«Όλο το έργο μου βασιζόταν στα χρόνια που πέρασα στο Καθολικό σχολείο. Όλα αυτά για την λύτρωση, για την κόλαση… Καθώς μεγάλωνα, σταμάτησα να παλεύω ενάντια σε αυτά. Τώρα αντλώ από αυτά και το χαίρομαι. Δεν υπάρχει πιο βαθιά πηγή για να αντλήσεις από τους μύθους του Καθολικισμού. Όλα είναι εκεί μέσα».
Τα λόγια του εμβληματικού Αμερικανού μουσικού Μπρους Σπρίνγκστην. Όπως αναφέρεται από το Associated Press, αυτά τα λόγια ειπώθηκαν σε μία συζήτηση με τον βραβευμένο σκηνοθέτη ταινιών Μάρτιν Σκορτσέζε, που είναι επίσης Καθολικός, που έγινε φέτος τον Μάϊο μπροστά σε κοινό στο Λος Άντζελες.
Κατά τη διάρκεια της πρόσφατης συζήτησης μεταξύ Σπρίνγκστιν και Σκορτσέζε, ο τραγουδιστής και ο σκηνοθέτης περιέγραψαν με λυρικό τρόπο τη σημασία που έχει η Καθολική πίστη στη δημιουργικότητά τους και την ευρύτερη πολιτιστική της σημασία, ενώ εξέφρασαν τον κοινό τους θαυμασμό για την Αμερικανίδα Καθολική συγγραφέα Φλάννερυ Ο’ Κόνορ.
Ίσως δεν θα έπρεπε να μας εκπλήσσει τόσο πολύ αυτός ο μη αναμενόμενος κοινός ενθουσιασμός τους. Και οι τρεις καλλιτέχνες, Σκορτσέζε, Σπρίνγκστην και Ο’ Κόννορ, ασχολούνται με το γκροτέσκο, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό. Όλοι ασχολούνται με το «χαμό» της καθημερινής ζωής . Στα τραγούδια, τις ταινίες και τις ιστορίες αυτών των τριών καλλιτεχνών, δεν χρειάζεται να κοιτάξουμε πολύ προσεκτικά για να δούμε ότι οι χαρακτήρες ή οι φωνές στα έργα τους δεν είναι μόνο σακατεμένες από μόνες τους αλλά επίσης υπάρχουν σε έναν πραγματικά σακατεμένο κόσμο. Θα ήταν δίκαιο να πούμε ότι η Ο’ Κόνορ έγραψε για τους ηττημένους και τους απροσάρμοστους, ο Σκορτσέζε κάνει ταινίες για αυτούς, ο Σπρίνγκστιν τραγουδά για αυτούς.
Αν και ένα τέτοιο θέμα δεν είναι σε καμία περίπτωση μοναδικό, αυτό που είναι κοινό και στους τρεις καλλιτέχνες –αν και σε διαφορετικό βαθμό– είναι ότι μοιράζονται μία Καθολική αντίληψη του τι σημαίνει να «είσαι ηττημένος». Όπως θα περίμενε κανείς, αυτή η αντίληψη δεν είναι ίδια με το πώς το αντιλαμβάνεται η συντηρητική Προτεσταντική Αμερική ή, πράγματι, μεγάλο μέρος του κόσμου.
Για έναν απροσάρμοστο στην πραγματική ζωή, μην ψάχνετε παραπέρα από το θέμα του “Οργισμένου Ειδώλου” (Raging Bull), του Σκορτσέζε, της ταινίας του 1980 που βασίστηκε στη ζωή του πυγμάχου Τζέϊκ ΛαΜόττα (που τον υποδύθηκε ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο). Ο άνθρωπος αυτός μπορεί να είναι παγκόσμιος πρωταθλητής πυγμαχίας, όμως η σχέση του με τους άλλους και με τον εαυτό του είναι το ίδιο καταστροφικές όπως είναι ο ΛαΜόττα μέσα στο ρινγκ της πυγμαχίας.
Όμως, ενώ στο ρινγκ η βία είναι μία στρατηγική για τη νίκη, στη ζωή εκτός ρινγκ, προκαλεί καταστροφή. Στο τέλος της ταινίας, ο ΛαΜόττα είναι τόσο γεμάτος από την προσωπική του αυτό-εξαπάτηση, που θεωρεί ότι ο κόσμος με τις φθηνές πόρνες και τα ακόμη φθηνότερα ξενοδοχεία στα οποία ζει όταν έχει περάσει η στιγμή της δόξας του, είναι όλος απατηλός. Είναι –και πάντοτε θα είναι– «ο πρωταθλητής». Ο τελικός μονόλογος του ΛαΜόττα στην κάμερα, στο τέλος της ταινίας –που μιλά στην αντανάκλασή του σε έναν καθρέφτη– αποκαλύπτει πόσο έχει εξαπατηθεί και πόσο έχει χαθεί.
Τα τραγούδια του Σπρίνγκστην επίσης είναι γεμάτα από απροσάρμοστους, ακόμα κι αν αυτοί συχνά περιγράφονται με περισσότερη συμπάθεια. Το Τhunder Road του 1975 είναι ένα τραγούδι με ιδιαίτερο πάθος. Η λαχτάρα που εκφράζεται αφορά την αγάπη, την απόδραση από τα στενά όρια της μικρής πόλης στην οποία ζει ο αφηγητής και περισσότερα από όσα μπορεί να προσφέρει τώρα ή οποιαδήποτε στιγμή στο μέλλον. Σε κάποιο σημείο, η φωνή δυναμώνει καθώς [ο αφηγητής] μιλά για το να φύγει μακριά από αυτή την «πόλη που είναι γεμάτη με ηττημένους» για να φτιάξει μία καινούργια ζωή κάπου αλλού.
Φυσικά, ξέρουμε ότι ο τραγουδιστής δεν θα πάει πουθενά. Τόσοι πολλοί από τους χαρακτήρες του Σπρίνγκστην είναι παγιδευμένοι: συναισθηματικά αλλά και σωματικά. Ποτέ δεν καταφέρνουν τίποτα, έχουν κολλήσει. Σε αυτό το τραγούδι του Σπρίνγκστην, ο αφηγητής τραγουδά για τον Δρόμο του Κεραυνού, «δύο λωρίδες που θα μας πάνε οπουδήποτε» -όμως, μέχρι το απεγνωσμένο τέλος του τραγουδιού, το Thunder Road οδηγεί σε ένα συγκεκριμένο πουθενά: σε ένα αδιέξοδο. Στο σύμπαν του Σπρίνγκστην, η τάση φυγής είναι η μόνη λεωφόρος που μένει σε αυτούς που δεν έχουν καμία πραγματική διαφυγή.
Ομοίως, οι χαρακτήρες που ζουν στο βαθιά θρησκευόμενο Νότο της Ο’ Κόννορ είναι απροσάρμοστοι και ηττημένοι. Φαίνεται να μην μπορούν να είναι τίποτα άλλο καθώς ο κόσμος στον οποίο ζουν φαίνεται να είναι τόσο χαώδης. Η Φλάννερυ Ο’ Κόννορ συχνά περιγράφεται ως «μία Καθολική συγγραφέας». Αυτό προσελκύει στο έργο της κάποιους αναγνώστες που δεν γνωρίζουν τίποτα για τη γραφή της εκτός από την ταμπέλα: «Καθολική». Είχα γνωρίσει ένα νέο άνδρα, ο οποίος περίμενε οι ιστορίες της να έχουν μία «ωραία Καθολική λάμψη» και ανοίγοντας τις σελίδες του «Σπάνιο να σου τύχει καλός άνθρωπος» (A Good Man is Hard to Find, 1953) ανακάλυψε, σοκαρισμένος, έναν ανισόρροπο καθ’ έξιν δολοφόνο να εκτελεί μία καταδικασμένη δυσλειτουργική οικογένεια.
Ωστόσο, για κάποιους από εμάς, το να έχουμε μία Καθολική συγγραφέα σαν τη Φλάννερυ Ο’ Κόννορ, είναι μία ανακούφιση. Το να διαβάζουμε τις πολλές της ιστορίες, με χαρακτήρες που έχουν γκροτέσκα σώματα και άσχημα μυαλά, που είναι λυπημένοι και καταθλιπτικοί, υπερβολικά αισιόδοξοι και με θανάσιμα ελαττώματα, τρελοί και κακοί, είναι μία αντιπαράθεση με την πραγματικότητα. Η παρουσίαση της ανθρωπότητας από την Ο’ Κόννορ είναι εξαιρετικά οικεία, όσο κι αν είναι υπερβολική, κι ακόμα και σήμερα είναι πολύ εύκολο να την αναγνωρίσεις.
Κάποτε, μία καλόγρια που εργαζόταν με ασθενείς που πέθαιναν από καρκίνο, ρώτησε την Ο’ Κόννορ σχετικά με την παρουσία του «γκροτέσκου» στη γραφή της. Η Ο’ Κόννορ απάντησε ότι το να γράφει για τέτοια πράγματα, ήταν το λειτούργημά της. Μετά γύρισε στην καλόγρια που είχε θέσει την ερώτηση και είπε: «Είναι και το δικό σας λειτούργημα».
Όπως προέκυψε, σε αυτό το ίδρυμα καρκινοπαθών είχε ζήσει ένα κορίτσι που λεγόταν Μαίρη Ανν Λονγκ. Ήταν ένα παιδί που είχε τεθεί στη φροντίδα των Δομινικανών καλογριών, στον οίκο «Η Παναγία μας της Παντοτινής Αρωγής» (Our Lady of Perpetual Help), στην Ατλάντα της Τζώρτζια. Η μητέρα της την άφησε εκεί σε ηλικία τριών ετών. Αναμενόταν ότι η Μαίρη Ανν θα ζούσε έξι μήνες αλλά κατέληξε να ζει με τις καλόγριες έως την ηλικία των 12 ετών – πέθανε το 1959.
Η Μαίρη Ανν είχε γεννηθεί με έναν καρκινικό όγκο που παραμόρφωνε το πρόσωπό της και ήταν τόσο παραμορφωμένη σωματικά –τόσο «γκροτέσκα»–όσο οποιοσδήποτε χαρακτήρας σε μία ιστορία της Ο’ Κόννορ. Κι όμως, ήταν κάτι άλλο. Η πραγματική –αιώνια– ομορφιά του παιδιού ήταν εκεί για να τη δουν όσοι είχαν μάτια να τη δουν. Οι Δομινικανές καλόγριες την έβλεπαν καθώς νοσήλευαν και φρόντιζαν τη Μαίρη Ανν μέχρι το θάνατό της. Και εξαιτίας αυτής της ομορφιάς, επικοινώνησαν με την Ο’ Κόννορ για να δουν εάν θα μπορούσε να γράψει για το παιδί. Σε αυτή την περίπτωση, προσφέρθηκε να γράψει και να επιμεληθεί τις αναμνήσεις τους από εκείνη. Από τότε που οι καλόγριες επικοινώνησαν μαζί της το 1960, η Ο’ Κόννορ που πλέον είχε αναπηρίες εξαιτίας του λύκου από τον οποίο έπασχε –θα συναντούσε το δικό της θάνατο τέσσερα χρόνια αργότερα– έβλεπε το ίδιο πράγμα που έβλεπαν και οι καλόγριες στη Μαίρη Ανν. Μάλιστα, όσο ερευνούσε τη ζωή της και τις μαρτυρίες, όλο και περισσότερο μελετούσε τις φωτογραφίες του πρόσφατα πεθαμένου παιδιού.
Ιντριγκαρισμένη από αυτά που ανακάλυπτε για τη Μαίρη Ανν, η Ο’ Κόννορ έγραψε σε ένα φίλο για «το μυστήριο, την αγωνία, που με περίεργους τρόπους δίνεται στα παιδιά». Αν και η Μαίρη Ανν ήταν, κατά κάποιο τρόπο, η ζωντανή ενσάρκωση αυτών που η Φλάννερυ Ο’ Κόννορ είχε γράψει στις μυθοπλασίες της, το παιδί άρχισε να συμβολίζει κάτι διαφορετικό για την σοβαρά άρρωστη συγγραφέα. Στην εισαγωγή, που έγραψε τις αναμνήσεις των καλογριών από τη Μαίρη Ανν, η Ο’ Κόννορ έγραψε για τον πόνο του παιδιού και το θάνατό του ως «κάτι γεμάτο υποσχέσεις». Συνέχισε, προσθέτοντας ότι η ζωή της Μαίρη Ανν ήταν ένα παράδειγμα του «καλού υπό κατασκευή».
Ο πόνος, η οδύνη, η απομόνωση από τον ευρύτερο κόσμο και ένας εξαιρετικά πρόωρος θάνατος, ήταν τα κοινά σημάδια οδύνης και για το παιδί και για τη συγγραφέα. Και οι δύο είχαν οδηγό, σε αυτή τη σκοτεινή νύχτα πόνου, το φως της πίστης. Και οι δύο είδαν το στοργικό χέρι του Θεού σε κάτι τόσο καταστροφικό που μόνο με την πίστη θα μπορούσαν να κατανοήσουν. Η Ο’ Κόνορ είπε ότι η Μαίρη Ανν κουβαλούσε «έναν υπερμεγέθη σταυρό και μαζί του κουβαλούσε αυτό που οι περισσότεροι από εμάς δεν έχουμε και δεν μπορούμε να επιστρατεύσουμε». Η πραγματικότητα ήταν ότι το ίδιο ίσχυε και για τη Φλάννερυ.
Οι απροσάρμοστοι και οι ηττημένοι του Σπρίνγκστην και του Σκορτσέζε παραμένουν παγιδευμένοι στη δική τους δυστυχία. Αντίθετα, στο σύμπαν της Ο’ Κόννορ, υπάρχει ένα μήνυμα που αποκαλύπτεται στις γκροτέσκες ζωές που υπομένουν οι χαρακτήρες της. Ο Σπρίνγκστην και ο Σκορτσέζε θαυμάζουν το έργο της Ο’ Κόννορ. Ίσως, αυτό που τους θυμίζει, έστω και έμμεσα, θαμμένο στο Καθολικό τους παρελθόν, να είναι ο Σταυρός –το ευρύτερο καλό υπό κατασκευή– και η υπόσχεση ότι μαζί με αυτό έρχεται η Ανάσταση.
Μεταφραση από το National Catholic Register
Πηγή: ncregister.com
Θεματολογικές ετικέτες