Ὅπως καί ἄν ὀνομάζεται σήμερα ὁ λόγος περί Θεοῦ, εἴτε Ἐπιστήμη, εἴτε Φιλοσοφία, εἴτε Θεολογία, εἴτε Μεταφυσική, ἀναγνωρίζει πλέον ὅτι γιά τό Ὑπερβατικό μπορεῖ νά μιλήσει μονάχα ὁ Ὑπερβατικός.
Ὁ Λόγος-λογική δεν πιστεύει πλέον ὅτι εἶναι “τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ πρεσβύτατος” – δέν θέλει νά εἶναι μυθολογική, ἀλλά ἐνσυνείδητη λογική ἐρώτηση τοῦ ἀνθρώπου περί τοῦ ἑαυτοῦ του. Ἡ λογική δέν κατανοεῖ, ἀλλά οὔτε καί διαψεύδει τήν πίστη. Δέν θέλει νά εἶναι οὔτε ὀρθολογισμός, οὔτε πολυλογία· ἀλλά λόγος φιλόθεος, ἐρευνητής καί ἀκροατής τοῦ ὑπερβατικοῦ Λόγου. Ἔργο τῆς λογικῆς εἶναι ἡ καταξίωση τοῦ χρονικοῦ καί πεπερασμένου ἐμπρός εἰς τό Αἰώνιο καί Ἀπέραντο. Ἡ λογική εἶναι ὁ ἀκούραστος “μάγος” πού μέ ἐπιμονή μπροστά στήν γοητεία ἑνός ὁδηγητικοῦ συμβόλου, διασχίζει ἐρήμους, ἀνεβαίνει στά βουνά, κατέρχεται στίς κοιλάδες, παλεύει μέ τίς δυσκολίες καί τήν ἀπογοήτευση, ἐλπίζοντας καί ἀγωνιζόμενη νά βρεῖ αὐτό πού προσδοκᾶ, ἀλλά καί συγχρόνως μένοντας καί στήν ἀβεβαιότητα.
Σάν “μάγος” ἡ λογική δέν ἀνεβαίνει στόν οὐρανό, ἀλλά περπατᾶ στήν γῆ ἐγκαταλείποντας τόν κόσμο τῆς πατρίδος καί ἀκολουθώντας “αὐτοῦ τόν ἀστέρα” βρίσκει τόν Θεό πού ἔγινε ἄνθρωπος. Μιά τέτοια λογική δέν εἶναι ἐκπορθητής, οὔτε νομάς, ἀλλά προσκυνητής.
Ἡ λογική εἶναι προϋπόθεση καί προεργασία κάθε σχέσεως. Σχέση δέν σημαίνει μόνο νά ἐρωτῶ, ἀλλά συγχρόνως καί νά ἐρωτῶμαι, δέν εἶναι μονάχα τό νά κατανοῶ, ἀλλά ἐξίσου καί τό, νά ἐννοοῦμαι ἀπό ἄλλους.
Συνείδηση τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι νά “κατέχω” τόν Θεό, ἀλλά νά “κατέχομαι” ὑπό τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος καί μοῦ ἐπιτρέπει αὐτή τήν συνειδητοποίηση. Ὁ Θεός καί ὁ ἄνθρωπος βρίσκονται πάντοτε “ἐν σχέσει”, πρᾶγμα πού εἶναι τό κύριο χαρακτηριστικό τους. Ἡ σχέση ὅμως τῶν ἀνθρώπων μέ τόν Θεό δέν εἶναι ἀλλά ὀφείλει νά γίνει “πλήρως ἀναμφίβολος”. Οὔτε ἡ ἀπόκτηση, οὔτε ἡ γνώση, ἀλλά ἡ ἀφοσίωση καί ὁ τρόπος ζωῆς εἶναι ἡ οὐσία τῆς σχέσεως τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό· στήν πράξη γίνεται φανερή, ἡ ὕπαρξη ἤ ὄχι, ἑνός συνεργάτη καί δασκάλου, ἑνός συνοδοῦ καθοδηγητῆ. Στόν καινούργιο προσανατολισμό στήν θρησκευτική ζωή φαίνεται ἡ πραγματική προοπτική τῆς σχέσεως μέ τόν Θεό· ἀπό τήν ἀσφαλῆ μεθοδικότητα τῆς πορείας.
Στόν ἄνθρωπο κάνει φανερή τήν ἐπαφή του ὄχι, μέ τό ἀόριστο “ἀπόλυτο”, ἀλλά μέ τόν ζώντα Θεό, ἡ εὐθύνη τῆς φιλίας· ὁ τρόπος ζωῆς καί ὄχι οἱ γνώσεις· ἡ ποιότητα τῆς σχέσης καί ὄχι τό ἀπόκτημα. Σάν ἀγαπημένος μεγάλος ἀδελφός καί ὄχι σάν μεταφυσικός ὅρος, ὁ Θεός συμπαρίσταται στόν ἀγῶνα τοῦ ἀνθρώπου πού βρίσκεται στόν κόσμο καί “ἐν χρόνῳ”.
Ὁ Θεός δέν εἶναι “μηδενικό ἄπειρο”, ἀλλά φίλος στό πλευρό τοῦ ἀνθρώπου πού ἀγωνίζεται νά διακρίνει τά χνάρια τῆς ὁδοῦ πού ὁδηγεῖ στήν Ζωή καί τά ὁποῖα καλυφθήκανε ἀπό “τό χιόνι τῆς ἀμφιβολίας”. Αὐτή ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι φιλοσοφική περιγραφή τῆς “οὐσίας” του, ἀλλά κοπιώδης ἐπίγνωση τῆς ἀγάπης του. “Ὁ μή ἀγαπῶν οὐκ ἔγνω τόν Θεόν, ὅτι ὁ Θεός ἀγάπη ἐστίν”. Ἡ γνώση τοῦ ἀνθρώπου περί τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἔμπνευση πού ὁ ἴδιος ὁ Θεός ἐμβάλλει στόν ἄνθρωπο νά ἀγωνίζεται νά καταξιωθῆ μπροστά στά “μάτια” τοῦ Θεοῦ.
Ἀποτέλεσμα (σκοπός) τῆς λογικῆς εἶναι ἡ ἐρώτηση, ἀποτέλεσμα (σκοπός) ὅμως τῆς ἐρώτησης εἶναι ἡ πίστη. Ἡ ἐρώτηση δέν καταργεῖ τήν λογική καί δέν καταργεῖται ἀπό τήν πίστη, ἀντιθέτως βοηθεῖ καί τήν λογική καί τήν πίστη νά μή μείνουν στά αὐτονόητα. Σάν σκοπός τῆς λογικῆς ἡ ἐρώτηση δέν σημαίνει ἐξάρτηση, ἀλλά συνειδητοποίηση τῶν ὁρίων τῆς ἐρώτησης. Οἱ ἐρωτήσεις εἶναι ἀνεξάντλητες, ἀλλά μέσα σέ ἕνα “πεπερασμένο” κόσμο. Ἡ πίστη ὑπερβαίνει τήν ἐρώτηση, ἀλλά δέν τήν συντρίβει. Ἡ ἐρώτηση ἄλλωστε εἶναι προϋπόθεση γιά τήν ἐμφάνιση τῆς πίστεως. Ἡ πίστη παραμένει ἐν ἰσχύει μόνον ὅταν μπορεῖ νά ὑπερβεῖ τήν ἐρώτηση. Ὁ ἀγῶνας εἶναι τό οὐσιαστικό στοιχεῖο τῆς ὕπαρξης της, ὄχι ὁ ὕπνος τῆς βεβαιότητας. Ἡ πίστη εἶναι ὑπέρβαση τῆς ἐρώτησης, ἀλλά ἡ ἐρώτηση κρατάει σέ ἐτοιμότητα τήν πίστη.
Ὅταν ἡ πίστη εἶναι ἀγῶνας ἀνακάλυψης καί ὄχι κληρονομιά, ὄταν εἶναι καταστάλαγμα μέσα ἀπό τήν φωτιά τῆς ἀμφιβολίας, τότε εἶναι τό ἀποφασιστικότερο τόλμημα. Στήν πίστη ὁ ἄνθρωπος ἀρνεῖται τόν ἄνθρωπο, ἡ λογική σιωπᾶ, ὁ ἐγωϊσμός ὑποτάσσεται, ἡ σκέψη τελειώνει. Μέσα στήν ἀπάρνηση καί τήν σιωπή, στήν ταπείνωση καί τήν ἐξουδένωση ὁ ἄνθρωπος συνειδητοποιεῖ, ὄσο ποτέ ἄλλοτε, τήν φευγαλέα πραγματικότητα τῆς ὕπαρξης καί τήν ἀξία της. Ἡ αὐτοσυνειδησία στήν ὁποία ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο ἡ πίστη, εἶναι ἡ προϋπόθεση τῆς πραγματικῆς ἐλευθερίας ἀπό τόν ἑαυτό του. Ἡ πίστη εἶναι τό σύνορο τῆς πρόσκαιρης ὕπαρξης καί τῆς αἰώνιας. Ἡ πίστη “χτυπᾶ τήν πόρτα” τῆς αἰωνιότητος καί τοῦ ἀνοίγεται, ὁ ἄνθρωπος ὄντας μέσα στό παροδικό, οὐσιαστικά τό ξεπερνάει. Ὁ χρόνος διά τῆς πίστεως μετέχει στήν αἰωνιότητα. Αὐτή ἡ μετοχή δέν εἶναι ἀλλαγή τῆς οὐσίας του ἀλλά εἶναι ὑποδοχή τῆς ἁγιότητος, δέν εἶναι μετουσίωση ἀλλά καταξίωση. Ἡ πίστη δέν εἶναι θέωση, ἀλλά ἀξιολόγηση τῆς ζωῆς καί καταξίωσή της, ὄχι κατοχή της.
Ἡ πίστη εἶναι ἕνα φοβερό παράδοξο. Τό πέρα ἀπό τήν λογική ὑπόσχεται τήν ἀλήθεια. Φόβος καταλαμβάνει τήν λογική· κάθε πιστόν πού βρίσκεται ἀκόμα στόν κόσμο. Ὑπάρχει ἀλήθεια σέ ὅ,τι ἡ λογική δέν τό ἐπαληθεύει; Ἡ πίστη εἶναι τό ἀδιανόητο τό ἀναπόδεικτο τό ἀναντίρρητο, εἶναι μιά ὑπόσχεση. Ἀρχίζει ἐκεῖ πού σταματᾶ ὁ λογικός συνειρμός. Μιλάει ὅταν σιωπᾶ ἡ σκέψη. Παραδίνεται μόνον σ᾿ αὐτόν πού τῆς ἔχει ἤδη παραδοθεῖ. Ἡ πίστη εἶναι τό μυστήριο τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης. Ἡ λογική καταργεῖται καί ταυτοχρόνως “ἀφουγκράζεται” τήν ἀπάντηση γιά τήν ὁποία ἀγωνίσθηκε. Ἡ ἀπάντηση εἶναι ἀκατάληπτη καί ἡ σκέψη δέν τήν κατανοεῖ ἀλλά διαισθάνεται τήν ἀλήθεια της. Καταλαβαίνει ὅτι δέν εἶναι ἡ σκέψη τό σπουδαιότερο, ἀλλά ὅτι ὑπάρχει μία σκέψη ὑπερτέρα κάθε σκέψεως ἡ ὁποία καί νοηματοδοτεῖ τά πάντα καί εἶναι ἡ ἀπάντηση κάθε ἐρωτήσεως.
Πίστη εἶναι ἡ διαφορά ἀνάμεσα στήν ὑποκειμενική πεποίθηση καί στήν ἀντικειμενική βεβαιότητα. Ἄν ὁ Θεός εἶναι ἀντικειμενική γνώση, τότε δέν πιστεύω (ἐμπιστεύομαι)· ἐπειδή ὅμως αὐτό δέν γίνεται, ὑποχρεοῦ-μαι νά πιστεύω. Ἡ μαθηματική ἀπόδειξη εἶναι ἄτεγκτη ἐπιβολή τῆς πραγματικότητος πού κυριαρχεῖ στόν κόσμο, ἀλλά τό οὐσιαστικότερο στοιχεῖο τοῦ πνεύματος εἶναι ἡ ἐλευθερία, ἡ ὁποία εἶναι ἡ ἀπόρριψη κάθε ἀναγκαιότητος. Ἡ πίστη εἶναι ὁ μεγαλύτερος ἡρωϊσμός τοῦ ἀνθρώπου μπροστά στήν ἐγγύτατη “ἀπουσία” τοῦ Θεοῦ. Πίστη εἶναι ἡ ἐλεύθερη “ἄνοδος” στόν οὐρανό τοῦ Θεοῦ, πού συνεχίζει νά ἀνέρχεται μόνον ἐφ᾿ ὅσον ἄγρυπνα ἀγωνίζομαι, ἐφ᾿ ὅσον ἡ ἐλευθερία μου ἐπιδιώκει τό ξεπέρασμα τῆς ἀναγκαιότητας· παρ᾿ ὅλο πού συγχρόνως, παρ᾿ ὅτι ἡ ἀναγ-καιότητα “ξεπερνιέται”, οὐδέποτε ἐκμηδενίζεται ὁλοσχερῶς.
Ἡ πίστη δέν εἶναι ὑποδιαίρεση τῆς γνώσης, δέν τήν συμπληρώνει δέν ἐπαυξάνει τά ὅσα ξέρω, δέν ὑπηρετεῖ τήν γνώση.
Γνώση εἶναι μιά μορφή ἠρεμίας καί ἱκανοποιήσεως πού ἐπιδιώκει τήν αὐτάρκεια, ἔχει σύμβολό της τήν ὁλοκληρία τοῦ κύκλου καί σκοπό της τήν ὑπηρεσία τοῦ ἀνθρώπου.
Πίστη εἶναι ἡ κίνηση γιά ξεπέρασμα τῶν ὁρατῶν πού ἐπιδιώκει τήν ἁπλότητα, ἔχει σύμβολό της τό βέλος καί σκοπό της τήν ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ.
Στό χῶρο τῆς γνώσης ἀντιπαρατίθεται ὁ ὑποκειμενισμός μέ τήν ἀντικειμενική κατάσταση, τό πρόσωπο πρός τά πράγματα.
Σκοπός εἶναι νά κυριαρχήσει τό ὑποκείμενο στά ἔξω, ἡ γνώση τοῦ προσώπου στά πράγματα. Στήν πίστη ἀντιπαρατίθενται δύο πρόσωπα, καί τό οὐσιῶδες εἶναι νά ἀποκτήσουν σχέση καί ἀμοιβαιότητα ἀγάπης.
Στήν ἀνθρώπινη γνώση ἐνδιαφέρει ἡ ἀντικειμενικότητα καί ἡ ἀλήθεια τῆς ἐρεύνης, καί ὄχι ἡ ὕπαρξη αὐτοῦ πού διεξήγαγε τήν ἔρευνα.
Στήν πίστη ἐνδιαφέρει ἡ ἐγκυρότητα αὐτοῦ ὁ ὁποῖος προτείνει (τά πιστευόμενα) σέ ἄλλα συγκεκριμμένα ὑπεύθυνα πρόσωπα. Ἀλλοιῶς ὅταν ἡ πίστη καταντήσει μιά αὐτοϊκανοποιητική γνώση, τότε γίνεται δεισιδαιμονία, φαντασιακή κατάκτηση τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν παροδικό ἄνθρωπο.
Ὅταν ἡ πίστη εἶναι ἐλεύθερη ἀπό τήν γνώση, δέν χρειάζεται τίς μεθόδους τοῦ ἐπιστημονικοῦ κύρους γιά νά ζήσει. Πίστη εἶναι ὁ βαθύτατος ἐσωτερικός συγκλονισμός τῆς ὕπαρξης τοῦ ἀνθρώπου, μπροστά στόν αἰώνιο Θεό. Εἶναι ἡ ὁλοκληρωτική συναρπαγή τῆς προσωπικότητας ἀπό τόν Θεό, πρᾶγμα στό ὁποῖο δέν χωρᾶ ἀπόδειξη. Ὅταν ὁ Θεός ἀναμοχλεύει τά βάθη τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου κάθε ἀπόδειξη εἶναι περιττή. Μόνον κούφιοι ἄνθρωποι ζητοῦν νά ἀποδείξουν ὅτι δέν τούς ἀνήκει. Ὅταν κάποιος πετάει, χρειάζεται νά τό ἀποδείξει;
Ἡ πίστη, οὐράνια καί ἐρευνητική, ταπεινή μπροστά στόν Θεό καί μέ ἀξιοπρεπή εὐθύνη, ξεπερνάει τά τείχη τοῦ χρόνου, ζητώντας μέ κάθε θυσία, νά βρεῖ τό οὐσιαστικό νόημα τῆς ζωῆς. Ζεῖ σάν ἐνθουσιασμός καί ὑπέρβαση σάν ἀγωνιζομένη ἐλευθερία χάριν τῆς ἐλευθερίας τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἀγαπᾶ καί ἀγαπᾶται.
Ἡ πίστη εἶναι τό διαφορετικό καί συγχρόνως ἡ ὁλοκλήρωση τῆς λογικῆς. Σάν λογική τοῦ ὑπέρλογου Θεοῦ, ἡ πίστη δέν εἶναι λογική ἀπόδειξη, ἀλλά ὑπακοή. Δέν εἶναι ἐρευνητική στάση, ἀλλά συναρπαγή. Δέν εἶναι κατάλειξη συλλογισμοῦ, ἀλλά εὐθύνη. Πίστη εἶναι ἀγώνας καταξίωσης, εἶναι αὐτοσκοπός χωρίς νά εἶναι ἡ κατ᾿ ἐξοχήν εὐτυχία στόν κόσμο αὐτόν.
Κυρίως ἡ πίστη εἶναι ἀνάβαση καί ἡ ἀνάβαση εἶναι νίκη κατά τῆς βαρύτητας καί ἀγώνας καί κόπος. Ἡ μετάβαση ἀπό τό ἐγώ στό ΣΥ καί ἡ ἀξιολόγηση τοῦ ΣΥ σάν προτεταιότητας, ἡ εὐθύνη τῆς σχέσεως μέ τό ΣΥ καί ἡ μετάλλαξη τοῦ “θέλω” σέ “γενηθήτω”εἶναι ἡ ἐπιδίωξη, ἡ ἀξία καί ἡ καταξίωση τῆς πίστεως.
Ἡ πίστη καταξιώνεται ὄχι σάν ἀπόκτημα ἀλλά σάν πρόσκτηση, ὄχι σάν ἕνα στιγμιαῖο γεγονός τῆς ζωῆς ἀλλά σάν ἐξ ἀρχῆς ἐπιδιωκομένη ἀξία. Πίστη εἶναι ἀγώνας νά πιστεύω. Ἡ πίστη σχετίζεται μέ τήν ἀπιστία. Ἡ πίστη δέν εἶναι τό ἀντίθετο τῆς ἀπιστίας ἀλλά καί οἱ δυό εἶναι “ὁμοούσιες”. Ἀπιστία εἶναι ἐκείνη ἡ πίστη πού χαίρεται τήν αὐτάρκεια. Πίστη εἶναι ἐκείνη ἡ ἀπιστία πού ἀγωνίζεται νά ξεπεράσει τόν ἑαυτό της. Ἡ πίστη δέν δωρίζεται, κατακτιέται· ἀναλόγως μέ τόν ἀγώνα καί μέ τήν δύναμη τοῦ ἀγώνα.
Ἡ ἐλευθερία εἶναι ἡ ἀξία τῆς πίστεως καί ὁ ἀγώνας της καί συγχρόνως ὁ κριτής της. Ἐν τούτοις ἡ πίστη ὡς κατάκτηση καί ὄχι ὡς παροχή δέν εἶναι ἄμεσο ἀποτέλεσμα τῆς θέλησης τοῦ ἀνθρώπου. Δέν πιστεύουμε εὐθύς ἀμέσως ὅταν ἐπιθυμήσουμε νά πιστεύσουμε. Δέν εἶναι ἡ ἐπιθυμία ἡ μητέρα που γεννᾶ τήν πίστη. Πίστη εἶναι ἡ ἀμοιβή-ἀποτέλεσμα τῆς ἐλευθερίας ἀπ᾿ ὅλα. Δέν ἀνατέλει σέ ὅσους ἐπιθυμοῦν τήν “ἀνατολή” της ἀλλά σέ ὅσους πορεύονται πρός τήν ἀνατολή. Τό μέγεθος τῆς πίστεως δέν εἶναι ἀνακάλυψη, οὔτε δῶρο, εἶναι ἐπιβράβευση. Ἡ πίστη δέν ἔρχεται σ᾿ αὐτόν πού τήν περιμένει, ἐκείνη περιμένει τό ἐρχόμενο. Οὔτε ἡ, βάσει ἀποδείξεων, ἀξιολόγηση, οὔτε ἡ αὐτονόητη πεποίθηση εἶναι πίστη. Λογική καί ἀναμφίβολη γνώση, εἶναι σκαλοπάτια τῆς πίστεως.
Πίστη στόν Θεό δέν εἶναι ἡ πλέον ἀφελής βαθμίδα τῆς πλατωνικῆς γνωσιολογίας· δέν εἶναι κάποιο εἶδος πίστεως, οὔτε κάποιο εἶδος γνώσεως ἀλλά ἕνα εἶδος ἁγώνα. Ἡ πίστη δέν εἶναι ἀναπόδεικτη μεταφυσική, εἶναι συνεχές ξεπέρασμα καί τῆς λογικῆς καί τῆς ἔλλειψης λογικῆς. Γι᾿ αὐτό δέν γίνεται ποτέ ἀναντίρρητη βεβαιότητα, γίνεται ἀναιρούμενη ἀμφιβολία. Δέν εἶναι παραζάλη τῆς αὐτοπεποιθήσεως τῆς λογικῆς, ἀλλά ξύπνημα τῆς ἀμβιφολίας τῆς λογικῆς γιά τόν ἑαυτό της. Ἡ ἀμφιβολία εἶναι τό ξημέρωμα τῆς πίστεως καί τό κριτήριο τῆς ἀξίας-ποιότητός της.
Ἡ βαθύτητα τῆς πίστεως ἐξαρτάται ἀπό τήν βαθύτητα τῆς ἀμφιβολίας τήν ὁποία προσπαθεί νά ὑπερνικήσει. Ἡ ἀμφιβολία εἶναι ἡ πιό βαθειά πηγή μιᾶς τίμιας πίστεως, εἶναι ἀπαραίτητη προϋπόθεση τῆς αὐτοσυνειδησίας τῆς πίστεως. Ἡ ἀμφιβολία δέν εἶναι τό ἀντίθετο τῆς πίστεως ἀφοῦ πίστη δέν εἶναι ἀπλά ἡ παθητική παραδοχή τοῦ ἀπίστευτου, ἀλλά ὁ ἀγώνας ἀνάμεσα στό ἐγώ καί τήν ἀμφιβολία, ὅταν τό ἐγώ βρίσκεται μπροστά στόν Θεό. Μέσα της ἔχει ἡ πίστη τήν ἀμφιβολία γιά τήν πίστη καί μόνον τότε εἶναι ζωντανή καί “ἐν ἐγρηγόρσει” ὅταν ὑπερνικᾶ τήν ἀμφιβολία ξεχνώντας διαρκῶς τόν ἑαυτό της. Ἐξ αἰτίας τῆς ἀμφιβολίας ἡ πίστη ἀγρυπνεῖ, γνωρίζει ὅτι σκοπό ἔχει νά ὑπερβεῖ τό τέρμα καί ἀντιλαμβάνεται τήν εὐθύνη τῆς τόλμης της.
Ἡ πίστη εἶναι τό μόνο οὐσιαστικό παράδοξο στόν κόσμο. Δέν ἐξαφανίζει τίς ἐρωτήσεις τῆς ἀμφιβολίας ἀλλά τίς ὁδηγεῖ στήν συνειδητοποίηση (ἀπό μέρους τους) τῆς σχετικότητάς τους. Ὁ λόγος τῆς πίστεως δέν διαλύει τήν λογική οὔτε προσπαθεί νά τῆς ἀποδείξει τήν ἀλήθεια του (ἀφοῦ ἡ πίστη δέν εἶναι ἀπό αὐτόν τόν κόσμο) ἀλλά τῆς ὑποδεικνύει τήν ταυτότητά της καί τά ὅρια τῆς δικαιοδοσίας της. Δέν εἶναι ἡ λογική ἀλλά ὁ “ὀρθολογισμός” ὁ ἀρνητής τῆς πίστεως. Δέν εἶναι ἡ πίστη ἀλλά ἡ μισαλλοδοξία ἐχθρός τῆς λογικῆς. Rationalismus ὅμως καί fideismus δέν εἶναι οὔτε λογική οὔτε πίστη. Λογική καί πίστη δέν εἶναι ἀντίπαλοι, εἶναι συναγωνιστές στήν προσπάθεια νά ὑπερπηδηθεῖ τό τέρμα. Ἡ λογική προετοιμάζει τήν ἐμφάνιση τῆς πίστεως καί τῆς διδάσκει κατόπιν τήν εὐθύνη της.
Ἡ πίστη βοηθᾶ τήν λογική νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τόν ἔμφυτο ἐγωισμό της. Ἡ λογική εἶναι ἡ “φάτνη” καί συγχρόνως ἡ δοκιμασία τῆς πίστεως. Ἡ πίστη δέν θέλει νά ἀκυρώσει ἀλλά νά ὁλοκληρώσει τήν λογική. Στήν συνειδητή καί ἀγνωνιστική πίστη, πού δέν ἔχει σκοπό τήν κατάκτηση τοῦ Θεοῦ ὑπό τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά τήν καταξίωση τοῦ ἀνθρώπου διά τοῦ Θεοῦ, ἐνσαρκώνεται τό οὐσιαστικό νόημα τῆς ἀνθρώπινης ὑπάρξεως.
Ἡ πίστη εἶναι τό μέγιστο μάθημα τῆς πνευματικῆς ζωῆς.
Εἶναι ἡ πλοκή τοῦ φοβοῦ μπροστά στόν Θεό
τῆς δεήσεως πρός τόν Θεό
τοῦ σωστοῦ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Ὅταν ἡ πίστη στόν ἀγώνα της πρός ὑπέρβαση τοῦ προσωρινοῦ ἐρωτᾶ, φανερώνει τήν ἀγωνιστική εὐθύνη τῆς ἐλευθερίας της. Ἡ ἐρώτηση εἶναι τό πνεῦμα μαθητείας τῆς πίστεως. Ἡ δυσπιστία τῆς πίστεως για τόν ἑαυτό της, ἐπιζητεῖ καί ἐκφράζει τήν ἐμπιστοσύνη πρός τόν Θεό.
Πιστεύω Κύριε βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ.
Θεματολογικές ετικέτες