Και μήπως θα μπορούσε τάχα να ειπωθεί τίποτα πιο σωστό από κείνα που Σου ανήγγειλε κείνο το πνεύμα με τα τρία του ερωτήματα, που Εσύ απέκρουσες και που τα βιβλία τα λένε «πειρασμούς»; Κι όμως αν έγινε ποτέ στη γη ένα πραγματικά εκθαμβωτικό θαύμα, τούτο το θαύμα έγινε ίσα-ίσα κείνη την ήμερα των τριών πειρασμών. Το θαύμα έγινε μόνο και μόνο γιατί τέθηκαν εκείνα τα τρία ερωτήματα. Αν μπορούσαμε να φανταστούμε, έτσι για δοκιμή μονάχα και για παράδειγμα, πως τα τρία κείνα ερωτήματα του τρομερού πνεύματος χάθηκαν χωρίς να μείνει ούτε ίχνος τους στα βιβλία και πως θάπρεπε να τ’ αποκαταστήσουμε, να τα σκεφτούμε και να τα εφεύρουμε εκ νέου για να τα καταγράψουμε πάλι στα βιβλία, κι αν γι’ αυτό το σκοπό μαζεύαμε όλους τους σοφούς της γης – τους κυβερνήτες, τους αρχιερείς, τους επιστήμονες, τους φιλόσοφους, τους ποιητές – προτείνοντάς τους να σκεφτούν και να εφεύρουν τρία ερωτήματα, τέτοια όμως που όχι μονάχα ν’ ανταποκρίνονται στη σπουδαιότητα κείνου του περιστατικού μα να εκφράζουν κιόλας, μέσα σε τρεις λέξεις, σε τρεις μονάχα ανθρώπινες φράσεις, όλη τη μελούμενη ιστορία του κόσμου και της ανθρωπότητας, νομίζεις τάχα πως όλη η σοφία της γης μαζεμένη θα μπορούσε να επινοήσει κάτι παρόμοιο σε δύναμη και βάθος με κείνα τα τρία ερωτήματα, που Σου τεθήκανε απ’ το κραταιό και σοφό πνεύμα στην έρημο; Και μόνο απ’ αυτά τα ερωτήματα, μόνο απ’ το θαύμα πως τεθήκανε, μπορείς να καταλάβεις πως δεν έχεις να κάνεις μ’ ένα πρόσκαιρο ανθρώπινο μυαλό μα με ένα νου αιώνιο κι απόλυτο. Γιατί σ’ αυτά τα τρία ερωτήματα συνοψίζεται κατά έναν τρόπο και προφητεύεται όλη η μελούμενη ιστορία της ανθρωπότητας και δίνονται οι τρεις μορφές όπου θα συναντηθούν όλες οι άλυτες αντιφάσεις της ανθρώπινης φύσης σ’ όλη τη γη. Τότε αυτό δεν ήταν ακόμα τόσο φανερό, γιατί το μέλλον ήταν άγνωστο, μα τώρα, όταν πια έχουν περάσει δεκαπέντε αιώνες, βλέπουμε πως όλα έχουν τόσο καλά μαντευτεί και προφητευτεί σε κείνα τα τρία ερωτήματα και τόσο πολύ δικαιώθηκαν που δεν μπορείς ούτε να τους προστέσεις ούτε να τους αφαιρέσεις τίποτα.
»Δες τώρα και μόνος Σου ποιος είχε δίκιο: Εσύ ή εκείνος που Σε ρωτούσε τότε; Θυμήσου το πρώτο ερώτημα. Αν και δε στο λέω κατά λέξη, μα το νόημα ήταν τούτο: «Θέλεις να πας στον κόσμο και πηγαίνεις μ’ αδειανά τα χέρια, με κάποια υπόσχεση ελευθερίας που οι άνθρωποι με την ηλιθιότητά τους και με την έμφυτή τους διαφθορά δεν μπορούν ούτε καν να την κατανοήσουν, που τη φοβούνται και τη σκιάζονται γιατί τίποτα και ποτέ δεν υπήρξε για τον άνθρωπο και την ανθρώπινη κοινωνία πιο αφόρητο απ’ την ελευθερία! Ενώ, βλέπεις αυτές τις πέτρες μέσα σε τούτη τη γυμνή πυραχτομένη έρημο; Κάνετες ψωμιά κ’ η ανθρωπότητα θα τρέξει από πίσω Σου σαν κοπάδι, γεμάτη ευγνωμοσύνη κ’ υπακοή, αν και πάντα θα τρέμει από φόβο πως θα μπορούσες ν’ αποτραβήξεις το χέρι Σου και να πάψεις να τους δίνεις τα ψωμιά Σου». Μα Συ δε θέλησες να στερήσεις απ’ τον άνθρωπο την ελευθερία κι απόρριψες την προσφορά γιατί σκέφτηκες: Τί ελευθερία θάναι αυτή όταν η υπακοή θα εξαγοραστεί με ψωμιά; Πρόβαλες την αντίρρηση πως ο άνθρωπος ούκ έπ’ άρτω μόνον ζήσεται, μα το ξέρεις τάχα πως εν ονόματι αυτού του ίδιου του γήινου άρτου θα ξεσηκωθεί εναντίον Σου το πνεύμα της γης, θα Σε πολεμήσει και θα Σε νικήσει κι όλοι θα το ακολουθήσουν φωνάζοντας: «Ποιος μοιάζει μ’ αυτό το θηρίο που μας έδωσε τη φωτιά τ’ ουρανού !» Το ξέρεις πως θα περάσουν αιώνες κ’ αιώνες κ’ η ανθρωπότητα θα διακηρύξει με το στόμα της Σοφίας και της Επιστήμης της πως έγκλημα δεν υπάρχει, και πως συνεπώς δεν υπάρχει και αμαρτία και πως υπάρχουν μονάχα πεινασμένοι; «Χόρτασέ τους και τότε μονάχα να τους ζητάς αρετή!» Να τι θα γράψουν στη σημαία που θα σηκώσουν εναντίον Σου και που μ’ αυτήν θα γκρεμίσουν το ναό Σου. Στη θέση του ναού Σου θα υψωθεί ένα νέο οικοδόμημα, ένας καινούργιος φοβερός πύργος της Βαβέλ και, μόλο που κι αυτός δε θα τελειώσει όπως κι ο προηγούμενος, όμως παρ’ όλ’ αυτά θα μπορούσες να τον αποφύγεις αυτόν τον νέο πύργο και να συντομέψεις κατά χίλια χρόνια τα βάσανα των ανθρώπων – γιατί σε μας θάρθουν πάλι, αφού καταβασανιστούν με τον πύργο τους ! Θάρθουν να μας βρουν κάτω απ’ τη γη, στις κατακόμβες (γιατί τότε θα μας διώκουν και θα μας βασανίζουν πάλι) θα μας βρουν και θα μας εκλιπαρήσουν: «Δώστε μας να φάμε, γιατί κείνοι που μας υποσχέθηκαν τη φωτιά τ’ ουρανού δε μας τη δώσανε». Και τότε πια εμείς θ’ αποτελειώσουμε το χτίσιμο του πύργου τους, γιατί θα τον αποτελειώσει μονάχα κείνος που θα τους χορτάσει. Και θα τους χορτάσουμε μονάχα εμείς εν ονόματί Σου και ψευδόμενοι πως είναι εν ονόματί Σου. Ω, ποτέ, ποτέ τους δε θα χορτάσουν χωρίς εμάς. Καμιά επιστήμη δε θα τους δώσει ψωμί όσο θα μένουν ελεύθεροι, μα στο τέλος θάρθουν να καταθέσουν την ελευθερία τους στα πόδια μας και θα μας πουν: «Κάντε μας σκλάβους, μα χορτάστε μας». Θα καταλάβουν επιτέλους μονάχοι τους πως η ελευθερία και το γήινο ψωμί ούτε κατά διάνοια δεν είναι δυνατό να επαρκέσουν για όλους γιατί ποτέ, ποτέ τους δε θα το καταφέρουν να τα μοιράσουν μεταξύ τους! Θα πεισθούν ακόμα πως ποτέ δε θα γίνουν ελεύθεροι γιατί είναι αδύναμοι, διεφθαρμένοι, μηδαμινοί κ’ επαναστάτες. Συ τους υποσχέθηκες τον άρτον τον επουράνιον, μα Σου ξαναλέω: Μπορεί τάχα να συγκριθεί με τον επίγειο, στα μάτια αυτής της ανθρώπινης ράτσας, της ανίσχυρης, της πάντα χυδαίας και διεφθαρμένης; Κι αν εν ονόματι του επουράνιου άρτου θα Σε ακολουθήσουν οι χιλιάδες και μυριάδες τί θ’ απογίνουν τα εκατομμύρια και δισεκατομμύρια ανθρώπινα πλάσματα που είναι ανίκανα να προτιμήσουν τον επουράνιο άρτο απ’ τον επίγειο; Ή, μήπως τάχα αγαπάς μονάχα τις δεκάδες χιλιάδες τους μεγάλους και ισχυρούς ενώ τα εκατομμύρια οι αδύναμοι, τα πολυάριθμα σαν την άμμο της θάλασσας, που Σ’ αγαπούν ωστόσο, θα πρέπει να χρησιμέψουν μονάχα σαν υλικό για τους μεγάλους και τους ισχυρούς; Όχι, εμείς αγαπάμε και τους αδύναμους. Είναι διεφθαρμένοι κ’ επαναστάτες μα τελικά αυτοί ίσα-ίσα είναι που θα γίνουν υπάκουοι. Θα μας θαυμάζουν και θα μας θεωρούν θεούς τους, γιατί μπήκαμε επί κεφαλής τους και δεχτήκαμε το βάρος της ελευθερίας που εκείνοι τη φοβήθηκαν και να κυριαρχούμε πάνω τους – τόσο ανυπόφορο θα τους είναι στο τέλος να είναι ελεύθεροι! Εμείς όμως θα πούμε πως υπακούμε σε Σένα και πως εξουσιάζούμε, εν ονόματί Σου. Θα τους εξαπατήσουμε και πάλι γιατί δε θα Σ’ αφήσουμε πια νά πλησιάσεις κοντά μας. Σ’ αυτήν ακριβώς την άπατη θα συνίσταται η οδύνη μας, γιατί θάμαστε αναγκασμένοι να ψευδόμαστε. Να τι σημαίνει κείνο το πρώτο ερώτημα της έρημου και να τι απέκρουσες εν ονόματι της ελευθερίας που την έβαλες υπεράνω όλων. Κι όμως σ’ αυτό το ερώτημα βρίσκεται το μεγάλο μυστικό του κόσμου τούτου. Αν αποδεχόσουν τους «άρτους», θ’ απαντούσες στη συμπαντική και προαιώνια ανθρώπινη λαχτάρα τόσο του ατόμου όσο και του συνόλου, δηλαδή: «ποιόν να προσκυνήσω;» Δεν υπάρχει πιο ακατάπαυστη και πιο βασανιστική φροντίδα για τον άνθρωπο, όταν μένει ελεύθερος, παρά πως να βρει όσο γίνεται γρηγορότερα κάποιον να προσκυνάει. Μα ο άνθρωπος θέλει να προσκυνήσει κάτι που είναι αναμφισβήτητο, τόσο αναμφισβήτητο που όλοι οι άνθρωποι να συμφωνήσουν μονομιάς πως πρέπει να το προσκυνήσουν. Γιατί εκείνο που βασανίζει αυτά τ’ άξιολύπητα πλάσματα δεν είναι μονάχα να βρουν κάτι που εγώ ή ένας άλλος να μπορεί να το προσκυνήσει, μα να βρουν κάτι που να το πιστεύουν όλοι κι όλοι να το προσκυνάνε κι απαραίτητα αυτό να το κάνουν όλοι μαζί. Αυτή ίσα-ίσα η ανάγκη της γενικής λατρείας είναι το μεγαλύτερο μαρτύριο του κάθε ανθρώπου χωριστά και όλης της ανθρωπότητας απ’ την αρχή του κόσμου. Γι’ αυτή τη γενική λατρεία εξολόθρευαν ο ένας τον άλλον με το σπαθί. Δημιουργούσαν θεούς και φώναζαν ο ένας στον άλλον: «Παρατήστε τους θεούς σας κ’ ελάτε να προσκυνήσετε τους δικούς μας, αλλιώς σας περιμένει θάνατος κ’ εσάς και τους θεούς σας!» Κι αυτό θα γίνεται ως το τέλος του κόσμου, ακόμα κι όταν εξαφανιστούν απ’ τον κόσμο οι θεοί: Και τότε ακόμα θα γονατίσουν μπροστά σε είδωλα. Το ήξερες, δεν μπορούσες να μην το ξέρεις αυτό το βασικό μυστικό της ανθρώπινης φύσης, μα αρνήθηκες τη μοναδική αλάνθαστη σημαία που Σου προτάθηκε για να εξαναγκάσεις όλους να Σε προσκυνήσουν ασυζητητί – τη σημαία του επίγειου άρτου. Και την αρνήθηκες ενονόματι της ελευθερίας και του επουράνιου άρτου. Κοίτα λοιπόν τι έκανες ακόμα. Κι όλ’ αυτά πάλι εν ονόματι της ελευθερίας! Σου λέω πως η πιο βασανιστική φροντίδα για τον άνθρωπο είναι τούτη: Ζητάει να βρει όσο μπορεί γρηγορότερα κάποιον που να μπορεί να του παραδώσει κείνο το δώρο της ελευθερίας που μ’αυτό γεννιέται ο δύστυχος. Μα κύριος της ελευθερίας των ανθρώπων γίνεται μονάχα κείνος που μπορεί να καθησυχάσει τη συνείδησή τους. Με το ψωμί Σου δινόταν μια ακαταμάχητη σημαία: Θάδινες ψωμί κι ο άνθρωπος θα Σε προσκυνούσε, γιατί δεν υπάρχει τίποτα πιο αδιαφιλονίκητο απ’ το ψωμί, μα αν εκείνη την ίδια στιγμή καταχτούσε κανένας τη συνείδησή του, εχτός από Σένα, ω, τότε θάφτανε στο σημείο και να πετάξει ακόμα το ψωμί Σου και θ’ ακολουθούσε κείνον που γοήτευσε τη συνείδησή του. Σ’ αυτό είχες δίκιο. Γιατί το μυστικό της ανθρώπινης ύπαρξης είναι τούτο: Δε θέλει μονάχα να ζει μα και να ξέρει γιατί ζει. Αν δεν έχει μια στέρεη γνώση του σκοπού για τον όποιο ζει, ο άνθρωπος θ’ αρνηθεί να ζήσει και θα προτιμήσει την αυτοκαταστροφή, έστω κι αν όλα γύρω του είναι ψωμιά. Αυτό είναι σωστό, μα τί βγήκε απ’ αυτό; Αντί να κυριέψεις την ελευθερία των ανθρώπων Εσύ τους την έκανες ακόμα μεγαλύτερη! Ή, μήπως ξέχασες πως ο άνθρωπος προτιμάει την ησυχία, ακόμα και το θάνατο, παρά την ελεύθερη εκλογή εν γνώσει του καλού και του κακού; Δεν υπάρχει τίποτα πιο ελκυστικό για τον άνθρωπο απ’ την ελευθερία της συνείδησής του, μα δεν υπάρχει και τίποτα πιο βασανιστικό. Και να που αντί να βάλεις σταθερές βάσεις για τον ησυχασμό της ανθρώπινης συνείδησης μια για πάντα, τους πρόσφερες ο,τι πιο ασυνήθιστο, ενδεχόμενο και αόριστο, όλα κείνα που ήταν ανώτερα απ’ τις δυνάμεις των ανθρώπων, φέρθηκες λοιπόν σα να μην τους αγαπούσες καθόλου. Και ποιος τόκανε αυτό; Κείνος που ήρθε να θυσιάσει τη ζωή Του για χάρη τους! Αντί να κυριέψεις την ανθρώπινη ελευθερία Εσύ την πολλαπλασίασες και βάρυνες την ψυχή τους για τον αιώνα τον άπαντα με τα βάσανα τούτης της ελευθερίας. Θέλησες την ελεύθερη αγάπη του ανθρώπου, θέλησες να Σε ακολουθήσει ελεύθερα. Αντί να υπακούει στον παλιό αυστηρό νόμο, ο άνθρωπος έπρεπε με ελεύθερη καρδιά ν’ αποφασίζει από δω και μπρος ποιο είναι το καλό και ποιο τo κακό, έχοντας μοναδικό του οδηγό τη μορφή Σου. Μα είναι δυνατό λοιπόν να μη σκέφτηκες πως τελικά θ’ απαρνηθεί ακόμα και τη μορφή Σου και την αλήθεια Σου, συντριμμένος κάτωαπ’ το τρομερό βάρος: την ελευθερία της εκλογής; Θα φωνάξουν στο τέλος πως η αλήθεια δε βρίσκεται, σε Σένα, γιατί θάταν αδύνατο να τους αφήσει κανείς σε μεγαλύτερη σύγχυση ,και αγωνία απ’ όσο τους άφησες Εσύ αφήνοντάς τους τόσες φροντίδες και τόσα άλυτα προβλήματα. Ώστε λοιπόν Εσύ ο ίδιος έβαλες τις βάσεις για την καταστροφή της βασιλείας Σου και μην κατηγορείς γι’ αυτό κανέναν άλλον. Κι όμως τί Σου είχε προσφερθεί! Υπάρχουν τρεις δυνάμεις στον κόσμο που θα μπορούσαν να νικήσουν και να υποτάξουν για πάντα τη συνείδηση αυτών των αδύναμων στασιαστών, κι αυτό για τη δική τους την ευτυχία. Αυτές οι δυνάμεις είναι: Το θαύμα, το μυστήριο και το κύρος. Εσύ απόρριψες και τονα και τ’ άλλο και το τρίτο κ’ έδωσες μονάχος Σου το παράδειγμα για νακάνουν όλοι το ίδιο. Όταν το τρομερό και πάνσοφο πνεύμα Σ’ έβαλε στην κορφή του ναού και Σου είπε: «Ει υιός ει του Θεού, βάλε σεαυτον εντεύθεν κάτω· γέγραπται γαρ ότι τοις αγγέλοις αυτού εντελείται περί σου του διαφυλάξαι σε, και ότι επί χειρών αρούσί σε, μήποτε προσκόψης προς λίθον τον πόδα σου. Και αποκριθείς είπεν αυτώ ο Ιησούς ότι είρηται, ούκ εκπειράσεις Κύριον τον Θεόν σου». Μα Εσύ, αφού άκουσες την πρόταση, την απόριψες, δεν υπόκυψες στον πειρασμό και δε ρίχτηκες στο κενό. Ω, φέρθηκες βέβαια περήφανα και μεγαλόπρεπα, σα Θεός, μα οι άνθρωποι, αυτό το αδύναμο γένος των στασιαστών, είναι τάχα θεοί; Ω, το κατάλαβες τότε πως κ’ ένα βήμα να ΄κανες, και μια κίνηση να ΄κανες για να πέσεις κάτω, θα ΄ταν σα να ΄βαζες σε πειρασμό τον Κύριο και θάχανες όλη Σου την πίστη σ’ Αυτόν και θα συντριβόσουν πάνω σ’ αυτή τη γη που ήρθες να σώσεις και το σοφό πνεύμα, που Σε είχε βάλει σε πειρασμό, θα χαιρόταν. Μα, το ξαναλέω, υπάρχουν άραγε πολλοί σαν και Σένα; Και μπόρεσες τάχα έστω και για μια μονάχα στιγμή να φανταστείς πως κ’ οι άνθρωποι θα μπορούσαν να νικήσουν έναν τέτοιο πειρασμό; Μήπως τάχα η ανθρώπινη φύση είναι έτσι φτιαγμένη που ν’ απορρίπτει το θαύμα ακόμα και στις τέτοιες τρομερές στιγμές της ζωης, και τις στιγμές των πιο τρομερών και των πιο βασικών ψυχικών προβλημάτων να τις αντιμετωπίζει μονάχα με την ελεύθερη απόφαση της καρδιάς; Ω, τόξερες πως ο άθλος σου θα μείνει γραμμένος στα βιβλία, θα φτάσει ως τα βάθη των αιώνων κι ως τις εσχατιές της γης κ’ έλπιζες πως ο άνθρωπος ακολουθώντας το παράδειγμά Σου θα μπορέσει να πιστεύει στο Θεό χωρίς νάχει ανάγκη από θαύματα. Μα δεν ήξερες πως μόλις ο άνθρωπος αρνηθεί το θαύμα, θ’ αρνηθεί παρευθύς και το Θεό, γιατί ο άνθρωπος δε ζητάει τόσο το Θεό όσο τα θαύματα. Κ’ επειδή ο άνθρωπος δεν έχει τη δύναμη να μείνει δίχως θαύματα, θα δημιουργήσει για τον εαυτό του νέα θαύματα, δικά του πια, και θα προσκυνήσει τις μαγγανείες, τα ξόρκια των τσαρλατάνων έστω κι αν είναι εκατό φορές στασιαστής, αιρετικός και άθεος. Δεν κατέβηκες απ’ το σταυρό όταν Σου φωνάζανε περιγελώντας και λοιδορώντας Σε: «Κατέβα απ’ το σταυρό για να πιστέψουμε πως είσαι Συ». Δεν κατέβηκες γιατί και πάλι δε θέλησες να σκλαβώσεις τον άνθρωπο με το θαύμα και λαχταρώντας την ελεύθερη πίστη κι όχι αυτήν που γεννιέται από θαύμα. Λαχταρούσες την ελεύθερη αγάπη κι όχι τους δουλικούς ενθουσιασμούς του σκλάβου, του τρομοκρατημένου μπροστά σε μιαν ισχύ που τον συντρίβει. Μα και δω εκτίμησες τους ανθρώπους τόσο που δεν τ’ αξίζανε, γιατί φυσικά αυτοί είναι δούλοι αν και πλάστηκαν επαναστάτες. Κοίτα και κρίνε μονάχος Σου. Να, πέρασαν πια δεκαπέντε αιώνες. Κοίταξέ τους: Ποιόν πήγες ν’ ανυψώσεις ως τον εαυτό Σου; Παίρνω όρκο πως ο άνθρωπος πλάστηκε πιο αδύναμος και πιο ταπεινός απ’ ότι τον νόμισες! Μπορεί, μπορεί τάχα να επιτελέσει ότι και Εσύ; Εκτιμώντας τον τόσο πολύ φέρθηκες μαζί του σα να ‘παψες πια να τον συμπονείς γιατί του ζήτησες πάρα πολλά. Και ποιος; Εκείνος που τον αγάπησε περισσότερο κι απ’ τον εαυτόΤου! Αν τον εκτιμούσες λιγότερο, θα του ζητούσες λιγότερα και τότε θα ‘δειχνες πως τον αγαπάς πιο πολύ, γιατί το βάρος που θα τον έβαζες να σηκώσει θα ‘ταν μικρότερο. Αυτός είναι αδύναμος και τιποτένιος. Τί σημαίνει αν τώρα επαναστατεί παντού ενάντια στην εξουσία μας και καυχιέται κιόλας γιατί είναι επαναστάτης; Αυτό είναι περηφάνια ενός παιδιού, ενός σκολιαρόπαιδου. Είναι μικρά παιδιά που ξεσηκώθηκαν στην τάξη και διώξανε το δάσκαλό τους. Μα θάρθει κ’ ένα τέλος στον παιδιάστικο ενθουσιασμό τους κι όλ’ αυτά θα τους κοστίσουν ακριβά. Θ’ ανατρέψουν τους ναούς και θα πλημυρίσουν με αίμα τη γη. Μα στο τέλος θ’ αντιληφθούν τ’ ανόητα παιδιά πως αν κ’ είναι στασιαστές, είναι αδύναμοι στασιαστές που δεν μπορούν να βαστάξουν ούτε τη δική τους ανταρσία. Μουσκεμένοι στ’ ανόητα δάκριά τους, θα παραδεχτούν στο τέλος πως Εκείνος που τους έφτιαξε επαναστάτες, το δίχως άλλο θέλησε να τους περιγελάσει. Αυτό θα το πούνε μέσα στην απόγνωσή τους κ’ η λέξη αυτή θάναι μια βλασφημία που θα τους κάνει ακόμα πιο δυστυχισμένους, γιατί η ανθρώπινη φύση δεν ανέχεται τη βλασφημία και στο τέλος θα εκδικηθεί η ιδία τον εαυτό της γι’ αυτήν. Ανησυχία λοιπόν, ταραχή, δυστυχία, να ποια είναι ητωρινή μοίρα των ανθρώπων ύστερα απ’ τα τόσα που υπόφερες για την ελευθερία τους ! Ο μεγάλος Σου προφήτης μέσα στο δράμα του λέει αλληγορικά πως είδε όλους τους πρώτους αναστημένους και πως από κάθε φυλή ήταν δώδεκα χιλιάδες. Μα αν ήταν τόσοι μονάχα, τότε θα ‘τανε θεοί κατά κάποιον τρόπο κι όχι άνθρωποι. Αυτοί μπόρεσαν και σήκωσαν το σταυρό Σου, μπόρεσαν να υποφέρουν δεκάδες χρόνια στην πεινασμένη και γυμνή έρημο_τρώγοντας ακρίδες κι αγριόριζες και φυσικά μπορείς να υπερηφανεύεσαι γι’ αυτά τα παιδιά της ελευθερίας, της ελεύθερης αγάπης, της ελεύθερης κ’ υπέροχης θυσίας εν ονοματι Σού. Θυμήσου όμως πως όλοι τους ήταν μονάχα μερικές χιλιάδες κ’ ήταν και θεοί. Αμ οι άλλοι; Και τί φταίνε οι υπόλοιποι αδύναμοι άνθρωποι, που δεν μπόρεσαν να υποφέρουν κείνα που υπόφεραν οι ισχυροί; Τί φταίει η αδύναμη ψυχή, που δεν μπορεί να χωρέσει μέσα της τα τόσο τρομερά δώρα; Μα είναι δυνατόν να ήρθες μονάχα στους εκλεκτούς και για τους εκλεκτούς; Μα αν είναι έτσι τότε εδώ θα υπάρχει ένα μυστήριο, που εμείς δεν μπορούμε να το καταλάβουμε. Κι αν υπάρχει μυστήριο, τότε και μεις έχουμε το δικαίωμα να διδάσκουμε το μυστήριο και να τους μαθαίνουμε πως δεν έχει αξία η ελεύθερη απόφαση της καρδιάς τους κ’ η αγάπη, μα το μυστήριο, στο όποιο πρέπει να υποταχτούν τυφλά, ακόμα κ’ ενάντια στη συνείδησή τους. Αυτό και κάναμε. Διορθώσαμε το έργο Σου και το θεμελιώσαμε στο θαύμα, στο μυστήριο και στο κύρος. Κ’ οι άνθρωποι χάρηκαν που τους οδήγησαν και πάλι σαν αγέλη και που σήκωσαν επιτέλους απ’ τις καρδιές τους το τόσο τρομερό δώρο που τους έφερε τόσα βάσανα. Είχαμε δίκιο διδάσκοντας και ενεργώντας έτσι; Λέγε. Αναγνωρίζοντας τόσο ταπεινά την αδυναμία της ανθρωπότητας, ελαφρώνοντας με τόση αγάπη το φορτίο της, επιτρέποντας στην αδύναμη φύση της έστω και να αμαρτάνει με την άδεια μας, δεν της δείξαμε την αγάπη μας; Γιατί ήρθες λοιπόν τώρα να μας ενοχλήσεις; Και τί με κοιτάς σιωπηλά και στοχαστικά με τα πράα Σου μάτια; Αγανάκτησε· δε θέλω την αγαπη Σου γιατί και γω δε Σ’ αγαπώ. Γιατί να Σου το κρύβω; Μήπως τάχα δεν ξέρω με ποιον μιλάω; Όλα όσα έχω να Σου Εσύ τα ξέρεις κιόλας, αυτό το διαβάζω στα μάτια Σου. Μήπως μπορώ τάχα να Σου κρύψω το μυστικό μας; Ίσως όμως να θέλεις να τ’ ακούσεις απ’ το στόμα μου. Άκου το λοιπόν: Δεν είμαστε με Εσένα μα με Εκείνον, να το μυστικό μας. Από καιρό τώρα δεν είμαστε μαζί Σου μα με Εκείνον, είναι πια οχτώ αιώνες. Είναι οχτώ ακριβώς αιώνες από τότε που πήραμε από Εκείνον αυτό που Συ απόρριψες μ’ αγανάκτηση, κείνο το τελευταίο δώρο που Σου πρότεινε, δείχνοντάς Σου όλα τα γήινα βασίλεια: Εμείς πήραμε από Εκείνον τη Ρώμη και το ξίφος του Καίσαρα, κι ανακηρύξαμε τους εαυτούς μας βασιλιάδες της γης, βασιλιάδες μοναδικούς, αν κι ως τα τώρα δεν προφτάσαμε να τελειώσουμε εντελώς το έργο μας. Μα ποιος φταίει; Ω, το έργο αυτό είναι ακόμα στην αρχή του, άρχισε όμως παρ’ όλ’ αυτά. Πρέπει πολύ να περιμένουμε ακόμα ώσπου να συντελεστεί, κ’ η γη θάχει ακόμα πολλά να υποφέρει, μα εμείς θα φτάσουμε στο σκοπό μας και θα γίνουμε Καίσαρες και τότε πια θα σκεφτούμε για την παγκόσμια ευτυχία. Όμως Εσύ μπορούσες και τότε ακόμα να πάρεις το ξίφος του Καίσαρα. Γιατί αρνήθηκες αυτό το τελευταίο δώρο; Αν δεχόσουν αυτή την τρίτη συμβουλή του ισχυρού πνεύματος, θα ικανοποιούσες ότι αποζητάει ο άνθρωπος στη γη. Δηλαδή: ποιον να προσκυνήσει, σε ποιον να εναποθέσει τη συνείδησή του και με ποιον τρόπο να ενωθεί επιτέλους με τους συνανθρώπους του για ν’ αποτελέσουν όλοι μιαν αναμφισβήτητη, γενική και ομονοούσα μυρμηγκοφωλιά. Γιατί η ανάγκη της παγκόσμιας συνένωσης είναι το τρίτο και τελευταίο μαρτύριο των ανθρώπων. Πάντα η ανθρωπότητα, στη γενικότητά της, προσπαθούσε να συνενωθεί σε παγκόσμια κλίμακα. Υπήρξαν πολλοί λαοί με μεγάλη ιστορία, μα όσο πιο ψηλά ανέβαιναν αυτοί οι λαοί, τόσο πιο δυστυχισμένοι γίνονταν γιατί καταλάβαιναν περισσότερο απ’ τους άλλους την ανάγκη της παγκόσμιας συνένωσης των ανθρώπων. Οι μεγάλοι καταχτητές, οι Τιμούρ κ’ οι Τσεγκίζ Χαν, περάσανε σα λαίλαπας απ’ τη γη προσπαθώντας να κυριέψουν την οικουμένη, μα κι αυτοί (αν και υποσυνείδητα) εκφράζανε αυτή την υπέρτατη ανάγκη της ανθρωπότητας για παγκόσμια συνένωση. Αν αποδεχόσουν τον κόσμο και την πορφύρα του Καίσαρα, θα θεμελίωνες την παγκόσμια αυτοκρατορία και θάδινες την παγκόσμια ειρήνη. Γιατί ποιος άλλος μπορεί να κυριαρχεί πάνω στους ανθρώπους, αν όχι κείνος που κυριαρχεί στη συνείδησή τους και που κρατάει στα χέρια του το ψωμί τους; Ε, λοιπόν εμείς το πήραμε το ξίφος του Καίσαρα και παίρνοντάς το Σ’ απαρνηθήκαμε φυσικά και ακολουθήσαμε Εκείνον. Ω, θα περάσουν ακόμα πόλοι αιώνες εκτρόπων του ελευθέρου πνεύματος, της επιστήμης και της ανθρωποφαγίας. Γιατί, μια κι άρχισαν να χτίζουν τον πύργο της Βαβέλ τους χωρίς εμάς, θα καταλήξουν στην ανθρωποφαγία. Μα τότε ακριβώς θάρθει σερνάμενο το θηρίο και θα μας γλείψει τα πόδια και θα τα βρέξει με τα ματωμένα του δάκρια. Και μεις θα κάτσουμε πάνω στο θηρίο και θα υψώσουμε το κύπελο που πάνω σ’ αυτό θάναι γραμμένο: «Μυστήριο!» Και τότε, μονάχα τότε θα φτάσει η μέρα που θα θεμελιωθεί για τους ανθρώπους η βασιλεία της ειρήνης και της ευτυχίας. Είσαι περήφανος για τους έκλεκτούς Σου, μα Εσύ έχεις μονάχα αυτούς τους εκλεκτούς, όμως εμείς θα χαρίσουμε την ειρήνη σ’ όλους. Εξάλλου νάναι κ’ έτσι; Πόσοι απ’ αυτούς τους εκλεκτούς, τους ισχυρούς που θα μπορούσαν να γίνουν εκλεκτοί, κουράστηκαν τέλος περιμένοντάς Σε και ρίξανε και θα ρίξουν ακόμα τη δύναμη της ψυχής τους και τη φλόγα της καρδιάς τους σ’ άλλον αγρό και θα καταλήξουν να υψώσουν εναντίον Σου την ελεύθερη σημαία τους, που Εσύ ο ίδιος την είχες υψώσει. Ενώ σε μας όλοι θάναι ευτυχισμένοι και δε θα στασιάζουν πια, δε θα καταστρέφουν ο ένας τον άλλον, όπως γίνεται παντού στο βασίλειο της ελευθερίας Σου. Ω, θα τους πείσουμε πως μονάχα τότε θα γίνουν ελεύθεροι, όταν θα παραιτηθούν απ’ την ελευθερία τους για χάρη μας και θα υποταχτούν σε μας. Τί λες λοιπόν; Θάχουμε δίκιο ή όχι; Θα πειστούν και μόνοι τους πως έχουμε δίκιο γιατί θα θυμηθούν ως ποιο φριχτό σημείο σκλαβιάς και ταραχής τους είχε φέρει η δική Σου ελευθερία. Η ελευθερία, η ελεύθερη σκέψη κ’ η επιστήμη θα τους κάνουν να χάσουν το δρόμο τους σε τέτοιες λόχμες, θα τους βάλουν μπροστά σε τέτοια θαύματα κι αξεδιάλυτα μυστήρια που μερικοί απ’ αυτούς, οι πιο ατίθασοι κ’ οι πιο άγριοι, θ’ αυτοκαταστραφούν, οι άλλοι, οι ανυπόταχτοι μα αδύναμοι, θα καταστρέφουν ο ένας τον άλλον κ’ οι υπόλοιποι, οι αδύναμοι και δυστυχισμένοι, θα συρθούν στα πόδια μας και θα μας φωνάξουν εκλιπαρώντας: «Ναι, είχατε δίκαιο, σεις μονάχα κατείχατε το μυστικό Του και μεις γυρίζουμε σε σας. Σώστε μας απ’ τον εαυτό μας». Παίρνοντας από μας το ψωμί τους θα βλέπουν φυσικά ξεκάθαρα πως εμείς τους μοιράζουμε τα ψωμιά που πήραμε απ’ αυτούς, τα ψωμιά που τα φτιάξανε με τα χέρια τους, και πως αυτά γίνονται χωρίς κανένα θαύμα, θα δούνε πως δε μεταβάλουμε τις πέτρες σε ψωμιά μα θάναι στ’ αλήθεια πολύ ευχαριστημένοι, κι όχι τόσο γιατί θα παίρνουν τα ψωμιά, όσο γιατί θα τα παίρνουν απ’ τα χέρια μας! Γιατί θα θυμούνται πολύ καλά πως πρώτα, όταν δεν ήμασταν εμείς, αυτά τα ίδια τα ψωμιά που τα βγάζανε με τον ιδρώτα τους, μεταβάλλονταν στα χέρια τους σε πέτρες, μα όταν γύρισαν σε μας τότε οι πέτρες μεταβλήθηκαν στα χέρια τους σε ψωμιά. Θα το εκτιμήσουν πολύ, πάρα πολύ τι σπουδαίο είναι να υποταχτούν μια για πάντα! Κι όσο δε θα το καταλάβουν αυτό οι άνθρωποι, θάναι δυστυχισμένοι. Ποιος όμως ήταν ο κυριότερος αίτιος που δεν το καταλάβαιναν αυτό; Λέγε. Ποιος σκόρπισε την αγέλη στους άγνωστους δρόμους; Μα η αγέλη θα μαζευτεί και πάλι και θα υποταχτεί ξανά, για πάντα τούτη τη φορά. Τότε θα τους δώσουμε μιαν ήρεμη και ταπεινή ευτυχία, την ευτυχία των αδύναμων πλασμάτων, μια κ’ έτσι πλάστηκαν. Ω, θα τους πείσουμε επιτέλους να μην περηφανεύονται. Γιατί Εσύ τους ανύψωσες και τους έμαθες νάναι περήφανοι. Θα τους αποδείξουμε πως είναι αδύναμοι, πως είναι μονάχα αξιολύπητα παιδιά, μα πως η παιδιάστικη ευτυχία είναι η πιο γλυκιά απ’ όλες. Θα γίνουν τρομαγμένοι, δειλοί και θα μας κοιτάζουν και θα στριμώχνονται γύρω μας όπως τα κλωσόπουλα γύρω στην κλώσα. Θα μας θαυμάζουν και θα μας σκιάζονται και θάναι περήφανοι γιατί είμαστε τόσο ισχυροί και τόσο σοφοί που μπορέσαμε να ημερέψουμε το τόσο ταραχόδικο και πολύπληθο κοπάδι τους. Θα τρέμουν την οργή μας, το πνεύμα τους θα γίνει δειλό, τα μάτια τους θα κλαίνε τόσο εύκολα όσο των παιδιών και των γυναικών, μα το ίδιο εύκολα θα ευθυμούν και θα γελούν στο πρώτο μας νεύμα, με μια πάμφωτη χαρά και με παιδικά τραγούδια. Ναι, θα τους αναγκάσουμε να δουλεύουν, μα στις σκόλες θα κάνουμε τη ζωή τους να κυλάει σαν παιδιάστικο παιχνίδι, με παιδικά τραγούδια, χορωδίες, μ’ αθώους χορούς. Ω, θα τους επιτρέψουμε και την αμαρτία, αυτοί είναι αδύναμοι κι ανίσχυροι και θα μας αγαπούν σαν παιδιά επειδή θα τους επιτρέψουμε ν’ αμαρτάνουν. θα τους πούμε πως το κάθε κρίμα θάναι συχωρεμένο, αν θα γίνει με την άδειά μας. Τους επιτρέπουμε ν’ αμαρτάνουν γιατί τους αγαπάμε, όσο για την τιμωρία γι’ αυτά τ’ αμαρτήματα – ας γίνει κι αυτό – θα την πάρουμε πάνω μας. Θα την πάρουμε πάνω μας κι αυτοί θα μας λατρεύουν σαν ευεργέτες που, θα δώσουν λόγο για τα δικά τους κρίματα μπροστά στο Θεό. Και δε θα κρατάνε τίποτα μυστικό από μας. Εμείς θα τους επιτρέπουμε ή θα τους απαγορεύουμε να ζούνε με τις γυναίκες τους ή τις ερωμένες τους, να κάνουν ή να μην κάνουν παιδιά – όλ’ αυτά ανάλογα με την υπακοή τους – και κείνοι θα μας υπακούνε με χαρά τους. Θα μας αποκαλύψουν τα πιο βασανιστικά μυστικά της συνείδησής τους, όλα, όλα θα μας τα εξομολογηθούν και μεις θα βρούμε για όλα κάποια λύση κι αυτοί θα πιστέψουν στη λύση μας χαρούμενοι γιατί θα τους απαλλάξει απ’ τη μεγάλη φροντίδα και τα τωρινά βάσανα της προσωπικής και ελεύθερης απόφασης. Κι όλοι θάναι ευτυχισμένοι, όλα τα εκατομμύρια των πλασμάτων, εκτός από μερικές εκατοντάδες χιλιάδες που τους κυβερνούν. Γιατί μονάχα εμείς, εμείς που θα φυλάξουμε το μυστικό, μονάχα εμείς θάμαστε δυστυχισμένοι. Θα υπάρχουν δισεκατομμύρια ευτυχισμένα μωρά κ’ εκατό χιλιάδες μάρτυρες που θάχουν επωμιστεί την κατάρα της γνώσης του καλού και του κακού. Θα πεθάνουν ήσυχα, ήσυχα θα σβήσουν εν ονόματί Σου και πέρα απ’ τον τάφο δε θα καταχτήσουν παρά μονάχα το θάνατο. Μα εμείς θα κρατήσουμε το μυστικό, και για τη δική τους ίσα-ίσα ευτυχία θα τους δελεάζουμε με την επουράνια, αιώνια ανταμοιβή. Γιατί κι αν ακόμα υπάρχει κάτι στον άλλο κόσμο, δε θάναι φυσικά για κάτι τέτοιους σαν κι αυτούς. Λένε και προφητεύουν πως θάρθεις και θα ξανανικήσεις, θάρθεις με τους εκλεκτούς Σου, με τους περήφανους και ισχυρούς Σου, μα εμείς θα πούμε πως αυτοί σώσανε μονάχα τον εαυτό τους και μεις σώσαμε τους πάντες. Λένε πως θα καταντροπιαστεί η πόρνη που κάθεται πάνω στο θηρίο και κρατάει στα χέρια της το μυστήριο, πως θα επαναστατήσουν ξανά οι αδύναμοι, πως θα ξεσκίσουν την πορφύρα της και θα γυμνώσουν το «μιαρό» κορμί της. Μα τότε γω θα σηκωθώ και θα Σου δείξω τα δισεκατομμύρια των ευτυχισμένων παιδιών που δε γνώρισαν την αμαρτία. Και μεις, εμείς που πήραμε πάνω μας τα κρίματά τους για να τους κάνουμε ευτυχισμένους, θα σταθούμε μπροστά Σου και θα Σου πούμε: «Δίκασέ μας, αν μπορείς κι αν τολμάς». Μάθε πως δε Σε φοβάμαι. Μάθε πως και γω ήμουνα στην έρημο, πως και γω έζησα με ακρίδες κι αγριόριζες, πως και γω ευλογούσα την ελευθερία που μ’ αυτήν Εσύ ευλόγησες τους ανθρώπους, πως και γω ετοιμαζόμουν να γίνω ένας απ’ τους έκλεκτούς Σου, να γίνω ένας απ’ τους ισχυρούς και τους μεγάλους, διψώντας να «συμπληρώσω τον αριθμό». Μα συνήλθα και δε θέλησα να υπηρετήσω την αφροσύνη. Γύρισα και προσχώρησα στην ομάδα εκείνων που διορθώσανε το έργο Σου. Εγκατέλειψα τους περήφανους και επέστρεψα στους ταπεινούς για να τους κάνω ευτυχισμένους. Όλα όσα Σου λέω θα γίνουν κ’ η βασιλεία μας θα οικοδομηθεί. Σου ξαναλέω πως αύριο κιόλας θα δεις αυτή την υπάκουη αγέλη να τρέχει με το πρώτο μου νεύμα και να συδαυλίζει την πυρά όπου θα Σε κάψω γιατί ήρθες να μας ενοχλήσεις. Γιατί αν υπάρχει κανένας που αξίζει περισσότερο από κάθε άλλον την πυρά μας, αυτός είσαι Εσύ. Αύριο θα Σε κάψω. Dixi (Είπα)».
Θεματολογικές ετικέτες