«Οι δίκαιοι έχουν ως οδηγό την ακεραιότητά τους» (Παρ. 11: 3.6)
Εάν στις αρχές τις δεκαετίας του ’70 τύχαινε να γνωρίσει κάποιος τον αρχιμανδρίτη Μελέτιο Καλαμαρά-Βελανιδιώτη και πιθανολογούσε τη μελλοντική του σταδιοδρομία, θα τον έβλεπε ηγούμενο σε μονή του Αγίου Όρους ή γέροντα μικρότερης συνοδείας στον ίδιο τόπο. Αυτή τη σταδιοδρομία είχαν τότε ιερομόναχοι σαν τον π. Μελέτιο και αυτό προσδοκούσαν οι νεότεροι από όσους τον γνώριζαν. Γύρω από προσωπικότητες σαν τη δική του άρχισαν να συγκροτούνται ομάδες από νέους ανθρώπους που ανακάλυπταν τους Πατέρες, τον μοναχισμό και τη λειτουργική ζωή. Στις ομάδες αυτές κυριαρχούσε η ανανεωτική ατμόσφαιρα της θεολογίας που εμφανίστηκε μετά την κρίση του ευσεβισμού το 1960 και γινόταν λόγος για ησυχασμό, παλαμική θεολογία, άσκηση και θέωση. Με αυτά έδεσε και η επελθούσα Μεταπολίτευση, που για τους νέους χριστιανούς σηματοδοτούσε το τέλος των οραμάτων του ευσεβισμού για μια εκσυγχρονισμένη εκκλησία στα πλαίσια του αστικού πολιτισμού. Η τελευταία γραφική προσπάθεια διαψεύστηκε κατά τα χρόνια της επτάχρονης δικτατορίας στην Ελλάδα των Ελλήνων Χριστιανών.
Ήταν τότε που η Ιεραρχία είχε βιαίως εξευσεβιστεί σε μεγάλο ποσοστό και είχε διαιρεθεί σε “πρεσβυτέρα” και “νεοτέρα”. Στην “πρεσβυτέρα” κυριαρχούσε ο τύπος επισκόπου ανώτερου αξιωματούχου του κράτους. Αυτό σήμαινε μια περισσότερο στατική και διαχειριστική στάση των εκκλησιαστικών πραγμάτων μέσα στα καθιερωμένα πλαίσια της κρατικής ιδεολογίας, όπως διαμορφώθηκαν από τη στενή σχέση εκκλησίας και κράτους. Αντίθετα στη “νεοτέρα”, που αποτελούνταν από στελέχη του ευσεβισμού, στα ίδια πλαίσια της κρατικής ιδεολογίας, κυριαρχούσε ο τύπος επισκόπου ανανεωτή της εκκλησιαστικής ζωής, στα πλαίσια όμως ενός ξεπερασμένου αστικού εκσυγχρονισμού. Ήταν επόμενο της πορείας του ευσεβισμού, που από κίνημα εκσυγχρονισμού, επί έναν περίπου αιώνα, κατέληξε μετά την πολιτιστική επανάσταση του ’60 σε φορέα αντίδρασης σε κάθε προσπάθεια ανανέωσης, σύνηθες φαινόμενο για εκσυγχρονιστικά κινήματα κατα την εκπνοή τους. Με πρόσχημα την αποχουντοποίηση, που ποτέ δεν έγινε, έχουμε το 1974 ένα τελικό ξεκαθάρισμα λογαριασμών μεταξύ των δύο ομάδων, “πρεσβυτέρας” και “νεοτέρας”, που πρωταγωνίστησαν κατά τις δύο φάσεις της δικτατορίας, υπέρ της “πρεσβυτέρας”. Στη Μεταπολίτευση εγκαινιάστηκε από το κράτος νέα εκκλησιαστική πολιτική με κύριο γνώρισμα την αδιαφορία απέναντι στα εκλησιαστικά πράγματα. Ο μειωμένος ρόλος της Ιεραρχίας στον δημόσιο χώρο συρρίκνωσε και το ρόλο του μητροπολίτη αξιωματούχου του κράτους, ενώ ο απολιθωμένος συντηρητισμός των ευσεβιστών ποιμένων δεν έβρισκε θέση στη νέα πολιτική και πολιτισμική πραγματικότητα. Με τον νέο Καταστατικό Χάρτη του 1977 επιβεβαιώθηκε η γραφειοκρατική οργάνωση της εκκλησίας, που είχε συντελεστεί στον Μεσοπόλεμο. Για λόγους πολιτικούς, κοινωνικούς και οργανωτικούς, σε αλληλεπίδραση και αλληλοπεριχώρηση, άρχισε να φαίνεται η αυτονόμηση της ιεραρχίας τόσο από την κοινωνία όσο και από το εκκλησιαστικό σώμα. Αυτού του συλλογικού σώματος θα είναι μέλος ο π. Μελέτιος για περισσότερο από τριάντα χρόνια.
Μια σταδιοδρομία σαν αυτή που αναφέρθηκε στην αρχή δεν ήταν για τον π. Μελέτιο. Η σχέση του με τις ανανεωτικές κινήσεις της εποχής δεν είχε αφετηρία τον ευσεβισμό και τους προβληματισμούς που γέννησε στους κόλπους του η κρίση του 1960. Είχε καρεί μοναχός στην μονή Βελανιδιάς της Καλαμάτας το 1954, σε ένα απομεινάρι του παραδοσιακού μοναχισμού, και είχε μαθητεύσει κοντά στον αείμνηστο π. Ιωήλ Γιαννακόπουλο, μεταφραστή της Παλαιάς Διαθήκης και μελετητή του Πασκάλ, του Κίρκεγκωρ και του Παπίνι. Μιλούσε τις κύριες ευρωπαϊκές γλώσσες και στη βιβλιοθήκη του, μαζί με τη Φιλοκαλία, για την δεύτερη έκδοση της οποίας είχε κοπιάσει διορθώνοντας τα δοκίμια, είχαν εμφανή θέση τα απομνήματα των εκδόσεων Herder στα βιβλία της Αγίας Γραφής. Η σχέση του με τους Πατέρες φαίνεται στη μετάφραση έργων του Διδύμου του Τυφλού[1], του Μ. Βασιλείου[2] και του Γρηγορίου του Θεολόγου[3]. Προς τα τέλη της δεκαετίας του ’70, άρχισε να μεταφράζει τα Πρακτικά της Ε΄ Ουκουμενικής Συνόδου από τη σωζόμενη λατινική τους μετάφραση που κυκλοφόρησαν αργότερα[4]. Ως Μητροπολίτης Νικοπόλεως φρόντισε για την έκδοση των σχολίων του Νικηφόρου Καλλίστου Ξανθοπούλου στην Κλίμακα[5]. Η σχέση του με τη σύγχρονη θεολογία φαίνεται στη μετάφραση της Θέας του Θεού του Βλ. Λόσκι[6] και άρθρων του π. Γ. Φλορόφσκι με τίτλο Ανατομία προβλημάτων πίστεως[7]. Ο μοναχισμός, οι Πατέρες και η λειτουργική ζωή δεν ήταν για τον π. Μελέτιο ανακάλυψη της εποχής, αλλά οργανική συνέχεια και προσωπικό βίωμα. Ταυτόχρονα ένας απολογητικός τόνος και μια επιλεκτική χρήση των χριστιανών διανοουμένων της Δύσης, κληρονομιά του π. Ιωήλ, θα συνοδεύουν τη σκέψη του σ’ ολόκληρη τη ζωή του.
Ένα στοιχείο που τον ξεχώριζε από τους άλλους γέροντες της εποχής ήταν η θέση του στην εκκλησιαστική γραφειοκρατία. Από το 1968 διορίστηκε γραμματέας της επιτροπής επί των Εξωτερικών της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος. Η γλωσσομάθειά του, και ιδιαίτερα η γνώση των ρωσικών, έπαιξαν εδώ αποφασιστικό ρόλο. Από τη θέση αυτή υπηρέτησε με συνέπεια τις διορθόδοξες και διαχριστιανικές σχέσεις της εκκλησίας. Δεν υπήρξε μόνο διεκπεραιωτής υπάλληλος και μέλος των επίσημων αντιπροσωπειων της εκκλησίας μας, αλλά κάτι πολύ περισσότερο. Καρποί αυτής της διακονίας του είναι οι εισηγήσεις της εκκλησίας μας προς τη Μέλλουσα Πανορθόδοξο Σύνοδο για το Γάμο και το ημερολόγιο που συντάχτηκαν, κατόπιν ανάθεσης, από τον ίδιο, έγιναν αποδεκτές και εκδόθηκαν από την Ιερά Σύνοδο[8]. Η έγνοια του για τις διορθόδοξες σχέσεις συνεχίστηκε και μετά τη χειροτονία του σαν επίσκοπο, όπως φαίνεται από τη συμμετοχή του στις Β΄ (1982) και Γ΄ (1986) προσυνοδικές διασκέψεις και ειδικότερα με τη συμβολή του στη σύνταξη του οριστικού κειμένου σχετικά με το θέμα της νηστείας. Το ίδιο συνέβη και με τη συμμετοχή του στο διάλογο με τους Αντιχαλκηδονίους και τη συμβολή του στην υπογραφή της καθοριστικής για την περαιτέρω πορεία του Β΄ Κοινής Δήλωσης (Γενεύη 1990).
Τρεις συνιστώσες λοιπόν καθορίζουν τη σταδιοδρομία του π. Μελετίου. Η μοναχική του αφιέρωση, η ένταξή του στον άγαμο κλήρο της εκκλησίας μας και η θέση του στην εκκλησιαστική γραφειοκρατία. Ο π. Μελέτιος υπήρξε μοναχός, Αρχιμανδρίτης και συνοδικός γραμματέας. Το να εκλεγεί μητροπολίτης δεν είναι κάτι που πρέπει να ξαφνιάζει, αλλά πρέπει να κατανοείται ως συνέχεια και οργανική κατάληξη των παραπάνω συνιστωσών της σταδιοδρομίας των στελεχών της εκκλησίας μας. Οι παραπάνω συνιστώσες δεν είχαν το ίδιο βάρος στη συνείδησή του. Το μεγαλύτερο εξ αυτών ήταν η μοναχική του αφιέρωση. Είπε ο ίδιος: «Η κορυφαία και πιο ιερή στιγμή στη ζωή όλων μας είναι η στιγμή που βαπτιζόμαστε και παίρνουμε τη σφραγίδα του Χριστού. Εξ ίσου κορυφαία ιερή στιγμή για μένα ήταν η ημέρα που αφιέρωσα τη ζωή μου στον Χριστό και έγινα μοναχός»[9].
Στη μοναχική του αφιέρωση ο π. Μελέτιος έμεινε πιστός μέχρι τέλους. Προσευχή, νηστεία, ακτημοσύνη, μακριά από συγγενείς, εσωτερικευμένη αφοσίωση στους εκκλησιαστικούς θεσμούς. Στη μονή του παρέμεινε μέχρι την ουσιαστική διάλυσή της το 1959. Τότε, με τη χειροτονία του σε πρεσβύτερο, εντάχτηκε στον άγαμο κλήρο και διορίστηκε ιεροκήρυκας της Μητροπόλεως Μεσσηνίας. Άγαμος κληρικός-Αρχιμανδρίτης-Ιεροκήρυκας είναι ένα είδος-υβρίδιο στη νεότερη ιστορία της εκκλησίας μας, που αφορά ανθρώπους χωρίς οικογένεια, μοναχούς χωρίς αδελφότητα, πρεσβυτέρους χωρίς κοινότητα. Ίσως πρόκειται για το τραγικότερο εκκλησιαστικό τάγμα. Ενώ δεν έχουν θέση τακτικού εφημερίου, είναι εξοπλισμένοι με προνόμια υπεροχής έναντι του έγγαμου κλήρου. Είναι υποψήφιοι επίσκοποι, αλλά η σχέση τους με τον επίσκοπο είναι εύθραυστη, με αποτέλεσμα να γίνονται τα πρώτα θύματα κάθε ανατροπής. Εάν λάβει κανείς υπόψη του την πραγματικότητα αυτής της ιδιότητας, με τις κοινωνικές και τις ψυχολογικές παραμέτρους της, είναι να θαυμάζει πως ο π. Μελέτιος μπόρεσε, στα πάνω από είκοσι χρόνια που βρέθηκε σ’ αυτή τη θέση, να κρατήσει ισορροπίες μέσα του και στάση προς το περιβάλλον του τέτοια που ποτέ δεν φάνηκε σ’ αυτήν άκριτος ζηλωτισμός, χυδαίος φιλελευθερισμός, αλαζονική συμπεριφορά προϊσταμένου ή καταπιεσμένος καριερισμός. Αντίθετα, ήταν πάντοτε γεμάτος προσήνεια, καταδεκτικότητα, ταπείνωση και απέραντη καλοσύνη. Ακριβής τηρητής των παραδόσεων, ενημερωμένος, έτοιμος και ανοικτός σε κάθε συζήτηση.
Ο π. Μελέτιος δεν ξεχώρισε στη συνείδηση και στην πρακτική του ποτέ την ιδιότητα του Αρχιμανδρίτη από εκείνην του μοναχού και θεωρούσε αυτονόητη την ταύτισή τους. Θεωρούσε ότι κλειδί της ζωής του άγαμου κληρικού είναι η ασκητική ζωή. Από τις πρώτες φροντίδες του ως μητροπολίτου ήταν η ίδρυση της μονής του Προφήτου Ηλιού, για την εγκαταβίωση σ’ αυτήν των μαθητών του που τον ακολούθησαν στην Πρέβεζα και επιθυμούσαν να μονάσουν. Τη μονή εξόπλισε με θεσμούς για την απρόσκοπτη λειτουργία της σύμφωνα με την παράδοση και της άφησε κληρονομιά το “πιό τίμιο”, το ασκητικό του ήθος. Παρατηρούμε ταυτόχρονα και συνέχειες της ιδιότητας του άγαμου κληρικού όπως παραπάνω την αναφέραμε. Θα χειροτονήσει εκ των μοναχών της επισκοπής του κληρικούς, θα τους χειροθετήσει αρχιμανδρίτες και θα τους αποστείλει ιεροκήρυκες. Είναι χαρακτηριστικό ότι από τους είκοσι πέντε μοναχούς της παραπάνω μονής οι μισοί είναι αρχιμανδρίτες. Ο λόγος του περί ιεροσύνης -δεν γνωρίζω αν ακούστηκε καλύτερος σε βάθος και ένταση στις μέρες μας- ήταν ουσιαστική εξήγηση της ιεροσύνης του Χριστού και βιωματική έκφραση της πιστότητάς του σ’ αυτήν. Παράλληλα όμως, ήταν πάντοτε ασύνδετος με τη συγκεκριμένη ενορία και σύναξη του χειροτονουμένου. Ήταν γενικός και αόριστος, ανταποκρινόταν περισσότερο σε προϋποθέσεις που υπάρχουν σε περιοδεύοντα υπηρέτη του κηρύγματος και σε κληρικό πνευματικό-καθοδηγητή ο οποίος δέχεται ανθρώπους χωρίς τη διαμεσολάβηση της κοινότητας.
Πίστευε και το διακήρυσσε ότι τα κατά καιρούς εμφανιζόμενα σκάνδαλα από τη ζωή των αγάμων έχουν πηγή την ουσιαστική αθέτηση των υποσχέσεων του μοναχού. Χωρίς να αμφισβητήσει κανείς την τοποθέτησή του περί ασκητικής ζωής, ούτε στο ελάχιστο, έχουμε τη γνώμη ότι η παραπάνω θεώρηση της ιεροσύνης, που προϋποθέτει μια σχεδόν αυτόνομη ύπαρξη του μοναχού-κληρικού, ένα είδος ξεχωριστό τάγματος, πέρα από τις βασικές εκκλησιαστικές μονάδες της ενορίας και τις μονές, είναι ουσιαστικός παράγοντας προβλημάτων στον άγαμο κλήρο. Η θεσμοποίηση του άγαμου κλήρου της εκκλησίας μας έχει τις ρίζες της στην εποχή της Τουρκοκρατίας, εντείνεται στο νεοελληνικό κράτος και αποτελεί το θεμέλιο της γραφειοκρατικής οργάνωσης της εκκλησίας μας. Το σημείο έκφρασης της θεσμοποίησής του είναι ο κατάλογος των υποψηφίων προς αρχιερατεία, στον οποίο εγγραφόμενοι οι αρχιμανδρίτες ολοκληρώνουν την ένταξή τους σε μια συλλογικότητα που όχι μόνο είναι πέρα της ενορίας και της μονής, αλλά και πέρα της επισκοπής. Η θεσμοποίηση αυτή είναι ανοικτό εκκλησιολογικό πρόβλημα.
Η εκκλησιαστική ζωή έχει χρωματιστεί βαθιά από τη γραφειοκρατία που αντικατέστησε τα συνοδικότητα. Η εκλογή των επισκόπων γίνεται από τη Σύνοδο, όχι με βάση το τριπρόσωπο που κατά τους Ιερούς Κανόνες καταρτίζεται εντός της επισκοπής, αλλά με βάση το τριπρόσωπο που καταρτίζει, κατ’ παράβαση πάσης εκκλησιολογικής αρχής, το ίδιο όργανο που κάνει την τελική εκλογή. Η εκλογή των εφημερίων και η συγκρότηση των εκλησιαστικών συμβουλίων και του μητροπολιτικού γίνονται από τον μητροπολίτη. Τα ανώτερα όργανα, αντί να ελέγχουν, να εγγυώνται και να βεβαιώνουν τη συνοδικότητα, έχουν καταργήσει την ουσιαστική λειτουργία των ενοριών και των επισκοπών. Είναι χαρακτηριστικό αυτής της πραγματικότητας η κατάργηση της κατάστασης των επισκόπων και των πρεσβυτέρων και η αντικατάστασή της από το διορισμό, που σημαίνει ανάθεση διοικητικής θέσης. Ο επίσκοπος ποιμαίνει ολομόναχος, χωρίς ποτέ ν’ ακούει τη γνώμη των πρεσβυτέρων και χωρίς ν’ αποβλέπει στη συμφωνία του λαού. Πάντες έχουν μία υποχρέωση και ένα δικαίωμα. Υπακοή στο ανώτερο όργανο, το οποίο και μπορεί να καταργήσει κάθε απόφαση του κατώτερου. Ο μητροπολίτης μπορεί να καταργεί τις αποφάσεις των εκκλησιαστικών συμβουλίων και η Σύνοδος εκείνες του μητροπολίτη. Σύγχυση επικρατεί γύρω από την έννοια της υπακοής. Πρόκειται για την εντολή του Θεού ή για τη διοικητική υποχρέωση παντός υπαλλήλου στον προϊστάμενό του;
Ο π. Μελέτιος, όπως έβλεπε την θεσμοποίηση του άγαμου κλήρου ως φυσική έκφραση της ιεροσύνης, με τον ίδιο τρόπο έβλεπε και τη γραφειοκρατική οργάνωση της εκκλησίας. Το 1987, όταν η Πολιτεία αποπειράθηκε με τρόπο αυθαίρετο κάποιον εκδημοκρατισμό της εκκλησιαστικής διοίκησης, ο π. Μελέτιος αντιτάχτηκε, και σωστά. Σε συνέντευξή του την εποχή εκείνη, στην ερώτηση: «– Τί γίνεται σήμερα σε άλλες τοπικές ορθόδοξες εκκλησίες;», μεταξύ άλλων απάντησε: «– Πάντως σε γενικές γραμμές σήμερα στις ορθόδοξες εκκλησίες υπάρχει συμμετοχή του λαϊκού στοιχείου στη διοίκησή τους, που καθορίζεται με κανονισμούς που ψηφίζονται από την ιεραρχία, που σε τελική ανάλυση έχει τη δυνατότητα α) να ακυρώνει τις αποφάσεις των κατωτέρων οργάνων, β) να διορίζει και να παύει τα μέλη τους, και γ) να τροποποιεί τους σχετικούς κανονισμούς»[10]. Ανεπίγνωστα, με την απάντησή του έκανε περιγραφή του επικρατούντος συστήματος διοίκησης, που είναι το ίδιο με αυτό που εφαρμόζουν τα σοσιαλιστικά-κομμουνιστικά κόμματα, δηλαδή του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού.
Εκείνο που μπορεί ξεκάθαρα να δει κάποιος ήταν ότι την εκκλησιαστική οργάνωση την έβλεπε πάντοτε «πνευματικά». Στην ίδια συνέντευξη είπε χαρακτηριστικά: «Η Εκκλησία είναι κοινωνία υπακοής των πάντων στο λόγο του Θεού. Και φρουροί της καθαρότητας του λόγου του Θεού είναι οι αρχιερείς». Ανεπιφύλακτα μπορούμε να πούμε ότι στην περίπτωσή του αυτό ίσχυε απόλυτα. Το εξασφάλιζε η ακεραιότητά του, η ιδιότητα εκείνη που σύμφωνα με τη Βίβλο είναι χαρακτηριστικό των δικαίων (Παρ. 11: 3.6 κ.ά.). Ο π. Μελέτιος δεν φαίνεται να είχε επηρεαστεί από τις νεότερες θεολογικές θεωρήσεις περί συνοδικότητας. Εξάλλου, οι τελευταίες δεν άγγιξαν μέχρι στιγμής τη θεσμική οργάνωση της εκκλησίας μας. Όντας αντιρομαντικός και ρεαλιστής, δεν τον ενδιέφερε μια συζήτηση περί συνοδικότητας στην οποία δεν διευκρινίζονται οι προϋποθέσεις της και οι διαφορές της από τις δημοκρατικές διαδικασίες και που ρίχνει νερό στον μύλο μιας θριαμβικής ορθοδοξίας[11]. Έχουμε τη γνώμη ότι η συζήτηση περί συνοδικότητας πρέπει ν’ αφήσει την αφελή θεώρηση της εκκλησιαστικής ιστορίας και να επικεντρωθεί στα σημερινά προβλήματα. Με αυτό τον τρόπο, θα καταφέρει να δείξει ότι η γραφειοκρατική οργάνωση είναι ασυμβίβαστη με την εκκλησιαστική. Η συνοδικότητα πρέπει να αποκτήσει εκτόπισμα μέσα στο πλήρωμα της εκκλησίας που θα μπορέσει να απειλήσει και να ανατρέψει το ισχύον σύστημα. Διαφορετικά θα συνεχίζεται ό,τι και μέχρι τώρα, ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός να θριαμβεύει και οι εξαιρέσεις τύπου π. Μελετίου να είναι περιπτώσεις πεφωτισμένης επισκοπείας.
Ο π. Μελέτιος έβλεπε τα προβλήματα τις γραφειοκρατίας και στη σκέψη του υπάρχουν τα βασικά στοιχεία της συνοδικότητας. Στην παραπάνω συνέντευξη υποστήριξε ότι «στην εκκλησία δεν είχαμε ποτέ δημοκρατικές διαδικασίες. Γιατί δεν έχουν όλα τα μέλη της εκκλησίας “ισότυπη κατάσταση”». Και «η εκλογή ιερέων και αρχιερέων είναι υπευθυνότητα των ιερέων και αρχιερέων». Όταν το 2007 εκδόθηκε άρθρο μας όπου υποστηρίζεται ότι η εκλογή των επισκόπων κατά τους Ιερούς Κανόνες και τη βυζαντινή νομοθεσία γινόταν απαραίτητα κατόπιν πρότασης του κλήρου και του λαού της επισκοπής[12] και προτείνεται τρόπος συμμετοχής τους για σήμερα, ο π. Μελέτιος μας έγραψε ότι ο τρόπος παρουσίασης «δείχνει πνευματικό προσανατολισμό και πνευματική πρόσβαση στο θέμα. Δυστυχώς όμως το θέμα έχει μπλέξει σε άσχημα γρανάζια». Παρότι προερχόταν από τα σπλάχνα της γραφειοκρατίας και την υπηρέτησε με τα αγνότερα κίνητρα, ο π. Μελέτιος δεν γλύτωσε από τα «γρανάζια» της όπως παρακάτω θα δείξουμε.
Δεν θα ασχοληθούμε με την δραστηριότητα του π. Μελετίου για να αναδιοργανώσει τη Μητρόπολη Νικοπόλεως. Η ανανέωση του κλήρου της, ίδρυση και επάνδρωση μονών, η ανέγερση κτηρίων υποδομής του εκκλησιαστικού έργου στις πόλεις της Μητροπόλεως, η αναστήλωση των εκκλησιαστικών μνημείων, αλλά κυρίως και πάνω απ’ όλα η ανανέωση της εκκλησιαστικής ζωής των μελών της τοπικής εκκλησίας είναι ένα γιγαντιαίο έργο που πρέπει να βρεί τον ιστορικό του. Ξεχωριστό κεφάλαιο πρέπει να αποτελέσει η από της εθρονίσεώς του και εξής συγγραφή, μετάφραση και έκδοση βιβλίων και εντύπων που απευθύνονταν προς τους απλούς πιστούς με σκοπό την κατάρτισή τους. Πρόκειται για πλήθος δημοσιευμάτων γραμμένων από τον ίδιο αλλά και από άλλους κληρικούς της μητροπόλεώς του που δείχνουν τη μεγάλη προσπάθεια. Ούτε επίσης θα ασχοληθούμε με τη διακονία του ως μέλους της ιεραρχίας, της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου και των διαφόρων συνοδικών επιτροπών στις οποίες υπηρέτησε πάντοτε με ευθύνη και συνέπεια. Θα προσπαθήσουμε να αναφερθούμε σε τρεις χαρακτηριστικές περιπτώσεις τις πολιτείας του που έχουν γενικότερο ενδιαφέρον για το μέλλον της εκκλησιαστικής μας ζωής.
Όπως παραπάνω έγινε λόγος, ο π. Μελέτιος έλαβε μέρος στο διάλογο με τις Αντιχαλκηδόνιες εκκλησίες και υπέγραψε ως εκπρόσωπος της εκλησίας μας το Β΄ Κοινή Δήλωση το 1990. Η συμμετοχή του προτάθηκε από τους μέχρι τότε συμμετέχοντες στο διάλογο, επειδή ήταν καλός γνώστης της χριστολογικής προβληματικής του διαλόγου και ειδικότερα της λατινικής θεολογικής ωρολογίας που χρησιμοποιείται στον Τόμο του Λέοντος, βασικού κειμένου της μεταξύ ορθοδόξων και Αντιχαλκηδονίων διένεξης. Κάναμε ήδη λόγο ότι μετέφρασε από τα λατινικά τα Πρακτικά της Ε΄ Οικουμενικής Συνόδου (553), με την οποία ολοκληρώθηκε η μακρά και επίπονος διαδικασία πρόσληψης της Συνόδου της Χαλκηδόνος (451). Δεν θα ασχοληθούμε με τις λεπτομέρειες της συμμετοχής του, αλλά με την πρόσληψη των διαλόγων από το εκκλησιαστικό σώμα, την ουσιαστική δηλαδή θέση των αποτελεσμάτων τους. Συνήθως οι διάλογοι γίνονται από καθηγητές των θεολογικών μας σχολών που διορίζονται από τη Σύνοδο, με τη συμμετοχή σπάνια επισκόπων ή κληρικών κατώτερων βαθμών. Τα περί αυτών (πρακτικών συζητήσεων, κοινές δηλώσεις, εκτιμήσεις της πορείας τους, συζητήσεις) δημοσιεύονται σε επίσημα θεολογικά περιοδικά, πολλές φορές του εξωτερικού, προσβάσιμα σε λίγους και ειδικούς. Κάποια ξέφτια και αποσπασματικές πληροφορίες γίνονται γνωστά από περιθωριακά και λαθρόβια έντυπα, όπου η είδηση δεν ξεχωρίζει από το σχόλιο, το οποίο τις περισσότερες φορές καταφέρεται κατά του διαλόγου, οι συμμετέχοντες καταγγέλλονται ως προδότες της ορθοδόξου πίστεως και η όλη υπόθεση πνίγεται μέσα σε ζόφο άγνοιας, υποψίας και αμυντικού ορθοδοξισμού. Οι συμμετέχοντες δεν απαντούν, οι αντιτιθέμενοι πάντοτε καταγγέλλουν και το εκκλησιαστικό σώμα παραμένει σε αφασία. Στενοχωριέται κανείς όταν βλέπει αυτή την κατάσταση, τόσος κόπος των συμμετεχόντων να μην αναγνωρίζεται, αλλά αντίθετα να συκοφαντείται και να καθυβρίζεται και το έργο του Χριστού, το οποίο υπηρετούν οι διάλογοι, να καταλήγει στο κενό.
Εδώ ο π. Μελέτιος έκανε τη διαφορά. Μετά την υπογραφή της Κοινής Δήλωσης και αφού δέχτηκε τις πρώτες βολές, άρχισε ν’ απαντά σε όλους. Στα επίσημα και επιστημονικά περιοδικά, στα περιθωριακά και λαθρόβια έντυπα, σε περιοδικά πνευματικής οικοδομής και σε νεανικά, σε επιστήμονες και σε ιδιώτες. Επίσης, απαντούσε σε επιστολές που δεχόταν, έδινε συνεντεύξεις και συζητούσε. Χρησιμοποιούσε κάθε φορά τη γλώσσα του συνομιλητή του, δεν έκρυβε τίποτα και φανέρωνε ότι ο διάλογος είναι ευθύνη της Εκκλησίας και του κάθε χριστιανού που θέλει να είναι μαθητής του Χριστού και επομένως αγωνιά και υποφέρει για τη στέρηση των αδελφών που δεν θέλουν και δεν μπορούν να κοινωνήσουν μαζί του στο Σταυρό και την ανάστασή του. Το επιχειρήματά του ήταν από τη θεολογία των Πατέρων, τους βίους των αγίων και την εκκλησιαστική Ιστορία. Αν και ένας κούκος δεν φέρνει την άνοιξη, ο δρόμος που απέδειξε ο π. Μελέτιος είναι ο μόνος που μπορεί να δώσει νόημα και προοπτική στους διαλόγους της εκκλησίας μας. Διαφορετικά θα γίνονται στον αέρα, θα καλύπτουν δημόσιες σχέσεις και ουδέποτε θα γίνουν δεκτοί από τα μέλη της εκκλησίας μας, παραμένοντας στο περιθώριο της εκκλησιαστικής γραφειοκρατίας και στην ανυποληψία των χριστιανών μας.
Ένα άλλο θέμα που απασχόλησε τον π. Μελέτιο και τον έφερε αντιμέτωπο με τους ίδιους σχεδόν κύκλους ήταν το θέμα του “σφραγίσματος του 666-αντίχριστου”. Το πρόβλημα προέκυψε από την ηλεκτρονική-ψηφιακή οργάνωση της αγοράς και την επέκτασή της σε όλους σχεδόν τους τομείς τήρησης αρχείων και επεξεργασίας στοιχείων. Πηγή των ανησυχιών των “ορθοδόξων” είναι, όπως πάντα, ο συλλογικός ψυχολογικός αμυντισμός, και αφορμή έγιναν οι ιδέες κάποιας Mary Stewart Relfe, που άρχισαν να γίνονται γνωστές στην Ελλάδα από το 1981. Οι ιδέες αυτές συνοψίζονται στο ότι το χάραγμα του αντίχριστου, το όνομα του αντίχριστου και ο αριθμός του ονόματός του, το 666, αλληλοπεριχωρούνται και ταυτίζονται και στο ότι το νέο οικονομικό σύστημα συναλλαγών (με κομπιούτερ και με το bar code), εισάγει στη ζωή των ανθρώπων το σφράγισμά του. Οι ιδέες αυτές, με τη διαμεσολάβηση κληρικών και αγιορειτών μοναχών, μέσω εντύπων, προκάλεσαν φοβερή αναστάτωση. Στα μέσα της δεκαετίας του 1990 τα πράγματα πήραν μεγάλες διαστάσεις. Διαδηλώσεις, διαμαρτυρίες, συλλογές υπογραφών ήταν στην ημερήσια διάταξη. Η ίδια η ιερά Σύνοδος αναγκάστηκε να εκδώσει δύο εγκυκλίους[13].
Η ουσία του θέματος είναι γνωστή και δεν έχει καμιά σημασία. Σημασία έχει όμως η αντιμετώπισή του. Η υπόθεση δοκίμασε για τα καλά την αυτοσυνειδησία του πληρώματος της εκκλησίας, τη σχέση ευσέβειας-ασκητικής ζωής με τη θεολογία και την παράδοση της εκκλησίας καί, το κυριότερο, την αυθεντία της εκκλησιαστικής διδασκαλίας μαζί με την ανάληψη ευθύνης των αρμοδίων. Δυστυχώς, αποτέλεσε τη φανέρωση των χειρότερων. Το πλήρωμα αποδεχόταν τις θέσεις ενός ακραίου φονταμενταλιστικού προτεσταντισμού ως ορθόδοξες, ευλαβείς κληρικοί και χαρισματούχοι μοναχοί έγιναν διαπρύσιοι κήρυκες αυτών των θέσεων και οι επίσκοποί της δεν τολμούσαν προσωπικά να αντιτεθούν για να μη χαρακτηριστούν οπαδοί του σφραγίσματος του αντίχριστου και μάλιστα εν μέσω προεκλογικής περιόδου για την εκλογή αρχιεπισκόπου.
Ο π. Μελέτιος παρενέβη στα πρόβλημα εκδίδοντας το βιβλίο του Το χάραγμα του Αντιχρίστου[14], στο οποίο διακήρυξε με σαφήνεια την ορθόδοξη θέση με βάση την διδασκαλία των Πατέρων και τις βασικές αρχές της εκκλησιαστικής παραδόσεως. Χωρίς δισταγό αποκάλυψε την πηγή των κακόδοξων απόψεων και καυτηρίασε τον τρόπο και τις μεθόδους παραπλάνησης του πληρώματος. Κάνοντας αυτοκριτική σε παλαιότερη θέση του[15], αναλύοντας απλά και διδακτικά το θέμα, χωρίς προσωπικές επιθέσεις, αλλά και με χιούμορ, παρουσίασε τη θεολογία της εκκλησίας και έδειξε ότι τα προβλήματα αντιμετωπίζονται με τη συνεπή και ξεκάθαρη θέση των υπευθύνων. Έγραφε συμπερασματικά: «εξευτελίσαμε την μόνη ελπίδα! Την ελπίδα του κόσμου, ότι μπορεί να βρει κοντά στο Χριστό φως. Γιατί ποιος άνθρωπος του σύγχρονου κόσμου, που σέβεται στοιχειωδώς τον εαυτό του, θα δεχθεί ποτέ να πάρει στα σοβαρά, ότι παίρνοντας μια σοκολάτα ή μια οδοντόκρεμα με bar code χάνει τη σωτηρία του; Να η παγίδα, να καταφρονηθεί η εκκλησία! Να η παγίδα, που θα κάμει την εν Χριστώ σωτηρία από γλυκιά ελπίδα γελοία και μισητή στον κόσμο!»[16]. Οι αντίπαλοι αφήνιασαν και του επιτέθηκαν προσωπικά ονομάζοντάς τον “αιρετικό” και “αγράμματο”. Εκείνος απάντησε: «Δεν ψάχνω να μου πουν όλοι μπράβο. Δεν επέτρεψα ποτέ στον εαυτό μου πράξεις παρά συνείδηση, για να κάμω μερικούς να έχουν καλή γνώμη για μένα. Μείζων πλούτος από όλους τους θησαυρούς της “Αιγύπτου” (= εν προκειμένω από κάθε επίγεια δόξα και τιμή και από κάθε θώκο) ο ονειδισμός του Χριστού»[17]. Και στις δύο περιπτώσεις, στον διάλογο με τους Αντιχαλκηδονίους και στα λεγόμενο σφράγισμα, ο π. Μελέτιος έδειξε την ευθύνη του επισκόπου που δεν διστάζει ν’ αναλάβει το κόστος της “βρώμικης δουλειάς” ανταποκρινόμενος στις ανάγκες του πληρώματος.
Ένα άλλο θέμα που απασχόλησε τον π. Μελέτιο και έγινε αφορμή συζητήσεων και αντεγκλήσεων είναι το αίτημα της λειτουργικής ανανέωσης. Απότοκο του ενδιαφέροντος για τη λειτουργική ζωή, έγινε ένα από τα καίρια προβλήματα του εκκλησιαστικού βίου. Για τη λειτουργική ανανέωση γινόταν λόγος σε κύκλους θεολογούντων, ενώ ταυτόχρονα είχαμε και κάποιους καρπούς μεταφραστικών προσπαθειών αγιογραφικών και λειτουργικών κειμένων. Στα τέλη της δεκαετίας του ’90, η Ιερά Σύνοδος συνέστησε ειδική επιτροπή που διοργανώνει συνέδρια για την συζήτηση των θεμάτων της λειτουργικής ανανέωσης. Η συζήτηση αυτή παραμένει σε ακαδημαϊκό επίπεδο και εάν εξαιρέσει κανείς τους τόμους που περιλαμβάνουν τις εκάστοτε εισηγήσεις των καθηγητών των θεολογικών μας σχολών γύρω από τη συγκρότηση της ακολουθίας και τις προτάσεις τους για ορθότερη τέλεσή της, ουδέν άλλο προσκόμισε στο καίριο αυτό ζήτημα. Ο π. Μελέτιος κινήθηκε πέρα των ακαδημαϊκών συζητήσεων και των ακίνδυνων μικροδιορθώσεων. Ξεκινώντας από την απλή και σκληρή διαπίστωση του ποιμένα ότι η λειτουργική γλώσσα είναι ακατανόητη, προχώρησε στο κρίσιμο βήμα της μετάφρασης των πεζών κειμένων της Θείας Λειτουργίας και των Μυστηρίων και την τέλεσή τους στην ομιλούμενη γλώσσα. Το εγχείρημα έδειξε πόσο εύκολο είναι να μιλάει κανείς για λειτουργική ανανέωση και πόσο δύσκολο να την εφαρμόζει. Έδειξε επίσης τι αντίκρισμα έχει στη συνείδηση των πιστών μας και στη συνέπεια των υπευθύνων η με άνεση διατυμπανιζόμενη θέση των ορθοδόξων ότι δεν έχουν ιερή γλώσσα και ότι είναι έτοιμοι να μεταφράζουν στις τοπικές γλώσσες τα λειτουργικά κείμενα. Αλλά η υπόθεση ανέδειξε και άλλες παραμέτρους της εκκλησιαστικής ζωής, όπως το έλλειμμα συνοδικότητας και το πλεόνασμα της γραφειοκρατίας.
Τα ειδικότερα προβλήματα που ανέκυψαν με την ανάληψη αυτής της πρωτοβουλίας είναι εάν πρέπει να γίνει μετάφραση, ποιος είναι αρμόδιος γι’ αυτό, με ποιον τρόπο θα εφαρμοσθεί και με ποιον τρόπο θα γίνει η μετάφραση. Το πρώτο είναι δυστυχώς το αυτονόητο. Πρέπει να μεταφραστούν τα λειτουργικά κείμενα; Λες και θέλει πολλή σκέψη τι πρέπει να κάνουμε όταν οι πιστοί μας δεν κατανοούν από αυτά που ακούνε παρά μόνο λέξεις. Όταν και οι λογιότεροι εξ αυτών χρειάζονται λεξικό για να τα κατανοήσουν. Και όμως. Επειδή κανείς δεν μπορεί να υποστηρίξει και να πείσει ότι η λειτουργική γλώσσα είναι κατανοητή, υποστηρίζει ότι η μετάφραση δεν χρειάζεται, αφού το παν είναι η μέθεξη και όχι η κατανόηση. Ο π. Μελέτιος αποδύθηκε σ’ έναν αγώνα να εξηγήσει τι είναι μέθεξη και τι κατανόηση ακολουθώντας τη βιβλική-πατερική παράδοση περί διακρίσεως πνεύματος και νοός ή νοός και διανοίας ή νοός και λόγου ή καρδίας και νοός αισθήσεως και πράξεως[18]. Χωρίς τη βασική αυτή ανθρωπολογική διάκριση δεν μπορεί να γίνει ουσιαστική συζήτηση περί μετάφρασης των λειτουργικών κειμένων. Πάνω σ’ αυτή τη διάκριση, «προσεύξομαι τω πνεύματι προσεύξομαι δε και τω νοΐ» (Α΄ Κορ. 14: 15), ο απόστολος Παύλος οικοδόμησε τα περί της λογικής λατρείας (Ρωμ. 12: 1), και ολόκληρη η παράδοσή μας τη συνέχισε.
Κατά τον π. Μελέτιο, αρμόδιος να προχωρήσει στη χρήση μετάφρασης είναι ο υπεύθυνος ποιμένας. Έγραψε: «Δεν έκαμα ποτέ κανένα γκάλοπ. Τα θεωρώ αστειότητες. Ο Κύριος με έκαμε ποιμένα, όχι πρόβατο. Ο Κύριος με έκαμε κεφαλή, όχι ουρά. Η ευθύνη μου δεν μετατοπίζεται σε κανέναν»[19]. Στο ίδιο κείμενο υποστήριξε, με συγκεκριμένα παραδείγματα από την αρχαία και νεότερη εκκλησιαστική ιστορία, ότι καμιά μετάφραση της Αγίας Γραφής ή των λειτουργικών κειμένων δεν έγινε με προηγούμενη συνοδική απόφαση ή έγκριση, αλλά διαπιστώθηκε η χρησιμότητά τους και αθόρυβα καθιερώθηκαν[20]. Τη χρήση της μετάφρασης πρότεινε στους εφημερίους της Μητροπόλεως. Εάν κάποιος συμφωνούσε και έπειθε τους ενορίτες του, άρχιζε η εφαρμογή της. Παράλληλα, είχε εκδώσει απόφαση σύμφωνα με την οποία η ακολουθία γινόταν από όλους στη γλώσσα που εφαρμοζόταν στη συγκεκριμένη ενορία. Δηλαδή, η ακολουθία έπρεπε να γίνει σύμφωνα με την τάξη που είχε καθιερωθεί και όχι σύμφωνα με την προτίμηση του κληρικού που τυχόν θα προΐστατο, ως ιεροκήρυκας ή με άλλη ιδιότητα. Την απόφαση τηρούσε και ο ίδιος και όταν λειτουργούσε σε ενορία που δεν είχε καθιερώσει τη μετάφραση, λειτουργούσε στο πρωτότυπο. Με τον τρόπο αυτό, η μετάφραση είχε επικρατήσει στο ένα τέταρτο των ενοριών της Μητροπόλεως. Μέρη της Θείας Λειτουργίας, μυστήρια και τελετές γίνονταν από μετάφραση σε περισσότερες ενορίες και μερικά σε όλες.
Τα κείμενα μετέφραζε ο ίδιος, δοκιμάζονταν κατά την εφαρμογή τους και βελτιώνονταν. Στη διαδικασία αυτή λάβαιναν μέρος και άλλοι κληρικοί της Μητροπόλεως, ενώ δεν υπάρχει οριστική και επίσημη εκδοσή τους. Η μετάφραση είναι θεολογικά ακριβής, γλωσσικά απλή και εξηγητική, και ρέπει προς την παράφραση. Ενδιαφέρεται περισσότερο για το νόημα του κειμένου και όχι για τη μορφή. Χρησιμοποιούνται λαϊκότροπες εκφράσεις, ακόμη και ακραίας μορφής. Προφανώς απηχεί την προσωπική του αντίληψη και σκοπεύει στη συμμετοχή του εκκλησιάσματος. Όλοι γνωρίζουμε ότι εδώ το θέμα έχει πολλές παραμέτρους. Τα λειτουργικά κείμενα έχουν γραφτεί σε διάφορες χρονικές περιόδους, είναι σε πολλές γλωσσικές μορφές και πάνω τους έχει καθίσει το βάρος της ιστορίας, όπως είναι φυσικό, από τη συνεχή χρήση και την ευλαβή αντιμετώπισή τους. Η μετάφραση των λειτουργικών κειμένων απαιτεί ευρεία συζήτηση, που θα καλύπτει όλες τις πτυχές του προβλήματος και θα καταλήξει σε “συμφωνία” γύρω από τα βασικά προβλήματα. Αλλά πως μπορεί να γίνει η συζήτηση όταν και μόνο η πρόταση περί της ύπαρξης του προβλήματος δημιουργεί ακραίες αντιδράσεις που δεν επιτρέπουν καν την εκκίνηση;
Στο σημείο αυτό αναδεικνύεται η προφητική στάση του π. Μελετίου. Γιατί το θέμα της μετάφρασης των λειτουργικών κειμένων δεν έχει μόνο τα παραπάνω δευτερεύοντα προβλήματα τα οποία ο π. Μελέτιος προσπάθησε ν’ αντιμετωπίσει, αλλά έχει απέναντί του ένα ισχυρό συλλογικό ασυνείδητο. Αυτό το ασυνείδητο οικοδομήθηκε με τον χρόνο, τις ιστορικές περιπέτειες της εκκλησίας μας, τη θέση της στο νεότερο ελληνικό κράτος, τις αναπληρωματικές συλλογικές νοοτροπίες που γεννάει ένα καχεκτικό παρόν μπροστά σε ένα φανταστικό μεγαλειώδες παρελθόν. Η πρόταση τις μετάφρασης δεν έχει ν’ αντιπαλέψει λογικές, αλλά συμπτώματα του συλλογικού θρησκευτικού βίου. Είναι τα συμπτώματα που αντιμετώπισαν οι προφήτες του αρχαίου Ισραήλ, ο ίδιος ο Χριστός, οι Απόστολοι και κάθε μάρτυρας της εκκλησιαστικής πιστότητας. Γι’ αυτό και η προφητική στάση του είναι η μόνη που μπορεί ν’ οδηγήσει στη λύση του προβλήματος. Συνέδρια, προγραμματισμένες διαδικασίες και σχετικές κανονικότητες θα βερνικώνουν το παρελθόν και θα ρίχνουν νερο στο μύλο της αναποφασιστικότητας καί, όπως θα παρατηρούσε ο Μάξ Βέμπερ, ελλείψει προφήτη το ρόλο του θα αναλάβουν οι καθηγητές με τις παραδόσεις τους, ως αμειβόμενοι από το κράτος ή ως προνομιούχοι μικροί προφήτες χωρίς βέβαια αποτέλεσμα[21].
Στις 14 Απριλίου 2010 ο π. Μελέτιος κλήθηκε για διευκρινίσεις περί της μεταφράσεως στη Διαρκή Ιερά Σύνοδο μετά από σχετικές αναφορές. Μετά τις διευκρινίσεις του η Ιερά Σύνοδος εξέδωσε ανακοίνωση με την οποία δήλωνε ότι εμμένει στην τέλεση της Θείας Λειτουργίας και των Ιερών Μυστηρίων στο πρωτότυπο, ότι απαιτείται άδεια της Ιεράς Συνόδου για ανάγνωση κειμένων σε μετάφραση, και καλούσε σε αναμονή μέχρι το θέμα να συζητηθεί, να μελετηθεί και να ληφθούν αποφάσεις από την Ιεραρχία. Ρητά στην ανακοίνωση της ΔΙΣ αναφέρεται ότι: «Το θέμα αποδεσμεύτηκε από την πρακτική που γίνεται στην Ιερά Μητρόπολη Νικοπόλεως και Πρεβέζης και αντιμετωπίστηκε γενικά, από πλευράς θεολογικής, λειτουργικής και ποιμαντικής». Ο π. Μελέτιος συνέχισε να χρησιμοποιεί μετάφραση όπως παραπάνω αναφέρθηκε. Μετά την κοίμησή του, ο τοποτηρητής απαγόρευσε τη μετάφραση, πράγμα που συνεχίζει ο εκλεγείς διάδοχός του, επικαλούμενοι την ανακοίνωση της Συνόδου. Σκέπτεται κανείς: Γιατί η βιασύνη της απαγόρευσης; Γιατί η βιασύνη να απαξιωθεί μια προσπάθεια πολλών ετών; Γιατί δεν σκέφτηκαν οι απαγορεύσαντες τις ποιμαντικές και ψυχολογικές συνέπειες της απαγόρευσης σε ανθρώπους που τελούσαν τη λατρεία τους σε μετάφραση πολλά χρόνια; Αλλά και ένα άλλο ερώτημα: Γιατί η απαγόρευση δεν έγινε με τον τρόπο που εφαρμόστηκε η μετάφραση, με συνεννόηση και συναίνεση; Η υπό της ΔΙΣ ρητή αποδέσμευση του θέματος για το Μητρόπολη Νικοπόλεως και Πρεβέζης κάνει τα παραπάνω ερωτήματα πιο εύλογα.
Έχουμε τη γνώμη ότι όλα ξεκινούν από τη γραφειοκρατική αντίληψη του θέματος. Μια διαφορετική αντίληψη θα έβλεπε ότι η υπόθεση της μετάφρασης δεν είναι διοικητικό θέμα και δεν αντιμετωπίζεται με διοικητικές αποφάσεις. Είναι θέμα που προϋποθέτει όχι μόνο την αυτοσυνειδησία της Εκκλησίας, αλλά και τις συλλογικές νοοτροπίες στη διαδικασία του πολιτισμού. Ακόμη και δευτερεύοντα θέματα, όταν εμπίπτουν στην παραπάνω κατηγορία, δεν ρυθμίζονται διοικητικά. Για παράδειγμα, η Ιερά Σύνοδος με αποφάσεις της τα έτη 1882 και 1883 απαγόρευσε την περιφορά επιταφίων πέρα του ναού[22]. Με παρόμοιες αποφάσεις προ του 1865, του 1865 και του 1990 απαγόρευε τον επιτάφιο ύμνο στην Κοίμηση της Θεοτόκου[23]. Δεν διανοείται βέβαια κανείς να τελέσει την ακολουθεία της Μεγάλης Παρασκευής χωρίς περιφορά του επιταφίου. Αλλά και η δεύτερη απαγόρευση δεν επέτρεψε τη συνήθεια όπου έχει επικρατήσει. Εάν εξαιρέσουμε την περίπτωση του π. Μελετίου θα παρατηρήσουμε ότι τέλεση της Θείας Λειτουργίας από μετάφραση γίνεται μεμονωμένα και από άλλους επισκόπους και πρεσβυτέρους, όπως επίσης και μυστήρια, ανάγνωση κειμένων και ευχών. Το θέμα έχει ανοίξει και ας ελπίσουμε ότι στο μέλλον η Ιερα Σύνοδος θα φροντίσει με θετικές ενέργειες στη προώθηση της λειτουργικής ανανέωσης.
Όπως η λειτουργική ανανεωτική προσπάθεια του π. Μελετίου μπλόκαρε στα γρανάζια της γραφειοκρατίας, στα ίδια γρανάζια μπλόκαρε και η διαδοχή του. Σύμφωνα με την κανονική παράδοση, δύο όροι είναι απαραίτητοι για την έγκυρο εκλογή. Οι υποψήφιοι πρέπει να είναι μέλη του κλήρου της μητροπόλεως και το τριπρόσωπο πρέπει να καταρτισθεί εντός της μητροπόλεως με ψηφίσματα των πρεσβυτέρων και των πρώτων της πόλεως. Υπάρχει μάλιστα πρόβλεψη για την περίπτωση που η μητρόπολη δεν είχε υποψηφίους ή δεν προέβαινε σε πρόταση[24]. Δυστυχώς αυτά δεν ισχύουν σήμερα και η Ιερά Σύνοδος εκλέγει τους μητροπολίτες χωρίς να είναι υποχρεωμένη να τηρεί τους παραπάνω όρους. Ήδη αναφέραμε πως υποψήφιοι για κάθε χηρεύουσα μητρόπολη είναι άπαντες οι εγγεγραμμένοι στον κατάλογο προς αρχιερατεία και όχι μόνο οι κληρικοί της μητροπόλεως. Επίσης η μητρόπολη που έχει χηρέψει δεν μπορεί να προτείνει υποψηφίους. Αυτό γίνεται συνήθως για κάθε μητρόπολη που χηρεύει και δεν θα χρειαζόταν κανένας σχολιασμός εάν δεν συνέβαινε η μητρόπολη Νικοπόλεως να έχει πολλούς υποψηφίους. Ματαίως οι κληρικοί της «ψηφίσματα εποίησαν» και ματαίως οι «πρώτοι της πόλεως», βουλευτές και δημοτικοί άρχοντες, έκαμαν παραστάσεις και εκκλήσεις στους αρμοδίους. Η Ιερά Σύνοδος ακολούθησε την πάγια τακτική της και εξέλεξε μητροπολίτη εκ του γενικού καταλόγου, ενώ θα μπορούσε νομίμως να εκλέξει εκ των υποψηφίων της μητροπόλεως. Επιβεβαιώθηκε με αυτόν τον τρόπο ότι η γραφειοκρατική οργάνωση της εκκλησίας μας δεν επιτρέπει τη λειτουργία εκκλησιολογικών κριτηρίων.
Ποια είναι η κληρονομιά του π. Μελετίου; Θα έλεγε κανείς με βάση τα παραπάνω ότι οι προσπάθειες του απέτυχαν. Ο διάλογος με τους Αντιχαλκηδονίους παραμένει στάσιμος. H φασαρία για τον αντίχριστο έχει κοπάσει, αλλά όχι επειδή επικράτησαν οι απόψεις του. H τέλεση της Θείας Λειτουργίας από μετάφραση απαγορεύτηκε στη μητρόπολή του. H υποψηφιότητα του κληρικού που προτάθηκε από τους πρεσβυτέρους της μητροπόλεώς του για τη διαδοχή του συντρίφτηκε. Σκόνη στον ανεμο λοιπόν; Σε ένα τέτοιο συμπέρασμα θα καταλήγαμε αν σκεφτόμαστε χωρίς να είμαστε μέλη της εκκλησίας. Aν δηλαδή δεν βλέπαμε την προφητική διάσταση του π. Μελετίου. Κανένας γνήσιος προφήτης δεν επέβλεψε σε τίποτε περισσότερο από το να κομίσει ένα μήνυμα. Και κανενός προφήτη η πορεία δεν ήταν επιτυχής στα μάτια των ανθρώπων. Για τον ίδιο τον Χριστό έχει γραφτεί: «Τον αγνοήσαμε, σα νά ’ταν ένα τίποτα, του δώσαμε την καταφρόνια μας, κι εκτίμηση ούτε μια στάλα» (Ήσ. 53: 3). O π. Μελέτιος δεν άφησε για κληρονομιά τίποτε χειροπιαστό και μεταβιβάσιμο σύμφωνα με τους νόμους. Σαν άλλος πατριάρχης Iακώβ μοίρασε στο ποίμνιό του και στους μαθητές του τις απαγγελίες του Θεού. Όπως εκείνος στην Αίγυπτο, μακρια από τη γη της Επαγγελίας, ξένος και πάροικος, κάλεσε τους γιους του για να τους αναγγείλει τον ερχομό του Χριστού (Γεν. 49,10), με τον ίδιο τρόπο και ο π. Μελέτιος με τη ζωή του κάλεσε όσους του εμπιστεύτηκε ο Θεός να μείνουν πιστοί σ’ αυτά που έμαθαν κοντά του.
Έλεγε: «Όταν πήγα στο μοναστήρι (1954, Βελανιδιά Καλαμάτας), ασκήτευε εκεί ο π. Πολύκαρπος ο οποίος έγινε καλόγηρος μετά που πέθανε η γυναίκα του. Τα πρώτα χρόνια κατάφερνε και διάβαζε την ακολουθία. Aργότερα δεν μπορούσε». Τον ρωτήσαμε: «Δεν έβλεπε; Είχε πρόβλημα με τα μάτια του;» «όχι», απάντησε, «αλλά όταν έφτανε στο Πιστεύω του Μεσονυκτικού και στο σημείο “τόν δι’ ημάς τους ανθρώπους και δια την ημετέραν σωτηρίαν κατελθόντα…”, σκεφτόταν την φιλανθρωπία του Θεού, ερχόταν σε κατάνυξη και πλημμύριζαν τα μάτια του δάκρυα. Έχανε τη σειρά και άρχιζε πάλι από την αρχή. Μετά από μία, δύο φορές οι πατέρες του έλεγαν: “έλα στην άκρη, πάτερ Πολύκαρπε, για να τελειώσουμε κάποτε την ακολουθία”».
Ξέρουμε όλοι τι σημασία έχει αυτό που θέλουμε να θυμόμαστε, αυτό που κρατάμε συνεχώς στη μνήμη μας. Σ’ αυτό που θέλουμε να διηγούμαστε εντάσσουμε τον εαυτό μας και γινόμαστε μέρος της αφήγησης. Σ’ αυτή τη μεγάλη αφήγηση, της ενανθρώπησης του Θεού, του μυστηρίου του Χριστού, ήταν οργανικά ενταγμένος ο π. Μελέτιος και αυτό άφησε κληρονομιά στο ποίμνιό του και στους μαθητές του. «Σχοίνισμα κληρονομίας Iακώβ».
[1] Περί του Aγίου Πνεύματος (από Aρχαία λατινική μετάφραση), Β. Ρηγόπουλος, Θεσσαλονίκη 1973.
[2] Eπιστολαί 31-55, 105-196, 301-366, Κατά Ευνομίου, Περί του Αγίου Πνεύματος, στη σειρά «Άπαντα των Αγίων Πατέρων», τόμ. 2, 4, 5, 8, 9, 10, Aθήναι 1972-1976.
[3] Θεολογικοί Λόγοι, «Άπαντα των Αγίων Πατέρων», τόμ. 1, Aθήναι 1976.
[4] H Πέμπτη Οικουμενική Σύνοδος, Aθήναι 1985.
[5] Eξήγησις σύντομος εις την Κλίμακα του Iωάννου, Πρέβεζα 2002.
[6] Β. Ρηγόπουλος, Θεσσαλονίκη 1973.
[7] Β. Ρηγόπουλος, Θεσσαλονίκη 1977.
[8] Τα κωλύματα του γάμου και Το ημερολογιακόν ζήτημα, Iερά Σύνοδος της Eκκλησίας της Eλλάδος, Aθίναι 1971.
[9] Συνέντευξη στην εφημερίδα Νικόπολη της Πρέβεζας, 20.5.2000.
[10] Συνέντευξη στην εφημερίδα Χριστιανική, 28-5-1987
[11] Βλέπε και το άρθρο μας «H συνοδικότητα εντός της επισκοπής στην εκκλησία της Eλλάδος σήμερα», Θεολογία 80.2 (2009), σσ. 151-172.
[12] Ψήφω κλήρου και λαού, εκδ. Eν πλώ, Aθήνα 2007.
[13] Με αριθμό 1097/7-4-97, και με αριθμό 445/9-2-98. Αἱ Συνοδικαί Ἐγκύκλιοι, τόμ. Ζ΄, Aποστολική Διακονία, Aθήναι 2006, σσ. 47 κ.έ. και σσ. 87 κ.έ.
[14] Πρέβεζα 1997. Το βιβλίο εκδόθηκε άλλες δύο φορές, το 1998 και το 2011. Οι παραπομπές γίνονται στη δεύτερη έκδοση επειδή είναι εμπλουτισμένη με παραρτήματα και απαντήσεις του συγγραφέα.
[15] Το Χάραγμα, σ. 203.
[16] Ό.π., σ. 194.
[17] Ό.π., σ. 240.
[18] Μέθεξη ή κατανόηση;, Πρέβεζα 2011. Πρόκειται για βιβλίο όπου ο π. Μελέτιος, όπως και με το Χάραγμα του Aντιχρίστου, προσπαθεί να απαντήσει στους αντιτιθέμενους στη μετάφραση.
[19] «Περί μεταφράσεων των λειτουργικών κειμένων ανοιχτή επιστολή σε αδελφό αντιρρησία», Σύναξη 112 (2009), σ. 103.
[20] Ό.π., σσ. 104-105.
[21] H επιστήμη ως επάγγελμα, μτφρ. Μ. Κυπραίου, Παπαζήσης, Aθήνα 1989, σ. 124.
[22] Eγκύκλιοι της 12-5-1882 και της 14-3-1883, Aρχιμ. Σ. Γιαννοπούλου, Συλλογή των εγκυκλίων της Iεράς Συνόδου της Eκκλησίας της Eλλάδος, Aθήναι 1901, σσ. 619-620.
[23] Eγκύκλιος της 21-4-1865, ό.π., σ. 608, και της 6-6-1990, Αἱ Συνοδικαί ἐγκύκλιοι, τόμ. ΣΤ΄, Aποστολική Διακονία, Aθήναι 2001, σ. 401.
[24] Πράξεις ιβ΄ και ιγ΄ της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου και Νεαρά ΡΚΓ΄. Ψήφω κλήρου και λαού, ό.π., σσ. 23 κ.ε., σσ. 55 κ.ε.
Θεματολογικές ετικέτες