ζούσαν κατά τους χρόνους που γραφόταν το μεγαλύτερο μέρος της Καινής Διαθήκης. Δεν ήταν ένας «έξυπνα» κατασκευασμένος «μύθος» αλλά μια ιστορική εισβολή του Θεού στην ανθρώπινη ιστορία που γέννησε τη νεαρή Εκκλησία τόσο ρωμαλέα ώστε ο παγανιστικός κόσμος να μην μπορεί να την καταπνίξει και να την καταστρέψει.
ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΑΝΑΚΑΛΥΨΕΙΣ
Καθώς ο κόσμος της Καινής Διαθήκης γινόταν ολοένα και περισσότερο αληθινός για μένα, βρήκα ορισμένες πτυχές της πίστης οι οποίες ήταν φωτεινές και λαμπρές τότε αλλά που έχουν ξεθωριάσει και επικαλυφθεί στη σύγχρονή μας μαθητεία. Η πρώτη είναι αυτή που ο Παύλος αναφέρει ως το «μυστήριο» κρυμμένο για αιώνες και γενιές ολόκληρες που φανερώθηκε τώρα (προς Κολοσσαείς 1, 26). Είναι απλά ότι ο Χριστός ζει στην προσωπικότητα του ανθρώπου που πιστεύει σε εκείνον και που μαζί του φέρνει την ελπίδα της επερχόμενης «δόξας». Καμιά άλλη θρησκεία δεν τολμά να πει κάτι παρόμοιο σχετικά με το πρόσωπο το οποίο οι άνθρωποι λατρεύουν ως Θεό. Ο Θεός ήταν πάντοτε εξωτερικός, η δύναμη στην οποία θα έπρεπε να υπακούει κάποιος. Τώρα επιτέλους το θαύμα που ποτέ δεν θα είχαμε την προπέτεια να απαιτήσουμε, φαίνεται να επαληθεύεται «εν Χριστώ». Όχι μόνο ο Θεός έγινε άνθρωπος και έζησε με ανθρώπινους όρους∙ όχι μόνο ο Θεός συνδιάλλαξε τον άνθρωπο με τον Εαυτό του με μια προσωπική του πράξη∙ όχι μόνο ο Θεός απέδειξε ότι ο θάνατος νικήθηκε από μια αξέχαστη επίδειξη δύναμης, αλλά ο Θεός ζει στον άνθρωπο που ανοίγει την προσωπικότητα του σε Εκείνον. Η ζωή δεν είναι ένα ζήτημα συμμόρφωσης σε εξωτερικούς κανόνες αλλά ένα ζήτημα εσωτερικής μεταμόρφωσης.
Ο ΘΕΟΣ ΜΕΣΑ ΜΑΣ
Η αλήθεια αυτή η οποία αναφέρεται ξανά και ξανά στην Καινή Διαθήκη, μας φαίνεται πολύ καλή για να είναι αληθινή. Κοπιάζουμε και προσπαθούμε και προσευχόμαστε ωσάν ο χριστιανισμός να είναι μια δύσκολη εκτέλεση. Θεωρητικά μπορεί να συμφωνούμε με την ιδέα του «Χριστού που κατοικεί μέσα μας», αλλά οι περισσότεροι από εμάς τον περισσότερο χρόνο ενεργούμε σαν να μην το πιστεύουμε. Μας διαφεύγει το γεγονός ότι ο είναι Χριστός που ενεργεί σε μας ώστε να θέλουμε να ενεργούμε. Συνεπώς, μας λείπει αυτή η χαρά, η εμπιστοσύνη, ο αυθορμητισμός που δικαιωματικά ανήκουν στα παιδιά του Θεού. Η αλήθεια αυτή, φυσικά, δεν κάνει το μονοπάτι μας ομαλό και ελεύθερο από προβλήματα – ούτε ο Ιησούς ούτε ο Παύλος ζούσαν μια τέτοια ζωή – αλλά κάνει όλη τη διαφορά όταν πιστεύουμε ότι ο Θεός, όλη η αφάνταστη δύναμη, αγάπη και σοφία πίσω από το καθετί, δεν είναι απλά με το μέρος μας αλλά στην πραγματικότητα ενεργεί στην καρδιά και στο νου μας.
Βέβαια το πιστεύουμε αυτό, μερικώς, κι εμείς στην Αγγλικανική Εκκλησία καταβάλλουμε ειδική προσπάθεια να το πιστέψουμε σε καιρούς όπως στην τελετή του Χρίσματος, όταν ο Επίσκοπος επιθέτει τα χέρια του στο γονατισμένο υποψήφιο. Αλλά, δυστυχώς, πόσο λίγοι φαίνεται να διατηρούν την πίστη τους σε αυτό το υπερφυσικό συμβάν ακόμη και μετά από μερικούς μήνες! Δεν κατηγορώ κανέναν, επειδή κι εγώ είμαι κληρικός και γνωρίζω το πόσο δύσκολο είναι να μεταδώσεις μια αλήθεια που είναι τόσο απλή αλλά και συνάμα τόσο βαθιά.
Όμως πόσο απέχουν από την ιδέα της Καινής Διαθήκης τα ανούσια λόγια του ύμνου που λέει «ήρθε να μεταδώσει γλυκιά έμπνευση, ο γεμάτος χάρη πρόθυμος επισκέπτης». Οποιοσδήποτε έχει κάποια εμπειρία του αληθινού Θεού γνωρίζει ότι Εκείνος δεν μοιάζει καθόλου με κάποιον που αποδοκιμάζει ευγενικά τις αποτυχίες μας και βάζει το καταπραϋντικό του χέρι επάνω στα μικρά ανήσυχα κεφάλια μας. Ο Θεός που ζει μέσα μας αν του το επιτρέψουμε, δεν είναι αναγκαστικά πάντοτε πράος: μπορεί να είναι άνεμος και φωτιά και πολλά άλλα πράγματα. Μπορεί να μας δώσει δύναμη αλλά μπορεί επίσης να μας δείξει και τις αδυναμίες μας! Θα «αυξήσει την πίστη μας», αλλά συχνά όχι με τον τρόπο που θέλουμε ή αναμένουμε. Θα μας δείξει, όσο είναι δυνατό να αντέξουμε, περισσότερη και περισσότερη αλήθεια, αλλά θα θρυμματίσει και τις φαντασιώσεις μας δίχως ενδοιασμούς, ίσως ειδικά φαντασιώσεις για τους εαυτούς μας. Θα μας δώσει στιγμές θαυμάσιας αντίληψης, αλλά θα επιτρέψει επίσης να υπομείνουμε τρομακτικό σκοτάδι. Οι σχέσεις του μαζί μας δεν είναι ένα προαιρετικό θρησκευτικό παιχνίδι∙ είναι απόλυτα αποφασισμένος κι έχει την πρόθεση να «οδηγήσει πολλούς υιούς στη δόξα». Είναι πράγματι γεμάτος καλοσύνη και φως αλλά δεν έχει την παραμικρή ανοχή για τα πονηρά πράγματα που αφήσαμε να αναπτυχθούν στις καρδιές μας, από εκείνην που ένας χειρουργός θα έδειχνε αντιμέτωπος με έναν κακοήθη όγκο. Οι αρχαίοι άγιοι δεν υπέρβαλλαν καθόλου όταν είπαν: «Ο Θεός μας είναι φωτιά που καίει».
Ο ΘΕΟΣ ΤΗΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ ΜΑΣ – ΚΑΙ Ο ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΣ
Υποψιάζομαι ότι με την υπερηφάνεια μας θα προτιμούσαμε να έχουμε έναν εξωτερικό Θεό, δηλαδή, κάποιον ο οποίος έχει παράλογες απαιτήσεις από εμάς και ο οποίος αποτυγχάνει να τηρήσει αυτό που φαίνεται να είναι ένας στοιχειώδης κανόνας για τον Θεό – ότι αν οι ζωές μας είναι καλές τότε (δικαιωματικά) θα προστατευτούμε από όλα τα επίπονα και κακά πράγματα τα οποία συμβαίνουν σε άλλους. Η σκέψη αυτή απέχει μόνο ένα βήμα από τον αθεϊσμό, που είναι: αφού ο Θεός έχει αποτύχει κι εμείς τον έχουμε ξεπεράσει, θα πρέπει να βασιστούμε στις δικές μας δυνάμεις.
Ναι, θα πρέπει, αλλά με αυτό δεν ξεφεύγουμε από τις σχέσεις μας με το Θεό, επειδή, όπως είμαστε πλασμένοι, αν του δοθεί η μισή ευκαιρία, θα έρθει να ζήσει σε μας και θα ξεκινήσει να βάζει τα πράγματα σε τάξη! Ένα μικρό μέρος εντός μας το θέλει αυτό, κι ένα μεγάλο παιδαριώδες μέρος δεν το θέλει: αρνείται να μεγαλώσει. Προτιμούμε να είμαστε άνθρωποι με ένα παράπονο εναντίον ενός φανταστικού θεού, παρά να έχουμε σχέσεις με τον αληθινό ζωντανό Θεό, που αν του το επιτρέψουμε, ποιος ξέρει τι μπορεί να κάνει;
Ναι, πράγματι μπορεί, αλλά κάνουμε λάθος και είμαστε ανόητοι να φοβόμαστε. Πρώτα απ’ όλα, δεν μπορούμε τελικά να κερδίσουμε οποιαδήποτε μάχη ενάντια στην ακατάπαυστη πίεση της αγάπης του Θεού. Και για ένα πρόσθετο λόγο: εκείνος που φαίνεται να είναι εχθρός μας δεν είναι απλά φίλος μας αλλά κάποιος που είναι στην πλησιέστερη δυνατή αρμονία με τον βαθύτερο εαυτό μας. «Δεν θα πρέπει» είπε ο Von Hügel, «να σκεφτόμαστε ότι το Άγιο Πνεύμα και το ανθρώπινο πνεύμα, ο Θεός και η ψυχή, θεωρούνται σαν δυο ξεχωριστές οντότητες. Το Πνεύμα του Θεού εργάζεται στη στενότερη δυνατή σχέση με το δικό μας». Και σε κάθε περίπτωση, παρότι ο Θεός μπορεί να μας πονέσει, ποτέ δε θα μας ζημιώσει, επειδή η φύση του είναι αγάπη του πιο ανώτερου είδους.
«Ο ΖΩΝΤΑΝΟΣ ΘΕΟΣ» ΔΥΝΑΤΟΣ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ
Μου φάνηκε και μου φαίνεται ότι στην Καινή Διαθήκη έχουμε ανθρώπους που στη ζωή τους εισέβαλε το ζωντανό Πνεύμα του Θεού. Με αυτό δεν έγιναν στιγμιαία τέλειοι, όπως μπορούμε να δούμε κι όπως θα ήταν οι πρώτοι που θα το αναγνώριζαν. Όμως βρίσκονται στη διαδικασία της μεταμόρφωσης και της αναγνώρισης της νέας αυτής σχέσης με το Θεό και του ενός με τον άλλο. Δεν πιστεύω ότι ο θαυμάσιος αυτός νέος παράγοντας στον τρόπο με τον οποίο ζει ο άνθρωπος – και θα πρέπει να υπογραμμίσω το ότι είναι νέος – ήταν προορισμένος να αποδυναμωθεί και να εξαφανιστεί με την πάροδο του χρόνου. Είναι σίγουρα μέρος του αιώνιου Ευαγγελίου ότι ο Θεός ζει και εργάζεται εντός του ανθρώπου, άσχετα αν ο άνθρωπος ζει στον πρώτο ή στον εικοστό πρώτο αιώνα. Είναι μέρος της απίστευτης σύγχρονης τύφλωσής μας που αποτυγχάνουμε να δούμε αυτό ως το καλύτερο των καλών νέων! Και τέτοια είναι η ατμόσφαιρα απουσίας του Θεού που επικρατεί ώστε οι άνθρωποι δεν βλέπουν καθόλου την ανάγκη για το Ευαγγέλιο, κι ακόμη οι χριστιανοί, σε κάποιο βαθμό χάνουν το θαύμα της θείας εισβολής.
Νομίζω ότι αυτό το αίσθημα της πραγματικότητας του Θεού, τόσο στον εαυτό του, αν θα μπορούσαμε να πούμε, όσο και στο έργο του στα ανθρώπινα όντα είναι ίσως η μεγάλη γοητεία της Καινής Διαθήκης. Μπορεί να μας κάνει ανικανοποίητους. Μπορεί να μας κάνει να θέλουμε να σπάσουμε την τυραννία των σύγχρονων τρόπων σκέψης οι οποίες έχουν θέσει τόσο καταστροφικούς περιορισμούς στη δύναμη της πίστης μας. Αλλά τουλάχιστον, αν είμαστε ειλικρινείς κι αμερόληπτοι όσο είναι δυνατό, είμαστε υποχρεωμένοι να ομολογήσουμε ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με αυθεντικό, απέριττο γράψιμο, που περιγράφει, με σχεδόν καθημερινούς όρους αυτό που για μας είναι το πλέον απίθανο θαύμα – ο μετασχηματισμός του ανθρώπινου χαρακτήρα με την είσοδο της αγάπης του Θεού. Εδώ βρίσκεται το πρώτο και το πλέον θανάσιμο θύμα του σύγχρονου τρόπου σκέψης μας: ότι δεν πιστεύουμε στα σοβαρά ότι ο Θεός είναι πρόθυμος να διεισδύσει στις εσωτερικές πηγές του ανθρώπινου χαρακτήρα και να ξεκινήσει μια λυτρωτική επανάσταση εκεί. Η δυσπιστία αυτή είναι η ανυπολόγιστη απώλειά μας.
Η ΠΑΡΟΥΣΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ
Η δεύτερη διαφορά ανάμεσα στη νοοτροπία της Καινής Διαθήκης και αυτής των ημερών μας είναι ότι οι δυνάμεις του κακού, είτε εκτός είτε εντός της ανθρώπινης προσωπικότητας, ποτέ δεν εκλαμβάνονται στις μέρες μας ωσάν να είχαν οποιαδήποτε πραγματική ύπαρξη. Ομολογούμε πρόθυμα ότι μπορεί να είμαστε απροσάρμοστοι ή καταπιεσμένοι ή μειονεκτικοί, κι είμαστε αρκετά πρόθυμοι να έχουμε την ψυχιατρική εξήγηση της εγκληματικότητας και της αμαρτίας, αλλά συνήθως δεν παραδεχόμαστε την ύπαρξη του «πονηρού». Όμως για ανθρώπους όπως ο Παύλος, ο Ιωάννης, ο Πέτρος και ο Ιάκωβος το σωστό και το λάθος ήταν τόσο βέβαιο όσο το φως και το σκοτάδι. Ο χριστιανικός τρόπος ήταν μια σκληρή και δύσκολη μάχη που για να είναι νικηφόρα χρειαζόταν την «πανοπλία που δίνει ο Θεός». Η δική τους ήταν μια πνευματική πάλη εναντίον των αόρατων δυνάμεων του κακού.
Αν μιλούσαμε ή κηρύτταμε σήμερα για την πραγματικότητα του πονηρού θα κατηγορούμασταν για «δυϊσμό», που είναι ένας τεχνικός όρος και σημαίνει ότι ο κόσμος μας έχει στην πραγματικότητα δυο θεούς, ο Θεός που είναι όλα όσα είναι καλά, και ο Σατανάς που είναι όλα όσα είναι πονηρά. Αν οι επικριτές μας εννοούν ότι πιστεύουμε στη μόνιμη ύπαρξη του Σατανά, του Διαβόλου ή των δυνάμεων του κακού, κάνουν λάθος. Από τη στιγμή που μεταβούμε από αυτό το στάδιο της ύπαρξης σε εκείνο που ο Χριστός έχει ετοιμάσει για μας ο «Σατανάς» παύει να υφίσταται. Αλλά επί του παρόντος η δύναμη του κακού που εμποδίζει, προκαλεί σύγχυση, πλανά, αποτρέπει – όλη η βέβηλη συστοιχία με την οποία προσβάλλεται ο χριστιανός – είναι πραγματική και θα πρέπει να καταπολεμηθεί και να ηττηθεί.
Αν κάποιος αδυνατεί να συλλάβει το πώς ένα στοιχείο της παρούσας ζωής μπορεί να παύσει να είναι ένα στοιχείο σε έναν άλλο τρόπο ύπαρξης δεν χρειάζεται να πάμε πολύ μακριά για ένα παράδειγμα από αυτό των σωμάτων μας. Επί του παρόντος τα σώματα μας είναι αρκετά πραγματικά και θα πρέπει να τα θρέφουμε, να τα ντύνουμε, να τα πλένουμε και γενικά να τα φροντίζουμε. Κανένας, εκτός από κάποιον παράφρονα, δεν αρνείται ότι το σώμα του είναι μια πραγματικότητα. Ακόμη κι ο αυστηρότερος ασκητής θα πρέπει να φάει και να πιει εκτός κι αν έχει αυτοκτονικές τάσεις. Τα σώματα αυτά είναι πραγματικά, αλλά μόνο προσωρινά είναι έτσι. Όπως έχουμε δει, είναι καταδικασμένα στη φυσική διάλυση, αργά ή γρήγορα. Σε έναν άλλο κόσμο παύουν να υπάρχουν. Το ίδιο συμβαίνει και με τις δυνάμεις του κακού. Είναι «προσωρινές» με την έννοια ότι είναι περιορισμένες στην παρούσα ζωή, όμως το να τις θεωρούμε μη-πραγματικές στο εδώ και τώρα είναι εξαιρετικά επικίνδυνο.
Όλα αυτά είναι ανοησίες για έναν ανένταχτο αγνωστικιστή, αλλά σοβαρή αλήθεια για τον άνθρωπο που είναι ειλικρινά ταγμένος στον τρόπο του Χριστού. Μέχρι τώρα δεν έχω ποτέ συναντήσει έναν χριστιανό που δεν αντιμετώπισε πειρασμό, ορισμένες φορές πολύ σοβαρό και για πολύ χρόνο, και δεν νομίζω πως έχω ποτέ συναντήσει έναν αγνωστικιστή που να έχει οποιαδήποτε ιδέα γι’ αυτό που εννοούμε ως μάχη ενάντια στις πνευματικές δυνάμεις του κακού. Η άποψη της Καινής Διαθήκης σημαίνει πολύ περισσότερα για μένα από τον καλύτερο ουμανισμό, καθώς επίσης εξηγεί κάτι που μοιάζει παρά πολύ με τη δική μου εμπειρία και αυτή άλλων χριστιανών που γνωρίζω. Υπάρχει μια πάλη, ορισμένες φορές πολύ σκληρή και δύσκολη, που δεν είναι απλά ενάντια στην «απουσία του καλού» ή στην «άγνοια» ή στον «ασυνείδητο νου που στερείται ηθικής». Ίσως να είναι ενάντια αυτών, αλλά η έννοια της πάλης κατά του πραγματικού κακού το οποίο ο χριστιανός έχει να πολεμήσει είναι τόσο πραγματική στην εμπειρία του όσο οποιοσδήποτε άλλος τομέας της ύπαρξης του που θα μπορούσε να παρατηρηθεί.
Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΣΜΟΥ
Ο Ιησούς μίλησε για το «Σατανά», «το Διάβολο», «τον άρχοντα αυτού του κόσμου», και «τον πονηρό». Ο Παύλος έγραψε για το «Σατανά», «τον θεό αυτού του κόσμου» και στο έκτο κεφάλαιο της Επιστολής του προς Εφεσίους μιλά για τη μάχη του χριστιανού ενάντια στις «αρχές και εξουσίες, τους κυρίαρχους του σκοτεινού τούτου κόσμου, τα πονηρά πνεύματα που βρίσκονται ανάμεσα στη γη και στον ουρανό». Ο Πέτρος προειδοποιεί τους παραλήπτες της επιστολής του ότι ο αντίπαλος τους «ο διάβολος, περιφέρεται σαν λιοντάρι που βρυχάται, ζητώντας κάποιον να καταβροχθίσει». Ο Ιάκωβος έδωσε τη συμβουλή, «αντισταθείτε στο διάβολο, κι αυτός θα φύγει μακριά από σας». Ο Ιωάννης αναφέρεται πολλές φορές στο «διάβολο», στα «τέκνα του διαβόλου», στα «έργα του διαβόλου», και μιλώντας για τη χριστιανική μάχη, υπενθυμίζει στους αναγνώστες του ότι αυτός που ενεργεί μέσα τους «είναι ισχυρότερος απ’ αυτόν που κυριαρχεί μέσα στον κόσμο».
Αν και δεν είναι αναγκαίο για μας να επιστρέψουμε στη μεσαιωνική υπερβολή και να πλάσουμε μια τεράστια πινακοθήκη δαιμόνων, είναι όμως αρκετά μη-ρεαλιστικό να υποθέσουμε ότι δεν υπάρχει εχθρός, ότι δεν υπάρχει ο σπορέας αμφιβολιών και φόβων, ο πειραστής που διαστρέφει τις καλύτερες μας προσπάθειες. Ο Ιησούς χρησιμοποίησε το όνομα Σατανάς γι’ αυτή την πονηρή δύναμη, πιθανόν επειδή ήταν η τρέχουσα στις μέρες του κι οι ακροατές του θα ήξεραν για το τι μιλούσε. Αλλά, όπως ποτέ δεν επιχειρηματολόγησε υπέρ της ύπαρξης του Θεού, έτσι ακριβώς αποδέχθηκε ως ένα γεγονός της ζωής την πονηρή αυτή δύναμη που, κατά οποιοδήποτε χρόνο, μπορεί να καταστρέψει και να διαφθείρει. Είναι αξιοπαρατήρητο ότι όταν ο Πέτρος σε κάποια στιγμή εμπνεύστηκε ώστε να δει ποιος πράγματι ήταν ο Ιησούς, ο Ιησούς τον επαίνεσε για την κατανόηση που του είχε δοθεί, κι αμέσως μετά τον επιτίμησε αυστηρά ως «Σατανά», επειδή του πρότεινε μια πορεία που θα ήταν αντίθετη στο σχέδιο του Θεού (κατά Ματθαίον 16, 33). Αναφέρομαι στο σημείο αυτό σε ένα πρόσφατο βιβλίο: «Οποιοσδήποτε έχει ποτέ προσπαθήσει να αρθρώσει μια ιδιωτική προσευχή σιωπηλά, στη δική του καρδιά, θα γνωρίζει το τι εννοώ με το διαβολική παρεμβολή. Οι δυνάμεις του κακού βρίσκονται σε αντίθεση με το θέλημα του Θεού. Κι όσο πλησιέστερα το θέλημα ενός ανθρώπου θα προσεγγίζει αυτό του Θεού, τόσο φανερή και δυνατή και περισσότερο τρομερή φαίνεται να είναι η αντίθεση αυτή. Είναι όταν βαδίζουμε στην ίδια περίπου κατεύθυνση με αυτή του διαβόλου που δεν αισθανόμαστε καθόλου οποιαδήποτε αντίθεση.»[1] Οι φράσεις αυτές είναι ολοκληρωτικά αληθινές στη δική μου εμπειρία ζωής και αυτή των χριστιανών φίλων μου και αυτών με τους οποίους αλληλογραφώ. Η μάχη για την οποία μιλά τόσο ρεαλιστικά η Καινή Διαθήκη συνεχίζει ακόμη, και κάθε χριστιανός ανακαλύπτει τον εαυτό του να εμπλέκεται σε αυτή. Είναι ένας ακόμη λόγος γιατί τα αρχαία αυτά γραπτά ηχούν τόσο αληθινά σε μας σήμερα.
Ο ΠΑΡΟΝ ΚΟΣΜΟΣ ΚΑΙ Ο ΕΠΟΜΕΝΟΣ
Το τρίτο στοιχείο το οποίο ηχεί έντονα καθόλη την έκταση της Καινής Διαθήκης είναι η πεποίθηση ότι η επίγεια ζωή είναι κάτι περισσότερο από ένα παροδικό πέρασμα. Ο Ουρανός, παρότι δεν υπάρχουν επίγειες λέξεις να τον περιγράψουν, είναι πάντοτε παρών στη σκέψη των εμπνευσμένων συγγραφέων. Τα λόγια του Παύλου τα οποία ήδη παρέθεσα, περιγράφουν λακωνικά την κοινή τους πεποίθηση: «Πιστεύω πραγματικά πως όσα υποφέρουμε τώρα δεν ισοσταθμίζουν τη δόξα που μας επιφυλάσσει ο Θεός στο μέλλον.»
Σε πολλούς σύγχρονους αυτό ηχεί σχεδόν ανυπόφορα αφελές – όπως και οποιαδήποτε ιδέα ανταμοιβής και τιμωρίας σε μια μελλοντική ζωή. Θα πρέπει να κάνουμε το καλό, μας λένε, απλώς γιατί είναι καλό. Παρόμοια δεν θα πρέπει να βλάπτουμε τους άλλους επειδή αυτό είναι κάτι κακό. Και στις δυο περιπτώσεις θα πρέπει να βγάλουμε από το νου μας οποιαδήποτε ιδέα μιας μελλοντικής ζωής – επειδή είναι καθαρά ευσεβής πόθος και ανήκει στη ρομαντική παιδικότητα της θρησκείας.
Πιστεύω ότι αναιρώντας τον όλο χώρο της πνευματικής πραγματικότητας (της οποίας η μικρή αυτή ζωή είναι απλώς ένα παράγωγο σε χρόνο και χώρο) στερούμε από τους εαυτούς μας περισσότερα από ό,τι γνωρίζουμε. Αντί να είμαστε παιδιά του Θεού με απεριόριστες δυνατότητες όταν λήξει η παρούσα δοκιμαστική περίοδος, γινόμαστε απλά καλοί ανθρωπιστές με πιθανόν λίγη χροιά χριστιανικής ευσέβειας. Έχουμε απολέσει μια ολόκληρη διάσταση, μια διάσταση που η Καινή Διαθήκη είτε σθεναρά ισχυρίζεται ή σιωπηρά υποθέτει για το ότι αυτή είναι πραγματική και μόνιμη. Με τον τρόπο αυτό συμβάλλουμε ώστε η αλήθεια της να χάνει το νόημά της ή στην καλύτερη των περιπτώσεων να γίνεται μια μυθική παραβολή.
Ο ΠΑΥΛΟΣ ΓΝΩΡΙΖΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΑΠΟ Ο,ΤΙ ΝΟΜΙΖΟΥΜΕ
Πιστεύω ότι η καλύτερη θεραπεία για την παράξενη αυτή νοοτροπία είναι να μελετήσουμε (ή να ξαναμελετήσουμε) τις Επιστολές και το έργο ενός ανθρώπου όπως ο Παύλος. Εγώ ο ίδιος ανακάλυψα καθώς μελετούσα τα συγγράμματα του ότι η σκέψη του ήταν πολύ πιο αιχμηρή από ό,τι νόμιζα, και η φαντασία του πολύ εξαιρετική για έναν άνθρωπο τόσο τεράστιου ηθικού και φυσικού θάρρους. Θα μπορούσα ακόμη να πω πως εμείς οι σύγχρονοι τείνουμε να υποτιμούμε τη διάνοια ανθρώπων όπως ο Παύλος. Επειδή ένας παρόμοιος άνθρωπος δεν είχε ποτέ δει ένα ποδήλατο, μια γραφομηχανή, ή ένα δέκτη τηλεόρασης εμείς, ίσως ασυνείδητα, τον περιφρονούμε ωσάν να ζούσε μέσα σε κάποιου είδους σκοτεινή άγνοια. Ξεχνούμε πως χρονικά έζησε πολύ κοντά στα ιστορικά γεγονότα που περιγράφονται στην Καινή Διαθήκη και ότι είχε πολλές ευκαιρίες να ελέγξει την αυθεντικότητά τους από πολλούς αυτόπτες μάρτυρες. Ξεχνούμε, επίσης, ότι γνώριζε την ελληνική φιλοσοφία όχι απλά ως σχολικό μάθημα αλλά ως σύστημα σκέψης που διδασκόταν και εφαρμοζόταν στις μέρες του. Όταν έγραφε στους Κολοσσαείς και τους προειδοποιούσε για τους «κούφιους συλλογισμούς της ανθρώπινης σοφίας», δεν ήταν σκοταδιστής. Γνώριζε από παρατήρηση καθώς κι από προσωπική γνώση των ανθρώπων ότι η φιλοσοφία, όσο ελκυστική κι αν είναι διανοητικά, είναι στείρα και ανίκανη όταν έχει να κάνει με την αλλαγή της ανθρώπινης κατάστασης.
Ο ΘΕΟΣ ΔΕΝ ΕΊΝΑΙ ΕΝΑΣ ΜΕΓΕΘΥΣΜΕΝΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ!
Το τέταρτο κι αξιοσημείωτο γνώρισμα της σκέψης της Καινής Διαθήκης είναι ο συνδυασμός μιας έννοιας απεραντοσύνης της σοφίας και της δύναμης του Θεού με μια ασφαλή γνώση της άπειρης αγάπης του για κάθε ξεχωριστό πρόσωπο. Έτσι, αυτό που φαίνεται να είναι μια ειδική δυσκολία για το σύγχρονο στοχαστή δεν θεωρείται έτσι από τον Παύλο και τους άλλους. Δεν φαίνεται σε αυτούς άτοπο η σοφία κι η αγάπη του Θεού να πρέπει να λειτουργεί σε μια τεράστια κλίμακα προς τα έθνη ως σύνολο και τους κόσμους και ταυτόχρονα Εκείνος να φροντίζει στενά για κάθε ξεχωριστό ανθρώπινο ον. Υπερβάλλουμε τη δυσκολία αυτή, επειδή αν δεν είμαστε προσεκτικοί επιμένουμε να θεωρούμε τον Θεό ως ένα άνθρωπο μεγεθυσμένο σε άπειρο βαθμό. Γνωρίζουμε καλά πως σε ζητήματα ανθρώπινης διακυβέρνησης, όσο φιλελεύθερη και φιλάνθρωπη κι αν είναι αυτή, ο άνθρωπος δεν είναι περισσότερο από μια μονάδα. Η εκλεγμένη εξουσία ενδιαφέρεται για την ευημερία της κοινωνίας ως σύνολο, και δεν υπάρχει περίπτωση να ασχολείται κατά οποιοδήποτε στενό τρόπο με οποιαδήποτε ξεχωριστή ζωή. Κατά συνέπεια, εκτός κι αν σκεφτούμε σοβαρά αυτό που εννοούμε με τη λέξη «Θεός» μεταφέρουμε συνεχώς τη στάση αυτού του είδους απέναντι στο δημιουργό. Κι ακόμη, τώρα που γνωρίζουμε τόσα πολλά σχετικά με τη δομή του παρατηρήσιμου σύμπαντος, είτε αυτό γίνεται με όρους μεγέθους, ταχύτητας, ισχύος ή πολυπλοκότητας, οι άνθρωποι πολύ εύκολα συμπεραίνουν πως ένα μεμονωμένο πρόσωπο δεν είναι δυνατό να έχει σημασία για την τεράστια διάνοια πίσω από το σύμπαν. Ακόμη χειρότερα, επειδή κάτι είναι πέρα από τη φαντασία του ανθρώπου αυτός το αποκλείει ως αδύνατο. Όμως η Καινή Διαθήκη καθώς επίσης, για να είμαστε δίκαιοι, και η Παλαιά επιμένει ότι ο Θεός δεν είναι άνθρωπος. Αυτό που είναι αδύνατο για τους ανθρώπους είναι δυνατό για το Θεό. Δεν είμαι ακαδημαϊκός θεολόγος και ούτε είναι, φαντάζομαι, οι περισσότεροι από τους αναγνώστες μου, και οι λέξεις είναι ολισθηρά πράγματα όταν μιλάμε για το Θεό. Αλλά είναι σίγουρο ότι το επιστέγασμα της δόξας του χριστιανικού Ευαγγελίου είναι η εξαγγελία της αδιάλειπτης πρόθεσης της αγάπης του Θεού προς όλη τη δημιουργία. Η εξαγγελία ότι ο Θεός έγινε άνθρωπος τόσο για να δείξει το πώς πρέπει να βιώνεται η ζωή αλλά και να συνδιαλλάξει τα κακά που είναι στον άνθρωπο με την τελειότητα που ανήκει στον Θεό και να νικήσει τον τελευταίο και σκοτεινότερο εχθρό του ανθρώπου, το θάνατο. Το Ευαγγέλιο διακηρύττει επίσης ότι το αόρατο Πνεύμα του Θεού εργάζεται μέσα και διαμέσου των ανθρώπινων όντων οποτεδήποτε και οπουδήποτε είναι ελεύθερο να μεταμορφώσει και να οδηγήσει.
Η «ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΚΉ» ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Μπορεί να μας είναι δύσκολο να συνδυάζουμε όλες αυτές τις σκέψεις στο νου μας ταυτόχρονα, αλλά δίκαια αντιπροσωπεύουν τον τρόπο με τον οποίο οι συγγραφείς της Καινής Διαθήκης θεωρούν τον Θεό, τον άνθρωπο και τη ζωή. Ο Παύλος, για παράδειγμα, με την ιουδαϊκή ανατροφή και με τη φαρισαϊκή του εκπαίδευση θα είχε μια αρκετά υψηλή άποψη για τον ένα και αληθινό Θεό, αλλά μετά τη μεταστροφή του γνωρίζει επίσης ότι ο ίδιος Θεός που η σοφία του είναι ανεξιχνίαστη είναι ο Πατέρας του και μπορεί να μιλήσει προσωπικά κι απλά για τον Ιησού Χριστό ως «τον Υιό του Θεού που με αγάπησε και έδωσε τον εαυτό του για μένα». Στην εμπειρία μου με τους ανθρώπους έχω βρει ότι ανάμεσα σε συνειδητούς χριστιανούς αυτή η «ολοκληρωτική» άποψη για τον Θεό τόσο ως του δημιουργού με την άπειρη σοφία και δύναμη όσο και ως του Πατέρα που φροντίζει πραγματικά για το άτομο είναι ένα αρκετά συνηθισμένο φαινόμενο. Είναι ο αγνωστικιστής και ο αυτοαποκαλούμενος αθεϊστής που παράγει και μεγεθύνει τη διανοητική δυσκολία. Κανένας στα λογικά του δεν θα αρνηθεί ότι ο Θεός αποτελεί ένα τεράστιο ανεξιχνίαστο μυστήριο, και δεν υπάρχει οτιδήποτε περισσότερο αποκρουστικό καθώς και προπετές από τη στάση της υπερβολικής εξοικείωσης που υπονοεί ότι έχουμε πια γίνει αρκετά ενήλικες ώστε να μιλάμε με ίσους όρους με το δημιουργό. Ωστόσο, παραμένει αληθινό ότι ένα ανθρώπινο ον μπορεί με μια πραγματική έννοια να «γνωρίσει» τον Θεό διαμέσου του Χριστού και ότι ο ίδιος ο Χριστός μπορεί να είναι ζωντανός γι’ αυτόν. Έχω δει αυτή την αναγνώριση και γνώση του Θεού σε ανθρώπους όλων των ομολογιών, σε άντρες και γυναίκες διαφόρων εθνοτήτων καθώς επίσης σε αυτούς που ανήκουν σε διαφορετικά κοινωνικά στρώματα. Γνώρισα εξαιρετικά ευφυείς επιστήμονες καθώς και ανθρώπους μέγιστου βεληνεκούς στη λογοτεχνία και τις τέχνες που προσεγγίζουν τον Θεό με το βαθύτερο δυνατό δέος και ταυτόχρονα τον γνωρίζουν διαμέσου του Χριστού περίπου ως ένα προσωπικό φίλο. Γνωρίζω επίσης ανθρώπους απλούστερης σκέψης, που πιθανόν να μη μπορούσαν να περάσουν οποιαδήποτε τυπική εξέταση, που διαθέτουν μια ισχυρή κι ακαταμάχητη πίστη στον Θεό Πατέρα τους και παρόμοια βρίσκουν τον Χριστό ως ένα αληθινό πρόσωπο. Είναι αλήθεια ότι οι συγκριτικά όχι ευφυείς ορισμένες φορές χρησιμοποιούν απλοϊκούς όρους όταν μιλούν για τον Θεό, αλλά δεν συνάντησα ποτέ ένα πραγματικό χριστιανό δίχως ένα βαθύ αίσθημα δέους και θαυμασμού. Δεν μπορώ παρά να είμαι εντυπωσιασμένος από αυτά που έχω δει και έχω ακούσει από άλλους. Ο κλινικός έλεγχος της πνευματικής εμπειρίας είναι η ίδια η ζωή, και είναι ακριβώς στο σημείο αυτό, ορισμένες φορές σε τρομακτικά επικίνδυνες και επίπονες συνθήκες, που έχω ανακαλύψει πίστη και ασφαλή και λαμπρή. Με λίγα λόγια, έχω δει την εμπειρία του Θεού που περιγράφεται στην Καινή Διαθήκη να συμβαίνει ξανά και ξανά στο σύγχρονό μας κόσμο.
Ο ΠΑΡΑΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΛΗΨΗΣ ΤΩΝ ΠΑΡΟΜΟΙΩΣΕΩΝ ΚΥΡΙΟΛΕΚΤΙΚΑ
Υπάρχει μια ιδέα στις μέρες μας μεταξύ ορισμένων επιστημόνων της Καινής Διαθήκης για το ότι άνθρωποι όπως ο Παύλος είχαν ένα πρωτόγονο σύστημα σκέψης – ότι το δικό τους ήταν ένα σύμπαν τριών ορόφων, με «ουρανό» επάνω, «κόλαση» κάτω και «γη» στο ενδιάμεσο. Προσωπικά αμφιβάλλω σοβαρά γι’ αυτό. Στην εντατική μελέτη που η μετάφραση απαιτεί έχω σχηματίσει την έντονη εντύπωση ότι ο Παύλος μακριά από του να προσπαθεί να ταιριάξει ιδέες περί Θεού σε οποιοδήποτε προκατασκευασμένο σύστημα σκέψης, αγωνίζεται με ανθρώπινες λέξεις να εκφράσει κάτι θαυμάσιο που αισθάνεται πως βρίσκεται πέρα από τη ζωή που θα μπορούσαμε να αγγίζουμε. Για εκείνον είναι τα ορατά που είναι προσωρινά, ενώ τα αόρατα είναι αιώνια. Χάνω την υπομονή μου με τους σύγχρονους κριτικούς που υποθέτουν πως όταν ο Παύλος μιλά για την «ανύψωση» του Χριστού ή όταν παρακινεί τους Κολοσσαείς να ζητούν «τα άνω» «εκεί που κάθεται ο Χριστός στα δεξιά του Θεού», μιλά στην πραγματικότητα για κάποιο τόπο ορισμένα χιλιόμετρα πάνω από την επιφάνεια της γης. Νομίζω πως καταλαβαίνω τον ρώσο αστροναύτη που φαίνεται να έχει πει όταν γύρισε μετά από την τροχιά του γύρω από τη γη ότι τώρα πια γνωρίζει ότι δεν υπάρχει Θεός επειδή έχει πάει στο διάστημα και δεν έχει συναντήσει κάποιον εκεί. Αυτό απλά παρουσιάζει μια άποψη που θα μπορούσε να έχει ένα χωρικός για τη θρησκεία. Κι όμως υπάρχουν αρκετοί σύγχρονοι συγγραφείς που γελοιοποιούν οποιαδήποτε ιδέα περί Θεού άνω. Κάνουν τη σύγχυση ανάμεσα στην κυριολεκτική χωρική θέση με τη διανοητική εικόνα που θα πρέπει να είναι κοινή σε σχεδόν όλους τους σκεπτόμενους ανθρώπους. Γιατί θα πρέπει να μιλάμε για «υψηλά» ιδανικά ή για έναν «υψηλό» σκοπό; Γιατί θα πρέπει να μιλάμε για «άνοδο» των τιμών; Γιατί ένας μαθητής θα πρέπει να προβιβαστεί από κατώτερη σε ανώτερη τάξη; Γιατί ένα σημαντικό πρόσωπο στο δικανικό μας σύστημα κάθεται σε ένα ανώτερο δικαστήριο; Τα παραδείγματα είναι ατελείωτα. Είναι ένας κοινός κι αρκετά κατανοητός συμβολικός τρόπος ομιλίας, και φυσιολογικά το αντίθετο ισχύει επίσης. Για παράδειγμα στην απλή γλώσσα ένας άνθρωπος μπορεί να πέσει στην εκτίμηση μας, μια επιχείρηση μπορεί να πάρει τον κατήφορο, ορισμένοι άνθρωποι είναι χαμηλής νοημοσύνης και ορισμένοι δυστυχείς έχουν πέσει πολύ χαμηλά, κλπ.
Καθώς μελετούσα τις Επιστολές του Παύλου πείστηκα ότι χρησιμοποιεί εκφράσεις ύψους και βάθους ως χρήσιμα σύμβολα αλλά όχι ως γεωγραφικούς τόπους. Όταν, για παράδειγμα, γράφει ότι ο Θεός έδειξε «τη δύναμη του με το να αναστήσει το Χριστό από τους νεκρούς και να τον βάλει να καθίσει στα δεξιά του στον ουρανό, πάνω από κάθε αρχή και εξουσία και δύναμη και κυριότητα πάνω από κάθε τι που ανήκει όχι μόνο στον τωρινό αλλά και στο μελλοντικό κόσμο», μπορεί να φανταστεί οποιοσδήποτε ότι ο Παύλος ή οι Εφέσιοι χριστιανοί στους οποίους γράφει, σκέφτηκαν ότι η ανύψωση αυτή μπορεί να είναι μετρήσιμη με όρους φυσικής; Και πάλι στην ίδια επιστολή στην Έφεσο, όταν ο Παύλος ισχυρίζεται ότι η πραγματική μάχη του χριστιανού είναι ενάντια στους πνευματικούς μάλλον παρά στους φυσικούς εχθρούς και αναφέρει «αρχές και εξουσίες» θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει σοβαρά ότι ο Παύλος εννοούσε τα αυτοκρατορικά ανάκτορα; Ασφαλώς όχι! Για τον Παύλο υπήρχε μια ουράνια πραγματικότητα την οποία στην παρούσα κατάσταση θα μπορούσαμε να αισθανθούμε αλλά να μην τη δούμε, και μια γήινη πραγματικότητα που μπορούμε να δούμε με τις αισθήσεις μας αλλά η οποία είναι καταδικασμένη, όπως όλη η δημιουργία, σε τελική φθορά.
Η ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΓΙΑ ΤΗN ΕΙΚΟΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ
Αισθάνομαι ότι πρέπει να καταγράψω το αίσθημα της αδικίας που νιώθω για το ότι η χριστιανική θρησκεία θα πρέπει να απομονώνεται ως ο στόχος κριτικής επειδή χρησιμοποιεί και είναι αναγκασμένη να χρησιμοποιεί «εικονική γλώσσα». Το κάνουμε όλοι καθημερινά, και δε ζημιωνόμαστε από αυτό. Κανένας δεν κατηγορεί το λογιστή που κάνει «ισολογισμό», τον οικονομολόγο που μιλά για «παγωμένο ενεργητικό», τον ηλεκτρονικό που μιλά για μαγνητικό «πεδίο», τον ελεγκτή κυκλοφορίας που αναφέρεται σε περίοδο «κυκλοφοριακής αιχμής» ή τον πολεοδόμο που μιλά για «μποτιλιάρισμα». Καμιά από αυτές τις λέξεις δεν είναι κυριολεκτικά σωστή αλλά μεταδίδουν γρήγορα και με μεγάλη ακρίβεια, μια ιδέα η οποία εύκολα γίνεται κατανοητή. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί εμείς, που αποδεχόμαστε εκατοντάδες παρόμοιες χρήσεις στην καθημερινή ομιλία και γραφή, θα πρέπει να αποφασίσουμε ότι μια έκφραση όπως «εκεί που κάθεται ο Χριστός στα δεξιά του Θεού» είναι είτε κυριολεκτικά ορθή ή εντελώς εσφαλμένη.
Αλλά ακριβώς όπως υπάρχει μια πραγματική κατάσταση πίσω από κάθε μια από τις συμβολικές «εικόνες» στις οποίες αναφέρθηκα παραπάνω έτσι ακριβώς υπάρχει μια πραγματικότητα πίσω από κάθε χριστιανική έκφραση. Επειδή ορισμένες φορές χρησιμοποιείται εικονική γλώσσα δεν σημαίνει ότι τα πραγματικά συμβάντα είναι μη-ιστορικά ή «μυθικά». Το παράδοξο για μένα είναι ότι πολύ λίγες εκφράσεις της Καινής Διαθήκης χρειάζονται εξήγηση. Υπάρχουν ορισμένες εμφανείς εξαιρέσεις: Η προς Εβραίους επιστολή είχε ειδικά γραφτεί με γνώμονα την εβραϊκή σκέψη και έτσι αναγκαστικά περιλαμβάνει πολλές ιδέες και εκφράσεις που φαντάζουν παράξενες στον μη-ιουδαίο. Όμως συνολικά οι τεχνικές εκφράσεις είναι λίγες και οι «εικόνες» γίνονται εύκολα κατανοητές. Με μια καλή μετάφραση θα υπάρξουν λίγα στις Επιστολές της Καινής Διαθήκης τα οποία ο σύγχρονος αναγνώστης θα βρει απαρχαιωμένα ή άσχετα. Μάλιστα, όπως το έχω ήδη πει σε κάπως διαφορετικό πλαίσιο, έχω λάβει εκατοντάδες γράμματα από όλα τα μέρη του αγγλόφωνου κόσμου που αποδεικνύουν τον ισχυρισμό αυτό. Και παρότι οι δυσκολίες είναι πολύ μεγαλύτερες, αυτοί που, με τεράστια προσοχή και φροντίδα, μετάφρασαν τις επιστολές σε πολλές άλλες γλώσσες είχαν την ίδια ανταπόκριση. Οι Βιβλικές Εταιρείες έχουν μια εντυπωσιακή καταγραφή της σχετικότητας των επιστολών της Καινής Διαθήκης με τη ζωή καθώς άνθρωποι πολύ διαφορετικών προελεύσεων και πολιτισμών καλούνται να τη ζήσουν σήμερα.
ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΕΣ ΑΝΑΚΑΛΥΨΕΙΣ
Πριν προχωρήσω στη συζήτηση της εργασίας της μετάφρασης των Ευαγγελίων, αισθάνομαι ότι θα πρέπει να αναφέρω ορισμένες «ευχάριστες κι απρόσμενες ανακαλύψεις» που έκανα κατά τη μετάφραση των Επιστολών.
ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ: 1
Η πρώτη που θα αναφέρω, η οποία βέβαια κάλλιστα μπορεί να μην ήταν μυστική σε οποιονδήποτε άλλο, ήταν η έκφραση «πλούσιος σε έλεος» (προς Εφεσίους 2, 4). Αυτό μου φάνηκε σαν ένα πολύτιμο πετράδι. Καθώς όπως θα μπορούσαμε να πούμε ότι ένας μεγαλοεπιχειρηματίας του Τέξας είναι «πλούσιος σε πετρέλαια», έτσι ο Παύλος γράφει ανεπιτήδευτα ότι ο Θεός είναι «πλούσιος σε έλεος». Ο ειδωλολατρικός κόσμος ήταν γεμάτος φόβους, και το χριστιανικό Ευαγγέλιο είχε σκοπό να αντικαταστήσει τους φόβους αυτούς των θεών και της μοίρας, ή ακόμη της ίδιας της ζωής με αγάπη κι εμπιστοσύνη για το Θεό. Το «πλούσιος σε έλεος» ήταν Καλά Νέα για τον αρχαίο κόσμο και είναι Καλά Νέα σήμερα.
ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ: 2
Νομίζω ότι ήρθα αντιμέτωπος με την ιδέα της προσωπικής φροντίδας του Θεού για το άτομο με μια παρόμοια κι απρόσμενη έμφαση όταν έφτασα να μεταφράσω το Α΄ Πέτρου 5, 7, που λέει «πάσαν την μέριμναν υμών επιρρίψαντες επ’ αυτόν, ότι αυτώ μέλει περί υμών». Με μια έννοια είναι αρκετά σαφές ότι ο Θεός μάς θέλει υπεύθυνους. Είναι ψεύτικη η θρησκεία που διδάσκει ότι ο Θεός θέλει να είμαστε μόνιμα ανώριμοι. Όμως υπάρχει μια έννοια σύμφωνα με την οποία κάποιος ιδιαίτερα ευσυνείδητος και ευφάνταστος μπορεί να υπερφορτωθεί. Το γνωστό αυτό κείμενο μου υπενθύμισε ότι ένα παρόμοιο υπερβολικό άγχος μπορεί να «ξεφορτωθεί» στον Θεό επειδή καθένας από εμάς είναι αντικείμενο της προσωπικής του φροντίδας. Το «κείμενο» είναι αρκετά κοινότοπο, ίσως υπερβολικά κοινότοπο, επειδή δεν ήταν παρά όταν έφτασα να το μεταφράσω που συνειδητοποίησα κάτι από την πλήρη του ένταση. Η λέξη «επιρρίπτω» είναι σχεδόν μια βίαιη λέξη, που μεταδίδει τον τρόπο ενός ανθρώπου ο οποίος έχει φτάσει στα όρια του να μπορεί να πετάξει από πάνω του ένα δυσβάστακτο βάρος. Και ο χριστιανός ενθαρρύνεται να πετάξει αυτό το ανθρώπινα αφόρητο βάρος πάνω στον ένα και μοναδικό που μπορεί το σηκώσει και ταυτόχρονα να κατανοήσει ότι ο Θεός ενδιαφέρεται στενά γι’ αυτόν ως πρόσωπο. Το «φροντίζει για σας» δεν είναι αρκετά δυνατό για να μεταδώσει την ιδέα και δεν γνωρίζω αν τα κατάφερα καλύτερα αποδίδοντας τα λόγια ως «είστε το προσωπικό του μέλημα». Τα Ελληνικά οπωσδήποτε σημαίνουν αυτό κι ίσως κάτι περισσότερο. Δεν είναι τουλάχιστον δόξα για το χριστιανικό Ευαγγέλιο ότι ο Θεός που αποκαλύπτεται διαμέσου του Ιησού Χριστού κατέχει σοφία και δύναμη πέρα από κάθε ανθρώπινη φαντασία αλλά και που ποτέ δεν διαφεύγει από την προσοχή του οποιοδήποτε ανθρώπινο ον; Μπορεί να φαίνεται παράδοξο σε μας και μπορεί να φαντάζει ως μια ιδέα πέρα από την κατανόηση του μικρού μας μυαλού, αλλά καθένας από μας μετράει για το Θεό. Είναι βέβαια η ίδια έννοια του στενού ενδιαφέροντος που ο Ιησούς εξέφρασε ποιητικά όταν μας διαβεβαίωσε ότι ακόμη και οι τρίχες του κεφαλιού μας είναι μετρημένες. Είναι το είδος της εμπνευσμένης αλήθειας την οποία θα πρέπει συνεχώς να θυμίζουμε στους εαυτούς μας, αν όχι για κάτι άλλο αλλά τουλάχιστον επειδή η ζωή τόσο συχνά φαινομενικά τη διαψεύδει.
ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ: 3
Με απασχόλησε για πολύ η έκφραση «μετά φόβου και τρόμου». Δεν μου φαινόταν ότι ο Παύλος γράφοντας στους Φιλιππησίους εννοούσε κυριολεκτικά ότι θα κατεργάζονταν τη σωτηρία τους σε μια κατάσταση άγχους και νευρικότητας. Όλοι γνωρίζουμε ότι ο φόβος καταστρέφει την αγάπη και χαλάει σχέσεις, και ότι ένα πολύ μεγάλο τμήμα της Καινής Διαθήκης ασχολείται με το να εκδιώξει τις παλιές ιδέες του φόβου και να τις αντικαταστήσει με τις νέες ιδέες της αγάπης και εμπιστοσύνης. Κατανοούσα βέβαια ότι η ελληνική λέξη «φόβος» μπορεί εξίσου να σημαίνει «ευλάβεια», «δέος» ακόμη και «σεβασμός», αλλά με απασχολούσε η λέξη «τρόμος». Είναι βέβαιο ότι το ίδιο Πνεύμα που ενέπνευσε τον Παύλο να γράψει στον Τιμόθεο, «το Πνεύμα που μας έδωσε ο Θεός δεν είναι πνεύμα δειλίας, αλλά πνεύμα δύναμης κι αγάπης και σωφρονισμού» δε θα μπορούσε να εννοεί επίσης ότι θα πρέπει να ζούμε τις ζωές μας σε μια κατάσταση νευρικού τρόμου. Κατέληξα, με κάποια επιφύλαξη, ότι η έκφραση «μετά φόβου και τρόμου» ήταν την εποχή εκείνη ένα σχήμα λόγου, όπως είναι και σήμερα σε ορισμένους κύκλους. Καθώς προχωρούσα με τη μετάφραση ανακάλυψα ότι έτσι θα πρέπει να είναι. Επειδή όταν ο Παύλος έγραψε στους Κορίνθιους και ανέφερε ότι ο Τίτος ενθαρρύνθηκε και ανακουφίστηκε από την υποδοχή τους, στη συνέχεια προσθέτει ότι οι Κορίνθιοι χριστιανοί τον δέχτηκαν με «φόβο και τρόμο»! (Β΄ προς Κορινθίους 7, 15) Η έκφραση αυτή θα ήταν αδιανόητη εκτός κι αν είναι ένα καθαρά συμβατικό προφορικό σχήμα λόγου που εννοεί το δέοντα σεβασμό. Επειδή, αν και γνωρίζουμε πολύ λίγα για τον Τίτο, δεν μπορούμε να φανταστούμε οποιονδήποτε πραγματικό χριστιανό λειτουργό να ενθαρρύνεται και να ανακουφίζεται από μια εκδήλωση νευρικού άγχους. Έχουμε την ίδια φράση να επαναλαμβάνεται στην προτροπή του Παύλου στους χριστιανούς δούλους (προς Εφεσίους 6, 5) όπου το πλαίσιο καθιστά πολύ σαφές ότι αυτό που εννοεί ο Παύλος είναι πολύ περισσότερο η πιστότητα και υπευθυνότητα παρά ο «φόβος και τρόμος». Έχοντας το ξεκαθαρίσει, κατανόησα ακόμη ότι όταν ο Παύλος εννοούσε την έκφραση αυτή κυριολεκτικά την επεξηγούσε ώστε να γίνει ορθά κατανοητή. Νομίζω πως ορισμένες φορές φανταζόμαστε τον απίστευτα ηρωικό Παύλο να μην πάσχει από ανθρώπινη αδυναμία εκτός από το «αγκάθι στο σώμα του» σχετικά με το οποίο έχουν γράψει όλοι οι ερμηνευτές της Καινής Διαθήκης (Β΄ προς Κορινθίους 12, 7). Αν στραφούμε όμως στην Α΄ προς Κορινθίους 2, 3 βρίσκουμε τον Παύλο να γράφει: «Όταν ήρθα κοντά σας ήμουν ανήμπορος, φοβισμένος και κατατρομαγμένος». Αυτό είναι τελείως διαφορετικό. Έχουμε εδώ έναν άνθρωπο αρκετά έντιμο ώστε να ομολογεί ότι ήταν φοβισμένος ή άρρωστος. Εδώ το «φόβος και τρόμος» είναι εντελώς δικαιολογημένο. Μόνο όταν χρησιμοποιείται ως μια φράση δίχως κυριολεκτική έννοια μπορεί να μας δημιουργήσει αμηχανία.
ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ: 4
Αυτό με οδήγησε σε μια άλλη ενθαρρυντική ανακάλυψη η οποία βρίσκεται στην Β΄ προς Κορινθίους 1, 8 και εξής. Δεν είχα αντιληφθεί προηγουμένως ότι ακόμη κι ένας άνθρωπος ενός τόσο μεγάλου αδάμαστου θάρρους όπως ο Παύλος, γεμάτος, αναμφίβολα, από το Πνεύμα του ζωντανού Θεού, θα μπορούσε ωστόσο να πει, «δε θέλουμε να αγνοείτε, αδερφοί, για τη θλίψη που μας συνέβηκε στην Ασία, ότι στενοχωρηθήκαμε σε υπερβολικό βαθμό, περισσότερο από τη δύναμή μας, ώστε αποθαρρυνθήκαμε και από το να ζούμε». Εμείς οι τελευταίοι, που ζούμε απείρως λιγότερο περιπετειώδεις ζωές, μπορεί ορισμένες φορές να βιώσουμε σε κάποιο βαθμό την πίεση αυτή. Αυτό δεν σημαίνει ότι απελπιζόμαστε από το Θεό αναφορικά με τον τελικό μας προορισμό, όμως μπορεί να καταβληθούμε από το πλέον τρομακτικό σκοτάδι που να φτάνει στην απελπισία. Και πάλι δεν ήταν παρά όταν έφτασα στην προσεκτική μελέτη του χωρίου αυτού που κατανόησα την τρομερή πίεση κάτω από την οποία βρέθηκε ορισμένες φορές ο Παύλος. Κατάλαβα επίσης ότι η στωική στάση απέναντι στις δυσκολίες της ζωής δεν είναι κατ’ ανάγκη ένα χριστιανικό χαρακτηριστικό. Επειδή παρότι η Καινή Διαθήκη είναι γεμάτη από παραινέσεις να είμαστε δυνατοί και να κυριαρχούμε επάνω στους φόβους μας δεν παραβλέπει τις ανθρώπινες αδυναμίες. Οι επιστολές δεν αποτελούν ιστορία εξιδανικευμένων ανθρώπων αλλά απεικονίζουν τη ζωή ανθρώπων οι οποίοι είναι αλλαγμένοι, όμως κάθε άλλο παρά τέλειοι.
ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ: 5
Υπήρχε ένας άλλος απρόσμενος θησαυρός που με περίμενε στην Επιστολή του Ιακώβου. Υποθέτω ότι όλοι μας θεωρούμε τις πολλές απογοητεύσεις και τους πόνους της ζωής αυτής ως κάτι το εχθρικό για μας. Είτε μαχόμαστε είτε υπομένουμε βλοσυρά. Ήταν συνεπώς μια ευεργετική έκπληξη για μένα η ανακάλυψη ότι ο Ιάκωβος συνιστά στους χριστιανούς αδερφούς του να καλοδέχονται τους διάφορους πειρασμούς στους οποίους όλοι είμαστε εκτεθειμένοι. «Να χαίρεστε» γράφει «όταν δοκιμάζεστε από πολλούς και διάφορους πειρασμούς» (1, 2). Ειλικρινά δεν είχα σκεφτεί ποτέ τη μετατροπή των φαινομενικών απωλειών σε πραγματικά κέρδη! Όμως είμαι πεπεισμένος ότι αυτή είναι η σωστή στάση που θα πρέπει να υιοθετήσω. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να θεωρούμε τους εαυτούς μας «μάρτυρες», σημαίνει όμως την αποδοχή των παθημάτων και απωλειών ως αναπόσπαστο μέρος της ζωής. Θεωρώ ότι εμείς οι σύγχρονοι είμαστε επηρεασμένοι περισσότερο από όσο νομίζουμε από τους τρέχοντες τρόπους σκέψης σύμφωνα με τους οποίους υποτίθεται ότι έχουμε «δικαίωμα» να είμαστε ευτυχισμένοι, «δικαίωμα» να ζούμε δίχως πόνο, «δικαίωμα» να είμαστε θωρακισμένοι από τα κακά τα οποία είναι η κληρονομιά της σάρκας. Είναι φανερό ότι οι πρώτοι χριστιανοί δεν σκεφτόντουσαν έτσι. Θεωρούσαν τιμή να υποφέρουν για χάρη του Χριστού και εδώ έχουμε την προτροπή της αποδοχής όλων των ειδών των προβλημάτων, είτε είναι χάρη του Χριστού είτε διαφορετικά, όχι ως εισβολείς κακού αλλά ως πρόξενους χαράς. Βέβαια, γνωρίζω ότι η διδασκαλία αυτή μπορεί εύκολα να εκφυλιστεί σε μια παθολογική κατάσταση αυτολύπησης. Όμως δεν νομίζω ότι αυτή ήταν η πρόθεση των πρώτων χριστιανών Είναι εξίσου χριστιανικό καθήκον να χαιρόμαστε με αυτούς που χαίρονται και να λυπούμαστε με αυτούς που λυπούνται. Είναι σημαντικό να χαιρόμαστε αυτά που πλούσια μας χαρίζει ο Θεός όπως είναι σημαντικό να αποδεχόμαστε με καλή διάθεση και υπομονή τα προβλήματα, τις ανασχέσεις, τις απογοητεύσεις και τις θλίψεις που είναι επίσης μέρος της ανθρώπινης κατάστασης.
ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ: 6
Υπάρχουν φυσικά πολλές ακόμη ευτυχείς κι αναπάντεχες ανακαλύψεις που έκανα κατά καιρούς, ορισμένες από αυτές ίσως δείχνουν πόσο επιφανειακή θα πρέπει να ήταν η προηγούμενη γνώση μου των Επιστολών της Καινής Διαθήκης. Όμως επειδή αυτή είναι μια προσωπική μαρτυρία, θεώρησα ορθή την αναφορά ορισμένων που γνώρισα με εκπληκτική σαφήνεια. Κράτησα την καλύτερη τελευταία. Τη συναντάμε στην Α΄ Ιωάννου 3, 20. Όπως πολλοί άλλοι ανακαλύπτω ότι έχω μια τάση για τελειομανία. Αν κάποιος δεν ελέγχει την εμμονή αυτή μπορεί να γίνει υπερήφανα επικριτικός για τους άλλους και κάτω από ορισμένες συνθήκες επικριτικός για τον εαυτό του. Στην κατάσταση αυτή δεν είναι ότι δεν αποδέχομαι το δόγμα της συγχώρεσης των αμαρτιών, αλλά το τυρρηνικό υπερεγώ μου με καταδικάζει ανελέητα. Ο Ιωάννης, με τη σοφία του σημειώνει τα ακόλουθα εμπνευσμένα λόγια, «Ο Θεός είναι ανώτερος από τη συνείδησή μας και τα ξέρει όλα». Αυτή είναι μια ευγενική αλλά ευεργετική επίπληξη στην υπόθεσή μας ότι γνωρίζουμε καλύτερα από τον Θεό! Ο Θεός είναι απείρως ανώτερος σε σοφία και αγάπη από μας και ανόμοια με εμάς γνωρίζει όλους του παράγοντες που εμπλέκονται στην ανθρώπινη συμπεριφορά. Είμαστε ένοχοι για ορισμένα πράγματα και θα πρέπει να τα εξομολογούμαστε με κάθε ειλικρίνεια και να επανορθώνουμε όπου είναι δυνατό. Όμως μπορεί να υπάρχουν πολλοί παράγοντες στη ζωή μας για τους οποίους να μην ευθυνόμαστε καθόλου. Δεν επιλέξαμε την κληρονομικότητά μας. Δεν επιλέξαμε την κακή, αδιάφορη ή εξαιρετική ανατροφή μας. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι το κάθε κακό που κάνουμε ή κάθε φόβος ή οργή στα οποία υποκύπτουμε σήμερα οφείλεται εντελώς στην κληρονομικότητα, το περιβάλλον ή την ανατροφή μας. Σημαίνει όμως ότι δεν είμαστε σε θέση να κρίνουμε τους εαυτούς μας. Θα πρέπει να αφήνουμε την κρίση στον Θεό που είναι Πατέρας μας, «που είναι ανώτερος από τη συνείδησή μας και τα ξέρει όλα». Είναι σχεδόν σαν να λέει ο Ιωάννης, «Αν μας αγαπά ο Θεός, ποιοι είμαστε εμείς οι υψηλόφρονες ώστε να αρνούμαστε να αγαπήσουμε τους εαυτούς μας;»
Η ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΩΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΩΝ
Μέχρι τώρα γράφω κυρίως σχετικά με τη μετάφρασή μου των Επιστολών. Δίστασα πριν εισέλθω στον κόσμο των Ευαγγελίων. Εκ των υστέρων νομίζω ότι αυτό ήταν σε μεγάλο βαθμό λόγω της φυσιολογικής μου επιφυλακτικότητας. Φαίνεται ότι μπορούσα μέσω κοπιώδους σκέψης και συμπάθειας τόσο για τα ελληνικά της Καινής Διαθήκης όσο και για το σύγχρονο αναγνώστη, να μεταδώσω κάτι από την ηλεκτρική ενέργεια των Επιστολών. Δεν στόχευα τόσο πολύ στην απόλυτη ακρίβεια όσο στο να παραγάγω στη σύγχρονη σκέψη αυτό που φανταζόμουν πως παρήγαγαν οι αρχικές ελληνικές λέξεις στη σκέψη των αναγνωστών και ακροατών του πρώτου αιώνα. Όμως ενώ αισθανόμουν ελεύθερος να ξεδιαλύνω ορισμένα από τα σύνθετα επιχειρήματα του Παύλου ή να παραφράσω εκεί όπου η απευθείας μετάφραση δεν θα έβγαζε νόημα, δεν ήμουν καθόλου βέβαιος ότι θα είχα την ίδια επιτυχία στην απόδοση των τεσσάρων Ευαγγελίων στα σύγχρονα αγγλικά. Το πρόβλημα ήταν δυσκολότερο από πολλές απόψεις. Σε μεγάλο βαθμό τα Ευαγγέλια είναι καθαρή αφήγηση, το γενικό αποτέλεσμα της Επίσημης Αγγλικής Μετάφρασης του 1611, παρότι υπάρχουν ασάφειες και αρχαϊσμοί σε αυτήν, είναι ένα απλού κάλλους και δεν είχα σκοπό να συναγωνιστώ την εξαιρετική αυτή μετάφραση. Απλά «ξέχασα» όσο μου ήταν δυνατό τις οικείες λέξεις και τη δομή των φράσεων και μετάφρασα τα ελληνικά του πρώτου αιώνα σε αυτό που θεώρησα ότι ήταν το σύγχρονο αντίστοιχο στα αγγλικά.
Έχω ήδη αναφερθεί στην κάπως υψηλόφρονα προσέγγισή μου στα ελληνικά της Καινής Διαθήκης τα οποία μου φαίνονταν φτωχά σε λεξιλόγιο, χαλαρά σε σύνταξη και γενικά μικρής φιλολογικής αξίας. Έχω αναθεωρήσει την άποψή μου αυτή σημαντικά, αλλά κατά το χρόνο της μετάφρασης το αίσθημα που με κατέκλυσε ήταν αυτό της πραγματικής τους έμπνευσης. Δεν ανησύχησα πολύ για κάποια αβέβαιη χρονολόγηση, ή ακόμη για τις εμφανείς ασυμφωνίες μεταξύ των διαφόρων εξιστορήσεων. Αισθανόμουν έντονα την τεράστια σημασία αυτών που περιγράφονταν σε αυτές τις φαινομενικά άτεχνες σελίδες.
ΜΙΑ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΕΝΑ ΣΥΝΑΔΕΛΦΟ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ
Μερικά χρόνια πριν από την έκδοση της Νέας Αγγλικής Βίβλου[2] είχα προσκληθεί από το B.B.C. να συζητήσω τα προβλήματα της μετάφρασης με τον Δρα E. V. Rieu, ο οποίος τότε είχε επιμεληθεί μια μετάφραση των Τεσσάρων Ευαγγελίων για τη σειρά Κλασικών του εκδοτικού οίκου Penguin. Προς τα τέλη της συζήτησης ο Δρ. Rieu ρωτήθηκε σχετικά με τη γενική προσέγγιση στο εγχείρημα, και η απάντηση του ήταν η εξής:
«Ο προσωπικός λόγος της συμμετοχής μου ήταν η έντονη επιθυμία μου για ικανοποίηση σχετικά με την αυθεντία και το πνευματικό περιεχόμενο των Ευαγγελίων. Και αν έχω δεχθεί οποιοδήποτε νέο φως από την εντατική μελέτη των αρχικών ελληνικών κειμένων, να το μεταδώσω σε άλλους. Προσέγγισα τα κείμενα με το ίδιο πνεύμα που θα τα είχα προσεγγίσει αν θα είχαν παρουσιαστεί σε μένα ως πρόσφατα ανακαλυφθέντα ελληνικά χειρόγραφα …» Σε λίγο τον ρώτησα, «Είχατε την αίσθηση ότι το όλο υλικό ήταν εξαιρετικά ζωντανό; … Εγώ είχα την αίσθηση ότι ήταν ζωντανό ενώ το μετέφραζα. Ακόμη κι αν κάποιος έκανε δεκάδες αποδόσεις ενός συγκεκριμένου χωρίου, συνέχιζε να είναι ζωντανό. Είχατε και εσείς αυτή την αίσθηση;» Ο Δρ. Rieu απάντησε: «Είχα τη βαθύτερη αίσθηση που θα μπορούσα να αναμένω. Με άλλαξε. Η εργασία μου με άλλαξε και κατέληξα στο συμπέρασμα ότι τα λόγια αυτά φέρουν τη σφραγίδα του Υιού του Ανθρώπου και του Θεού και ότι είναι η Magna Carta του ανθρωπίνου πνεύματος.»
Ήταν πολύ συγκινητικό να ακούσω από κάποιον που είναι ειδικός πρώτου βαθμού καθώς επίσης ένας άνθρωπος σοφίας και πείρας να ομολογεί δημόσια ότι λόγοι που γράφτηκαν αιώνες πριν ήταν ζωντανοί και δυνατοί. Του μετέδιδαν, όπως και σε μένα, τον αντίλαλο της αλήθειας.
ΤΙ ΕΊΝΑΙ ΤΑ «ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ»
Τα Ευαγγέλια δεν είναι βιογραφίες με τη σύγχρονη έννοια. Δεν έχουμε ιδέα για το σωματικό ανάστημα ή την εμφάνιση του κεντρικού τους ήρωα. Δεν γνωρίζουμε αν είχε μια δυνατή φωνή, παρότι μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ήταν σωματικά δυνατός. Εκτός από μια μεμονωμένη περίπτωση δεν έχουμε καμιά πληροφορία σχετικά με την παιδική του ηλικία, την εφηβεία ή την πρώιμη ενηλικίωσή του και καμιά καταγραφή των επιδράσεων που διαμόρφωσαν το χαρακτήρα του. Αν ψάχνουμε για βιογραφία με σύγχρονους όρους, θα απογοητευτούμε. Ορισμένοι, όπως ο Albert Schweitzer, κατέληξαν πως ποτέ δεν θα μπορέσουμε να γνωρίσουμε τον Ιησού ως ένα ιστορικό πρόσωπο. Αρκετοί επιστήμονες των ημερών μας θα είχαν την ίδια άποψη. Το περισσότερο που θα μπορούσαμε να κάνουμε, μας λένε, είναι να κατανοήσουμε τη σημασία που βρίσκεται πίσω από τους «μύθους» του Ελληνικού- Σημιτικού κόσμου της Παλαιστίνης του πρώτου αιώνα. Δεν μπορώ, ως μεταφραστής, να συμφωνήσω με όλα αυτά, εκτός από ένα έλασσον σημείο, στο οποίο θα επανέλθω αργότερα.
Αν υποθέταμε ότι ήσασταν, όπως εγώ, ο μεταφραστής με σκέψη ελεύθερη από προκαταλήψεις, όσο είναι δυνατό, δεν θα μπορούσατε παρά να παρατηρήσετε τις διαφορές ανάμεσα στο γρήγορο, σχεδόν ασθμαίνον ύφος του Μάρκου, στον οποίο σχεδόν όλα φαίνονται να συμβαίνουν «ευθύς» και το λεπτομερέστερο Ευαγγέλιο του Ματθαίου, του οποίου ο συγκεκριμένος σκοπός είναι να πείσει τους εβραίους ότι ο Ιησούς ήταν πράγματι ο Μεσσίας για τον οποίο είχαν μιλήσει οι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Αρκετά διαφορετικό πάλι είναι το έργο του Λουκά, που φαίνεται να έχει κάνει επιμελή έρευνα και έχει φέρει στο φως ορισμένες ιστορίες του Ιησού που δεν αναφέρει κανένας από τους άλλους Ευαγγελιστές. Στον Λουκά, κατά ένα μοναδικό τρόπο εκτίθεται το ενδιαφέρον του Ιησού για τις γυναίκες, τους ξένους και τους μη-προνομιούχους. Για μένα έχει όλα τα σημάδια της επιμελούς γραφής. Και στο τέλος φτάνουμε στο προβληματικό Τέταρτο Ευαγγέλιο, που είναι ένα έργο αρκετά διαφορετικού χαρακτήρα.
ΕΝΑ ΣΥΝΘΕΤΟ ΠΟΡΤΡΕΤΟ
Ας υποθέσουμε ότι έχετε δαπανήσει πολλές εκατοντάδες ωρών στο να αποδώσετε αυτές τις τέσσερις, σε μεγάλο βαθμό διαφορετικές, εξιστορήσεις ορισμένων από των λόγων και πράξεων του ανθρώπου Ιησού στη σημερινή γλώσσα. Μήπως θα ανακαλύψετε ότι είστε τόσο συγχυσμένος ώστε να καταλήξετε ότι ποτέ δεν υπήρξε τέτοιο πρόσωπο; Αμφιβάλλω. Στην πείρα μου είναι αυτοί που ποτέ δεν ασχολήθηκαν σοβαρά με τη μελέτη των τεσσάρων Ευαγγελίων που είναι οι πλέον θορυβώδεις στις αντιρρήσεις τους σχετικά με την ύπαρξη ενός παρομοίου προσώπου. Αισθάνθηκα και αισθάνομαι δίχως οποιοδήποτε ίχνος αμφιβολίας ότι η στενή επαφή με το κείμενο των Ευαγγελίων δομεί στην καρδιά και στο νου μια προσωπικότητα που εμπνέει δέος. Έχω διαβάσει στα ελληνικά και στα λατινικά δεκάδες μύθους, αλλά δεν έχω βρει την ελαχιστότερη χροιά μύθου στα Ευαγγέλια. Δεν υπάρχει υστερία, δεν υπάρχει προσεκτική μηχάνευση εντυπώσεων και καμιά προσπάθεια συμπαιγνίας. Αυτά δεν είναι εξεζητημένα παραμύθια. Το υλικό είναι τραχύ. Υπάρχει μια σχεδόν παιδαριώδης ειλικρίνεια και απλότητα, και το συνολικό αποτέλεσμα είναι καταπληκτικό. Κανένας δεν θα μπορούσε να επινοήσει ένα χαρακτήρα όπως αυτόν του Ιησού. Κανένας δεν θα μπορούσε να εκθέσει παρόμοιες άτεχνες και ευάλωτες εξιστορήσεις εκτός κι αν υπήρχε κάποιο αληθινό γεγονός πίσω από αυτές.
Έτσι, το μόνο ελάχιστο σημείο στο οποίο θα μπορούσα να συγκατανεύσω απέναντι στους απο-μυθοποιητές είναι ότι ορισμένες φορές είχα την εντύπωση ότι οι πρώτοι τρεις Ευαγγελιστές, αρκετά φυσιολογικά, δεν κατανοούσαν πλήρως ότι περιέγραφαν ένα παγκόσμια συνταρακτικό γεγονός. Αλλά πώς θα μπορούσαν; Η άποψή τους για τον κόσμο ήταν μικρή, η ιστορική τους γνώση περιορισμένη. Δεν ήξεραν αυτά που ακόμη και ο Παύλος γνώριζε για τον κόσμο γύρω τους. Είναι πολύ εύκολο για μας να αισθανόμαστε ότι οι άνθρωποι αυτοί ήταν αμαθείς χωριάτες σε σύγκριση με εμάς που έχουμε προχωρήσει σε γνώση στη διάρκεια δυο χιλιάδων ετών. Αν θα κάναμε αυτό, θα υποτιμούσαμε τη νοημοσύνη τους και θα υπερτιμούσαμε τη δική μας. Είναι φανερό ότι δεν θα μπορούσαν να έχουν οτιδήποτε που θα προσέγγιζε τη δική μας ιστορική προοπτική, αλλά έναντι αυτού θα πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι ζούσαν πολύ κοντά στο σημείο του χρόνου που έζησε ο Ιησούς. Δεν υπήρχε κανένας λόγος να επινοήσουν μυθικές ιστορίες για κάποιον που ποτέ δεν έζησε όταν ο βίαιος διωγμός εναντίον αυτών που ακολουθούσαν το δρόμο του Ιησού ήταν ήδη σε προχωρημένη εξέλιξη.
ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΕΣ ΟΧΙ ΒΙΟΓΡΑΦΟΙ
Όταν λέω ότι τα πρώτα τρία Ευαγγέλια δεν είναι βιογραφίες με τη σύγχρονη έννοια του όρου δεν εννοώ, ούτε προς στιγμή, ότι τα θεωρώ αναληθή. Αντίθετα, πιστεύω ότι είναι το προφορικό απόσταγμα ορισμένων από αυτά που είπε και έκανε ο Ιησούς που οι πρώτοι Ευαγγελιστές διατήρησαν και στη συνέχεια έγραψαν. Είναι αδύνατο για μας να πούμε σήμερα ποιες ήταν οι αρχικές τους πηγές και δεν θα πρέπει να ξεχνούμε ότι δεν έχουμε ένα αρχικό χειρόγραφο. Όμως από τα μείζονα χειρόγραφα και από χιλιάδες ελάσσονα οι κριτικοί του κειμένου είναι σε θέση να αναπαράγουν με μεγάλη βεβαιότητα αυτά που οι Ευαγγελιστές έγραψαν αρχικά. Ένα πράγμα είναι απόλυτα σαφές: οι άνθρωποι αυτοί δεν συνωμότησαν μεταξύ τους, διαφορετικά θα ήταν προσεκτικοί ώστε να αποφύγουν τις ελάχιστες αντιφάσεις και διαφορές. Οι ειδικοί επιστήμονες που εργάζονται με μεγάλη προσοχή εξετάζοντας ύφος και λεξιλόγιο καθώς και περιεχόμενο, δηλαδή τις πηγές από τις οποίες άντλησαν οι Ευαγγελιστές ονομάζονται κριτικοί μορφολογίας[3]. Είναι βέβαιο πως η όλη υπόθεση της μορφολογικής κριτικής είναι τόσο συναρπαστική και απαιτητική όσο τα δυσκολότερα αστυνομικά μυστήρια, και νομίζω πως θα εξέπληττε το μέσο λαϊκό άνθρωπο αν ήξερε, για παράδειγμα, την έκταση στην οποία οι κριτικοί θα ήταν πρόθυμοι να φτάσουν ώστε να «αποδείξουν» ότι κάποιο τμήμα του Ευαγγελίου του Λουκά ανήκει σε άλλη χρονική περίοδο, ή ακόμη και σε άλλο συγγραφέα από το υπόλοιπο κείμενο.
ΟΙ ΤΙΤΛΟΙ ΕΙΝΑΙ ΜΕΤΑΓΕΝΕΣΤΕΡΟΙ
Δεν θα ήθελα να εννοηθεί ότι σκοπός μου είναι να μειώσω το έργο των κριτικών μορφολογίας, παρότι ορισμένες φορές δεν μπορώ παρά να μειδιώ με τον τρόπο που οι απόψεις τους έχουν αλλάξει κατά τα τελευταία τριάντα χρόνια. Αλλά για μένα, ως μεταφραστή, το έργο τους ήταν σε μεγάλο βαθμό άσχετο. Χειριζόμουν υλικό το οποίο ήταν εκπληκτικά ζωντανό και δεν μπορούσα να ασχοληθώ με το αν ο Ματθαίος «δανείστηκε» τμήμα της ιστορίας του Ευαγγελίου του από τον Μάρκο, ή αν εκείνος και ο Μάρκος μοιράστηκαν μια κοινή πηγή γραπτών ή προφορικών πληροφοριών που οι κριτικοί ονομάζουν “Q”[4]. Γνωρίζω ότι αυτό θα μπορούσε να μας σοκάρει σήμερα, ειδικά αν είμαστε επαγγελματίες συγγραφείς και γνώστες των νόμων περί πνευματικών δικαιωμάτων, αλλά δεν θα ήταν καθόλου παράξενο τον πρώτο μ.Χ. αιώνα αν θα λέγαμε ότι ένα ευαγγέλιο είναι «κατά Ματθαίον», ακόμη κι αν περιείχε φράσεις που δεν είχαν γραφτεί από τον Ματθαίο. Εφόσον το συμβάν ή η διδασκαλία ήταν σύμφωνη με την κύρια ροή που είχε καθιερώσει ο Ευαγγελιστής, φαινόταν εντελώς φυσιολογικό στην πρώτη Εκκλησία να το συμπεριλάβει κάτω από το όνομα του Ματθαίου. Ίσως ο πλησιέστερος τρόπος που θα μπορούσε να μας βοηθήσει να το καταλάβουμε στους σύγχρονους καιρούς μας είναι να δούμε τι γίνεται με έργα αναφοράς όπως παραδείγματος χάριν είναι τα λεξικά. Ας πάρουμε για παράδειγμα το Λεξικό Liddell and Scott. Βασιζόμαστε στο όνομα αυτό που παρέχει ακεραιότητα και εμπιστοσύνη στο έργο, αλλά δεν αναμένουμε ότι οι συγγραφείς του έγραψαν την κάθε λέξη της τελευταίας του έκδοσης.
Δεν θα ήθελα να εννοηθεί ότι σκοπός μου είναι να μειώσω το έργο των κριτικών μορφολογίας, παρότι ορισμένες φορές δεν μπορώ παρά να μειδιώ με τον τρόπο που οι απόψεις τους έχουν αλλάξει κατά τα τελευταία τριάντα χρόνια. Αλλά για μένα, ως μεταφραστή, το έργο τους ήταν σε μεγάλο βαθμό άσχετο. Χειριζόμουν υλικό το οποίο ήταν εκπληκτικά ζωντανό και δεν μπορούσα να ασχοληθώ με το αν ο Ματθαίος «δανείστηκε» τμήμα της ιστορίας του Ευαγγελίου του από τον Μάρκο, ή αν εκείνος και ο Μάρκος μοιράστηκαν μια κοινή πηγή γραπτών ή προφορικών πληροφοριών που οι κριτικοί ονομάζουν “Q”[4]. Γνωρίζω ότι αυτό θα μπορούσε να μας σοκάρει σήμερα, ειδικά αν είμαστε επαγγελματίες συγγραφείς και γνώστες των νόμων περί πνευματικών δικαιωμάτων, αλλά δεν θα ήταν καθόλου παράξενο τον πρώτο μ.Χ. αιώνα αν θα λέγαμε ότι ένα ευαγγέλιο είναι «κατά Ματθαίον», ακόμη κι αν περιείχε φράσεις που δεν είχαν γραφτεί από τον Ματθαίο. Εφόσον το συμβάν ή η διδασκαλία ήταν σύμφωνη με την κύρια ροή που είχε καθιερώσει ο Ευαγγελιστής, φαινόταν εντελώς φυσιολογικό στην πρώτη Εκκλησία να το συμπεριλάβει κάτω από το όνομα του Ματθαίου. Ίσως ο πλησιέστερος τρόπος που θα μπορούσε να μας βοηθήσει να το καταλάβουμε στους σύγχρονους καιρούς μας είναι να δούμε τι γίνεται με έργα αναφοράς όπως παραδείγματος χάριν είναι τα λεξικά. Ας πάρουμε για παράδειγμα το Λεξικό Liddell and Scott. Βασιζόμαστε στο όνομα αυτό που παρέχει ακεραιότητα και εμπιστοσύνη στο έργο, αλλά δεν αναμένουμε ότι οι συγγραφείς του έγραψαν την κάθε λέξη της τελευταίας του έκδοσης.
Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΑΝΑΤΟΛΙΤΙΚΗ ΜΝΗΜΗ
Το τι φαίνεται να συνέβη και σε αυτό νομίζω ότι όλοι οι χριστιανοί ειδικοί επιστήμονες συμφωνούν, είναι ότι οι πρώτοι τρεις Ευαγγελιστές κατέγραψαν αυτά που προηγουμένως ήταν μια προφορική παράδοση. Αυτή δεν είναι μια ευφυής εικασία, αλλά φαίνεται πιθανό ότι κατά τις πρώιμες μέρες της χριστιανικής κοινότητας δεν υπήρχε ανάγκη καταγραφής των ιστοριών των λόγων και πράξεων του Ιησού, ειδικά καθώς είναι φανερό ότι πολλοί ανέμεναν την άμεση προσωπική δεύτερη έλευσή του. Όμως εκείνο που δεν είναι μια υπόθεση αλλά γεγονός είναι η εκπληκτική δυνατότητα συγκράτησης της ανατολίτικης μνήμης. Οι ιστορίες λέγονται προφορικά ξανά και ξανά, και δεν επιτρέπεται προφορική παρέκκλιση και προσθήκη. Είναι ένα φαινόμενο όπως αυτό που τα παιδιά παρουσιάζουν όταν είναι πολύ μικρά ως προς τα αγαπημένα τους παραμύθια. Η διήγησή τους δεν θα πρέπει να διαφέρει ούτε κατ’ ελάχιστο από την οικεία μορφή. Πολύ πρόσφατα ήρθα σε επαφή με ένα φίλο που εργάστηκε για είκοσι πέντε χρόνια ως επιχειρηματίας στη Μαλαισία. Ανακάλυψε προς έκπληξη του ότι συνομιλίες εικοσαετίας και πλέον, μπορούσαν να ανακληθούν στη μνήμη τέλεια από τους συνομιλητές του, μαζί με γραμματικά λάθη και λάθη εκφοράς, ακόμη κι αν ο ίδιος είχε ξεχάσει τα πάντα παρά μόνο το θέμα μιας παρόμοιας συνομιλίας. Λέγεται ότι το ίδιο ίσχυε στον κόσμο της Μεσογείου και μου φαίνεται πολύ πιθανό ότι είναι η ανάμνηση ορισμένων πολύτιμων λόγων και πράξεων του Ιησού που οι πρώτοι τρεις Ευαγγελιστές καταγράφουν. Αυτό εξηγεί τη χαλαρή χρονολόγηση, επειδή δεν διαβάζουμε ιστορία με τη σύγχρονη έννοια αλλά συμβάντα και λόγους που φυλάχτηκαν ως ένα πολύτιμο απόκτημα και παρέμειναν στη μνήμη μιας γενεάς.
Αν αποδεχτούμε ότι οι Ευαγγελιστές, ή τουλάχιστον οι τρεις πρώτοι, κατέγραψαν διάφορες προφορικές παραδόσεις που μεταδόθηκαν με αυστηρή ακρίβεια στη διάρκεια των ετών, θα αποφύγουμε πολλούς αχρείαστους πονοκεφάλους. Δεν θα ήταν λογικό αν υποθέταμε ότι ο Ιησούς δίδασκε με ελαφρά διαφορετική μορφή σε διαφορετικές περιστάσεις σε διαφορετικές ομάδες ανθρώπων και ότι η διδασκαλία αυτή απομνημονεύτηκε κι αγαπήθηκε ανεξάρτητα; Πριν από τις μέρες των μέσων μαζικής επικοινωνίας (κι αυτό δε μας πάει πολύ μακριά) ο προφήτης, ο κήρυκας ή ο πολιτικός ήταν αναγκασμένος να επαναλαμβάνει το μήνυμά του ξανά και ξανά. Αυτά που είπε θα συγκροτούνταν σε συμπιεσμένους, ευνόητους και δυνάμενους να απομνημονευτούν όρους, αλλά δεν θα πρέπει να υποθέτουμε ότι πάντοτε χρησιμοποίησε ακριβώς τις ίδιες λέξεις με παπαγαλίστικη ακρίβεια. ,
ΟΙ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΈΣ ΔΕΝ ΕΊΝΑΙ ΡΕΠΟΡΤΕΡ
Το πιθανότερο είναι ότι ο Ιησούς μιλούσε αραμαϊκά (μια λαϊκή εκδοχή των εβραϊκών), κι αν έτσι έχουν τα πράγματα τότε οι Ευαγγελιστές αντιμετώπιζαν το εξαιρετικά δύσκολο καθήκον της ακρόασης ελαφρά παραλλαγμένων εξιστορήσεων των ίδιων ή παρόμοιων συμβάντων εκθέτοντάς τα στα ευρέως κατανοητά ελληνικά της εποχής. Δεν ήταν ρεπόρτερ με τη σύγχρονη έννοια του όρου, ούτε προετοίμαζαν ένα υπόμνημα για κάποιο δικαστήριο. Εξέθεταν απλά σε γραπτή μορφή αυτά που μέχρι τότε είχαν απομνημονευτεί και επαναληφθεί προφορικά. Είναι πολύ απίθανο το να έχουμε περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τη ζωή και τη διδασκαλία του Ιησού από αυτές που ήδη κατέχουμε. Από μια άποψη αυτό θα ήταν δελεαστικό. Τι δε θα δίναμε για μια πλήρη βιογραφία αυτού του εκπληκτικού ανθρώπου; Πόσο πολύτιμες θα ήταν οι ακριβείς περιγραφές όλων όσα είπε κάποτε, καθώς επίσης και η λεπτομερειακή εξιστόρηση των γεγονότων της ζωής του. Γιατί, θα μπορούσαμε απολογητικά να ρωτήσουμε, βρισκόμαστε σε σχεδόν πλήρες σκοτάδι γύρω από την παιδική ηλικία και την πρώιμη ενηλικίωση του Ιησού; Γιατί δεν έχουμε καμιά πληροφορία (κάτι που θεωρείται ουσιαστικό σε οποιαδήποτε σύγχρονη βιογραφία), αναφορικά με τις διαπλαστικές επιρροές που παρήγαγαν ένα παρόμοιο απαράμιλλο χαρακτήρα; Γιατί γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα για την περίοδο μεταξύ της ανάστασης και ανάληψης του; Τι ήταν αυτά που ο αναστημένος Χριστός δίδαξε στους μαθητές του «σχετικά με τη βασιλεία του Θεού», όπως περιγράφει ο Λουκάς τόσο λακωνικά στο πρώτο κεφάλαιο των Πράξεων; Η απλή απάντηση είναι ότι δεν γνωρίζουμε.
Η ανακάλυψη πολλών παπύρων γραμμένων στα ίδια ελληνικά όπως αυτά της Καινής Διαθήκης έχει σίγουρα φωτίσει την κατανόηση μας για πολλές λέξεις και εκφράσεις του καιρού εκείνου. Οι πάπυροι της Νεκράς Θάλασσας κάλλιστα μπορούν να συμπληρώσουν τις γνώσεις μας σχετικά με την παλαιστινιακή ζωή των καιρών του Ιησού. Είναι όμως μάλλον απίθανο ότι η μικρή κλειστή κοινότητα η οποία αντέγραψε και διατήρησε τους παπύρους να φωτίσει περισσότερο την πραγματική ιστορική ζωή του Ιησού ή ακόμη, όπως ορισμένοι προτείνουν, αυτήν του Ιωάννη του Βαπτιστή.
Η ΑΥΘΕΝΤΙΑ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ
Παρότι, στο σημείο αυτό, θα ήταν εκτός θέματος αν αναφερόμασταν διεξοδικά σχετικά με το χαρακτήρα του Τετάρτου Ευαγγελίου, θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι διαφορετικό σε ύφος, λεξιλόγιο και «ατμόσφαιρα». Η πραγματική φύση του Ιησού αντί να ανακαλυφθεί στην πορεία της διακονίας του δηλώνεται ευθύς εξ αρχής. Όλη σχεδόν η ιστορία εκτυλίσσεται στην Ιερουσαλήμ. Υπάρχει λίγη αναφορά στην εκτεταμένη θεραπευτική διακονία νοός και σώματος που καταγράφουν οι πρώτοι τρεις Ευαγγελιστές. Αντί για σύντομες παραβολές έχουμε αρκετά εκτενείς συζητήσεις. Υπάρχουν περιπτώσεις (κι αυτό είναι αναπόφευκτο, επειδή τα ελληνικά της Καινής Διαθήκης δεν χρησιμοποιούν σημεία στίξης), στις οποίες δεν είμαστε βέβαιοι αν διαβάζουμε τα απομνημονευμένα λόγια του ίδιου του Ιησού ή το σχόλιο του Ευαγγελιστή. Ωστόσο, η επίδραση του όλου Ευαγγελίου είναι, θα μπορούσαμε να πούμε, μεγαλύτερη των άλλων τριών μαζί. Είναι φανερό ότι ο συγγραφέας γνώριζε τον Ιησού και είχε το χρόνο να διαλογιστεί τη σπουδαιότητα του «Λόγου που έγινε άνθρωπος». Αν γνώριζε τα άλλα Ευαγγέλια δεν το γνωρίζουμε, πάντως δεν είχα την εντύπωση ότι ο Ιωάννης έγραφε σκόπιμα για να διορθώσει κάτι. Η αίσθηση είναι αυτή ενός άντρα περισσότερο ώριμου και βαθύτερης κατανόησης που δίνει την εκδοχή του. Είναι σαν να λέγει, «Έτσι είδα κι άκουσα τον Ιησού Χριστό και αυτή είναι η σημασία του ερχομού του στη γη». Το αποτέλεσμα είναι το πορτρέτο ενός χαρακτήρα που δεν είναι καθόλου διαφορετικό από τα σκίτσα που παρέχουν οι Ματθαίος, Μάρκος και Λουκάς αλλά ενός που διαπνέεται από μια ακόμη βαθύτερη εξουσία.
Φυσικά, έχω διαβάσει αρκετά ερμηνευτικά σχόλια σχετικά με το Ευαγγέλιο του Ιωάννη και γνωρίζω καλά τις δυσκολίες οι οποίες προκύπτουν αναφορικά με το συγγραφέα του. Γνωρίζω επίσης το βαρύ καθήκον που περιμένει οποιονδήποτε προσπαθεί να εναρμονίσει το έργο αυτό με τα άλλα Ευαγγέλια. Όμως δεν ασχολήθηκα με αυτό επειδή ο σκοπός μου ήταν να μεταφράσω και όχι να προκαλέσω σύγχυση στο σύγχρονο αναγνώστη.
Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΙΗΣΟΥ
Αυτό που συνέβη σε μένα καθώς προχωρούσε η εργασία ήταν ότι η μορφή του Ιησού αναδυόταν όλο και καθαρότερη και κατά κάποιο τρόπο απρόσμενη. Βέβαια, είχα ένα βαθύ σεβασμό, μάλιστα βαθιά ευλάβεια για τον συμβατικό Ιησού Χριστό τον οποίο λάτρευε η Εκκλησία. Όμως δεν ήμουν καθόλου προετοιμασμένος για τον αντί-συμβατικό άντρα που αποκαλυπτόταν σε αυτά τα λιτά Ευαγγέλια. Κανένας δεν θα μπορούσε να επινοήσει ένα παρόμοιο πρόσωπο: αυτός δεν ήταν ένας ήρωας μαριονέτα, αντικείμενο της φαντασίας των λατρευτών του. «Ο άνθρωπος Ιησούς» που περιγράφεται με τόση συντομία είχε κάτι το αληθινό, ορισμένες φορές ανησυχητικά αληθινό. Άρχισα να κατανοώ τότε γιατί το θρησκευτικό κατεστημένο των ημερών εκείνων ήθελε να τον εξολοθρεύσει με οποιοδήποτε κόστος. Ήταν ο πολέμιος της υπερηφάνειας, του κομπασμού, της προσποίησης.
Ο άνθρωπος αυτός μπορούσε να επιδείξει γνήσιο οίκτο και τρυφερότητα όχι του είδους μιας επιπόλαιας συναισθηματικότητας. Ήταν σκληρός, όχι του είδους ενός James Bond, αλλά ενός που κατείχε τη δύναμη μιας ολοκληρωμένης και εντελώς αφοσιωμένης στην αποστολή του προσωπικότητας. Μια φορά (τουλάχιστον) πέρασε ανέπαφος διαμέσου ενός πλήθους δολοφονικών διαθέσεων. Πολύ λίγοι θα μπορούσαν να το κάνουν. Αλλά ανακάλυψα επίσης ότι κατείχε την ίδια δύναμη μετά από ώρες ανείπωτης αγωνίας στον κήπο της Γεθσημανή. Αυτοί που στάλθηκαν να τον συλλάβουν «πισωδρόμησαν κι έπεσαν καταγής». Προηγούμενες ευσεβείς γενεές το απέδιδαν σε κάποια υπερφυσική δύναμη. Δεν το αποδέχομαι καθόλου. Ο Ιησούς ήταν άνθρωπος πλήρους εξουσίας που μπορούσε να διατηρεί τον έλεγχο μιας κατάστασης ακόμη κι αν όλα ήταν εναντίον του.
Ο ΙΗΣΟΥΣ ΕΙΝΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΣ, ΟΧΙ ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
Ήταν η δύναμη του ανθρώπινου χαρακτήρα που με εντυπωσίαζε ξανά και ξανά. Τα Ευαγγέλια δεν μας μιλούν για έναν υπεράνθρωπο αλλά για κάποιον που είναι υπέρτατα άνθρωπος. Μπορούσε να εργάζεται τόσο σκληρά ώστε οι ακόλουθοι του να τον παρακαλούν να σταματήσει. Κι όμως μπορούσε να πέσει σε βαθύ ύπνο πάνω σε ένα μικρό ψαροκάικο ενώ οι άλλοι κωπηλατούσαν. Ήταν ξύπνιος και προσευχόταν απερίσπαστα ενώ οι άλλοι κοιμόνταν, κι όμως υπήρχε καιρός που αισθανόμενος την κούραση «από την πεζοπορία, κάθισε κοντά στο πηγάδι», όπως καταγράφει ο Ιωάννης. Άγγιξε τον παρία λεπρό, πρόσφερε τη φιλία του σε αυτούς που είχαν χάσει την καλή τους φήμη και υπόληψη. Κατήγγειλε με καυστικά λόγια τους θρησκευτικούς ηγέτες. Αντιμετώπισε άφοβα έναν που ήταν βίαια παράφρονας. Έκλαψε στην παρουσία της ανθρώπινης δυστυχίας. Θρήνησε για την Ιερουσαλήμ επειδή οι άνθρωποί της απέτυχαν να αναγνωρίσουν τον Μεσσία του Θεού όταν δίδαξε και κήρυξε ανάμεσα τους κι επίσης επειδή με τη διορατικότητα ενός αληθινού προφήτη διείδε την ολέθρια καταστροφή της πόλης. Ακόμη και με λίγη ευφάνταστη συμπάθεια κάποιος θα μπορούσε να διαισθανθεί την αγωνία της απογοήτευσης και σχεδόν της απελπισίας του. Για πρώτη φορά μου φάνηκε πως επειδή ήταν ανθρώπινο ον σχεδόν στα όρια της αντοχής του ότι καταράστηκε την άκαρπη συκιά και όταν στον κήπο της αγωνίας ζήτησε μαχαίρια αντί πανωφόρια την ώρα της δοκιμασίας. Ομολόγησε ότι ήταν τρομοκρατημένος καθώς προχωρούσε προς τον κήπο της Γεθσημανή κι εκεί έγινε κάθιδρος από φόβο και αγωνία.
Η αφήγηση της συμπεριφοράς του Ιησού στο δρόμο προς τη σταύρωσή του είναι σχεδόν ανυπόφορη, κυρίως επειδή είναι έντονα ανθρώπινη. Αν ήταν, όπως πιστεύω ότι ήταν, Θεός εστιασμένος επάνω σε ένα ανθρώπινο ον, μπορούμε να δούμε ότι εδώ το δράμα είναι αληθινό. Δεν υπάρχουν υπερφυσικά πλεονεκτήματα για τον άνθρωπο αυτό. Καμιά ουράνια δύναμη δεν τον έσωσε από την εξουσία πονηρών ανθρώπων κι η αγωνία του δεν μετριάστηκε από κάποιο υπεράνθρωπο αναισθητικό. Μόνο να εικάσουμε μπορούμε τη φοβερή διανοητική και πνευματική αγωνία που έβγαλε από μέσα του τη φοβερή κραυγή, «Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες;» Αλλά το «τετέλεσται» δεν μπορεί να είναι κραυγή απελπισίας. Ακόμη δεν σημαίνει «τελείωσαν», σημαίνει «ολοκληρώθηκε» – το φοβερό καθήκον της εκτέλεσης του θελήματος του Θεού μέχρις εσχάτων είχε πλήρως και τελειωτικά επιτευχθεί.
Η ΑΝΑΔΥΣΗ ΕΝΟΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ
Σε αυτά τα τέσσερα Ευαγγέλια, αποσπασματικά καθώς ορισμένες φορές είναι, αναδύεται ένας πραγματικός άνθρωπος, του οποίου η τέλεια ακεραιότητα είναι ακαταμάχητη. Μίλησε με εξουσία κι οι απλοί άνθρωποι χαίρονταν να τον ακούν. Στο τέλος της δημόσιας σταδιοδρομίας του, αυτοί που στάλθηκαν να τον συλλάβουν γύρισαν άπρακτοι λέγοντας, «ποτέ δεν μίλησε άνθρωπος όπως αυτός».
Θα ήταν όμως σοβαρό λάθος αν θα σκεφτόμασταν ότι ο Ιησούς ήταν απλά ένας εύγλωττος υπαίθριος κήρυκας, που τα έβαλε με τις αρχές. Ο χαρακτήρας του ήταν παράξενος κι απρόβλεπτος. Ήταν πράος με τρόπο που μόνο οι δυνατοί μπορούν να είναι, κι όμως αξίωσε, απαίτησε και πρόσταξε δίχως καμιά εξήγηση ή δικαιολογία. Ποιος άλλος θα μπορούσε να καλέσει ορισμένους ψαράδες να αφήσουν το επάγγελμά τους ή να ζητήσει από κάποιον να παραιτηθεί από το επικερδές παρότι μισητό επάγγελμα του φοροεισπράκτορα να τον ακολουθήσει και να πετύχει; Ποιος άλλος άνθρωπος θα μπορούσε να κοιτάξει στα μάτια μια ομήγυρη εχθρικά διακείμενων σε αυτόν ανθρώπων και να τους θέσει την πρόκληση, «Ποιος από σας μπορεί να αποδείξει πως έκανα κάποια αμαρτία;» κι όμως να μη δίνει την εντύπωση υπερηφάνειας ή φαρισαϊσμού;
Ο ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΕΊΝΑΙ ΜΟΝΑΔΙΚΟΣ
Τα φώτα που πέφτουν επάνω στο χαρακτήρα που τα τέσσερα Ευαγγέλια αποκαλύπτουν είναι συχνά εκπληκτικά. Ο Ιησούς δεν ήταν κάποιος ενδεής ασκητής όπως ήταν ο Ιωάννης ο Βαπτιστής πριν από εκείνον. Ο Λουκάς καταγράφει ότι υπήρχαν πολλές γυναίκες «που τον υπηρετούσαν από τα υπάρχοντά τους». Μπορούμε να είμαστε αρκετά βέβαιοι ότι το σπίτι της Μαρίας και της Μάρθας δεν ήταν το μοναδικό όπου θα μπορούσε να βρει κάποια ανάπαυση και αναψυχή. Ο χιτώνας του, «χωρίς καμιά ραφή, υφαντός ολόκληρος από πάνω ως κάτω», ήταν κάθε άλλο παρά φόρεμα ενός ζητιάνου. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι ήταν κοινωνικά δημοφιλής, και παρότι είναι ανυπόστατο το υπονοούμενο ότι ήταν «φαγάς και οινοπότης» θα μπορούσαμε εύλογα να εικάσουμε ότι χαιρόταν τα καλά δώρα του Θεού σε φαγητό και ποτό.
Με εντυπωσίασε ξανά και ξανά το γεγονός ότι ορισμένα απροσδόκητα λόγια και πράξεις του Ιησού καταγράφηκαν επειδή ήταν απροσδόκητα. Το συνηθισμένο έργο (αν θα μπορούσαμε να το περιγράψουμε έτσι) ορισμένες φορές διατυπώνεται λακωνικά, «γιάτρευε τους ανθρώπους από κάθε ασθένεια και κάθε αδυναμία». Αλλά τα άλλα λόγια και έργα, που κανένας δεν θα ανέμενε και που θα πρέπει να ήταν ανεξήγητα στους καιρούς του, φυλάσσονται και μνημονεύονται με απόλυτη πιστότητα.
Ο ΙΗΣΟΥΣ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΟΠΟΙΗΘΕΙ
Αλίμονο στον άνθρωπο που προσπαθεί να ταιριάξει τον άνθρωπο αυτό σε οποιαδήποτε πολιτική ή ανθρωπιστική κατηγορία! Οι ειρηνιστές που ισχυρίζονται ότι είναι ηγέτης τους θα κάνουν καλά να θυμούνται ότι ήταν ένας στρατιώτης, ένας ρωμαίος αξιωματικός που κέρδισε περισσότερο από όλους το θαυμασμό του Ιησού[5] Η παραβολή των ταλάντων αρκεί να αποδείξει ότι ο Ιησούς αναγνώριζε τη θεμελιώδη ανισότητα των ανθρώπων σε ικανότητα και υπάρχοντα. Οι ιστορίες του Ιησού αφθονούν σε παρόμοιες ανισότητες: στη διαφορά μεταξύ κυρίου και δούλου, εργατικού και οκνηρού, προνοητικού και απερίσκεπτου. Είναι αλήθεια ότι καταδίκασε την υποκρισία, την εκμετάλλευση, την έλλειψη συμπόνιας, αλλά δεν προσπάθησε, όπως πιθανόν έλπιζε ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, να γίνει ένας εθνικός ήρωας. Η εξωκοσμική πλευρά της διδασκαλίας του είναι αδύνατο να αγνοηθεί. «Η βασιλεία μου» επέμενε «δεν προέρχεται απ’ αυτόν τον κόσμο» όμως αυτή είχε εισβάλλει σε ανθρώπους που δεν το γνώριζαν, μάλιστα ήταν «ανάμεσα» τους και «μέσα» τους. Ο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι συμπεριφέρονταν ο ένας στον άλλο ήταν ύψιστης σημασίας, αλλά ο Ιησούς αναγνώριζε την προφανή αδικία στο εδώ και τώρα. Στο τέλος θα υπάρξει δικαιοσύνη και θα φανεί σε όλους, αλλά όχι στον κόσμο αυτό του χρόνου και του χώρου. Ο Ιησούς δεν ήταν ένας συναισθηματικός φιλάνθρωπος. Μίλησε αρκετά κατηγορηματικά σχετικά με αμοιβές και τιμωρίες στον «ερχόμενο κόσμο». Δήλωσε ότι κάποιος που έβλαψε έναν από τους «μικρούς» του κόσμου τούτο καλύτερα να μην είχε γεννηθεί. Ορισμένες από τις πλέον τρομερές λέξεις που καταγράφονται στην Καινή Διαθήκη αποδίδονται στον Ιησού. Κι όμως δεν είναι απειλές ή κινδυνολογίες αλλά σοβαρές προειδοποιήσεις που γίνονται από την ενσάρκωση της αληθινής αγάπης.
Αυτό που με απασχολεί εδώ δεν είναι να γράψω μια νέα βιογραφία του Ιησού, αλλά να εκθέσω τη μαρτυρία μου για τις συνεχείς αναστατώσεις που τα λόγια και οι πράξεις του μου προξένησαν καθώς προσέγγισα τα Ευαγγέλια απευθείας δίχως το οικείο κάλυμμα μιας καλαίσθητης γλώσσας. Η μορφή που αναδύθηκε ήταν πολύ διαφορετική από εκείνη του Ιησού της συμβατικής ευσέβειας κι ακόμη περισσότερο διαφορετική από εκείνη του ήρωα που μέλη διαφόρων σταυροφοριών φαντάζονται ως τον ηγέτη τους. Αυτό με το οποίο ερχόμαστε αντιμέτωποι στις μέρες μας είναι ένας «επεξεργασμένος» Ιησούς. Κάθε στοιχείο το οποίο αισθανόμαστε ότι δεν είναι σύμφωνο με την «εικόνα» την οποία έχουμε για εκείνον αφαιρείται και το αποτέλεσμα είναι περισσότερο ανούσιο και μη ικανοποιητικό από τη χειρότερη επεξεργασμένη τροφή.
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ
Ένα «θαύμα» είναι κάτι που εξ ορισμού προκαλεί θαυμασμό, και στο παρελθόν, όταν χρησιμοποιούνταν νόμοι άγνωστοι τότε, υποτίθετο ότι η θεία επέμβαση ήταν η αιτία του θαύματος. Οι άνθρωποι σκέφτονταν ότι ο Θεός κατά κάποιον τρόπο «παρέβαινε» τη λειτουργία της φύσης. Δεν θεωρό κάτι τέτοιο «αδύνατο» (ποιος μπορεί να πει τι είναι «δυνατό» και τι «αδύνατο» για το Θεό;) Η τεράστια και υπομονετική εργασία επιστημόνων όλων των ειδών αποκαλύπτει μια συνέπεια της φυσικής τάξης, αλλά ταυτόχρονα ανακαλύπτει περίπλοκους νόμους που η ανθρωπότητα ποτέ δεν γνώριζε. Ένας διακεκριμένος καθηγητής φυσικής και χημείας, μέλος της Βασιλικής Εταιρείας κάποτε μου είπε, «κοπιάζουμε για χρόνια να ξεκλειδώσουμε μια πόρτα, μόνο για να ανακαλύψουμε ότι ερχόμαστε αντιμέτωποι με άλλες έξι κλειδωμένες!» Έχω συναντήσει αρκετούς άλλους διακεκριμένους επιστήμονες της μιας ή της άλλης επιστήμης και καθένας μου είπε σχεδόν τα ίδια, «πόσο λίγα γνωρίζουμε». Μου φαίνεται λοιπόν ότι είναι σκέτη ανοησία το να πει κάποιος «αδύνατο» για κάτι, όσο απλά ή απλοϊκά κι αν περιγράφεται αυτό.
ΠΛΗΘΩΡΑ ΘΑΥΜΑΤΩΝ
Μέρος της σύγχρονής μας δυσπραγίας είναι ότι υποφέρουμε από μια πληθώρα αυτών που ήταν «θαύματα» μόλις πριν από έναν αιώνα. Τα θεωρούμε ως δεδομένα, παρότι δεν γνωρίζουμε πώς λειτουργούν. Όμως όταν κάποιο θαύμα θεραπείας καταγράφεται στην Καινή Διαθήκη, για παράδειγμα, ο σύγχρονος άνθρωπος το διαγράφει αμέσως ως λαϊκή παράδοση. Με ποιο δικαίωμα το κάνουν; Θα ήθελα ορισμένοι από τους σύγχρονους μας ειδικούς που χλευάζουν τα θαύματα να μελετήσουν την απίστευτη εφευρετικότητα καθώς και τους φυσικούς νόμους που βρίσκονται πίσω από τον κοινό ηλεκτρικό εξοπλισμό που χρησιμοποιούμε κάθε μέρα. Υπάρχει συχνά μια τρομακτικά μειωτική επίδειξη αλαζονείας που παραβλέπει τον καρπό ετών μόχθου, πειραματισμού και εμπειρίας αποκαλώντας τον «επινόηση» και «τέχνασμα». Μπορεί να είμαι τυχερός, αλλά συμβαίνει το «ραδιόφωνο» και η αναπαραγωγή ήχου να είναι το χόμπι μου από τα μαθητικά μου χρόνια. Θα μπορούσα να «φτιάξω» (και αυτό σημαίνει συναρμολόγηση μόνο) μια συσκευή τηλεόρασης. Όμως η κατανόηση των αρχών που βρίσκονται πίσω από τα ηλεκτρονικά κυκλώματα αυξάνει μάλλον παρά μειώνει το αίσθημα του θαυμασμού μου. Οι άνθρωποι ανακαλύπτουν σχεδόν κάθε μέρα ένα νέο νόμο της φύσης, που ήταν εκεί όλα αυτά τα χρόνια. Λιγότερο από ένα αιώνα πριν όχι μόνο το ραδιόφωνο, το ραντάρ ή η τηλεόραση αλλά ακόμη και καθημερινά αντικείμενα όπως η ηλεκτρική λυχνία και το τηλέφωνο θα ήταν εντελώς άγνωστα στη μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων. Αν σε ανθρώπους των αρχών του 1800 έδειχναν μια οθόνη τηλεόρασης που εμφάνιζε εικόνα (μέσω δορυφόρου κατασκευασμένου από άνθρωπο) ενός συμβάντος το οποίο λάμβανε χώρα τρεις χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, δίχως αμφιβολία θα το αποκαλούσαν «θαύμα» (και πράγματι είναι). Όμως οι νόμοι που κάνουν το κατόρθωμα ειδίκευσης και εφευρετικότητας μια οπτικοαουστική εμπειρία υπήρχαν εκεί για αμέτρητους αιώνες. Υπάρχουν χιλιάδες παρόμοια «θαύματα» σε διάφορους τομείς της ανθρώπινης ζωής σήμερα. Ακόμη και εκεί που κατανοώ και μπορώ να εφαρμόσω τις αρχές διατηρώ ένα αίσθημα θαυμασμού, αλλά αδυνατώ να κατανοήσω αυτούς που εκ των προτέρων αποκλείουν τα θαύματα των Ευαγγελίων.
ΙΗΣΟΥΣ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΑ
Έχω ήδη αναφερθεί ότι κατά τη διαδικασία της μετάφρασης ένας σαφής και μάλιστα εξουσιαστικός ανθρώπινος χαρακτήρας αναδύθηκε από τα συνδυασμένα κείμενα των Ευαγγελιστών. Αυτός ο άνθρωπος Ιησούς ήταν πολύ περισσότερο άνθρωπος από αυτόν που είχα κατά νου προηγουμένως. Υποθέτω ότι κάπου στα μύχια της σκέψης μου είχα αποθηκεύσει μια ανάμικτη εντύπωση ενός όντος υπερφυσικής τελειότητας και ορισμένων υπερφυσικών δυνάμεων. Πίστευα και μάλιστα σήμερα πιστεύω περισσότερο ότι ο Ιησούς είναι και Θεός και άνθρωπος. Αλλά το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξα ήταν ότι ο Ιησούς των Ευαγγελίων ήταν πραγματικά άνθρωπος, όχι ημίθεος και σίγουρα όχι Θεός που έπαιζε, άσχετα πόσο πειστικά, το ρόλο ανθρώπου. Έγραψα για τη διανοητική και πνευματική δύναμη που συνυπήρχε στον Ιησού σε συνδυασμό με εξαιρετική συμπάθεια και συμπόνια Έτσι ώστε όταν έφτασα στα θαύματα των Ευαγγελίων δεν βρήκα σε αυτά κάτι ασύμβατο με το χαρακτήρα και τη δεδηλωμένη αποστολή του. Δεν μου έδωσαν την εντύπωση ότι ήταν ουράνια τεχνάσματα σχεδιασμένα να παράγουν πίστη. Μάλιστα οι γραφές επιμένουν ότι ο Ιησούς δεν ήθελε δημοσιότητα για τα έργα σωματικής και διανοητικής θεραπείας του. Νομίζω ότι είναι δύσκολο για μας σήμερα να εκτιμήσουμε την πνευματική δύναμη ενός ανθρώπου μοναδικά ολοκληρωμένου και αφιερωμένου, που δαπανούσε ώρες σε μοναχική επικοινωνία με τον Θεό. Με την πάροδο του χρόνου μεγάλωνε το αίσθημα μέσα μου ότι ο άνθρωπος αυτός τόσο σκληραγωγημένος και πειθαρχημένος στο να ακολουθεί το μονοπάτι που είχε διαγραφεί γι’ αυτόν από τον Πατέρα του θα μπορούσε εύκολα να κατέχει ποιότητες εσωτερικής γνώσης για τις αιτίες της ασθένειας του ανθρώπου καθώς και τη δύναμη να τις θεραπεύσει. Και πάλι δεν θα πρέπει να αντιταχθούμε στην εικονική γλώσσα. Αυτοί οι οποίοι είδαν τις εξωτερικές εκδηλώσεις ενός επιληπτικού ή κάποιας διανοητικής διαταραχής που έκανε τον άνθρωπο βίαιο, δεν ήταν δύσκολο να σκεφτούν ότι είχε καταληφθεί από το «διάβολο». Μάλιστα, ορισμένοι από εμάς που κάποτε έχουμε βρεθεί στην παρουσία βίαια διαταραγμένων ανθρώπων και τους έχουμε κοιτάξει στα μάτια θα μπορούσαμε εύκολα να συμφωνήσουμε ότι κάποια πονηρή δύναμη φαίνεται να έχει καταλάβει τον ασθενή. Φαίνεται ότι ο Ιησούς ήταν σε πολλές περιπτώσεις σε θέση να μπει στο μάτι του κυκλώνα της διαταραχής και να τη λύσει με εξουσιαστική αγάπη. Ακόμη και σήμερα δεν γνωρίζουμε το βαθμό που ο νους επηρεάζει το σώμα και το σώμα το νου ή το βαθμό που και τα δυο επηρεάζονται από πνευματική δύναμη – από την προσευχή, για παράδειγμα. Γνωρίζουμε πώς να «θεραπεύσουμε» ορισμένες ασθένειες με αρκετά μεγάλη ακρίβεια, αλλά αυτό που πραγματικά κάνουμε είναι να αφαιρούμε τα εμπόδια που παρεμβαίνουν στη φυσική ικανότητα της αυτοθεραπείας που τόσο το ανθρώπινο σώμα όσο και ο νους κατέχουν. Δεν μου φαίνεται καθόλου παράλογο ένας άνθρωπος έντονης πνευματικής δύναμης να είναι σε θέση να αφαιρεί τα εμπόδια αυτά ακαριαία. Το όλο ζήτημα της «θείας» θεραπείας είναι πολυσυζητημένο και δεν προτίθεμαι να εισέλθω στην αντιλογία στο σημείο αυτό. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι η καταγραφή των δικών μου πεποιθήσεων ότι τα θαύματα θεραπείας που εκτέλεσε ο Ιησούς ήταν εντελώς γνήσια, παρότι μπορεί να περιγράφονται με όρους της εποχής εκείνης.
ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΚΑΙ Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΗΣ ΕΚΘΕΣΗΣ ΤΟΥ
Τα παραπάνω οδηγούν σε ένα άλλο σημαντικό σημείο. Αυτά που διαβάζουμε στα Ευαγγέλια πιστεύω ότι είναι αληθινά, αλλά δεν περιγράφονται αναγκαστικά με λέξεις που θα χρησιμοποιούσαμε σήμερα, περίπου δυο χιλιάδες χρόνια μετά. Μου έρχεται στο νου ένα απλό παράδειγμα. Στις τρεις ώρες σκοταδιού που έπεσε στην περιοχή κατά τη σταύρωση του Ιησού ο Λουκάς λέει «χάθηκε ο ήλιος», χρησιμοποιώντας την ίδια λέξη που χρησιμοποιούμε όταν μιλάμε για μια «έκλειψη»[6]. Ο Λουκάς μου δίνει την εντύπωση ενός πολύ προσεκτικού συγγραφέα, ο οποίος, για να χρησιμοποιήσουμε ένα σύγχρονο όρο θα έπαιρνε «συνέντευξη» από τους ανθρώπους σχετικά με το τι θυμούνταν από τη ζωή και τη διδασκαλία του Ιησού. Τώρα γνωρίζουμε ότι δεν μπορούσε να υπάρχει μια έκλειψη ηλίου επειδή αυτό είναι αδύνατο να συμβεί σε χρόνο πανσέληνου, που συνέπεσε με το θάνατο του Ιησού. Δεν ξέρουμε αν ο Λουκάς το γνώριζε αυτό. Όμως επειδή καταγράφει το φαινόμενο και περιγράφει την κατάπληξη και σύγχυση που προκάλεσε (επειδή οι άνθρωποι δεν είχαν τρόπο να γνωρίζουν αν το αφύσικο αυτό συμβάν θα κρατούσε περισσότερο από τρεις ώρες) είναι απόλυτα πιθανό ότι ένας αυτόπτης μάρτυρας του μυστηριώδους αυτού σκοταδιού το καταμεσήμερο να μπορούσε να το περιγράψει στον Λουκά ως μια έκλειψη ηλίου. Δεν θα γνωρίσουμε ποτέ στη ζωή αυτή την αιτία εκείνου του φαινομένου αλλά πιστεύω ότι συνέβη και ως χριστιανός πιστεύω ότι είναι μια μοναδική ανάκλαση στον φυσικό κόσμο του γεγονότος το οποίο συνέβαινε επάνω στο σταυρό.
Για μένα αυτό έχει εφαρμογή σε οποιοδήποτε από τα θαύματα του Ιησού. Άσχετα από το αν μια μέρα θα γνωρίζουμε τους κανόνες της πνευματικής σφαίρας στην οποία κινείτο ο Ιησούς ή όχι, πιστεύω ότι οι Ευαγγελιστές κατέγραφαν με όρους του δικού τους καιρού αυτά που στην πραγματικότητα παρατηρούσαν. Συνεπώς δεν με ανησυχεί καθόλου όταν καταγράφει ο Μάρκος ότι κατά τη βάπτιση του Ιησού, ο Ιησούς «είδε ν’ ανοίγουν οι ουρανοί, και το Πνεύμα σαν περιστέρι να κατεβαίνει επάνω του. Τότε μια φωνή ακούστηκε από τα ουράνια: ‘Εσύ είσαι ο αγαπημένος μου Υιός, εσύ είσαι ο εκλεκτός μου’» (κατά Μάρκον 1, 10, 11). Αν μόνο ο Ιησούς είδε αυτό το θέαμα κι άκουσε τα λόγια αυτά, και αργότερα μίλησε στους μαθητές του για το συμβάν, ή αν υπήρχαν παρευρισκόμενοι με αρκετή πνευματική αντίληψη ώστε να δουν και να ακούσουν το συμβάν, δεν το γνωρίζω. Πιστεύω ότι συνέβη, αλλά αν θα μπορούσα εγώ να το δω είναι ένα αναπάντητο ερώτημα. Κάτι σχετικό βρίσκουμε στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη όπου «μια φωνή από τον ουρανό» μιλά στον Ιησού λίγο πριν από το πάθος και το θάνατο του. Ο Ιωάννης μας πληροφορεί ότι, «Το πλήθος των ανθρώπων που βρίσκονταν εκεί και άκουσαν τη φωνή έλεγαν πως έγινε βροντή. Άλλοι έλεγαν ‘Άγγελος μίλησε μαζί του’» (κατά Ιωάννην 12, 29). Πεποίθησή μου είναι ότι πολλά εξαιρετικά συμβάντα συνόδευσαν τη ζωή του Ιησού που όμως περιγράφονται αναγκαστικά στη γλώσσα αυτών που ήταν οι αυτόπτες μάρτυρες.
ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΠΡΟΦΗΤΕΙΑΣ
Στενά συνδεδεμένο με τα θαυματουργικά στοιχεία στη ζωή του Ιησού είναι το αυθεντικό χαρακτηριστικό της προφητείας. Οι περισσότεροι που έχουν κάποια γνώση της Βίβλου γνωρίζουν ότι προφητεία δεν σημαίνει αναγκαστικά πρόρρηση του μέλλοντος, παρότι την περιλαμβάνει. Μέχρι τώρα έχω κάνει μόνο μια μεταφραστική προσπάθεια στον κόσμο της Παλαιάς Διαθήκης[7] όμως μια προσεκτική μελέτη του μηνύματος των προφητών φανερώνει ότι το μέλημα των ανθρώπων αυτών ήταν πρωτίστως η εξαγγελία του «λόγου του Κυρίου». Έβλεπαν σε πολλές περιπτώσεις με εκπληκτική κι αποκαρδιωτική σαφήνεια, το τι θα συνέβαινε αν ο λαός συνέχιζε σε μια πορεία αντίθετη προς το θέλημα του Κυρίου. Η αίσθηση του χρόνου αναστελλόταν προσωρινά και υπήρχε μια δραματική χρονική «σύμπτυξη» των γεγονότων τα οποία θα εκτυλίσσονταν. Το όραμά τους ήταν εκπληκτικά ακριβές, ακόμη κι αν είκοσι ή εκατό χρόνια μπορούσαν να παρέλθουν πριν επαληθευτεί εκείνο το όποιο είχαν προβλέψει. Τα μηνύματά τους ήταν προειδοποιήσεις παρά απειλές σχετικά με το απώτερο μέλλον. Η προφητεία δεν είναι αναγκαστικά πρόρρηση. Επειδή η προειδοποίηση που περιλαμβάνεται στο όραμα μπορεί να οδηγήσει σε αλλαγή καρδιάς, διαθέσεων και συνεπώς αλλαγή των γεγονότων που θα ακολουθήσουν.
Βρήκα τον ίδιο προφητικό χαρακτήρα στη διδασκαλία του Ιησού όπως καταγράφεται από τους τρεις πρώτους Ευαγγελιστές. Αρχικά είχα τον πειρασμό να σκεφτώ ότι οι διάφορες προειδοποιήσεις σχετικά με διωγμούς και ταλαιπωρίες που εκφράστηκαν από τον Ιησού προστέθηκαν από κάποιον ιουδαίο χριστιανό του πρώτου αιώνα σε αποδεκτή αποκαλυπτική μορφή. Είναι βέβαιο ότι υπάρχει μια καταφανής αλλαγή τόνου στις εξαγγελίες αυτές. Ο Ιησούς τώρα δεν προβαίνει σε μια συγκεκριμένη διδασκαλία ή ακόμη δεν μιλά με παραβολές, μιλά όπως μίλησαν οι προφήτες. Ήταν βέβαια βαθύς γνώστης των προφητικών γραφών της Παλαιάς Διαθήκης, και γνώριζε την ειδική μορφή στην οποία εκτίθεται η προφητεία. Έτσι, άλλαξα την άποψή μου, και τώρα πιστεύω ότι υπήρχαν φορές που ο Ιησούς, πιθανόν στο στενό κύκλο των μαθητών, μοιράστηκε τη βαθιά γνώση του για το μέλλον με προφητικό ιδίωμα που σε κάποιο βαθμό το κατανοούσαν. Γνώριζε ότι τρομεροί διωγμοί θα ακολουθούσαν το θάνατό του, μπορούσε να προβλέψει τους λοιμούς, τις τρομερές δοκιμασίες που θα επέρχονταν στην ανθρωπότητα. Μπορούσε να δει ότι «οι άνθρωποι θα κοντεύουν να πεθάνουν από το φόβο» καθώς θα έβλεπαν την αναπόφευκτη έλευση της τρομερής καταστροφής. Μίλησε για τη δική του αιφνίδια έλευση ως κλέφτης τη νύχτα αλλά και φανερή όπως η αστραπή. Μίλησε για τον εαυτό του ως τον ερχόμενο κριτή που θα κρίνει τον κόσμο. Αναρωτήθηκε αν θα βρει «πίστη» στον κόσμο όταν τελικά θα έρθει. Γνώριζε το πώς η πίστη των ανθρώπων στο Θεό μπορεί να διαβρωθεί από τα άγχη και τις πολλές προφανείς αδικίες καθώς και από την παρούσα πρόοδο του κακού. «Επειδή θα πληθύνει η κακία, η αγάπη των πολλών θα ψυχρανθεί» (κατά Ματθαίον 24, 12).
ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΚΑΙ ΑΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΤΗ
Η «εσχατολογία» είναι το δόγμα ή η διδασκαλία σχετικά με τα «έσχατα» – θάνατος, κρίση, ουρανός και κόλαση. Ο σημερινός χριστιανισμός είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό υλιστικός, και τα λόγια του Ιησού σχετικά με το τι ακολουθεί τη ζωή αυτή σπάνια ερευνώνται. Αυτό, πιστεύω, έστω και μερικώς, είναι αποτέλεσμα των τεράστιων τεχνολογικών επιτυχιών του ανθρώπου που τον κάνουν να αισθάνεται κύριος της ανθρώπινης κατάστασης. Οφείλεται όμως επίσης και στους δικούς μας αποκαλούμενους ειδικούς. Έχοντας τελειώσει με την ανατομία τους της Καινής Διαθήκης και με τη θεώρηση ως «μύθο» όλων αυτών που βρίσκουν ανησυχητικά ή απαράδεκτα για τη σύγχρονη σκέψη, ο χριστιανικός τρόπος ζωής που απομένει δεν είναι παρά ένας ανθρωπισμός με μια μικρή δόση θρησκείας. Επειδή δεν είναι μόνο οι διαφημιστές που προσπαθούν να νεκρώσουν τις κρίσιμες έμφυτες ικανότητες μας με έξυπνες λέξεις, υπάρχουν «ειδικοί» Καινοδιαθηκολόγοι που είτε ηθελημένα είτε όχι κάνουν το ίδιο. Έτσι, αν θα πρέπει να θεωρηθείτε σύγχρονος, «μέσα στα πράγματα» τότε αναμένεται να πιστεύετε στις τρέχουσες φρασεολογίες. Μια από αυτές είναι η «πραγματοποιημένη εσχατολογία», που σημαίνει ότι όλα εκείνα που ο Ιησούς προείπε έχουν συμβεί, είτε κατά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ το 70 μ.Χ. είτε στους διωγμούς της Εκκλησίας. Με άλλα λόγια το προφητικό στοιχείο στη διδασκαλία του Ιησού δεν έχει καμιά απολύτως αξία για μας στον εικοστό πρώτο αιώνα. Μια παρόμοια κρίση κάνει τον Ιησού λιγότερο προφήτη από τους Αμώς, Ησαία, Μιχαία, Ιερεμία και τους υπόλοιπους. Αδυνατώ να το δεχθώ. Υπάρχει ένα στοιχείο στην προφητεία σχετικό με την τρομερή πτώση της Ιερουσαλήμ και τη σύληση του Ναού – τη φρίκη, της οποίας το μέγεθος εμείς οι εθνικοί δύσκολα μπορούμε να εκτιμήσουμε. Αλλά το προφητικό όραμα ξεπερνά κατά πολύ τα γεγονότα αυτά. Ο Ιησούς οραματίζεται το τέλος της ζωής της ανθρωπότητας επάνω στον πλανήτη μας, όταν, αν μπορούσαμε να πούμε, η αιωνιότητα εισβάλλει στο χρόνο. Δεν υπάρχει χρονοδιάγραμμα, δεν υπάρχει ένας περιορισμένος στη Γη μας συντελεστής στο προφητικό όραμα. Ο προφήτης βλέπει την αλήθεια με ακαταμάχητους όρους, αλλά δεν μπορεί να μιλήσει για την ημέρα ή την ώρα οποιουδήποτε συμβάντος, κι ακόμη περισσότερο του τέλους της ανθρώπινης ιστορίας.
Βρισκόμαστε και εμείς κάπου μέσα στο τεράστιο παγκόσμιο όραμα που προέβλεψε ο Ιησούς, και από ό,τι γνωρίζουμε μπορεί να είμαστε πολύ κοντά στα έσχατα των καιρών. Είναι γεγονός ότι δεν μπορείτε να διαβάσετε την Καινή Διαθήκη και να φτάσετε στο συμπέρασμα ότι ο κόσμος θα γίνεται ολοένα καλύτερος κι ευτυχέστερος μέχρι που ο Θεός θα συγχαρεί την ανθρωπότητα που τα κατάφερε τόσο καλά! Ακριβώς το αντίθετο αληθεύει. Όχι μόνο ο Ιησούς, αλλά και ο Παύλος, ο Πέτρος, ο Ιωάννης και οι λοιποί δεν θεώρησαν ποτέ σοβαρά την ανθρώπινη δεκτικότητα για τελειοποίηση στο σύντομο διάστημα της επίγειας ζωής. Η ζωή αυτή είναι η προετοιμασία, ο χώρος της άσκησης, ο τόπος που ο Θεός αρχίζει το έργο του να μας φτιάξει σε αυτό που θέλει να είμαστε. Αλλά δεν είναι το σπίτι μας. Προειδοποιούμαστε ξανά και ξανά να μην εκτιμούμε τον παρόντα κόσμο ως μια μονιμότητα. Ούτε η ασφάλεια ούτε ο πραγματικός μας πλούτος είναι ριζωμένα στην περαστική ζωή αυτή. Είμαστε ξένοι και πρόσκαιροι και παρότι είμαστε κάτω από την εντολή της αγάπης να κάνουμε όλα όσα μπορούμε ώστε να βοηθήσουμε τους συνανθρώπους μας, δεν θα πρέπει να αναμένουμε έναν κόσμο, που σε μεγάλο βαθμό εναντιώνεται στον Θεό, να γίνεται ένας επίγειος παράδεισος. Όλα αυτά μπορεί να φαίνονται ανυπόφορα παλιομοδίτικα, είναι όμως η άποψη της Καινής Διαθήκης στο σύνολό της.
Είναι αλήθεια ότι κατά ένα πραγματικό τρόπο η βασιλεία του Θεού ιδρύθηκε ήδη επάνω στη γη, αλλά κανένας από τους συγγραφείς της Καινής Διαθήκης δεν ανέμενε ότι το τεράστιο έργο της λύτρωσης όλου του κόσμου θα γινόταν εύκολα και γρήγορα.
Ορισμένοι πρώτοι χριστιανοί, ανέμεναν την επιστροφή του αναστημένου Κυρίου με δύναμη πολύ σύντομα, ώστε τόσο ο Πέτρος όσο και ο Παύλος αναγκάστηκαν να υπενθυμίσουν στους νέους πιστούς ότι ο «καιρός» είναι ζήτημα της αποκλειστικής επιλογής του Θεού. Στο μεσοδιάστημα η ζωή θα πρέπει να βιώνεται με υπομονή και θάρρος, το γνήσιο Ευαγγέλιο θα πρέπει να κηρύττεται και η χριστιανική λατρεία να συνεχίζεται. Το φως θα πρέπει να φέγγει σε ένα σκοτεινό κι άκαρδο κόσμο.
ΤΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΠΑΡΑΔΟΞΟ
Θα μπορούσε να σκεφτεί κάποιος ότι αν η ελπίδα κι ο θησαυρός βρίσκονται σε έναν άλλο, αόρατο κόσμο, τότε θα πρέπει να έχουμε πολύ λίγη επαφή ή ενδιαφέρον για ένα κόσμο στον οποίο είμαστε προσωρινοί κάτοικοι. Βέβαια, υπήρξαν και υπάρχουν θρησκευτικές ομάδες που ζουν αποκομμένες από τον κόσμο, όμως αυτή δεν είναι η γενική εικόνα. Δεν είναι συνήθως οι αθεϊστές και οι αγνωστικιστές που πολεμούν την αρρώστια, την άγνοια και το φόβο στα πλέον δύσκολα και επικίνδυνα μέρη του κόσμου. Και αυτό συμβαίνει επειδή η χριστιανική πίστη παρότι ριζωμένη στον «ουρανό» είναι αθεράπευτα γήινη. Οι αρχές αυτής της παράδοξης στάσης είναι διάσπαρτες στην Καινή Διαθήκη. «Θρησκεία» που δεν εκφράζεται με συμπόνια είναι νεκρό και μάλιστα επικίνδυνο πράγμα. Η ρίζα της ανακούφισης της αρρώστιας, της αφαίρεσης της άγνοιας και της διδασκαλίας της πίστης βρίσκεται στην αγάπη του Θεού. Αγαπούμε τον Θεό επειδή ο Θεός μάς αγάπησε πρώτος.
Αισθάνομαι ότι πρέπει να υπογραμμίσω το σημείο αυτό επειδή φαίνεται να ζούμε σε μια ατμόσφαιρα του «είτε/είτε» ενώ στην πραγματικότητα είναι ένα ζήτημα «και των δυο». Είναι βέβαιο ότι είναι άχρηστο να κηρύττεις ένα ευαγγέλιο λύτρωσης της ψυχής σε έναν άνθρωπο που λιμοκτονεί. Αλλά είναι εξίσου άχρηστο (κι ο κόσμος γύρω μας είναι γεμάτος από παραδείγματα) το να κάνεις τον άνθρωπο εύπορο αλλά να του στερείς οποιοδήποτε αίσθημα για τον Θεό ή οποιαδήποτε ελπίδα ζωής μετά το θάνατο. συμπόνια κΗηη Η συμπόνια κι η φιλανθρωπία είναι πολύ δημοφιλείς λέξεις στις μέρες μας, ενώ η πίστη στον Θεό θεωρείται σε μεγάλο βαθμό κάτι το άσχετο. Είναι όμως γεγονός ότι τόσο η συμπόνια όσο και η φιλανθρωπία μπορούν να παραποιηθούν φρικτά αν δεν διαπνέονται από την αγάπη του Θεού. Έτσι, έχουμε καταστάσεις όπου η συμπόνια στρέφεται στον βίαιο κακοποιό που επιτίθεται σε μια ηλικιωμένη για να της αρπάξει το φτωχό της κομπόδεμα, αλλά όχι σε εκείνη! Φιλανθρωπία σημαίνει στιγμιαία κοινωνική αποδοχή για τον μοιχό αλλά πολύ λίγη συμπόνια για την απατημένη κι αδικημένη σύζυγο. Η αγάπη για τον Θεό είναι η μεγαλύτερη εντολή είπε ο Ιησούς, και υπάρχει η εμμονή σε αυτήν την προτεραιότητα σε όλη την έκταση της Καινής Διαθήκης.
Η ΑΞΙΑ ΤΗΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ
Παραδόξως ήταν ενώ μετέφραζα το γεμάτο ζωντάνια βιβλίο που αποκαλούμε ως οι Πράξεις των Αποστόλων και το οποίο μετονόμασα Η Νέα Εκκλησία σε Δράση[8], που αισθάνθηκα στην πληρότητά τους το βάρος των χριστιανικών αποδείξεων, επικεντρωμένων στην ανάσταση όπως αρμόζει να είναι. Όμως χρειάζεται να περιμένω λίγο πριν επεκταθώ σε αυτό. Επειδή ο υπομονετικός, προσεκτικός Λουκάς, με την ευαισθησία την οποία δείχνει για τις λέξεις που χρησιμοποιεί έχει ακόμη πολλά να μας πει για τις αρχές του χριστιανισμού. Είχα ήδη καταλήξει ότι ήταν ένας προσεκτικός ιστορικός, το είδος ανθρώπου που με διακριτικότητα αλλά και σταθερότητα πείθει τους άλλους να του πουν αυτά που πραγματικά είδαν κι άκουσαν και ελέγχει τις πληροφορίες του. Δεν γνωρίζουμε πότε ο Λουκάς έγινε χριστιανός. Φαίνεται ότι όταν ασπάστηκε τη χριστιανική υπόθεση έγινε στενός σύντροφος του Παύλου σε όλων των ειδών τους κινδύνους και τις κακουχίες. Αλλά, αν θα πρέπει να βασιστούμε στις καταγραφές του και πιστεύω ότι είναι απόλυτα αξιόπιστες ήταν πολύ περισσότερο από «αγαπητός γιατρός». Ανέλαβε ο ίδιος να γράψει στον Θεόφιλο, ένα πραγματικό ή φανταστικό πρόσωπο, μια όσο το δυνατόν πιστή εξιστόρηση της επίγειας ζωής του Ιησού. Όταν ερχόμαστε στο δεύτερο έργο του, τις Πράξεις, είναι φανερό ότι υπέβαλε κι άλλες ερωτήσεις σε αυτόπτες μάρτυρες γεγονότων που δεν είχε δει ο ίδιος. Έτσι, στο εισαγωγικό κεφάλαιο του δεύτερου βιβλίου του Λουκά, έχουμε μια περισσότερο λεπτομερή και εκτεταμένη εκδοχή του γεγονότος που αποκαλούμε ανάληψη.
Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΛΗΨΗΣ
Γνωρίζω ότι χρειάζεται χρόνος ώστε να μπορέσει ο νους μας να αφομοιώσει μια καταπληκτική νέα αλήθεια. Έτσι βρίσκουμε τον Ιησού να εμφανίζεται και να αποσύρεται σε μια περίοδο έξι εβδομάδων. Κατά τη διάρκεια του χρόνου αυτού δεν διδάσκει μόνο τους μαθητές του, αλλά τους βοηθά να συνηθίσουν στην ιδέα ότι είναι μαζί τους, και μάλιστα μέσα τους, άσχετα αν είναι ορατός ή όχι. Έρχεται όμως τελικά η ώρα που θα πρέπει να τους δείξει όσο άμεσα, απλά και με καλοσύνη είναι δυνατό ότι η σωματική παρουσία του, όπως τη γνώρισαν στους δρόμους και τις βουνοπλαγιές της Παλαιστίνης, δεν θα ήταν πλέον μαζί τους. Τι άλλο θα μπορούσε περισσότερο απλά αλλά κι οριστικά να μεταδώσει στους ανθρώπους εκείνων των ημερών την αναχώρηση αυτή από το γεγονός της ανάληψης; Δεν υπάρχει ζήτημα «αντίστροφης μέτρησης» και «εκτόξευσης»! Με την πράξη της ευλογίας αυτός που γνώριζαν κι αγαπούσαν ανυψώθηκε «και μια νεφέλη τον έκρυψε από τα μάτια τους». Αυτό ήταν που είδαν κι αυτό ήταν που αργότερα ανέφεραν στο Λουκά, παρότι δεν είναι κάτι που μπορεί να εξηγηθεί με όρους σύγχρονης φυσικής. Δεν παύει όμως να ήταν μια εξαιρετικά ικανοποιητική εμπειρία για εκείνους τους πρώτους μαθητές επειδή σύμφωνα με το Λουκά, «γύρισαν στην Ιερουσαλήμ με μεγάλη χαρά». Τώρα γνώριζαν με βεβαιότητα ότι ο θάνατος είχε νικηθεί, γνώριζαν ότι ο αγαπημένος τους Ιησούς ήταν στ’ αλήθεια ο Υιός του Θεού, και στα αυτιά τους ηχούσε η υπόσχεση της δύναμης που θα τους έκανε μάρτυρες αυτού του γεγονότος.
ΤΟ ΞΕΚΙΝΗΜΑ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Βρήκα την εξιστόρηση του Λουκά για το ξεκίνημα της νεαρής εκκλησίας πολύ συγκινητική. Οι ελάχιστοι εκείνοι πρώτοι πιστοί, οι οποίοι εγκατέλειψαν τον Κύριο τους τη στιγμή της πραγματικής κρίσης, που χρειάστηκαν τόσο χρόνο ώστε να συνειδητοποιήσουν ότι Εκείνος αποδεδειγμένα είχε νικήσει το θάνατο, παραγγέλλονται να περιμένουν. Είναι τώρα πεπεισμένοι, είναι γεμάτοι από χαρά, αλλά τους λείπει η δύναμη που χρειάζεται να παραβιάσουν τα οχυρά ενός άπιστου κόσμου. Η ιστορία, πολύ γνωστή σε μας που είμαστε χριστιανοί για χρόνια, εξιστορείται με εξαιρετική απλότητα και οικονομία λέξεων. Θα πρέπει να δοθεί μια θεϊκή δύναμη σε αυτή τη μικρή ομάδα, που είναι εντεταλμένη με το ανησυχητικό (και φαινομενικά αδύνατο) καθήκον του κηρύγματος του Ευαγγελίου «σε όλη την κτήση». Κι αυτό έγινε, επειδή το Πνεύμα του Θεού ήρθε επάνω στους ανθρώπους αυτούς με τρόπο που κανένας δεν περίμενε. Ο Λουκάς περιγράφει, ίσως τριάντα χρόνια αργότερα, κάτι από ό,τι του είπαν ότι είχε συμβεί εκείνη την ανεπανάληπτη Πεντηκοστή. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι ο Λουκάς, ή οποιοσδήποτε άλλος σοφίστηκε μια παρόμοια ιστορία. Είναι υπεράνθρωπη αλλά όχι μαγική, και τη βρίσκω απόλυτα πιστευτή. Υπάρχει αυτή η παράξενη μείξη του γήινου και ουράνιου, που είναι τόσο τυπική όλης της Καινής Διαθήκης. Δεν έχουμε προχωρήσει πολύ στην ανάγνωσή μας στις Πράξεις όταν στο κεφάλαιο έξι ερχόμαστε αντιμέτωποι με την πεζή ανθρώπινη γκρίνια κι ίσως ζηλοτυπία που ως αποτέλεσμά της άλλοι έξι άντρες επιλέγονται ως «διάκονοι», ανάμεσα τους και ο Στέφανος, ο πρώτος που θα φονευόταν για την πίστη του. Αλλά ακόμη και στο σημείο αυτό ο Λουκάς έχει να προσθέσει μια μικρή, σημαντική όμως λεπτομέρεια. Στο στίχο επτά του κεφαλαίου εκείνου διαβάζουμε ότι «Ακόμη και ιερείς πάρα πολλοί αποδέχονταν την πίστη». Ειλικρινά δεν το είχα ποτέ πάρει στα σοβαρά μέχρι τότε. Το ιουδαϊκό εκκλησιαστικό κατεστημένο που περιλάμβανε τους «ιερείς» μου φαινόταν ότι πάντοτε ήταν οι αδυσώπητοι εχθροί του Ιησού κι αργότερα του Παύλου, οπουδήποτε κι αν ταξίδευε να κηρύξει το Ευαγγέλιο. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι ο Λουκάς εφεύρε αυτό! Είναι μια από τις αναπάντεχες ματιές στην αλήθεια που την κάνουν τόσο πειστική στο ολότητά της.
Όμως καθώς συνέχιζα το διάβασμα της συναρπαστικής ιστορίας του Λουκά, κατανοούσα ότι το μήνυμα που εξαγγελλόταν ήταν βασικά αυτό του «Ιησού και της ανάστασης» (Κάτι που σχεδόν κωμικά αληθεύει στην περίπτωση της Αθήνας, λίγο πριν κηρύξει ο Παύλος στους επικριτικούς ακροατές του Αρείου Πάγου. Ορισμένοι στωικοί και επικούρειοι φιλόσοφοι νόμιζαν ότι ανήγγειλε δυο «ξένους θεούς», τον Ιησού και την Ανάσταση!) Η νεαρή τότε εκκλησία δεν είχε γνώση αυτών που αποκαλούμε σήμερα παρθενική γέννηση ή ακόμη την ιστορία των Χριστουγέννων. Το κεντρικό σημείο ήταν ότι ο Θεός είχε γίνει άνθρωπος, είχε δημόσια εκτελεστεί και στη συνέχεια νίκησε το θάνατο. Είχε παρουσιαστεί στους μαθητές ζωντανός «με πολλές αποδείξεις» (Πράξεις 1, 3) κι ακόμη ότι είχε φάει κα είχε πιει μαζί τους! (Πράξεις 10, 41). Φυσικά δεν μπορούσαν να το ξεχάσουν, και καθώς το Ευαγγέλιο κηρυττόταν στον τότε γνωστό κόσμο «ο αναστημένος Κύριος Ιησούς» ήταν η καρδιά κι ο πυρήνας του μηνύματός τους. Η ανάσταση του Ιησού ήταν, και μάλιστα είναι, ένα ιστορικό γεγονός. Νομίζω ότι έχω μελετήσει τα σχετικά έγγραφα, ερμηνείες και προσπάθειες αντίκρουσης της όλης ιστορίας τόσο πλήρως όσο οι περισσότεροι και είμαι απόλυτα πεπεισμένος ότι αυτό το πράγμα συνέβη. Είμαι βαθιά υπόχρεος στο Λουκά που μου έδειξε ότι ήταν η ανάσταση από τους νεκρούς ενός ανθρώπου, προορισμένου από τον Θεό, του Ιησού, που έδωσε στην πρώτη εκκλησία την τεράστια κινητήρια δύναμη, ζωντάνια, θάρρος και ελπίδα.
Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΣΤΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ
Η έμφαση αυτή με ανάγκασε να επιστρέψω στη μελέτη των καταγραφών των Ευαγγελίων. Ας ομολογήσουμε ότι το ιστορικό της ανάστασης από τους νεκρούς του ανθρώπου Ιησού δεν δομείται ή ταξινομείται ως μια απόδειξη παρουσίασης σε ένα δικαστήριο ή για τον ίδιο λόγο σε έναν ερευνητή της υπόθεσης. Θα ήμουν έντονα υποψιασμένος αν θα ήταν έτσι. Άνθρωποι φοβισμένοι κι απελπισμένοι, ερχόμενοι αιφνίδια αντιμέτωποι με αποδείξεις που αντιβαίνουν όλες τις προηγούμενες βιωματικές εμπειρίες τους δύσκολα θα μπορούσαν να θεωρηθούν ιδεώδεις μάρτυρες. Δεν θα ήταν άκρως συγκλονιστικό για σας αν ένας νέος που είχατε δει να πεθαίνει δημόσια και με αγωνιώδη τρόπο την Παρασκευή, σας απευθύνει ένα χαρμόσυνο χαιρετισμό την ακόλουθη Κυριακή; Έχει σημασία αν ήταν ένας «άντρας ντυμένος λευκά» ή δυο που μίλησαν στις γυναίκες που βρίσκονταν σε αμηχανία μπροστά στον ανοικτό τάφο; Δεν μπορείτε να καταλάβετε αν μια γυναίκα έξαλλη από θλίψη, σχεδόν τυφλωμένη από το δάκρυ εκλαμβάνει μια αντρική φιγούρα στο πρώτο χάραμα ως τον κηπουρό; Δεν υπήρξαμε ποτέ τόσο καταβλημένοι από θλίψη ή απογοήτευση, ή και από τα δυο, που δεν μπορέσαμε να δούμε οτιδήποτε; Συνεπώς, δεν με προβληματίζει διόλου η ιστορία της οδοιπορίας προς την Εμμαούς (που καταγράφεται μόνο από τον Λουκά, και πιθανόν έχει ανακτηθεί από εκείνον μετά από υπομονετικές έρευνες). Δεν έχω καμιά δυσκολία να πιστέψω ότι οι σκέψεις του Κλεόπα και του συντρόφου του ήταν τόσο απασχολημένες με την κατάρρευση των ελπίδων και των ονείρων τους ώστε δεν αναγνώρισαν τον Ιησού. Βέβαια καθόλο το χρόνο που πορευόταν μαζί τους η απογοήτευσή τους απαλυνόταν κι η πίστη τους στον Ιησού, τον Χριστό του Θεού, ξαναζωντάνευε. Όμως, η «ψυχολογική στιγμή» ήρθε όταν χαλάρωσαν στο φιλικό τραπέζι, και η οικεία χειρονομία της ευλογίας του άρτου προκάλεσε την άμεση αναγνώριση. Όλα μπήκαν στη θέση τους θα λέγαμε ή, όπως το λέει ο Λουκάς, «ανοίχτηκαν τότε τα μάτια τους και κατάλαβαν ποιος είναι». Κανένας δεν κατασκευάζει μια ιστορία όπως αυτή. Ποτέ δεν έγινε και ποτέ δεν θα γίνει κάτι τέτοιο. Ηχεί αληθινή. Αυτό σίγουρα έγινε.
ΟΙ ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ
Υπάρχει μια σχεδόν τυχαία καταγραφή των εμφανίσεων του Ιησού μετά την ανάσταση του, που τη βρίσκω εξαιρετικά πειστική. Νομίζω ότι η αγαπημένη μου συναντάται και πάλι στο έργο του Λουκά. Όταν οι δυο που όδευαν προς την Εμμαούς αναγκάστηκαν να τρέξουν πίσω στην Ιερουσαλήμ να αναφέρουν την εκπληκτική τους εμπειρία στους ένδεκα, ανακαλύπτουν ότι αυτοί γνωρίζουν ήδη το γεγονός και ότι ο Κύριος έχει φανερωθεί στον Σίμωνα. Και πάλι, σύμφωνα με τον Λουκά, ενώ συνομιλούσαν αναστατωμένοι ο ίδιος ο Ιησούς εμφανίζεται ανάμεσα τους. Τρομαγμένοι νομίζουν ότι βλέπουν φάντασμα. Όμως ο Ιησούς τους καθησυχάζει, και κατά τη συνήθειά του τους υποβάλλει διαπεραστικές ερωτήσεις, «Γιατί είστε τρομαγμένοι και γιατί γεννιούνται στην καρδιά σας αμφιβολίες; Κοιτάξτε τα χέρια μου και τα πόδια μου για να βεβαιωθείτε ότι είμαι εγώ ο ίδιος. Ψηλαφίστε με και δείτε∙ ένα φάντασμα δεν έχει σάρκα και οστά, όπως βλέπετε ότι έχω εγώ.» Στη συνέχεια ο Λουκάς κάνει το εύστοχο σχόλιο του ως γιατρός και παρατηρητής της ανθρώπινης φύσης. Ορισμένα πράγματα είναι πολύ καλά για να είναι αληθινά, και ο ανθρώπινος νους δεν μπορεί να τα δεχτεί με μιας. Είναι απόλυτα φυσικό για μένα εκείνο που καταγράφει ο Λουκάς: «αυτοί από τη χαρά και την έκπληξή τους δεν πίστευαν στα μάτια τους». Στη συνέχεια ακολουθεί η εκπληκτική και κατά κάποιο τρόπο διασκεδαστική δοκιμασία για το αν πράγματι ή όχι ο Ιησούς είναι παρών προσωπικά. Τους ρωτά, «Έχετε τίποτα φαγώσιμο;» Μπορούμε να φανταστούμε το έξαλλο τίναγμα τους στο ράφι ή στο ντουλάπι όπου φύλαγαν τρόφιμα, και μπορούμε να φανταστούμε ότι δεν θεώρησαν παράδοξο να του προσφέρουν ένα κομμάτι ψητό ψάρι και ένα κομμάτι κυρήθρα με μέλι. Δεν φαντάζομαι επίσης ότι ο Ιησούς κατανάλωσε αυτό το παράξενο γεύμα μπροστά τους δίχως να χαμογελάσει! Ποιος ποτέ άκουσε φάντασμα να τρώει; Μια ακόμη φορά, η ιστορία αυτή δεν είναι μια που κάποιος θα ήθελε να επινοήσει, αλλά μια που οποιοσδήποτε ήταν παρών θα τη θυμόταν μέχρι το τέλος της ζωής του. Και ο Λουκάς, ας είναι ευλογημένος, την καταγράφει.
Ο Ιωάννης, γράφοντας αρκετά αργότερα, περιορίζεται στην παρατήρηση, «Ο Ιησούς έκανε βέβαια και πολλά άλλα θαύματα μπροστά στους μαθητές του που δεν είναι γραμμένα σ’ αυτό εδώ το βιβλίο». Δεν μπορεί παρά να ευχόμασταν να είχε γράψει περισσότερα.
ΤΟ ΑΝΑΣΤΗΜΕΝΟ ΣΩΜΑ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ
Παρότι είναι ξεκάθαρο ότι ο Ιησούς ήθελε να εννοήσουν οι φίλοι του ότι είχε πραγματικά νικήσει το θάνατο, και σε ορισμένες περιπτώσεις αναγκάστηκε να τους πείσει για το γεγονός (βλέπε ειδικά Ιωάννης 20, 27), ακόμη και μια πρόχειρη ανάγνωση των Ευαγγελίων αρκεί να αποδείξει ότι οι εμφανίσεις δεν είναι της ίδιας ποιότητας. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ο Ιησούς, τώρα ο αναστημένος Χριστός, εμφανίζεται ανάμεσα στους έκπληκτους μαθητές του όταν αυτοί είναι μαζεμένοι πίσω από κλειστές πόρτες, κι ορισμένες φορές εμφανίζεται σε υπαίθριους χώρους. Φαίνεται ότι η ορατή παρουσία του μπορούσε να εξαφανιστεί στιγμιαία, κι όμως μπορούσε όχι μόνο να είναι ορατός αλλά και αισθητός στις ανθρώπινες αισθήσεις. Στην αρχαιότερη εξιστόρηση των εμφανίσεων της ανάστασης, που ο Παύλος καταγράφει στην Α΄ προς Κορινθίους 15, δεν φαίνεται να γίνεται η διάκριση αυτή μεταξύ των διαφόρων ειδών εμφανίσεων. Το όραμα του Παύλου για τον αναστημένο Κύριο είναι για εκείνον τόσο έγκυρο όσο είναι και στην εμπειρία των άλλων Αποστόλων, «σε περισσότερους από πεντακόσιους αδερφούς συγχρόνως», και σε άλλους. Το σημαντικό ζήτημα για τον Παύλο είναι ότι ο άνθρωπος Ιησούς αναστήθηκε από τους νεκρούς, από τον Θεό και εξυψώθηκε πάνω από κάθε ουράνια και επίγεια εξουσία.
Η ΣΠΟΥΔΑΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΑΔΕΙΑΝΟΥ ΤΑΦΟΥ
Δεν με προβληματίζει διόλου ότι ο άνθρωπος που ο Θεός απέδειξε ότι ήταν ο Χριστός Του, και στον οποίο έδωσε «όλη την εξουσία στον ουρανό και στη γη» μπορεί να χρησιμοποιεί το αναστημένο σώμα του όπως θα ήθελε. Υπάρχουν ορισμένα πράγματα όπως οράματα και παραισθήσεις. Όμως όσο μελετώ τις αποδείξεις τόσο πείθομαι ότι ο Ιησούς αναστήθηκε από τους νεκρούς σωματικά, με έναν πραγματικό τρόπο, αφήνοντας πίσω έναν ανοικτό τάφο και αδειανά σάβανα. Συνεχίζω να πιστεύω ότι το βιβλίο του Frank Morison, Ποιος Κύλισε το Λίθο[9] αξίζει σοβαρής προσοχής. Συμφωνώ απόλυτα με την επιστολογράφο Mary Essberger που έγραψε στους Church Times το περασμένο Πάσχα:
«Θα μπορούσε ο κύριος X να μας εξηγήσει πειστικά γιατί ο Καϊάφας και το ιερατικό κονκλάβιο δεν πήγαν απλά στον τάφο, να σπάσουν τις σφραγίδες και να κάνουν μια τριήμερη έκθεση του λειψάνου – τα έσοδα για το ταμείο του Ναού φυσικά! Θα μπορούσε να εξηγήσει γιατί εκπαιδευμένοι και σκληραγωγημένοι στρατιώτες αιφνίδια εγκαταλείπουν το πόστο τους και τρέχουν πίσω στις αρχές με κίνδυνο στρατοδικείο και εκτέλεση; ‘Η γιατί δωροδοκούνται για να σπείρουν μια φανταστική ιστορία όταν η απλή λύση θα ήταν να τους πήγαιναν πίσω με συνοδεία, να τους αποδείξουν ότι έσφαλλαν, να τους αποκεφαλίσουν επί τόπου ως προειδοποίηση για οποιονδήποτε θα μπορούσε να φιλοξενήσει παρόμοιες υπερφυσικές ιδέες;
«Θα μπορούσε επίσης να εξηγήσει τη συμπεριφορά του Καϊάφα και της ιερατικής κλίκας που ήταν τόσο αταίριαστη ψυχολογικά; Ειλικρινά αν ήμουν στη θέση του Καϊάφα και έβρισκα έναν άδειο τάφο, θα παρήγαγα ένα «σώμα» – οποιοδήποτε σώμα – παρά να άφηνα άλλους να λένε ό,τι θέλουν και να προκαλούν σύγχυση. Εκτός κι αν υπέφερα από κάποιον ψυχολογικό κλονισμό που θα ισούταν με κάποια μορφή συναισθηματικής παράλυσης. Το ότι δεν το έκαναν είναι ένα ψυχολογικό φαινόμενο που χρήζει έρευνας όσο και η ίδια η Ανάσταση. Άνθρωποι αυτής της θρησκευτικό-πολιτικής εμβέλειας εμποδίζονται να προβούν σε ένα παρόμοιο «κουκούλωμα» μόνο από κάποια εσωτερική αβεβαιότητα και σύγχυση, κάποιο είδος σοκ και παράλυση που προέρχονται από ένα πραγματικό αν και αδήλωτο φόβο, ή άλλως από το γεγονός ότι παρά πολλοί, ακόμη κι αυτοί που συναριθμούνται μαζί τους, είχαν δει τον αδειανό τάφο ώστε να μην είναι εύκολο να προβούν σε παρόμοια τεχνάσματα.
«Διαμέσου της ιστορίας το γεγονός παραμένει ότι ποτέ δεν παρουσιάστηκε σώμα (που θα ήταν το απλούστερο πράγμα στον κόσμο να γίνει αν υπήρχε ένα διαθέσιμο σώμα )…
«Ίσως η απλή απάντηση είναι πολύ απλή … ίσως να μην υπήρχε σώμα να επιδειχθεί, και η Ανάληψη ήταν το λογικό επακόλουθο αυτού του απίστευτου (και για ορισμένους πολύ ανησυχητικού) γεγονότος της Ανάστασης του Ανθρώπου-Θεού, Ιησού Χριστού.»
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ
Παρότι τα Ευαγγέλια δεν είναι, όπως έχω πει, βιογραφίες, δομούν μια εικόνα ενός ανθρώπου, το ανάστημα και η ποιότητα του οποίου είναι αξεπέραστα στην ιστορία. Κι όμως κανένας δεν τον έσωσε από τον εξευτελισμό, τον εμπαιγμό κι από ένα βασανιστικό θάνατο. Δεν επενέβη κάποια ουράνια ομάδα διάσωσης. Δεν ήταν μόνο το τέλος όλων των ελπίδων και ονείρων των πρώτων χριστιανών, αλλά η σκανδαλώδης προσβολή του αισθήματος δικαιοσύνης τους. Αν ποτέ υπήρξε μια περίπτωση θείας επέμβασης τότε σίγουρα θα πρέπει να ήταν αυτή. Κάποτε σε μια στιγμή έμπνευσης, ο Σίμων Πέτρος είχε πει, «Εσύ είσαι ο Μεσσίας, ο Υιός του αληθινού Θεού!» και θα μπορούσαμε εύλογα να εικάσουμε ότι και οι άλλοι είχαν καταλήξει να συμμερίζονται την άποψη αυτή σε κάποιο βαθμό. Κι όμως δεν ήταν σε μια ομάδα ανθρώπων που θαύμαζαν ήρωες στην οποία εμφανίστηκε ο Ιησούς, αλλά σε άντρες και γυναίκες τσακισμένους από θλίψη κι απογοήτευση. Μόνο να εικάσουμε μπορούμε τα μαύρα σύννεφα απελπισίας που τους είχαν κατακλύσει. Μετά την τρομερή, τελική και δημόσια συμφορά, φαίνεται να είχαν ξεχάσει ότι ο ίδιος είχε προβλέψει και μάλιστα προειδοποιήσει γι’ αυτά που θα εκτυλίσσονταν.
Ήταν έναντι αυτού του φόντου απελπισίας κι απόγνωσης που συντελέστικε το μεγάλο θαύμα. Όλοι οι Ευαγγελιστές αφιερώνουν αρκετά μεγάλο μέρος των σύντομων εξιστορήσεων τους στην αφήγηση της προδοσίας, της ψευδο-δίκης, των τελικών εξευτελισμών και της εγκληματικής εκτέλεσης. Δεν νομίζω ότι το κάνουν για χάρη δραματικών εντυπώσεων. Γράφτηκαν για να δείξουν ότι ακόμη κι ο καλύτερος των ανθρώπων μπορεί να υποφέρει σε ένα πονηρό κόσμο. Γράφτηκαν για να δείξουν σε όσους θα τον ακολουθούσαν ότι Εκείνος δεν ήταν Θεός που προσποιούταν τον άνθρωπο, αλλά Θεός που έγινε άνθρωπος.
Έτσι ο συνταρακτικός θρίαμβος της ανάστασης ήταν ακόμη πιο ένδοξος και μεγαλοπρεπής. Ο Ιησούς νίκησε μόνος τον έσχατο εχθρό του ανθρώπου, το θάνατο. Φανέρωσε πέρα από κάθε αμφιβολία ότι η νίκη ήταν ολοκληρωμένη. Η ζωή μετά το θάνατο δεν ήταν πλέον ένας ευσεβής πόθος και επιθυμία αλλά μια βεβαιότητα. Καμιά συνωμοσία, κανένα τέχνασμα, κανένα υστερικό όραμα ήταν υπεύθυνο για τη νέα αυτή βεβαιότητα. Όπως παρατήρησε ο Παύλος αιχμηρά μερικά χρόνια αργότερα στο Βασιλιά Αγρίππα «αυτά δεν έγιναν σε μια απόμερη γωνιά» (Πράξεις 26, 26).
ΤΟ ΖΩΝΤΑΝΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ
Πιστεύω απόλυτα ότι η στενή εξέταση της Καινής Διαθήκης παράγει βεβαίωση της αλήθειάς της. Όμως κανένας δεν θα μπει στον κόπο να τη διαβάσει αν γίνει αποδεκτή η ιδέα πως ό,τι έχουμε είναι μια συλλογή μύθων – κι αυτό είναι που προτείνεται από ορισμένους αποκαλούμενους ειδικούς. Έτσι η Χριστιανική Εκκλησία στο σύνολό της θεωρείται από πολλούς ως μια κατηγορία ανθρώπων τυφλά προσκολλημένων σε πεποιθήσεις που όλοι οι άλλοι γνωρίζουν ότι είναι αναληθείς και οι οποίοι αρνούνται να δεχτούν τη σύγχρονη επιστημονική αλήθεια. Βέβαια υπάρχουν ορισμένοι χριστιανοί οι οποίοι είναι σκοταδιστές σε νοοτροπία, αλλά έχω συναντήσει πάρα πολλούς, όλων των χριστιανικών δογμάτων, που παρουσιάζουν τις ίδιες χριστιανικές αρετές των ανθρώπων που περιγράφονται στην Καινή Διαθήκη. Αρνούνται να εκκοσμικευτούν και αρνούνται να επιτρέψουν την Πολιτεία ή τον ουμανισμό ή οτιδήποτε άλλο να καταλάβει τη θέση που ανήκει μόνο στο Θεό.
Φυσικά αδυνατούμε να γυρίσουμε το χρόνο πίσω, και θα ήταν ανόητο να προφασιστούμε ότι η ζωή οπουδήποτε στο σημερινό κόσμο είναι η ίδια με τη ζωή των χρόνων της Καινής Διαθήκης. Όμως οι άνθρωποι είναι οι ίδιοι, και τα βασικά προβλήματα των ανθρώπινων σχέσεων είναι τα ίδια. Το Πνεύμα που ο Ιησούς υποσχέθηκε ότι θα οδηγήσει τους ακόλουθούς του «σε όλη την αλήθεια» είναι ενεργό οπουδήποτε εργάζεται ελεύθερα. Κάποιο από το έργο του είναι εξαιρετικά επίπονο. Συχνά θα πρέπει να υπάρξει η εγκατάληψη μιας παλιάς νοοτροπίας, η επέκταση των ευθυνών κι ο έλεγχος των προτεραιοτήτων. Οποιοσδήποτε ανοίγει την προσωπικότητά του στο ζωντανό Πνεύμα αναλαμβάνει το ρίσκο να ταρακουνηθεί σημαντικά και μου φαίνεται πως οι ίδιες οι Εκκλησίες θα πρέπει να ταρακουνηθούν όσο δεν έχουν ταρακουνηθεί για αιώνες.
Αλλά δεν πρέπει να φοβόμαστε. Το Πνεύμα της αλήθειας δεν αντιφάσκει. Όχι ότι η ουσιαστική πίστη που αποκαλύπτεται στην Καινή Διαθήκη αποδεικνύεται λαθεμένη∙ αυτό που πρέπει να συμβεί είναι να ανοίξουμε τα μάτια μας για να δούμε πόσο περισσότερο σχετική από ό,τι φανταζόμαστε. είναι η πίστη αυτή με τους καιρούς μας. Έτσι ώστε δεν κερδίζουμε παρά χάνουμε αν απορρίψουμε ως λαϊκή παράδοση ή μύθους. αυτά που έχουν γραφτεί με την έμπνευση του ίδιου Πνεύματος Το Πνεύμα θα μας οδηγήσει σε όλη την αλήθεια, αλλά δεν θα μας οδηγήσει σε υπερηφάνεια και σε σύγχυση μεταξύ τεχνολογικής προόδου και πνευματικής σοφίας. Οπωσδήποτε θα μας βοηθήσει στην κοινοποίηση της αλήθειας του Θεού σε άλλους, αλλά θα γίνει εχθρός μας τη στιγμή που τολμήσουμε την τροποποίηση της σοφίας του Θεού ώστε να ταιριάξει στη «σοφία» του αιώνα μας. Τα αυστηρά λόγια του αποστόλου Παύλου έχουν μια χαρακτηριστική εφαρμογή στις σύγχρονες συνθήκες, «Γιατί αυτό που μοιάζει με μωρία του Θεού είναι σοφότερο απ’ τη σοφία των ανθρώπων» (Α΄ προς Κορινθίους 1, 25).
Η μαρτυρία για την ουσιαστική αλήθεια αυτών που οι συγγραφείς της Καινής Διαθήκης εμπνεύστηκαν να γράψουν είναι δική μου. Όμως θα ήθελα να παραθέσω δυο παραγράφους από ένα πρόσφατο βιβλίο με τίτλο Η Ζωή και η Διδασκαλία του Ιησού[10]του Δρα William Neal του Πανεπιστημίου του Nottingham. Η πρώτη είναι η ακόλουθη:
«Γίνεται ολοένα πιο ξεκάθαρο ότι είναι απίθανο να λάβουμε οποιεσδήποτε απαντήσεις οι οποίες ικανοποιούν τις βαθύτερες ανάγκες του ανθρώπινου πνεύματος από οποιαδήποτε άλλη πηγή εκτός από αυτήν της χριστιανικής πίστης. Η σύγχρονη επιστήμη και φιλοσοφία παρέχουν λίγη βοήθεια έναντι των ύστατων ερωτημάτων της ανθρώπινης μοίρας. Οι κοινωνικές, πολιτικές και εκπαιδευτικές πανάκειες αφήνουν τους περισσότερους από εμάς αμετάπειστους. Αν δε θα πρέπει να τελειώσουμε την αναζήτησή μας για την αλήθεια σχετικά με την ύπαρξή μας και τον κόσμο στον οποίο ζούμε, με κυνισμό και απογοήτευση, πού αλλού θα πρέπει να στραφούμε παρά στην πίστη;
Και η δεύτερη είναι:
«Ο οργανωμένη χριστιανοσύνη φαίνεται να είναι στην παιδική ηλικία, όπως είναι και η ανθρώπινη διανόηση η οποία προσπαθεί να καταπιαστεί με τις αλήθειες που θα μπορούσαν να φτάσουν σε εμάς μόνο μέσω αποκάλυψης. Οι πλήρεις συνέπειες της ανθρώπινης σκέψης και πράξης σχετικά με την έλευση του Θεού εν Χριστώ έχουν μόνο αμυδρά κατανοηθεί από τους περισσοτέρούς μας».
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Προκατειλημμένος; Βέβαια είμαι προκατειλημμένος. Ο καθένας από μάς είναι, αλλά τουλάχιστον αν είμαστε ενήλικες κι έχουμε κάποια παιδεία, μπορούμε να είμαστε γνώστες της προκατάληψής μας και να βρούμε την απαραίτητη ισορροπία. Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι κατά τη μετάφραση των ελληνικών της Καινής Διαθήκης σε σύγχρονα αγγλικά κατέβαλλα κάθε προσπάθεια να διορθώσω οποιαδήποτε συνειδητή προκατάληψη είχα. Όταν κατέληξα να τη συγκρίνω με τα γραπτά που αποκλείστηκαν από την Καινή Διαθήκη από τους αρχαίους Πατέρες της Εκκλησίας, το μόνο που μπορούσα ήταν να θαυμάσω τη σοφία τους. Ίσως οι περισσότεροι από σας να μην είχατε την ευκαιρία ανάγνωσης των απόκρυφων «ευαγγελίων» και «επιστολών», παρότι κάθε ειδικός το έχει κάνει. Αυτό που θα μπορούσα να πω εδώ είναι ότι σε εκείνα τα συγγράμματα ζούμε σε ένα κόσμο μαγείας και προσποίησης, μύθου και φαντασίας. Στο όλο καθήκον της μετάφρασης της Καινής Διαθήκης ούτε προς στιγμή, όσο κι αν είχα προκληθεί, ένιωσα να βρίσκομαι σε ένα κόσμο στοιχειών και μαγείας που αφθονούν στα βιβλία που αποκλείστηκαν από την Καινή Διαθήκη. Ήταν η αδιάκοπα προσγειωμένη πίστη των συγγραφέων της Καινής Διαθήκης η οποία μου μετέδιδε το ανέκφραστο εκείνο αίσθημα της γνησιότητας και αυθεντικότητας.
Οι περισσότεροι κληρικοί δεν είναι τόσο αφελείς όσο νομίζουν οι άνθρωποι και οι περισσότεροι έχουν μια αρκετά καλή γνώση του τι είναι η ανθρώπινη φύση. Διαμέσου εμπειρίας χρόνων μαθαίνουν να διακρίνουν το ψεύτικο από το αληθινό, τον κακοποιό και τον απατεώνα από τον άνθρωπο που είναι σε πραγματική δυσκολία και θλίψη. Το αίσθημα αυτό, που ανήκει στον ειδικό κάθε πεδίου δράσης, είναι κατά μέρος ενστικτώδες. Ένα μεγάλο μέρος της γνώσης αυτής αποκτάται στο σκληρό σχολειό της εμπειρίας. Η ικανότητα της διάκρισης δεν μας εγκαταλείπει και στη γραπτή μορφή. Αποκτούμε μια «γεύση» για το πλαστό και την απομίμηση παρότι θα μπορούσαν να παραπλανήσουν τον ανειδίκευτο.
Το σθεναρό μου συμπέρασμα είναι ότι στην Καινή Διαθήκη έχουμε λόγια που φέρουν τη σφραγίδα της πραγματικότητας και τον ήχο της αλήθειας.
[1] David Bolt, Of Heaven and Hope (Hodder and Stoughton).
[2] The New English Bible
[3] Μορφολογία = Η επιστημονική μελέτη των μορφημάτων και ειδικότερα το τμήμα της γραμματικής ανάλυσης της γλώσσας, που εξετάζει το σχηματισμό των λέξεων και κυρίως τις γραμματικές κατηγορίες της κλίσης καθώς και της παραγωγής και σύνθεσης.
[4] Quelle = πηγή
[5] Κατά Ματθαίον κεφ. 8, 5-13.
[6] «του ηλίου εκλείποντος»
[7] Four Prophets (Αμώς, Ωσηέ , Ησαίας 1-39, Μιχαίας, εκδοτικός οίκος Geoffrey Bless, Λονδίνο)
[8] The Young Church in Action
[9] Who Moved the Stone, Faber & Faber, Λονδίνο
[10] The Life and Teaching of Jesus, Hodder and Stoughton, Λονδίνο
Θεματολογικές ετικέτες