Κατήχηση, Ομιλία

«Ο πνευματικός πατέρας σήμερα: Ισχύς και όρια της διακρίσεως»

«Ἰατρός ὑπάρχων τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Κυρίου, πρόσαγε θεραπείαν κατάλληλον ἑκάστῳ τῶν νοσούντων».

Αποστολικές Διαταγές

 

«Ὁ δικαστής τοῦ Πραιτωρίου οὐδεμίαν σχέσιν δύναται νά ἔχει μέ τό ψυχικόν ὑπούργημα τοῦ ἐξομολόγου. Ὁ ἁμαρτωλός δέν προσάγεται βιαίως, προσέρχεται αὐθορμήτως».

Μητρ. Σηλυβρίας Αἰμιλιανοῦ Τιμιάδη

Αἱ ἀρχαί τῆς μετανοίας, σελ. 458

 

Σεβαστέ άγιε καθηγούμενε, πατέρα Λουκιανέ,

Πολυσέβαστε Γέροντα, πατέρα Έντζο,

Αγαπητοί και σεβαστοί πατέρες επίσκοποι και αγαπητοί αδελφοί συμμετέχοντες.

Ευχαριστώ την οργανωτική επιτροπή για την τιμητική πρόσκληση που μου έκανε να συμμετάσχω ως ομιλητής σε αυτή την κατ’ έτος προσπάθεια επικοινωνίας και από κοινού μελέτης θεμάτων και προβλημάτων, που απασχολούν όλους εμάς τους, κάθε ομολογίας, Χριστιανούς. Είναι κοινή και αυτονόητα αποδεκτή η επισήμανση ότι είμαστε παιδιά ενός Πατέρα, που έστω κι αν μαλώσανε μεταξύ τους, έστω κι αν δεν μιλιούνται πλέον, παρά ταύτα, είναι, και θα είναι πάντοτε, αδέρφια! Με την αίσθηση αυτής της αδερφικής αγάπης, σαρκωμένης στο πρόσωπο του αγαπητού πατέρα Λουίτζι D’ Ayala (τον οποίον θερμά ευχαριστώ) βρίσκομαι ανάμεσά σας, ένας εφημέριος μιας ενορίας -της μικρότερης- μιας μικρής επαρχιακής ελληνικής πόλεως, της Πρέβεζας, να καταθέσω σκέψεις από την εμπειρία μου στην διακονία της αρτίωσης της πνευματικής πορείας και ζωής των σημερινών μας χριστιανών, αλλά και ημών των ιδίων! Γιατί όπως είναι φυσικό, ωριμάζουμε πνευματικά και με την προσωπική διαδρομή και προσπάθεια, αλλά και χάρις  στην φροντίδα και στην εμπειρία της διαδρομής των άλλων ανθρώπων, μικρών και μεγάλων, στους οποίους συμπαραστεκόμαστε.

Το θέμα μου, όπως ήδη ξέρετε, είναι: «Ο πνευματικός πατέρας σήμερα – ισχύς και όρια της διακρίσεωs».

Ένα περιστατικό από τους βίους των πατέρων της Αιγυπτιακής ερήμου και μία ιστορία από ένα μυθιστόρημα ενός τριαντάχρονου (όταν το έγραφε) έλληνα συγγραφέα, γιου παπά, θα μας δώσουν τη βάση να στηρίξουμε τις σκέψεις μας.

Α. Η Εκκλησία της σημερινής εποχής, δεν θα πρέπει να το ξεχνάμε, έχει περάσει μέσα από απίθανες καταστάσεις και αντιλήψεις. Συγκεκριμένα:

 Είχε τους Δονατιστές και τους Νοβατιανούς… ως αντιπολίτευση στην φιλάνθρωπη τοποθέτησή της για αποδοχή των αμαρτανόντων και πεπτωκότων (Lapsi) στα πρώτα χρόνια.

Είχε απαγορεύσει την εξομολόγηση στο Πατριαρχείο της Κωσταντινουπόλεως o πατριάρχης Νεκτάριος (προκάτοχος του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου) λόγω διαρροών. Είχε καταργήσει, δηλαδή, την επικρατούσα δημόσια εξομολόγηση, λόγω της απειλητικής εμφάνισης κοσμικού πνεύματος στα ήθη και στην ζωή των πιστών, αφού, ό,τι ήταν σπάνιο στην αρχαία Εκκλησία, δηλαδή το θανάσιμο αμάρτημα, είχε πλέον καταντήσει σύνηθες, ενώ οι άγιοι, που αρχικώς αποτελούσαν τον κανόνα, ήταν πλέον η εξαίρεση. Τα ποσοστά είχαν αντιστραφεί!

Είχε ταυτίσει τους αμαρτωλούς με τους λεπρούς (Μεθόδιος Ολύμπου, Περί λέπρας).

Είχε, μετά την Εικονομαχία, αποδεχθεί τους μοναχούς ιερείς ως ασφαλέστερους κριτές της μετανοίας, λόγω της θυσιαστικής τους αφιερώσεως και λόγω της μαρτυρικής τους ομολογίας.

Είχε συστηματοποιήσει φιλοσοφικά, θεολογικά και ψυχολογικά την μετάνοια με τον Πέτρο Αβελάρδο (1079-1142), έστω και αιρετικό και απόβλητο, πάντως θεωρητικό της προσπάθειας για την αναδειχθείσα και αναπτυσσόμενη αυτογνωσία, με τα βιβλία του: «Ηθικά, ή γνώθι σ’ αυτόν» και «Ναι και όχι».

Πέρασε μέσα από τον αναδευτήρα των τελευταίων αιώνων και των μεταλλάξεων που δημιουργήθηκαν εξαιτίας της ώσμωσης κάθε φορά με τις κυριαρχούσες αντιλήψεις, της Αναγέννησης, του Διαφωτισμού, του Ρομαντισμού, της Νεωτερικότητας και Μετανεωτερικότητας και τέλος του κυριαρχούντος σήμερα Μηδενισμού, για να φτάσει στο σημερινό… «τοπίο στην ομίχλη».

Η μετάνοια σήμερα για πολλούς είναι μια κάπως  αόριστη αίσθηση ενοχής εξαιτίας γενικώς αποδεκτών ηθικών παραβάσεων, και συχνά λειτουργεί ως ανακουφιστική εκτόνωση μάλλον, παρά ως συνειδητή επανένταξη στο Σώμα της Εκκλησίας. Η Εκκλησία σήμερα αδυνατεί να εμφανιστεί στον κόσμο  ως το ζωντανό σώμα του Χριστού και να ενσωματώσει σ’ αυτό τον σημερινό άνθρωπο. Κατά συνέπεια, και ο  ιερέας-πνευματικός βρίσκεται συχνά σε αμηχανία, γιατί συνειδητοποιεί ότι πρέπει να δώσει κάτι που δεν του ζητήθηκε! Όταν βρίσκεται μπροστά του ένας άνθρωπος (άνδρας ή γυναίκα αδιάφορο) δεν είναι αυτονόητα σαφές ότι ήρθε με την συνειδητή επιθυμία και απόφαση επιστροφής στο σπίτι του Πατέρα του.

Β. «Πάντα τά ἔθνη ἀπερίτμητα σαρκί καί πᾶς οἶκος Ἰσραήλ ἀπερίτμητοι καρδίας αὐτῶν» (Ιερεμίας 9, 26).

Ο προφητικός λόγος έχει τραγική αναλογία και επιβεβαίωση στο τώρα. Σαν και τους τότε Εβραίους, κι εμείς οι Χριστιανοί του σήμερα, έχοντας τα εξωτερικά-σωματικά τεκμήρια αφιέρωσης στον Χριστό, τελικώς εσωτερικά-ψυχικά είμαστε ξένοι με τον Χριστό και η καρδιά μας δεν Του έχει δοθεί. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο είναι κίνδυνος που πάντοτε εμφώλευε για τα επιμέρους πρόσωπα, σήμερα όμως ατυχώς είναι κατάσταση που χαρακτηρίζει τους Χριστιανούς. Όντας βαπτισμένοι, δεν είναι απαραιτήτως ουσιαστικά Χριστιανοί. Όλες οι Εκκλησίες πληρώνουμε τα αποτελέσματα της ανεύθυνης εκχώρησης της κατήχησης των νέων μελών στους γονείς, με τον νηπιοβαπτισμό, που πλέον δεν λειτουργεί, γιατί αφενός οι γονείς είναι σχεδόν «ἄθεοι ἐν τῷ κόσμῳ» (Εφεσ. 2, 12) και αφετέρου η κοινωνία στην οποία ο νέος άνθρωπος εντάσσεται δεν είναι χριστιανική αλλά… «Ρημαγμένη χώρα» (Τ. S. Έλιοτ) χωρίς κριτήρια και στόχους, αλλά με περιεχόμενο και έκφραση το: «Έτσι είναι, αν έτσι νομίζετε»!!

Η θεολογικά υγιής και λογική διαδρομή είναι πρώτα να κατηχείται ο άνθρωπος και μετά να βαπτίζεται. Ο νηπιοβαπτισμός τα αντιστρέφει, και ψάχνουμε να κατηχήσουμε… αναδρομικά έναν έφηβο “εκτεθειμένο” στους φιλοσοφικούς και υπαρξιακούς “αέρηδες” του σήμερα. Φυσικά τα αποτελέσματα, σε συνολική βάση, είναι τουλάχιστον αποκαρδιωτικά.

Να ‘μαστε λοιπόν μέσα σε αυτό το απίθανο ετερόκλητο και συγκεχυμένο πλαίσιο, να συζητάμε με ποια δύναμη και ποια όρια, θα μπορέσουμε να βοηθήσουμε τον ταλαίπωρο σημερινό άνθρωπο, τον Χριστιανό μας.

Επιπλέον είναι παραπάνω από προφανές ότι η εξομολόγηση, πλην της συγχώρησης των αμαρτημάτων, σήμερα είναι κυρίως ο χώρος της ουσιαστικής κατήχησης των «καρδιακώς απερίτμητων» Χριστιανών μας!!

Γ. Ας διεξέλθουμε πρώτα την ιστορία του Γεροντικού.

«Ήρθε ένας αδελφός στον αββά Ποιμένα και τον ρώτησε:

– Η ζωή μου είναι να σπέρνω το χωράφι μου και να κάνω από την παραγωγή του ελεημοσύνη. Καλά κάνω;

Του λέει ο γέροντας:

– Καλά κάνεις!

Έφυγε ο αδερφός χαρούμενος και με προθυμία να προσθέσει σ’ αυτά, που από αγάπη έδινε, περισσότερη ελεημοσύνη. Έμαθε όμως το γεγονός ο αββάς Ανούβ, ο αδελφός του Ποιμένα, και του λέει:

– Δεν ντρέπεσαι τον Θεό, που έδωσες τέτοια συμβουλή στον αδερφό;

Ο γέροντας Ποιμήν δεν μίλησε καθόλου.

Μετά από δύο ημέρες, ο αββάς Ποιμήν φώναξε κοντά του τον αδερφό αυτόν και, μπροστά στον Ανούβ, του είπε:

– Τι μου είπες προχθές; Ήταν αλλού ο νους μου και δε θυμάμαι τι απάντησα!

– Σε ρώτησα, είπε εκείνος, αν κάνω καλά που δουλεύω το χωράφι μου και μοιράζω ελεημοσύνη.

Του λέει τότε ο Ποιμήν:

– Νόμιζα ότι με ρώταγες για τον αδερφό σου τον κοσμικό! Αν εσύ είσαι που κάνεις κάτι τέτοιο, να ξέρεις ότι αυτό δεν είναι έργο μοναχού!

Εκείνος μόλις το άκουσε αυτό, λυπήθηκε και είπε:

– Δεν ξέρω να κάνω κάτι άλλο, και δεν γίνεται να μη σπέρνω το χωράφι μου!

Όταν λοιπόν αυτός έφυγε, ο αββάς Ανούβ έκανε μετάνοια στον Ποιμένα λέγοντας:

– Συγχώρεσέ με!

Τότε του λέει ο Ποιμένας:

– Το ξέρω και εγώ ότι κάτι τέτοιο δεν είναι έργο μοναχού, αλλά του απάντησα σύμφωνα με τις τωρινές του αντοχές, και τον βοήθησα σε προθυμία μεγαλύτερης θυσίας αγάπης!
Τώρα τι έγινε; Και λυπημένος έφυγε και θα κάνει πάλι τα ίδια…»

Ο αββάς Ποιμήν ήξερε ότι ο άνθρωπος, κάθε άνθρωπος, έχει τη δική του πνευματική ηλικία και συνεπώς τις ανάλογες με αυτήν την ηλικία αντοχές. Ήξερε το νόημα των λόγων του Χριστού «οὐ γάρ ἐξ ἀκανθῶν συλλέγουσι σῦκα, οὐδέ ἐκ βάτου τρυγῶσι σταφυλήν» (Λουκ. 6, 44). Ήξερε ότι είναι επικίνδυνη ματαιοπονία να ζητάς από κάποιον να δώσει αυτό που δεν έχει ή δεν μπορεί να επιτελέσει! Ήξερε ότι σε κάθε πρόταση και προτροπή εκ μέρους του ιερέα χρειάζεται οπωσδήποτε σύμφωνη γνώμη του εξομολογουμένου Χριστιανού. Γι’ αυτό στην εξομολόγηση η κανονική διαδρομή είναι να συμφωνεί ο εξομολογούμενος στο να επιτελέσει αυτά που υποδεικνύει ο πνευματικός, και να μην τα εκτελεί ως εντολές ξένες και αδιάφορες, απλώς για την ικανοποίηση, και εγώ δεν ξέρω ποιας, πνευματικής υποχρέωσης!

Ο αββάς Ποιμήν είδε με την διάκρισή του ότι ο μοναχός που τον ρωτούσε, σ’ αυτή την πνευματική ηλικία που βρισκόταν, δεν θα άντεχε κάτι διαφορετικό από αυτό που έκανε, όποιος και αν του το έλεγε! “Συμφώνησε” (ο Ποιμήν) μαζί του, με την ελπίδα να χτιστεί μια γέφυρα επικοινωνίας και να υπάρξει μια διάθεση εμπιστοσύνης, ώστε “αύριο” που οι αντοχές θα είχαν μεγαλώσει, να μπορέσει να ακούσει και κάτι επιπλέον, μεγαλύτερο και βαρύτερο πνευματικά.

Η αδιάκριτη στάση του αδελφού Ανούβ καταδίκασε τον ερωτώντα σε στασιμότητα πνευματική, ενώ υποτίθεται ότι αυτό ήθελε (ο Ανούβ) να αποφύγει! Ζητώντας το τέλειο άκαιρα, έχασε το παν. Όπως του είπε ο Ποιμήν: «Και λυπημένος έφυγε…» (δηλαδή πλέον δεν θα ξαναρωτήσει για την πορεία του αφού πικράθηκε) και φυσικά θα συνεχίσει να κάνει τα ίδια. Χάθηκε για τον ερωτώντα η δυνατότητα συνειδητοποίησης της κλίμακος των αρετών. Η κλίμακα αφορά όχι την αξιολογική σειρά των αρετών, αλλά πρωτίστως τις βαθμίδες εντός της ίδιας αρετής. Όποια αρετή κι αν προσπαθεί ο άνθρωπος να αποκτήσει, πρέπει να βοηθηθεί να αποδεχθεί την σταδιακή της πρόσληψη και απόκτηση. Πρέπει να καταλάβει ότι η απόφαση δεν είναι αποτέλεσμα αποκτώμενο δια μιας. Ότι πρέπει να αγωνιστεί με τον κόπο κάθε βαθμίδας. Πρέπει να υπονοιαστεί ότι αυτό εννοούσε και ο Πρόδρομος και ο Χριστός όταν έλεγαν: «Μετανοεῖτε…» (σταδιακά, διαρκώς, λίγο-λίγο) και όχι «Μετανοείστε…» (εφάπαξ, δια μιας και εξ ολοκλήρου).

Διάκριση, λοιπόν, είναι αρετή του ιερέα-πνευματικού, που γεννιέται και υπάρχει στην ψυχή του από τον προσωπικό του κόπο (φυσικά και από το έλεος του Θεού), όταν στη δική του διαδρομή αντιλαμβάνεται την σταδιακή πρόσληψη των αρετών, και μαθαίνει από πείρα τις δυσκολίες αυτής της πρόσληψης. Όταν διδάσκεται από τις αμαρτίες του τις προσωπικές και από τα λάθη του με τους ανθρώπους. Όταν του γίνει βαθιά συνείδηση αυτό το πανανθρώπινο που διδάσκει από τα βάθη των αιώνων ο Αυγουστίνος: «Ακούμε μονάχα όσους εμπιστευόμαστε».

Διάκριση, λοιπόν, είναι το χτίσιμο αυτής της εμπιστοσύνης και η σταδιακή υποβοήθηση αύξησης των αντοχών για ανάληψη μεγαλύτερου κόπου αγάπης για τον Χριστό. Στα πρόσωπα των πατέρων Ανούβ και Ποιμένος συναντάμε δύο ανθρώπινους τύπους και δύο πνευματικές καταστάσεις, και το αποτέλεσμα μάς προσανατολίζει στην πλήρη αποδοχή των λόγων της Κλίμακος: «Διάκριση είναι να έχεις φως (λυχνάρι) στο σκοτάδι. Διάκριση είναι να βοηθάς να ξαναβρούν τον σωστό δρόμο οι πλανεμένοι. Διακριτικός είναι αυτός που αποκαθιστά την υγεία και απαλλάσσει από την αρρώστια».

Όπως γράφει ο Henry Thoreau, το «γνώθι σ’ αυτόν» θέλει αετίσια μάτια και γερά νεύρα! Αυτό σημαίνει ότι ο ιερέας πρέπει να έχει εξασκήσει την αρετή της διάκρισης με την γνώση του Ευαγγελίου του Χριστού, και να έχει αποφασίσει να ακολουθεί τον Χριστό «ὅπου ἄν ἀπέρχεται» (Ματθ. 8, 19) κάνοντας τις αντοχές του (γερά νεύρα) και την οξυδέρκεια των πνευματικών οφθαλμών του όσο μπορεί μεγαλύτερα.

Δ. Ας δούμε τώρα τι γράφει και ο τριαντάχρονος, γιος του παπά, από ένα μικρό χωριό της Ελλάδος, την Σκιάθο του 1881, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, στο μυθιστόρημά του με τον τίτλο «Οι έμποροι των Εθνών». Είναι περισσότερο και από προφανές ότι εξυπονοεί πως “κάποιοι” συναλλάσσονται μαζί μας… γυρεύοντας «μια λίβρα κρέας» (Σαίξπηρ – «Ο Έμπορος της Βενετίας»)!

Ο τίτλος του μυθιστορήματος γεννάει το ερώτημα: Τι πουλάνε αυτοί οι έμποροι; Πουλάνε… ανακούφιση στην κόπωση που γεννιέται φυσικά από την προσπάθεια κάθε ανθρώπου στην πνευματική του διαδρομή! Όπως είναι αυτονόητο στον καθένα μας, δεν φτάνει η γνώση του προσανατολισμού, χρειάζεται να αναληφθεί και ο κόπος της διαδρομής προκειμένου να φτάσουμε στον στόχο. Πρέπει να θέλουμε τόσο, όσο απαιτείται για να βγούμε από το βάραθρο στο οποίο πέσαμε! Χριεάζεται να καταλάβουμε τον λόγο του Χριστού ότι με υπομονή θα γίνουμε κάτοχοι των ψυχών μας. Όμως… Πάντοτε, και περισσότερο σήμερα (εποχή αφάνταστης ταχύτητας) θέλουμε γρήγορες και εύκολες (μη κουραστικές) λύσεις. Και σ’ αυτό το σημείο χάνονται τα όρια της… διάκρισης. Μας φαίνεται βαρύς ο λόγος του Ρίλκε: «Κάθε ζωντανή ύπαρξη στα δύσκολα στέκεται» και έτσι υποκύπτουμε στην προτεινόμενη πραμάτεια των Εμπόρων των Εθνών… για δανεικά.

Έρχονται λοιπόν αυτοί και πουλάνε… ευτυχία! “Διακρίνουν” την γοητεία του εύκολου και την… πουλάνε! Εξαγοράζουν δια της… ανέσεως! Εκμαυλίζουν δια των προσφορών. Άλλωστε κάθε καινούργια πρόταση ζωής, επεκτείνεται διότι… παρέχει γρήγορα και εύκολα αποτελέσματα! Μαθαίνουν τους μελλοντικούς “αγοραστές” ότι: «Οι επιθυμίες σας δεν μπορούν να περιμένουν». Και ο ταλαίπωρος… “αγοραστής” δεν μπορεί να διακρίνει αν αγόρασε χρυσό ή άργυρο ή καλάμην ή χόρτα (Α΄ Κορ. 3, 12).

Στην εποχή λοιπόν της Φραγκοκρατίας στην Ελλάδα, σ’ ένα νησί του Αιγαίου, εξελίσσεται το δράμα της απαγωγής από ένα Βενετό ευπατρίδη της γυναίκας του τοπικού άρχοντα. Πίσω από το πεζό ερωτικό δράμα (κάτω από τα ερείπια, όπως λέει ο Παπαδιαμάντης) υπάρχει το αβυσσαλέο ψυχικό κενό με το οποίο κονταροχτυπιέται ο συγγραφέας, αλλά και εμείς, αφού «βαθεῖα ἡ καρδία παρά πάντα» (Ιερεμ. 17, 9).

Η γυναίκα μέσα στο έρεβος του ψυχικού της ζόφου και μη μπορώντας να διακρίνει «ὁδόν ζωῆς» καταφεύγει στον πνευματικό (π. Αμμούν) για να περιγράψει την ζοφώδη και ασέληνο νύχτα της ψυχής της και να ζητήσει “διακριτικό” φως για αξιολόγηση των όσων σκέπτεται, ζει και της συμβαίνουν. Αυτό άλλωστε είναι το ζητούμενο στην εξομολόγηση: «Δεῖξον μοι ὁδόν ἐν ᾗ πορεύομαι». Δείξε μου τρόπο ζωής.

Άρχισε λοιπόν, όταν βρέθηκαν, να του λέει:

«- Άκουσέ με, πνευματικέ μου, και συγχώρεσε μια αδύναμη γυναίκα. Ας νομίζεις ότι είμαι μεθυσμένη και παραληρώ. Παραδέχομαι ότι έρχεται κάποτε κάποια στιγμή, κατά την οποία η ψυχή κατανύσσεται και κλαίει σιωπηλά ή και θρηνεί ακατάσχετα μπροστά στον Θεό, ο Οποίος είναι η μεγαλύτερη σκέψη κάθε μυαλού… …Η καρδιά μου στάζει αίμα, το μυαλό μου είναι σκοτισμένο. Συχνά έρχεται στα χείλη μου ασεβής κουβέντα και ανεβαίνει στην καρδιά μου βρώμικη επιθυμία. Οι αναστεναγμοί μου “μεταφράζουν” αυτά τα δύο, ότι είναι η πύρινη γλώσσα του έρωτα και της απελπισίας. Η βλαστήμια είναι το φυσικό συνεπακόλουθο της δυστυχίας και όχι της απιστίας. Δεν πιστεύω ότι υπάρχει στον κόσμο γυναίκα περισσότερο κολασμένη από εμένα. Σαν κατάδικος δεμένος σε πάσσαλο, πάνω στον οποίο πρόκειται να εκτελεστεί η ποινή του, είναι και η ψυχή μου σε αυτόν τον έρωτα, που είναι η ποινή μου και για τον τωρινό αιώνα και για τον μέλλοντα. Αγαπώ εκείνον που κατέστρεψε την οικογενειακή μου ευτυχία και κατασπάραξε την καρδιά του συζύγου μου. Τον αγαπώ τόσο θερμά και με τόση μανία, ώστε καταντάει ο έρωτας αυτός να είναι δαιμόνιο που κατοικεί στην σάρκα μου. Ολόκληρη λεγεώνα δαιμόνων, απλωμένη σαν χταπόδι με τους πλοκάμους του στις φλέβες μου, και να μου πίνει το αίμα μου και να απορροφά την πνοή μου. Ποτέ δεν μετανόησα γι’ αυτό μου το έγκλημα, πάτερ. Ούτε πιστεύω ότι είναι δυνατόν να μετανοήσω. Απορώ, πάτερ μου, πώς ο Θεός επιτρέπει να υπάρχει στη φύση που δημιουργήθηκε από Αυτόν, αίσθημα δυνατότερο από την πίστη προς Αυτόν και θεός ανώτερος της θεϊκής του παντοδυναμίας. Μάταια, πάτερ μου, κάνω παρατεταμένες νηστείες, μάταια κάνω κάθε μέρα χίλιες γονυκλισίες. Η σάρκα δε γίνεται να νικηθεί, ούτε ο έρωτας να υποχωρήσει. Τα μεν χείλη μου ψιθυρίζουν μηχανικά τις τυπικές προσευχές που ήξερα από παιδί, αλλά η καρδιά μου φωνάζει το όνομα εκείνου.

Ο πατήρ Αμμούν άκουγε την ομιλία σαν εκστατικός και σαν να είχε μετατεθεί σε άλλο κόσμο, εντελώς ακατάληπτο… …Ποικίλες και λαβυρινθώδεις σκέψεις υποδιαιρούνταν στο μυαλό του. Εν πρώτοις ήταν αυτό εξομολόγηση; Αλλά και αν ήταν, σε τίποτε δεν έμοιαζε στις συνηθισμένες εξομολογήσεις, όσες είχε ακούσει στην μακρά σαραντάχρονη διακονία του επαγγέλματός του….

…Άκουσα εξομολογήσεις πολλών γυναικών στη ζωή μου, σκεφτόταν ο πατήρ Αμμούν… …Καμία από αυτές δεν έκανε ποτέ τις φοβερές και απίστευτες ομολογίες αυτής εδώ της γυναίκας.»

……………………………………………………………………………………………………..

Το Κεφάλαιο έχει τον τίτλο «Οι εξορκισμοί», και αυτό γιατί στο τέλος της συνάντησης-εξομολόγησης ο π. Αμμούν, ο πνευματικός της Ι. Μονής Αγίου Ιωάννου της Πάτμου, αποφασίζει να διαβάσει εξορκιστικές ευχές στην ταλαίπωρη γυναίκα. Όχι με την επιπολαιότητα ενός show, αλλά με την τοποθέτηση ότι το πάθος της Αυγούστας (έτσι ονομάζεται η γυναίκα, Σεβαστή!) ήταν πνεύμα πονηρό, αυτονομημένο επιθυμητικό ενέργημα, που έκανε κατοχή επ’ αυτής, δηλαδή δαιμόνιο. Ήτοι από το γένος που εξέρχεται, όπως μας είπε ο Χριστός (Ματθ. 17, 21) μόνο με προσευχή και νηστεία! Με αγώνα που, σε ορισμένες περιπτώσεις, χρειάζεται και “ηλεκτροσόκ”-εξορκισμό!

Όπως λέει και ο Ευριπίδης το πάθος της ήταν «κρεῖσσον τῶν αὐτῆς βουλευμάτων».

Ο Παπαδιαμάντης σχολιάζει το όλο θέμα-περιστατικό κάνοντας αξιολογήσεις που καταλήγουν σε ένα επιμύθιο εντυπωσιακής διορατικότητας (γράφεται το 1881 από ένα τριαντάχρονο νεαρό, όπως είπαμε), λέγοντας:

Δεν είναι αυτά μυστηριώδη πράγματα;

Όχι δεν είναι. Είναι η αιώνια τάση της ανθρώπινης καρδιάς να αγαπά κάθε τι απεχθές. Μη φωνάξετε εναντίον αυτής της βλασφημίας. Δεν είναι βλασφημία, είναι αλήθεια.

Ερευνήστε τους εαυτούς σας τους ίδιους. Κανείς δεν έχει σιγουριά για όσα λέει με το στόμα. Όσα λέει στον εαυτό του, μονάχα εκείνα είναι αληθινά.

Ποιος αγαπάει την αρετή; Κανένας. Όλοι αγαπάμε την κακία. Όχι μόνον την αγαπάμε, αλλά και την θαυμάζουμε! Όχι μόνον την θαυμάζουμε, αλλά και την “λιβανίζουμε”.

Εντάξει. Καμιά αντίρρηση. Καθόλου δεν μας ενδιαφέρει αυτό. Άλλωστε όλοι γι’ αυτά έχουμε λόγους που μας υποχρεώνουν να θαυμάζουμε τον ίδιο τον εαυτό μας!

Έφτασε η εποχή της αυτολατρείας, και όλες οι άλλες θρησκείες καταρ­γή­θηκαν. Αρκεί καθένας να ικανοποιεί τα πάθη του και τι χρειάζονται άλλα λόγια;»

Η εντυπωσιακή αυτή επισήμανση του Παπαδιαμάντη είναι προσδιορισμός της σημερινής ανθρωπολογικής και θεολογικής πραγματικότητας που “ρυθμίζει” τελικώς και τα όρια της σχέσεως του πνευματικού με τους ανθρώπους!

Και συνεχίζει ο Παπαδιαμάντης:

«Αυτά σκεφτόταν ο πατήρ Αμμούν και απορούσε αν και οι άντρες έχουν περισσότερη ειλικρίνεια, από τις γυναίκες στην εξομολόγηση. Ρωτούσε τον εαυτό του αν και αυτός ο πατήρ Αμμούν εξομολογήθηκε ποτέ ειλικρινά, με αληθινή και ανυπόκριτη ειλικρίνεια προς τον πνευματικό του πατέρα. Τέλος κατέληξε στο εξής συμπέρασμα, ἐν εἴδει ερωτήσεως: Σε τι χρησιμεύει η εξομολόγηση και γιατί υπάρχει αυτός ο θεσμός;

Δεν μπορούσε βέβαια να πει μεγαλοφώνως όλα αυτά στην πνευματική του κόρη, γιατί τότε θα είχε ανταλλάξει θέση και θα είχε γίνει αυτός ο εξομολογούμενος προς αυτήν.»

 Είχε απόλυτα δίκαιο.

Δεν επιτρέπεται ο ιερέας να τυραννιέται από την αφέλεια που εκφράζει ο νεαρός, κυριολεκτικά και μεταφορικά, μικρούλης ιερέας π. Δανιήλ (Ζάκαρι Σπισέρ) στην ταινία The Good Catholic, όταν λέει στην χαοτική “εξομολογούμενη”: «Δεν είμαι εδώ για να σας κρίνω» και δέχεται να… αλλάξουν θέση! Να μπει εκείνη στη θέση του ιερέα και εκείνος να είναι ο εξομολογούμενος σε εκείνη! Στην περίπτωση αυτή τα όρια έχουν χαθεί και, όπως συμβαίνει και στην ταινία, στο τέλος… “χάνεται” και ο ιερέας!

Ο ιερέας είναι εκεί για να κρίνει! Για να θέσει όρια! Είναι αδιανόητο να απαντήσει ο γιατρός: «Δεν είμαι εδώ για να πω τι έχετε» (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο γιατρός γνωρίζει τα πάντα και απαντάει σε όλα). Ο ιερέας βρίσκεται σ’ αυτή την “φυλακή” (Αββακούμ 2, 1) «διαγγέλλων τό πρόσταγμα Κυρίου». Φυσικά όπως έλεγε ο άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ στον ιερέα Βασίλειο: «Ποιμαίνουμε με μητρική καλοσύνη και φροντίδα». Χωρίς βεβαίως αυτό να σημαίνει, ότι από μια τέτοια στάση θα είναι… λιγότερο πατέρας.

Δεν πρέπει να συγχέουμε το ανεπίτρεπτο της κρίσεως εκ μέρους μας για τους εκτός Εκκλησίας ανθρώπους, με την κρίση όσων έρχονται στην εξομολόγηση. «Τούς ἔξω, ὁ Θεός κρινεῖ» λέει ο απόστολος Παύλος στην Α΄ Κορ. 4, 13. Για τους… “μέσα” όμως ισχύει το αποστολικό… « … ἀγγέλους κρινοῦμεν…» (Α’ Κορ. 6, 3).

Όμως συγχρόνως δεν επιτρέπεται να χάνονται «από τα μάτια μας» τα όρια του τι είναι ένα εξομολογητήριο: Ένα λίκνο μεγαλώματος; Ή ένας «θάλαμος αερίων»; Όπως έχει πει και ο πάπας Φραγκίσκος. Το λίκνο δεν επιτρέπεται να είναι επιδίωξη καταθλιπτικής (τελικά) υποστροφής στην ανευθυνότητα, αλλά “γυμναστήριο”… βαδίσματος, ομιλίας, απόκτησης δυνατοτήτων για ελεύθερη ζωή. Ο Χριστός και η ελευθερία πάνε μαζί. Απ’ όπου αποκλείεται η ελευθερία, έχει ήδη φύγει από εκεί και ο Χριστός! Ο θάλαμος αερίων αντίθετα σκοτώνει εν ονόματι της αληθείας και της χρησιμότητας, έχοντας “ξεχάσει” την ελευθερία!

Στον σημερινό κόσμο… αυτός που έχει θρόνο του και κατοικεί στον πάγο (Δάντης, Κόλαση), ο διάβολος δηλαδή, προπαγανδίζει, προωθεί και… πουλάει πάγο! Πάγο που εμποδίζει την ζεστασιά ανθρωπίνων όντως σχέσεων και… “καίει” καθετί που προσπαθεί να… φυτρώσει! Όπως γράφει ο Ευγένιος Ο’Νηλ στο θεατρικό του «Ο Παγοπώλης έρχεται»: «Μόνο μ’ έναν τρόπο μπορείς να βοηθήσεις τον άνθρωπο: Συμπονώντας τον! Μα συμπονώντας τον σωστά». «Βοηθώντας τον να πετάξει τα ψεύτικα όνειρα… να μην δειλιάζει όταν έρχεται η ώρα να δει καταπρόσωπο την αλήθεια, ούτε να γίνεται τόσο δειλός, που να αρπάζεται από την πιο αστεία δικαιολογία, φτάνει να μη σκοτώσει τα κούφια του όνειρα». «Βοηθώντας τον, τελικά, να μη… μεθάει (με οποιονδήποτε τρόπο) για να ξεχνάει την αγάπη»!

Ο Ο’Νηλ περιγράφει σωστά το δαιμονικό μπλοκάρισμα του σύγχρονου κόσμου: «Μισούσα όλο και πιο πολύ τον εαυτό μου, για το κακό που έκανα στην πιο γλυκιά γυναίκα του κόσμου, που με αγαπούσε τόσο πολύ. Άρχισα να φοβάμαι πως θα τρελαθώ, γιατί ώρες-ώρες δεν μπορούσα να την συγχωρήσω, που με συγχωρούσε αδιάκοπα. Έφτασα να την μισώ, επειδή μ’ έκανε και μισούσα τόσο τον εαυτό μου».

Ο Πνευματικός πρέπει να διαθέτει την δύναμη, ώστε να βοηθήσει τον εξομολογούμενο να χαίρεται που ο Χριστός τον συγχωρεί αδιάκοπα, και απ’ αυτή την αγάπη να συνειδητοποιεί την εξάρτησή του από πράγματα άχρηστα, επιβλαβή και αμαρτωλά, και να αγωνίζεται να ελευθερωθεί, για να μπορεί να αγαπάει πληρέστερα. Να καταλάβει ότι ένα «γεμάτο χέρι», σημαίνει ένα δεσμευμένο και άρα ανίκανο “χέρι” να ανταποκριθεί στην πρόταση του Χριστού για συνάντηση.

Ο Πνευματικός στόχο έχει, με διάκριση να βοηθήσει τον χριστιανό να αφήσει, να εγκαταλείψει… «τήν γῆν τῆς συγγενείας του» και να πορευθεί στην «γῆ τῆς Ἐπαγγελίας».

Ο Πνευματικός, πρέπει «να μη χάνει ποτέ από τα μάτια του» ότι είναι ο βοηθός και συνεργός σ’ αυτή την προσπάθεια, όχι ο… αντικαταστάτης! Η διάκριση είναι το κομβικό σημείο και ο προσδιορισμός των ορίων, η sine qua non συνθήκη, ώστε να είναι ο πνευματικός βοήθεια και όχι… υποστύλωμα.

Ο Χριστός, μετά την Ανάσταση, στηρίζοντας τον Πέτρο στην σχέση του μαζί Του, κατακλείει λέγοντας: «καί σύ ποτέ ἐπιστρέψας, στήριξον τούς ἀδελφούς σου». Σήμερα ατυχώς, κάτι τέτοιο, αντί να είναι στόχος και σκοπός κάθε πνευματικής καθοδήγησης, κινδυνεύει να ανατραπεί, και πολλοί σύγχρονοι πνευματικοί έχουν μεταλλαχθεί σε… εκκλησιαστικούς “γκουρού”, που “παιδαγωγούν” τους χριστιανούς σε μόνιμη σχέση-εξάρτηση. Σε μόνιμο ύπνο παρά τους πόδας… Γαμαλιήλ! Και έτσι καταντάμε μια… υπνώττουσα Εκκλησία. Χωρίς τον δυναμισμό της απορίας και της αντίρρησης. Χωρίς τον Θωμά. Χωρίς προσωπικότητες ελεύθερες, που μπορούν να λένε το Ευαγγελικό… «οὐ θέλω» (Ματθ. 21, 29). Έλεγε ο φίλος και αγαπητός στο μοναστήρι του Bose και στη Μονή μας, μακαρίτης Μητροπολίτης Σηλυβρίας Αιμιλιανός Τιμιάδης, έναν λόγο-παρατήρηση του καθηγητού στον άγιο Σέργιο στο Παρίσι, αρχιμ. Κυπριανού Κερν: «Πού είναι ο Χριστός; Πού είναι οι Απόστολοι; Πού είναι η Εκκλησία; Όλα έχουν σκοτεινιάσει κάτω από την τεράστια σκιά του Γέροντα…».

Με τέτοιες αντιλήψεις γινόμαστε μια Εκκλησία που δεν έχει να πει και να προτείνει στον σημερινό βασανιζόμενο άνθρωπο τίποτα που να τον ενδιαφέρει υπαρξιακά. Το μόνο που του προσφέρει είναι υποκατάστατα και αναλγητικά δευτέρας ποιότητος, την στιγμή που άνθρωποι βρίσκουν αλλού πολύ καλύτερα! Καταντάμε μια Εκκλησία καλών ανθρώπων! Χρηστών πολιτών! Ευπρεπών κυρίων που συγχέουν το ήθος του Χριστού με τα χρηστά ήθη! Μια Εκκλησία που σκανδαλίζεται από την ωμότητα των νέων, και δεν αναζητά μέσα σ’ αυτήν την ωμότητα στοιχεία ειλικρίνειας για να τα αναδείξει. Μια Εκκλησία που νομίζει ότι σκοπός της είναι να ρυθμίζει την συμπεριφορά! Μια Εκκλησία που φοβάται να μιλήσει για τα Μυστήρια που τελούνται πάνω και μπροστά στην Αγία Τράπεζα, και εξαντλείται σε “αφορισμούς” θεσμικής κοινωνικής επιβολής του τρόπου της, λες και ο τρόπος της είναι υποχρεωτική πορεία, πάλι αναιρώντας τον Χριστό, που θέτει τον όρο «…ὅστις θέλει…».

Την θέση μιας Εκκλησίας γεμάτης δυναμισμό, που παρεμβαίνει νοηματοδοτώντας την καθημερινότητα της ζωής των ανθρώπων, την κατέλαβε ένας σεκταρισμός παρεΐστικος, σαν να πρόκειται για μια ολοχρόνια κατασκήνωση! Αφέλειες “οικογενειακής” ατμόσφαιρας, από την οποία “δεν πρέπει” να φύγουν “τα παιδιά”, γιατί κινδυνεύουν από τον… “κόσμο”. Ένας ομφαλοσκοπισμός στην χειρότερή του εκδοχή, που καταντάει την προσευχή και την φροντίδα για την ψυχή, μονομανία αδιαφορίας για τους άλλους… τους κοσμικούς!! Μια θρησκευτικότητα, εξειδίκευση ευλαβών ασχολιών, και όχι εξυγίανση των παθών και φροντίδα αγάπης για όλους.

Όπως γράφει  ο Γκράχαμ Γκρην στο βιβλίο του «Η δύναμη και η δόξα», ατυχώς πολλοί ιερείς περνάμε όλη τη ζωή μας μονίμως «στην αρχική φάση της Ιερατικής αθωότητας, τότε δηλαδή που δεν αγαπούσαμε κανέναν»! Τότε που νομίζαμε ότι εμείς θα φτιάξουμε τον κόσμο κατά τις αντιλήψεις μας, που μπορεί να είναι μεν σωστές, όμως ακριβώς εξ αυτού δεν γίνεται να είναι και επιβεβλημένες…!! Και δεν καταλαβαίναμε ότι η αλήθεια και η αγάπη, όταν πάρουν διαζύγιο, δημιουργείται στροβιλώδες κενό ανάμεσα τους, το οποίο καταπίνει άπειρες ψυχές.

Τι να την κάνω μια αλήθεια που δεν γεννάει αγάπη, και τι να κάνω την αγάπη που είναι απλώς ανακουφιστική αυταπάτη προστατευτισμού; Η αγάπη σταυρώνεται για να αποδείξει την αλήθεια, και η αλήθεια σαρκώνεται, όταν γεννάει αγάπη. Χωρίς αυτές τις προϋποθέσεις, η αγάπη είναι ένα εγωιστικό συναίσθημα, και η αλήθεια, δικτατορική ιδεολογική μονομανία! Ένας ιδεαλιστής με… περίστροφο! Αγάπη λοιπόν και αλήθεια είναι αδιαχώριστες και πορεύονται στη βάση: Ούτε αγάπη χωρίς αλήθεια, ούτε αλήθεια χωρίς αγάπη.

Θα κλείσω αυτές τις λίγες σκέψεις, καταστάλαγμα πολλών χρόνων εξομολόγησης, με την διδασκαλία του τελευταίου κανόνα (102) της Πενθέκτης Συνόδου (692 μ.Χ.), ο οποίος νομίζω συνοψίζει περιεκτικά το θέμα μας, γιατί, όπως τον σχολιάζει ο ερμηνευτής Ζωναράς: «Πρέπει να ρυθμίζει την στάση του ο ιερέας κατά αναλογία των δεδομένων των ανθρώπων».

 

ΚΑΝΩΝ 102 τῆς Πενθέκτης

Περί της σοφίας με την οποία πρέπει

να συγχωρούνται οι εξομολογούμενοι

 

Πρέπει αυτοί που έχουν λάβει από τον Θεό την εξουσία «τοῦ δεσμεῖν καί λύειν» να ελέγχουν την κατάσταση της αμαρτίας και την διάθεση επιστροφής του αμαρτήσαντος και από αυτά να καταλήγουν στην επιλογή κατάλληλης θεραπείας της αρρώστιας. Μήπως συγκαταβαίνοντας στους πρόθυμους και απαιτώντας το τέλειο από τους αμελείς δεν βοηθήσουμε κανένα στην σωτηρία του.

Η αρρώστια της αμαρτίας δεν είναι απλή και μονοδιάστατη, αλλά πολυποίκιλη και πολυειδής και βλαστάνει πολλές βλαβερές παραφυάδες με τις οποίες απλώνει πολύ το κακό, αν δεν αποκοπεί με την δύναμη της τέχνης του πνευματικού.

Γι’ αυτό, λοιπόν, ο Πνευματικός πατέρας πρέπει πριν απ’ όλα να διαβλέπει την διάθεση του αμαρτωλού και να παρακολουθεί αν θέλει να θεραπευθεί, ή αντιθέτως αν αυξάνει την δύναμη της αμαρτίας με τον τρόπο ζωής του. Να διαβλέπει με ποιον τρόπο αντιμετωπίζει την αμαρτία, αν αντιδρά στα “φάρμακα” των πνευματικών και τελικώς μεγαλώνει την πληγή. Έχοντας αυτά υπ’ όψιν, να κανονίζει αναλόγως τον τρόπο της θεραπείας.

Όλος ο σκοπός και του Θεού και του πνευματικού πατρός αυτός είναι: να επιστρέψει στην Εκκλησία το πλανώμενο πρόβατο, τον αμαρτωλό· να γιατρέψει αυτόν που τον δάγκωσε το νοητό φίδι-ο διάβολος. Αυτό θα κατορθωθεί όταν τον αμαρτωλό, ούτε τον ρίχνουμε στον γκρεμό της απόγνωσης, ούτε τον αφήνουμε ανεπιμέλητο, χωρίς κανένα χαλινάρι, σε μια ζωή καταφρόνησης και αμέλειας, αλλά με κάθε τρόπο, και με τα σκληρά και δυσάρεστα φάρμακα, και με τα απαλά και μαλακτικά, τον βοηθούμε να παλέψει και να εναντιωθεί στο πάθος του και να το θεραπεύσει, δοκιμάζοντας τα αποτελέσματα (καρπούς) της μετάνοιάς του και βοηθώντας τον με σοφία να συνειδητοποιήσει το κάλεσμα του Θεού προς την λαμπρότητα της άνω Βασιλείας.

Σας ευχαριστώ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Υ.Γ. Παράθεμα ερμηνευτικών σχολίων στον Κανόνα 102 της Πενθέκτης των δύο μεγάλων Κανονικών σχολιαστών Ζωναρά και Βαλσαμώνος.

 

Σχόλια του Ζωναρά στον Κανόνα 102 της Πενθέκτης Συνόδου:

Για πολλά και διάφορα επιτίμια συζήτησε η Σύνοδος και σ’ όλα αυτά τα αμαρτήματα καθόρισε το κατάλληλο φάρμακο και στο τέλος με τον Κανόνα τον τελευταίο (102) ανέθεσε στην κρίση των επισκόπων το όλο θέμα.

Και δίδαξε ότι χρειάζεται να παρατηρούμε αναλυτικά, όχι μόνο το μέγεθος και την βαρύτητα της αμαρτίας, αν είναι μεγάλη δηλαδή ή μέτρια, αλλά και την διάθεση του αμαρτήσαντος, και πώς αυτός διάκειται προς την μετάνοια. Αν δηλαδή, δέχεται και αντέχει φάρμακα που ενοχλούν και είναι πικρά ή είναι αδιάφορος και νωθρός στο να θεραπευτεί, και κατόπιν να του χορηγούμε το κατάλληλο θεραπευτικό. Γιατί δεν επιτρέπεται, σε δύο ανθρώπους που έχουν κάνει την ίδια αμαρτία, αλλά ο ένας είναι αποφασισμένος να περπατήσει την μετάνοια, ο άλλος όμως είναι νωθρός και αδιάφορος, ο ιερέας θεραπευτής να αξιολογεί μόνο το αμάρτημα και να τους αντιμετωπίζει με τον ίδιο τρόπο! Σε αυτήν την περίπτωση θα αποτύχει να τους βοηθήσει στην σωτηρία. Αυτός μεν που έχει αποφασίσει την μετάνοια, ακόμα κι αν είναι αυστηρό το επιτίμιο, θα το δεχθεί και θα υποτάξει τον εαυτό του στην υπόδειξη του ιερέα που τον βοηθάει. Ο άλλος δε που αντιμετωπίζει νωθρά την μετάνοια αποθαρρύνεται και παραιτείται εξαιτίας της δυσάρεστης και δύσκολης θεραπείας και, όχι μόνον δεν θεραπεύεται, αλλά και, επειδή ίσως πέφτει σε απόγνωση, καταλήγει σε χειρότερα αμαρτήματα.

Πολύμορφη, λένε οι Πατέρες, και ποικίλη είναι η αρρώστια της αμαρτίας. Και παράγει πολλές παραφυάδες βλάβης και φθοράς, από τις οποίες απλώνει το κακό, πλαταίνει και προχωρά, και μερικές φορές γιγαντώνεται και υπερνικά και την δύναμη του θεραπευτή του!

Γι’ αυτό διδάσκουν ότι ο πνευματικός ιατρός πρέπει πρώτα να αξιολογεί την διάθεση αυτού που αμάρτησε, αν δηλαδή μετανοεί με ζήλο και θέρμη και αν επιθυμεί να υγειάνει πνευματικά ή αν αυξάνει με τον τρόπο του περισσότερο την αρρώστια κατά του εαυτού του! Να παρατηρεί επίσης πώς ζει και συμπεριφέρεται, μετά την αμαρτία και αν έχει εναντίωση προς τον τεχνίτη όπως συμβαίνει με τους μανιακούς, που ανθίστανται στους γιατρούς τους και δεν δέχονται να πάρουν τα σωτήρια φάρμακα(,) που τους υποδεικνύουν.

Πρέπει επίσης να προσέχει ο ιερέας και αυτό, όταν θεραπεύει και ορίζει φάρμακα, μήπως… με τα φάρμακα μεγαλώνει την ψυχική πληγή. Πρέπει να αξιολογεί την ανάγκη και τα δεδομένα. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να προσέχει ο Πνευματικός ιατρός την διάθεση του αρρώστου και να μη δίνει φάρμακα δυσάρεστα στον στενόκαρδο και μικρόψυχο και τελικώς να μεγαλώνει την πληγή και να απομακρύνει τη θεραπεία του! Αλλά ούτε και σε αυτόν που αντέχει και μπορεί να αναλάβει τα αυστηρότερα, να του δίνει εύκολα και άνετα φάρμακα και να καταλήγει (εξαιτίας των άνετων φαρμάκων) να πέφτει ο άνθρωπος στο ίδιο πάθος ή ίσως και σε μεγαλύτερο. Πρέπει λοιπόν να ρυθμίζει την στάση του ο ιερέας κατ’ αναλογία των δεδομένων των ανθρώπων. 

Όλη η φροντίδα και η επιδίωξη και από την πλευρά του Θεού και από τον ποιμένα των ψυχών αυτό είναι: Να ξαναφέρουν στην ποίμνη το πρόβατο που πλανήθηκε και να γιατρέψουν αυτό που δηλητηρίασε με το δάγκωμα του το φίδι. Και ούτε με την αυστηρότητα να το σπρώξουν στον γκρεμό της απελπισίας, ούτε με την χαλαρότητα και τα ελαφρά φάρμακα να το κάνουν να χάσει κάθε χαλινάρι αυτοσυγκράτησης, και σαν άλογο να αρχίσει να χοροπηδάει και να ζει ακόλαστη και άσωτη ζωή. Σπεύδουν λοιπόν να γίνουν φραγμός και εμπόδιο στο πάθος, είτε με την αυστηρότητα, είτε με την πραότητα, αναλόγως πώς είναι διακείμενος ο προς θεραπείαν χριστιανός. Πρέπει λοιπόν να γνωρίζει και τους δύο τρόπους ο ιερέας (όρισαν οι Πατέρες της Συνόδου), και την ακρίβεια και την συμπάθεια.

 

Σχόλια του Βαλσαμώνος στον Κανόνα 102 της Πενθέκτης Συνόδου:

[…] Δεν πρέπει πάντοτε να ακολουθούμε όσα προσδιόρισαν οι κανόνες για τα επιτίμια, αλλά να ρυθμίζουμε τα επιτίμια αναλόγως των προσώπων, αναλόγως της ηλικίας τους, αναλόγως των διαθέσεων–τοποθετήσεών τους, αναλόγως του επαγγέλματός τους, αλλά και αναλόγως προς το είδος και το βάρος του αμαρτήματος, και να προσαρμόζουμε την θεραπευτική πορεία καταλλήλως προς το κάθε αμάρτημα.

[…]

Και αυτός εδώ ο Κανόνας καθορίζει, αναθέτοντας στην διάκριση του ιερέα-ιατρού, «τό πᾶν τῆς διά τῶν ἐπιτιμίων θεραπείας».

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση