Γενικού ενδιαφέροντος, Πεζά κείμενα

Ο Ρασιοναλισμός

6. Ο ΡΑΣΙΟΝΑΛΙΣΜΟΣ

Από το βιβλίο του Π. Δρακόπουλου

ΜΕΣΑΙΩΝΑΣ – ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΑΙ ΔΥΤΙΚΟΣ

 

ΘΑ ΗΤΑΝ λάθος να ερμηνεύσουμε την εκκοσμίκευση της ρωμαϊκής εκκλησίας σαν τη μόνη δυνατή απάντη­ση στις συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες. Μια τέτοια ερ­μηνεία παρεισάγει τον ιστορικό ντετερμινισμό – μια θεωρία της οποίας την ανυποληψία γνωρίζουν πια ακόμη και οι θιασώτες της, εφ’ όσον είναι έστω και μόνον ενήμεροι αναγνώστες. Πέρασε πια ανεπιστρεπτί η εποχή που πιστεύα­με σε «μια και μόνη δυνατή απάντηση» στις συνθήκες ή την πρόκληση ή το ερέθισμα. Από το Studien über Hysterieκαι εντεύθεν, η ανθρωπότητα γνωρίζει πως δεν υπάρχει «μια και μόνη» αντίδραση/απάντηση, αλλά μια καθήλωση. Η απάν­τηση της Ρώμης στις ιστορικές συνθήκες ήταν η απάντηση που εξέλεξε (κι όχι που υποχρεώθηκε) να δώση.

Ποιες δυνάμεις ώθησαν σ’ αυτή την επιλογή; Αυτό το ερώτημα απαιτεί το δικό του βιβλίο· εδώ μπορώ να επιμείνω σ’ ένα παράγοντα (ασφαλώς όχι τον μοναδικό): τη ratio. Η ρωμαϊκή εκκλησία, όχι μόνο εξεφράσθη στη γλώσσα της ratio, αλλά και τροφοδότησε τον ευρωπαϊκό κόσμο με τον λογικισμό (ρασιοναλισμό) της.

Αντιλαμβάνομαι ότι αυτή μου η πρόταση φαίνεται σκαν­δαλώδης ή έστω ακατανόητη, αφού «όπως είναι γνωστό σε όλους» α) η ratio είναι ο θανάσιμος αντίπαλος της εκκλησίας, και β) η εκκλησία μετέτρεψε τον μεσαίωνα σε εποχή «ζόφου και σκότους όπου το μόνο φως προήρχετο από την πυρά της Ιεράς Εξετάσεως». Αλλά -φεϋ!- αυτό που είναι γνωστό σε όλους δεν είναι ως εξ αυτού και αληθές. Γι’ αυτό, πριν προχωρήσουμε, θα πρέπει να διευκρινισθούν κάποια σημεία που τροφοδοτούν τη σύγχυση. Η ανάγκη διευκρινήσεων αυξάνει, διότι μια μεγάλης δημοσιογραφικής προβολής ομά­δα ταυτίζει τη ratio με τη λογική, και, ως εικός, τη λογική με την απόρριψη κάθε μεταφυσικής. Η ίδια αυτή ομάδα, χαρακτηρίζει το χριστιανισμό «ανορθολογικό [sic], όπως και κάθε θρησκευτική πίστη»!

Ας ξεκαθαρίσουμε αμέσως το θέμα της Ιεράς Εξετάσε­ως, και τη συναφή μομφή ότι ο μεσαιωνικός άνθρωπος είναι βυθισμένος μέσα σ’ ένα ζοφερό τέλμα που συνθέτουν προλήψεις, δεισιδαιμονίες και ανατριχιαστικές φοβίες. Δεν θέλω να διαφωνήσω με αυτή την πρόταση. Δεν ξέρω αν ο Βησιγότθος του ε’ αιώνος μετά Χριστόν είχε περισσότερες προλήψεις από έναν Φωκαέα της εποχής του Περικλέους. Δεν ξέρω ποιες είναι και σε ποιο βαθμό μάς κάνουν απολίτιστους οι σημερινές μας φοβίες. Πιστεύω πως και ο μεσαιωνικός άνθρωπος είχε προλήψεις, φοβίες κ.τ.ο. Αλλ’ αυτό δεν μπορεί να υποδηλώνη ότι ο χριστιανισμός είναι ένα παχύ σύννεφο από ακρίδες που ενέσκηψε επί Γότθων, Ούννων, Σαξώνων και άλλων λουσμένων εις το φως της ανεσπέρου λογικοκρατίας. Μια τέτοια υπόθεση είναι όχι μόνον ανιστόρητη άλλα και κωμική. Η πραγματικότητα είναι ότι ο χριστιανισμός μολύνθηκε από το δεισιδαίμον πνεύμα του παγανισμού των βαρβάρων. Υιοθέτησε, επί σκοπού, πάρα πολλές δεισιδαιμονίες προσπαθώντας να μιλήση τη γλώσσα των προσηλυτιζομένων, προσπαθώντας να γίνη αρεστός σ’ αυτό που λέμε «πλατειές λαϊκές μάζες». Δεν είναι ο χριστιανισμός αυτός που πρώτος μίλησε για μάγισσες, νεράιδες, βρυκόλακες, λάμιες, σκουπόξυλα και σαπουνάκια με καρφίτσες. Δεν είναι ο χριστιανισμός αυτός που πρώτος μίλησε για σεξουαλικές σχέσεις με το διάβολο. Η χριστιανική εκκλησία, απεδέχθη το παιχνίδι που επέβαλλαν οι ακλό­νητες πεποιθήσεις των παγανιστών, πεποιθήσεις που μόνον ιδιαζόντως αφελείς νομίζουν πως υπήρχαν το μεσαίωνα, και όχι πάντοτε, και όχι σήμερα επίσης.

Δεν θέλω να δικαιολογήσω την εκκλησία- δεν ξέρω καν εάν η άποψη μου συνιστά δικαιολογία ή μομφή. Αυτή τη στιγμή μ’ ενδιαφέρει μόνον η ακρίβεια, για να μην πέφτου­με θύματα αγραμματωσύνης. Το ίδιο και για την Ιερά Εξέταση. Κάθε κοινωνία τιμωρεί με ποικίλα μέσα τους απείθαρχους παραβάτες· δεν θα μπορούσε να συμβή αλλοιώς με τον Μεσαίωνα, και μάλιστα όταν το ευνομούμενο κράτος ήταν όνειρο και όχι πραγματικότης. Υπήρχαν, λοι­πόν, ποινές. Αλλά εν πάση περιπτώσει, η Ιερά Εξέταση που μόνη, δήθεν, φώτιζε τον μεσαίωνα με τις φωτιές της, εμφανίστηκε τον ιγ’ και ιδ’ αιώνα στην βόρειο Ιταλία και τη νότιο Γαλλία και τον ιε’ αϊ. στην Ισπανία. Αυτό σημαίνει ότι μιλούμε για μια μικρή περιοχή της Ευρώπης και, πάντως, για συμβάντα που τοποθετούνται μάλλον στην Αναγέννηση κι όχι στο Μεσαίωνα. Εκτός αν ακολουθήσουμε τη συλλογιστι­κή που εισηγήθηκε ο Βολταίρος, κατά την οποία ο Θεός είναι ο πρώτος Ιεροεξεταστής (με θύμα του τον Αδάμ, άλλα και τα Σόδομα κ.ά.), κι ο Ιησούς ο πρώτος Ιεροεξεταστής της Καινής Διαθήκης. Αλλ’ η γκροτέσκα αυτή παρανόηση, όσο και να υπηρέτησε τον αντικληρικαλισμό, δεν μπορεί να θεωρηθή φιλοσοφικό επιχείρημα.

Ας έλθουμε τώρα στο θέμα της ratio. Πρέπει ν’ αρχίσω με μια δήλωση: δεν υπήρξε ποτέ περίοδος στην ιστορία της φιλοσοφίας όπου η ratio να ήταν συνώνυμο της λογικής. Ακόμη, δεν υπήρξε φιλόσοφος, ο οποίος να ταύτισε τη λογική με την απόρριψη κάθε υπερβάσεως. Γι’ αυτό ακριβώς, μεταξύ των λογικών φιλοσόφων συγκαταλέ­γονται άγιοι, χριστιανοί, βουδδιστές, άθεοι, μαρξιστές, κομ-φουκιανοί κ.ά. Γι’ αυτό ακριβώς, άλλοι λογικοί φιλόσοφοι είναι λογικιστές (ρασιοναλιστές), άλλοι όχι. Το ίδιο συμβαίνει και με φιλοσόφους που δεν ασχολούνται με τα λογικά θέματα: άλλοι είναι λογικιστές, άλλοι όχι. Αυτά είναι γνωστά σε οποιονδήποτε άνοιξε μια οποιαδήποτε ιστορία της φιλο­σοφίας. Είναι προφανώς άγνωστα σε όσους εκ των νεοελλή­νων κατέλαβαν τίτλους και θέσεις ή καθιερώθηκαν στην «κοινή γνώμη» με μόνο τους εφόδιο τον κυνισμό και όχι τα Γράμματα.

Ο όρος ratio, σημαίνει την έλλογη δυνατότητα της διανοί­ας να διακρίνη και να συνδέη τα γνωστικά αντικείμενα [Αυγουστίνου, De libero arbitrio II 9]. Η ratioδιακρίθηκε σε «ανωτέρα» και «κατωτέρα». Η πρώτη (ratio sublimior) είναι αυτή που αναφέρεται στα ασώματα και άφθαρτα· η δεύτερη αναφέρεται στα του κόσμου τούτου [Αυγουστίνου, De trinitate, 12]. Επειδή ‘λόγος’ στα ελληνικά σημαίνει, μεταξύ άλλων, το συλλέγειν, ορίζειν και θέτειν εν τάξει και αρμονία, ο Αυγουστίνος -όπως και οι άλλοι Λατίνοι-, εξέλαβε τη ratio σαν ακριβή μετάφραση του λόγου. Αυτό όμως ισχύει μόνον εν μέρει, αφού ο ‘λόγος’ καλύπτει πολύ μεγαλύτερη επιφάνεια και χωρεί εις πολύ μεγαλύτερο βάθος απ’ όσο η ratio.

Η αυγουστίνεια διάκριση σε ανωτέρα και κατωτέρα ratio οδήγησε στην αντίληψη ότι η κατωτέρα ratio δεν μπορεί να λέγη την αλήθεια, αφού οι αποφάνσεις της προκύπτουν από την εξεργασία του φαινομένου κόσμου κι όχι της καθολικής πραγματικότητος· σ’ αύτη την αντίληψη στηρίχθηκε η αντίθεση Veritas (αληθείας)-ratio. Εν συνεχεία, η ανωτέρα ratio του Αυγουστίνου ταυτίστηκε με το ‘intellectus’ (που θεωρήθηκε, εσφαλμένα και πάλιν, ακριβής μετάφραση του ‘νους’) και ο Βερνάρδος του Κλαιρβώ διετύπωσε την αντίθε­ση intellectus fidei και judicium rationis. Έπειτ’ απ’ αυτό, επόμενο ήταν να ζητηθή ο έλεγχος της ratio από μιαν αυθεντία (auctoritas), η οποία θα εφρόντιζε να μην χάνη ο άνθρωπος ποτέ την αλήθεια που κατέχει ο νους.

Καίτοι δεν είναι του παρόντος η διεξοδική παρακολούθη­ση της ιστορίας της ratio (έργο, πάντως, του οποίου η εξαιρετική σημασία είναι αυτονόητη), θα πρέπει να αναφερθώ σ’ ένα σημείο της θεωρίας του Θωμά Ακινάτη. Στο έργο του Scripta super libros Sententiarum, ο Θωμάς αντιμετωπίζει σειρά επιστημολογικών προβλημάτων, την πηγή και τις μορφές της γνώσεως, την αντίληψη, την κρίση, τη ratio, την αίσθηση, τη φαντασία, τη μνήμη, την αλήθεια και την πλάνη, την αντικειμενικότητα και την άξια της. Σ’ αυτό το πρώιμο έργο περιέχεται μια εξαιρετικής σημασίας κριτική της αυγουστίνειας επιστημολογίας – κριτική την όποια συνέχισε, αργότερα, και σε άλλα έργα του.

Ο Θωμάς υποστηρίζει ότι η ‘ανωτέρα ratio’ που ταυτίζε­ται με την ‘αλήθεια του νου’, είναι η θεία γνώση. Ο Θεός βλέπει όλα τα πράγματα μέσα σε ένα: τον εαυτό του. Δεν χρειάζεται μεθόδους, επιχειρήματα, διακρίσεις και συνδέ­σεις. Το ίδιο ισχύει για τους αγγέλους, στο βαθμό που μετέχουν της θείας γνώσεως. Αντιθέτως, όμως, ο άνθρωπος γνωρίζει μόνο με προϋποθέσεις, με νοητικές διεργασίες. Οι άγγελοι είναι όντα πνευματικά, ενώ οι άνθρωποι είναι όντα έλλογα. Γράφει ο Θωμάς: «Στην παρούσα κατάσταση [in statu viae] αληθεύει αυτό που λέει ο Φιλόσοφος [ο Αριστο­τέλης], ότι δηλαδή η ψυχή χωρίς φαντάσματα [phantasmata] δεν θα μπορούσε ούτε επιστήμη να απόκτηση ούτε να αναθεωρή όσα ήδη γνωρίζει· αφού τα φαντάσματα είναι για τη διάνοια [intellectum] ό,τι τα αισθητήρια [sensibilia] για τις αισθήσεις» [Ιη III Sent., d. 31].

Κατά συνέπειαν, ο Θωμάς απέρριψε την αυγουστίνειο ποιοτική διάκριση της ratio σε κατωτέρα (ψευδή) και ανωτέ­ρα (αληθή)· αργότερα, την αντικατέστησε με την τελεολογι­κή διάκριση του πνευματικού βίου. Υπεστήριξε ότι ο άνθρωπος έχει δύο τέλη: ένα υπερφυσικό και ένα φυσικό. Το υπερφυσικό τέλος μελετά ο θεολόγος και το θέτει, δια της πίστεως, εκείθεν των φυσικών δυνάμεων· το φυσικό τέλος έρευνα ο φιλόσοφος και το θέτει, δια της ratio, εντεύθεν των ανθρωπίνων δυνάμεων. Η διάκριση αυτή καλύπτει όχι μόνον την επιστημολογία αλλά και την ηθική, όπως και την πολιτική φιλοσοφία του Ακινάτη. Στην ηθική, το έσχατον αγαθόν (bonum ultimum) που αναζητεί ο φιλόσο­φος, είναι όλως διάφορον αυτού που οραματίζεται ο θεολό­γος. Η σημασία αυτής της διακρίσεως είναι εξαιρετικά σημαντική για την πολιτική φιλοσοφία.

Τώρα, ας διευκρινήσουμε κάτι ακόμη: ο λογικισμός (ρασι­οναλισμός), δεν είναι η θεωρία κατά την οποία υπάρχει ratio, ή κατά την όποια μόνον η ratio παρέχει έγκυρη γνώση – όπως πιστεύει η νεοελληνική μας απαιδευσία. Λογικισμός είναι η θεωρία κατά την οποία η γνώση αφ’ ενός είναι έμφυτη και δεν ορίζεται από την εμπειρία, αφ’ έτερου αυτοεπιβεβαιώνει την ορθότητα της. Αυτό σημαίνει ότι αντίπαλος του λογικισμού δεν είναι η πίστη στην ύπαρξη Θεού (πίστη που συνήθως είναι λογικιστική), αλλά ο εμπειρικισμός, δηλαδή η θεωρία κατά την οποία η γνώση είναι προϊόν της εμπειρίας.

Οφείλω να ομολογήσω ότι η διαστροφή και η έκπτωση των εννοιών δεν απαντάται μόνο στη χώρα μας. Κατ’ αρχήν στην πολυτάλαντο περί τα τοιαύτα Γαλλία και εν συνεχεία στην Αγγλία, «ρασιοναλιστές» απεκλήθησαν οι ενήλικες εκείνοι, οι όποιοι δεν πήγαιναν στην εκκλησία τις Κυριακές και εδήλωναν ότι ακολουθούν «τις επιταγές της λογικής» – ο,τιδήποτε και να εσήμαινε αυτό. «Ρασιοναλισμός» ονομά­στηκε, επίσης, η πίστη των Bayle, Condorcet και Compte, στις απεριόριστες δυνατότητες της ανθρώπινης λογικής. Εν τού­τοις, δεν επιτρέπεται να δεχόμαστε τέτοιες ακυρολεξίες -αφού, επί τέλους, ο στοχασμός είναι αδύνατος χωρίς γλωσσι­κή επάρκεια.

Μια τελευταία παρατήρηση επί του θέματος. Η μετά­φραση του rationalismus σε «ορθολογισμό» είναι μια βάναυ­ση παραποίηση της πραγματικότητος. Δεν γνωρίζω ποιος εισήγαγε αυτό το μεταφραστικό τερατούργημα: είμαι βέβαι­ος ότι πρέπει να παύση η χρήσις αυτής της λέξεως διότι επιφέρει συγχύσεις. Η ratio δεν σημαίνει κατά κανένα τρόπο «ορθός λόγος». Αναφερόμενοι σε «ορθό λόγο», δεχόμαστε κατ’ ανάγκην την ύπαρξη μη ορθού λόγου. Αλλά πόση θρασύτητα, πόση παχυλή άγνοια προϋποθέτει ο χαρακτηρισμός της ratio ως ορθού, αληθούς και γνησίου λόγου, με την ταυτόχρονη και εξ αντιδιαστολής καταδίκη παντός λόγου πέραν της ratio ως μη ορθού, ως ψευδούς, βαρβάρου και κατωτέρου! Ποιος αναίσθητος δοκησίσοφος τολμά να χαρακτηρίση μη ορθό λόγο τα ομηρικά έπη, τη Μαχαμπαράτα, τον Λάο Τσέ, τα κηρύγματα του Μάιστερ Έκαρτ, ή ακόμη το Κατά Ιωάννην;! Ποιος θα τολμήση να ισχυρισθή ότι το μέγιστο μέρος του πολιτισμού κάθε λαού κάθε εποχή είναι μη ορθό, είναι νόθο και δεύτερο; Όχι βεβαίως οι λογικιστές· ούτε ο Παρμενίδης· ούτε ο Wittgenstein λέγουν τέτοιες ηλιθιότητες[1].

 

ΕΠΕΙΤ’ Απο την εκτενή αλλ’ αναγκαστική αυτή παρέκβαση, επιστρέφω στην εισαγωγική του κεφαλαίου παρατήρηση: η ρωμαιοκαθολική εκκλησία διεπότισε τον ευρωπαϊκό κόσμο με τον λογικισμό της. Ας δούμε πως εκφράστηκε αυτό στο κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο.

Κατά τους αιώνες των συνεχών εισβολών από τις στέπες, και των συνεχών πληθυσμιακών αναστατώσεων, κυριαρχούσε το ξίφος κι όχι, βεβαίως, μια έλλογη διευθέτηση των διαφορών. Μέσα σ’ αυτό το χάος, η εκκλησία προσέφερε τη ρωμαϊκή κληρονομιά. Προσέφερε νόμον, ενώ γύρω της κυριαρχούσαν ληστρικές ορδές. Προσέφερε κρατικούς και κοινωνικούς θεσμούς, ενώ γύρω της μαίνονταν τα στίφη. Και πρέπει να σημειωθή ότι το θεσμικό πλαίσιο που εισηγείτο η εκκλησία ήταν ασυγκρίτως υψηλότερου επιπέδου απ’ οποιο­δήποτε αντίστοιχο μπορούσαν να μεταφέρουν πάνω στ’ άλογα τους οι εισβολείς.

Η Ρώμη ασκούσε μιαν έντονη πολιτισμική ώσμωση. Η ώσμωση αυτή απεικονίζεται παραστατικά με την περίφημη συνάντηση στο Μίνκιο: όταν οι Ούννοι, έχοντας υποτάξει τη βόρειο Ιταλία, ετοιμάζονταν να καταλάβουν την εντελώς ανυπεράσπιστη Ρώμη, ένας γέροντας -ο πάπας Λέων ο Α’- πήγε μόνος του στο Μίνκιο, όπου το στρατόπεδο των, να τους αντιμετώπιση. Δεν γνωρίζουμε τι ελέχθη κατά την περίφημη εκείνη συνομιλία του πάπα με τον Αττίλα. Γνωρί­ζουμε μόνον ότι οι Ούννοι όχι μόνον δεν επετέθησαν στη Ρώμη, άλλα και απεχώρησαν από την Ιταλία.

Η ρωμαιοκαθολική εκκλησία προωθούσε ένα έλλογο θεσμικό πλαίσιο με έντονη κοινωνική διαφοροποίηση. Η ιδια η δομή της εκκλησιαστικής οργανώσεως στάλαζε μια καινούργια -για τους βαρβάρους- ιεραρχική, μη φυλετική και αυταρχική αντίληψη εξουσίας. Σ’ όλους αυτούς τους επιδρομείς, που είχαν διασχίσει την Ευρώπη πάνω στ’ άλογό τους αντιπρότεινε την ιερότητα του χώρου, τον άρρηκτο δεσμό της εξουσίας με τον τόπο. Προσέφερε γνώσεις -όχι μόνο θεωρητικές άλλα και πρακτικές-, προ­σέφερε ένα έλλογο και πλήρες σύστημα βίου εντός του όποιου μπορούσες να νοιώθης ασφαλής και ήρεμος, εφ’ όσον τηρούσες ορισμένους κανόνες. Πριν από τον ια’ αιώνα, η εκκλησία ήταν πράγματι λιμάνι γαλήνης, συνέσεως και τάξεως.

ΑΣ ΔΟΎΜΕ, τώρα, ένα ιστορικό παράδοξο. Η θέσμιση έλλογου κοινωνικού βίου, εμφανίζεται για πρώτη φορά στην ελληνική αρχαιότητα, και συνδέεται απολύτως με την ανά­πτυξη της πόλεως. Μια παρεμφερής θέσμιση εμφανίζεται για δεύτερη φορά στον δυτικό Μεσαίωνα, και συνδέεται επίσης με την ανάπτυξη της πόλεως.



[1] Είχα ολοκληρώσει το βιβλίο όταν σκέφθηκα ν’ αναζητήσω τη γένεση του «ορθολογισμού» στους λογίους του προηγουμένου αιώνος. Κατέ­φυγα στη Συναγωγή Νέων Λέξεων του Σ. Κουμανούδη και βρήκα ότι τον όρο εισήγαγε (το 1852;) ο Ι. Νικολαΐδης ο Λεβαδεύς. Την απόδοση του Λεβαδέως υιοθέτησαν αμέσως οι Π. Βράιλας Αρμένης, Άγγελος Βλάχος κ.ά. λόγιοι. Εν τούτοις, ο Ι. Ν. Βαλέτας (το 1871;) εισήγαγε την απόδοση ‘λογικισμός’, την οποία δεν φαίνεται ν’ ακολούθησε κανείς, ακριβώς -ως εικάζω- διότι δεν παρεισάγει αξιολογήσεις, δεν δικαιώνει τη ratio, αλλά μένει ουδέτερη. Νομίζω, όμως, ότι πρέπει πια να απομακρύνουμε τη φιλοσοφική ορολογία από τον ρωμαϊκό ευσεβισμό, αλλά κι απ’ τη διάθεση των λογίων να υποκλέψουν την καταδίκη του βυζαντινού παρελθόντος μας.

Επειτ’ απ’ αυτά, όμως, θάπρεπε να μετριάσω τους χαρακτηρι­σμούς μου. Οι λόγιοι του διαφωτισμού δεν ήσαν αθύρματα, όσο κι αν -όποτε κι αν- έσφαλλαν. Άφησα όμως την οργή μου ανέρωτη, αφού -επί τέλους!— έτσι συνήθιζαν ν’ αντιδικούν κ’ οι λόγιοι της εποχής εκείνης…