Η Νάρνια φέρνει στο επίκεντρο της προσοχή μας μια μεγάλη ποικιλία από κεντρικά χριστιανικά θέματα. Ωστόσο, η συζήτηση στις σελίδες που προηγήθηκαν, αναδεικνύει με ιδιαίτερη έμφαση τουλάχιστον τρία θέματα μέσα απ’ αυτή την ποικιλία.
Στην αρχή είπα ότι σκοπός του Λιούις είναι να μας βοηθήσει να αισθανθούμε με τι «μοιάζει» η εμπειρία του Θεού, σαν να μην το είχαμε ποτέ πριν σκεφτεί πραγματικά. Εάν αυτό ισχύει, τότε το κυριότερο που επιτυγχάνει ο Λιούις είναι ένα είδος επαναπροσδιορισμού της «υπερβατικότητας».
Η λέξη στη συνήθη χρήση της φέρνει στον νου εικόνες απόστασης: το υπερβατικό είναι κάτι ανέφικτα μακρινό, έξω από την εμβέλεια της αντίληψής μας. Ο Λιούις, όπως και οι καλύτεροι χριστιανοί θεολόγοι ανά τους αιώνες, μας βοηθάει να δούμε ότι αυτό που έχει σημασία δεν είναι η απόσταση αλλά η διαφορά· όχι μια απροσμέτρητη διάσταση, αλλά μια αστείρευτη καινότητα (strangeness) – και η άρνηση αυτή η καινότητα να αιχμαλωτιστεί. Στην αφήγηση του Λιούις αυτό εκφράζεται με όρους εξέγερσης, η χαρούμενη ανατροπή μιας αυτάρκους τάξης στο όνομα μιας αχώρητης αλήθειας. Υπερβατικότητα είναι η μανικότητα της χαράς. Η αλήθεια του Θεού γίνεται μια επανάσταση ενάντια σ’ αυτό που έχουμε φτιάξει ως εαυτό. Όπως με τους χαρακτήρες του Τσέστερτον, σε όλους μας έχει δοθεί η ευκαιρία μιας γοητευτικής περιπέτειας στην οποία καλούμαστε να γίνουμε επαναστάτες. Το κακό προβάλλει ως η ύστατη δύναμη αντίδρασης. Καλούμαστε να δούμε τους εαυτούς μας σαν να ζούμε «υπό κατοχή» και μας επιστρατεύουν να ενταχθούμε σ’ ένα κίνημα αντίστασης. Η αναγνώριση της υπερβατικότητας γίνεται η γνώση ότι υπάρχει ζωή πέρα από τη μονοτονία του «σοβιετικού» κόσμου των περιορισμένων δυνατοτήτων και των προκαθορισμένων υποχρεώσεων.
Καλά μέχρι εδώ. Άλλωστε, είναι απολαυστικό να θεωρούμε τους εαυτούς μας όχι μόνο θύματα καταπίεσης, αλλά και δραστήριους επαναστάτες εναντίον της. Τα προβλήματα εμφανίζονται με το δεύτερο σημαντικό θέμα που προβάλλει η Νάρνια. Εμείς είμαστε οι δυνάμεις κατοχής. Εμείς έχουμε αιχμαλωτίσει τους εαυτούς μας. Έτσι, προτού συγχαρούμε τους εαυτούς μας που καταταχθήκαμε στα επαναστατικά στρατεύματα, πρέπει να αντιμετωπίσουμε το γεγονός ότι αυτό ενάντια στο οποίο επαναστατούμε, είναι αυτό που έχουμε επιλέξει – και ακόμη επιλέγουμε. Καλούμαστε σε μια επανάσταση ενάντια σ’ αυτό που επίμονα νομίζαμε ότι θέλαμε και αυτό που επίμονα νομίζαμε ότι ήμασταν. Θα μπορέσουμε να κρατήσουμε όρθια την επανάστασή μας μόνο εάν αποκτήσουμε μια ρωμαλέα, νέα αίσθηση του ποιοι μπορούμε να γίνουμε. Μια τέτοια αίσθηση δεν μπορεί να προέλθει από τη φαντασία μας και την αυτοεξέτασή μας. Βέβαια, είναι καλό να εξετάζουμε τον εαυτό μας, αλλά αυτό μας ανοίγει νέες πόρτες μόνο εάν ξέρουμε τι είναι αυτό που θα μπορούσε να είναι διαφορετικό. Για να το μάθουμε αυτό, πρέπει να εμπλακούμε σε μια συζήτηση με έναν πολύ επικίνδυνο ξένο. Το πώς θα τον εμπιστευτούμε, παρόλα αυτά, είναι μια μεγάλη ιστορία, οι λεπτομέρειες της οποίας διαφέρουν πολύ από άνθρωπο σε άνθρωπο. Σίγουρα, πάντως, έχει να κάνει με την πεποίθηση ότι ενώπιόν του μπορούμε «με ασφάλεια» (δεν είναι ακριβώς η κατάλληλη λέξη) να αντιμετωπίσουμε την αναλήθειά μας, γιατί αυτός ο ξένος δεν θα μας καταδικάσει ούτε θα φύγει. Μόλις καταλάβουμε αυτό, αρχίζουμε να αισθανόμαστε τι σημαίνει ή με τι μοιάζει η απαλλαγή μας από την κατάσταση «κατοχής».
Έτσι περνάμε στο τρίτο σημαντικό θέμα. Όταν τελικά απελευθερωθούμε από την κατοχή, αυτό που απλώνεται μπροστά μας είναι μια ατελείωτη πορεία μέσα στο φως και τη χαρά. Επιτέλους, ανοιγόμαστε δραστικά στην εν πολλοίς χαμένη δυνατότητα της πραγματικά αφίλαυτης απόλαυσης -τόσο ζωντανό και ατόφιο είναι αυτό που μπορούμε να βιώσουμε. Το όραμα ενός καινούργιου κόσμου προϋποθέτει ότι τόσο εγώ όσο και το περιβάλλον μου θα αποκτήσουν ένα βάθος αδιανόητο έως τώρα. Οι άνθρωποι και ο κόσμος στον οποίο ζουν, γίνονται εμφανώς άξιοι να τους δοθεί απεριόριστος χρόνος· και αυτός ο απεριόριστος χρόνος είναι εγγυημένος. Αυτό που συναντάμε τώρα είναι η ενότητα όλων όσα είναι τριγύρω μας με την αστείρευτη ρίζα ή έδαφος του θείου -η ενότητα των ποικίλων κορυφογραμμών με τον κεντρικό ορεινό όγκο της χώρας του Ασλάν. Η συνάντηση με την πλήρη αλήθεια και την ανεπιφύλακτη αγάπη που συνεπάγεται η συνάντηση με τον Ασλάν, έχει ως αποτέλεσμα να κάνει τα πάντα «περισσότερο αληθινά», περισσότερο άξια της αγάπης και της αγαλλίασής μας. Αντίστροφα, η φυγή απ’ αυτήν τη συνάντηση, επειδή φοβόμαστε το κόστος της, θα μας οδηγήσει αναγκαστικά πίσω στην ανία και τη φυλακή του εαυτού μας -πίσω στο κατεχόμενο έδαφος ενός εαυτού που ανησυχεί υπερβολικά για την υπεράσπιση των ορίων του, τόσο που αδυνατεί να διανοηθεί τη χαρά.
Κοντολογίς, αυτό που ο Λιούις περιγράφει με τόση δύναμη και φρεσκάδα στη Νάρνια είναι απλά η χάρη: η απρογραμμάτιστη, αυθόρμητη και αιφνίδια εισβολή της θεϊκής χαράς στις εγωκεντρικές ζωές μας. Το Έκπληκτος από χαρά είναι κάτι περισσότερο από τίτλος μιας αυτοβιογραφίας· είναι, σε συνοπτική μορφή, αυτό που ο Λιούις ήθελε κυρίως να εκφράσει. Θεωρούσε ότι μόλις αρχίσουμε να καταλαβαίνουμε αυτό το κεντρικό μήνυμα, όλες οι άλλες λεπτομέρειες της χριστιανικής διδασκαλίας μπαίνουν στη σωστή προοπτική: η φύση της μετάνοιας ως δώρο και απαίτηση, η δυνατότητα μεταμόρφωσης του υλικού κόσμου, ο αναλλοίωτος χαρακτήρας του Θεού ως κάτι που αναπόφευκτα συνυπάρχει με την ελευθερία Του να συμμετέχει στην εντελώς διαφορετική ζωή των κτιστών όντων, το αδιαχώριστο γνώσης και αγάπης στον Θεό κτλ. Με μια προσεκτική ανάγνωση των ιστοριών της Νάρνια, αυτές οι ιδέες και άλλες πολλές έρχονται στην επιφάνεια. Ωστόσο, εάν έχουμε ως αφετηρία όλες αυτές τις ιδέες, δεν θα καταφέρουμε να φτάσουμε σ’ αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε εμπειρία της Νάρνια. Δεν θα σταματήσω να επαναλαμβάνω ότι η αφηρημένη γλώσσα της θεολογίας, οι εννοιολογικές περιπλοκές και οι φαινομενικές αντιφάσεις που συχνά απαντώνται στη Νάρνια, είναι το αποτέλεσμα της αναζήτησης για μια γλώσσα που θα εκφράσει κατάλληλα μια νέα αίσθηση για το τι είναι δυνατό. Όσο περισσότερο ασχολούμαστε με τις περιπλοκές, τόσο περισσότερο κινδυνεύουμε να χάσουμε αυτή την αίσθηση του δυνατού. Δεν μπορούμε να την ανανεώσουμε απλά προσπαθώντας. Μπορούμε όμως να μπούμε στον δρόμο της εκ νέου ανακάλυψής της, αφήνοντας κατά καιρούς τη φαντασία μας ελεύθερη.
Όταν τα παιδιά στέλνονται πίσω στον δικό τους κόσμο στο τέλος του Ταξιδιώτη (ένα τέλος, όπως είδαμε, εξαιρετικά φορτισμένο και έντονο: «Θλιβερό; Όχι!»), η Λούσυ διαμαρτύρεται (σ. 541):
«Μα ξέρεις, δεν το λέω για τη Νάρνια» είπε κλαίγοντας η Λούσυ. «Για σένα το λέω. Δεν θα σε ξαναδούμε πια. Και πώς μπορούμε να ζούμε χωρίς ποτέ να σε συναντάμε;»
«Μα θα με συναντήσετε, αγαπητή μου» είπε ο Ασλάν.
«Δηλαδή… δηλαδή υπάρχεις και στον κόσμο μας;» είπε κομπάζοντας ο Έντμουντ.
«Υπάρχω», είπε ο Ασλάν. «Μόνο που έχω άλλο όνομα. Πρέπει να μάθετε να με αναγνωρίζετε με αυτό το όνομα. Γι’ αυτό σας έφερα στη Νάρνια: να με γνωρίσετε εδώ για λίγο, ώστε να μπορείτε να με γνωρίσετε εκεί περισσότερο».
Ο αναγνώστης έρχεται στη Νάρνια για λίγο, για να μπορέσει στη συνέχεια να γνωρίσει τον Ασλάν καλύτερα σε αυτόν τον κόσμο. Στις σελίδες αυτού του βιβλίου προσπαθήσαμε να διασφαλίσουμε ότι οι πόρτες ανάμεσα στους δύο κόσμους λειτουργούν σωστά, ούτως ώστε να μπορέσουμε να μοιραστούμε αυτή την αργά αναπτυσσόμενη επίγνωση γι’ αυτό το κάτι που διαρκώς ανακαλύπτουμε και ξανα-ανακαλύπτουμε και όμως παραμένει νέο. H Στέλλα Γκίμπονς, στο δοκίμιό της όπου έχω παραπέμψει ήδη αρκετές φορές, μιλά για την έκπληξή της όταν στην τελευταία σελίδα της Τελευταίας μάχης «το μεγάλο λιοντάρι… παίρνει ένα κεφαλαίο Α: “Και καθώς Αυτός μιλούσε, έπαψε να τους φαίνεται πια για λιοντάρι”». «Καθαρή έκπληξη, σαν να ξεπήδησε από τη σελίδα κρύο νερό». Ο Λιούις δεν θα μπορούσε να είχε ζητήσει καλύτερη αντίδραση απ’ αυτή την έκπληξη –την έκπληξη της απροσδόκητης επιστροφής στο σπίτι μας, καθώς ο κόσμος του Λιονταριού αποκαλύπτεται μια για πάντα ως ο κόσμος ο δικός μας.
(Εκδ. ΙΩΝΑΣ)
Θεματολογικές ετικέτες