Κατήχηση

Ο τρόπος Κοινωνίας διά της λαβίδος

Ἔννοια καί προτύπωση τῆς λαβίδος

Ἡ λέξη «λαβίς», ἐκ τοῦ ρήματος λαμβάνω, σημαίνει τό ἐργαλεῖο μέ τό ὁποῖο πιάνεται κάτι,

π.χ. τσιμπίδα[1]«Εἶναι τό μακρόν ἐπιχρυσωμένον ἢ ἐπάργυρον κοχλιάριον, διά τοῦ ὁποίου ὁ ἱερεύς μεταδίδει εἰς τούς πιστούς τήν θείαν κοινωνίαν ὑπ’ ἀμφότερα τά εἴδη»[2].Στή λειτουργική πράξη εἰσῆλθε ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη, καί δή ἀπό τήν ὀπτασία τοῦ Ἠσαΐα, ὁ ὁποῖος ἔλαβε τό προφητικό χάρισμα μέ τόν ἀναμμένο ἄνθρακα πού ἕνα τῶν Σεραφείμ πῆρε διά τῆς λαβίδος στό χέρι του ἀπό τό θυσιαστήριο καί τό τοποθέτησε στό στόμα καί τά χείλη τοῦ προφήτη[3]. Ἡ πράξη αὐτή προεικονίζει τή θεία μετάληψη· «Ὅπως ἀκριβῶς ἕνα ἀπό τά Σεραφείμ πῆρε τόν ἄνθρακα καί τόν ἔδωσε στόν Ἠσαΐα, ἔτσι ἀκριβῶς καί οἱ ἱερεῖς παίρνουν τόν ἄρτο, δηλαδή τό σῶμα τοῦ Δεσπότη Χριστοῦ καί τό μεταδίδουν στό λαό» («Ὧσπερ Σεραφείμ ἔλαβε τόν ἄνθρακα καί δέδωκε τῷ Ἠσαΐᾳ, οὕτως καί οἱ ἱερεῖς λαμβάνουσι τόν ἄρτον, ἤτοι τό Δεσποτικόν σῶμα καί διδόασι τῷ λαῷ») [4]. Ἔτσι ὁ ὅρος «λαβίς» ἔγινε γνωστός σέ ὅλη τήν ἱστορία τῆς λειτουργικῆς – εὐχαριστιακῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, νοούμενος ὅμως σέ πρακτικό ἐπίπεδο κατά ἐποχές διαφορετικά, μέχρις ὅτου ἐπικρατήσει μέ τήν μορφή πού καί στίς μέρες μας γνωρίζουμε τή λαβίδα, δηλαδή αὐτήν τοῦ κοχλιαρίου.

Ἡ Κοινωνία τῶν Ἀποστόλων

Σύμφωνα με τήν Καινή Διαθήκη κατά τό τελευταῖο δεῖπνο, τόν μυστικό δεῖπνο, ὁ Χριστός μετέδωσε τό σῶμα καί τό αἷμα Του στούς Ἀποστόλους, ὡς ἑξῆς: «Ἐσθιόντων δέ αὐτῶν λαβών ὁ Ἰησοῦς τόν ἄρτον καί εὐχαριστήσας ἔκλασε καί ἐδίδου τοῖς μαθηταῖς καί εἶπε· λάβετε φάγετε· τοῦτό ἐστι τό σῶμά μου· καί λαβών τό ποτήριον καί εὐχαριστήσας ἔδωκεν αὐτοῖς λέγων· πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες· τοῦτο γάρ ἐστι τό αἷμά μου»[5].  Ἀπό τήν περιγραφή αὐτή φαίνεται ὅτι πρῶτα ἔγινε ἡ μετάδοση τοῦ ἄρτου καί στή συνέχεια ἡ μετάδοση τοῦ οἴνου. Τό «λαβών» παραπέμπει στήν διά τῶν χειρῶν μετάδοση. Ἔτσι ἱστορεῖται καί στή βυζαντινή τέχνη – ἁγιογραφία, ἡ μαρτυρούμενη ἀπό τόν 6ο μ.Χ. αἰ. Κοινωνία τῶν Ἀποστόλων. Ἀπό τόν 11ο δέ κυρίως αἰ., ἐντός τῆς κόγχης τοῦ ἱεροῦ Βήματος, φαίνεται ὅτι ὁ Χριστός προσφέρει ξεχωριστά τόν ἄρτο καί ξεχωριστά τό  ποτήριο. Οἱ Ἀπόστολοι εἶναι διηρημένοι σέ δύο ἑξάδες. Ἀπό δεξιά ὁ Χριστός δίνει στό χέρι τοῦ καθενός πού προσέρχεται τήν μερίδα τοῦ ἄρτου. Ὁ Χριστός πάλι ἀπό ἀριστερά κοινωνεῖ τήν ἄλλη ἑξάδα προσφέροντας στόν καθένα τό τίμιον αἷμα μέ τό ποτήριο[6]. Σέ παραστάσεις τοῦ 16ου αἰ. ὁ  Χριστός φέρεται νά κοινωνεῖ τούς Ἀποστόλους μέ λαβίδα.

Ἡ διά τῆς λαβίδος τῶν χειρῶν Κοινωνία καί ἡ κεχωρισμένη μετάληψη τῶν Τιμίων Δώρων

Οἱ Χριστιανοί τῶν πρώτων αἰώνων κοινωνοῦσαν κατά τά πρότυπα τοῦ μυστικοῦ δείπνου, πρῶτα δηλαδή τόν ἄρτο καί ἐν συνεχείᾳ τόν οἶνο. Αὐτό τό πρότυπο ὑπονοεῖ καί τό κείμενο τῆς Διδαχῆς Ἀποστόλων (1ος μ.Χ. αἰ.), ὅπου σημειώνεται τό ἑξῆς: «Μηδείς δέ φαγέτω μηδέ πιέτω ἀπό τῆς εὐχαριστίας ὑμῶν, ἀλλ’ οἱ βαπτισθέντες εἰς ὄνομα Κυρίου»[7]. Στήν Ἀπολογία τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου, φιλοσόφου καί μάρτυρος (2ος αἰ.), οἱ διάκονοι φέρονται νά μεταλαμβάνουν τόν καθένα ἀπό τούς παρόντες «ἀπό τοῦ εὐχαριστηθέντος ἄρτου καί οἴνου καί ὕδατος, καί τοῖς οὐ παροῦσι ἀποφέρουσι»[8]. Εἶναι σαφής ἡ προσφορά τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου χωριστά. Τό νερό παραπέμπει στήν ἀνάγκη τοῦ νά εἶναι ὁ οἶνος κεκραμένος, ἀλλά καί στό γεγονός σύμφωνα μέ τό ὁποῖο κατά τή σταύρωση τοῦ Ἰησοῦ «εἷς τῶν στρατιωτῶν λόγχῃ αὐτοῦ τήν πλευράν ἔνυξε καί εὐθέως ἐξῆλθεν αἷμα καί ὕδωρ»[9]. Ἀνάλογες εἶναι καί οἱ πληροφορίες ἀπό τήν Ἀποστολική Παράδοση τοῦ ἁγίου Ἱππολύτου Ρώμης[10]. Κατά τόν Εὐσέβιο Καισαρείας (3ο με 4ο αἰ.) ὁ Ἐπίσκοπος Ρώμης Ξύστος (258 μ.Χ.) ἀφηγούμενος τήν μετάνοια ἑνός αἱρετικοῦ ἀναφέρει ὅτι: «Ἄκουσε τή θεία Λειτουργία, συνέψαλλε τό Ἀμήν, συμμετεῖχε στήν τράπεζα καί πρότεινε τά χέρια του γιά νά ὑποδεχθεῖ τήν ἁγία τροφή» («Εὐχαριστίας γάρ ἐπακούσαντα καί συνεπιφθεγξάμενον τό Ἀμήν, καί τραπέζῃ παραστάντα καί χεῖρας εἰς ὑποδοχήν τῆς ἁγίας τροφῆς προτείναντα…»)[11].

Σύμφωνα μέ τίς Διαταγές τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, κείμενο τῆς Ἀντιοχειανῆς παράδοσης τοῦ τέλους τοῦ 4ου μ.Χ. αἰ., κατά τή θεία Κοινωνία ἡ τάξη προέβλεπε «Ὁ μέν ἐπίσκοπος νά δίνει τήν προσφορά – ἄρτο λέγοντας· Σῶμα Χριστοῦ, καί αὐτός πού τή δέχεται νά λέγει· Ἀμήν. Ἔπειτα ὁ διάκονος νά κρατᾶ τό ποτήριο καί καθώς τό δίνει νά λέγει· Αἷμα Χριστοῦ, ποτήριο ζωῆς. Καί αὐτός πού πίνει-κοινωνεῖ νά λέγει· Ἀμήν» («Ὁ μέν ἐπίσκοπος διδότω τήν προσφοράν λέγων· Σῶμα Χριστοῦ. Καί ὁ δεχόμενος λεγέτω· Ἀμήν. Ὁ δέ διάκονος κατεχέτω το ποτήριον καί ἐπιδιδούς λεγέτω· Αἷμα Χριστοῦ, ποτήριον ζωῆς. Καί ὁ πίνων λεγέτω· Ἀμήν») [12]. Καί ὁ Μέγας Βασίλειος ἀναφέρεται στήν κρατοῦσα, τήν ἐποχή ἐκείνη, τάξη σύμφωνα μέ τήν ὁποία ὁ κοινωνῶν δεχόταν ἀπό τόν λειτουργό ἱερέα τήν μερίδα στήν παλάμη του, κι ἐκεῖνος τήν ἔθετε «τῷ στόματι τῇ ἰδίᾳ χειρί» [13].

Στήν ἴδια πράξη ἀναφέρεται καί ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων, ὁ ὁποῖος γνωρίζει τήν Ἱεροσολυμητική τάξη καί προφανῶς τή θεία Λειτουργία τοῦ ἁγίου Ἰακώβου· «Καθώς προσεγγίζεις, λέγει γιά τόν πιστό, νά μήν προσέρχεσαι μέ ἁπλωμένα τά χέρια, οὔτε μέ διῃρημένα τά δάκτυλα. Ἀλλά ἀφοῦ κάνεις τήν ἀριστερή παλάμη θρόνο στή δεξιά, σάν νά πρόκειται νά ὑποδεχτεῖς βασιλιά, καί ἀφοῦ κάνεις κούπα τήν παλάμη σου δέξου τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Πρόσελθε ἔπειτα καί στό ποτήριο τοῦ αἵματος ὄχι μέ ὑψωμένα τά χέρια ἀλλά σκυφτός καί λέγοντας τό Ἀμήν σάν νά προσκυνεῖς μέ σεβασμό. Δέχου τόν ἁγιασμό μεταλαμβάνοντας καί ἀπό τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ» («Προσιών οὖν, μή τεταμένοις τοῖς τῶν χειρῶν καρποῖς προσέρχου, μηδέ διῃρημένοις τοῖς δακτύλοις· ἀλλά τήν ἀριστεράν θρόνον ποιήσας τῇ δεξιᾷ, ὡς μελλούσῃ βασιλέα ὑποδέχεσθαι, καί κοιλάνας τήν παλάμην δέχου τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, προσέρχου καί τῷ ποτηρίῳ τοῦ αἵματος, μή ἀνατείνων τάς χεῖρας, ἀλλά κύπτων, καί τρόπῳ προσκυνήσεως καί σεβάσματος λέγων τό Ἀμήν. Ἁγιάζου καί ἐκ τοῦ αἵματος μεταλαμβάνων Χριστοῦ») [14].

Στή θεία Λειτουργία τοῦ ἁγίου Ἰακώβου σημειώνονται τά ἑξῆς ὅσον ἀφορᾶ τόν τρόπο Κοινωνίας τῶν πιστῶν· «Ὁ Κύριος θά εὐλογήσει καί θά μᾶς ἀξιώσει νά λάβουμε τόν πύρινον ἄνθρακα μέ καθαρές τίς λαβές τῶν δακτύλων μας καί νά τόν τοποθετήσουμε στά στόματα τῶν πιστῶν, γιά τόν καθαρισμό καί τόν ἀνακαινισμό τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων τους τώρα καί πάντοτε καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων» («Ὁ Κύριος εὐλογήσει καί ἀξιώσει ἡμᾶς ἁγναῖς ταῖς τῶν δακτύλων λαβαῖς λαβεῖν τόν πύρινον ἄνθρακα καί ἐπιθεῖναι τοῖς τῶν πιστῶν στόμασιν εἰς καθαρισμόν καί ἀνακαινισμόν τῶν ψυχῶν αὐτῶν καί τῶν σωμάτων νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων») [15]. Στό κείμενο αὐτό φαίνεται ὅτι ἡ μετάληψη γίνεται «ταῖς τῶν δακτύλων λαβαῖς», μέ τό χέρι δηλαδή τοῦ λειτουργοῦ ἱερέα καί ἀπ’ εὐθείας στό στόμα τοῦ πιστοῦ. Δέν εἶναι σαφές ὅμως ἐάν ὁ ἄρτος ἦταν ἐμβαπτισμένος στό αἷμα ἢ ἐάν ἀκολουθοῦσε χωριστά ἡ μετάδοση ἀπό τό ποτήριο, ὅπως, καθώς εἴδαμε, μέ σαφήνεια σημειώνεται στήν ἑρμηνεία τῆς Ἱεροσολυμητικῆς Λειτουργίας ἀπό τόν ἅγιο Κύριλλο Ἱεροσολύμων. Γιά τήν Κοινωνία βεβαίως τῶν ἱερέων προβλεπόταν μεγάλες μερίδες τίς ὁποῖες ὁ προεστώς τῆς συνάξεως ἔβαπτε «εἰς τόν κρατῆρα» (ποτήριο). Θά μποροῦσε κανείς νά ὑποθέσει ὅτι κατ’ ἀναλογίαν γινόταν τό ἴδιο καί γιά τούς πιστούς, μέ μικρότερες ὅμως μερίδες. Ὑπάρχουν βέβαια καί μαρτυρίες στή χειρόγραφη παράδοση, ἐλάχιστες, σύμφωνα μέ τίς ὁποῖες οἱ ἱερεῖς κοινωνοῦσαν πρῶτα τό σῶμα καί μετά τό αἷμα χωριστά[16]. Ἡ διάταξη πού ἀκολουθεῖ, μετά τήν μετάληψη τοῦ κλήρου, σύμφωνα μέ τήν ὁποία οἱ διάκονοι «ἐπαίρουσι τούς δίσκους καί τούς κρατῆρας εἰς τό μεταδοῦναι τῷ λαῷ»[17] (οἱ πολλοί δίσκοι καί τά πολλά ποτήρια ἐξυπηρετοῦσαν τή μεγάλη προσέλευση τοῦ λαοῦ στή θεία Κοινωνία), ἀφήνει περιθώρια διπλῆς ἑρμηνείας, ὅσον ἀφορᾶ τήν Κοινωνία τῶν πιστῶν. Πρῶτον ὅτι ὁ ἱερέας ἔπαιρνε μία μερίδα ἀπό τό δισκάριο πού κρατοῦσε ὁ διάκονος καί ἀφοῦ τήν ἐμβάπτιζε στό ποτήριο τήν ἔθετε στό στόμα τοῦ κοινωνοῦντος. Δεύτερον ὅτι μετεδίδετο πρῶτον στό στόμα ἡ μερίδα (σῶμα) καί ἀκολουθοῦσε ἡ μετάληψη τοῦ αἵματος ἀπό τό ποτήριο[18]. Ὁ ἐμβαπτισμός πάντως τοῦ ἄρτου στόν οἶνο δέν ἦταν ἄγνωστος στήν Ἀνατολή. Τήν παράδοση αὐτή κρατοῦν μέχρι καί σήμερα οἱ Ἀρμένιοι. Στήν Ἀρμενική Λειτουργία «ὁ διάκονος καί ὁ λαός κοινωνοῦν ὑπ’ ἀμφότερα τά εἴδη, ὄχι ὅμως ἀπ’ εὐθείας ἐκ τοῦ ποτηρίου οὔτε διά λαβίδος. Ὁ ἱερεύς κρατεῖ καί διά τῶν δύο χειρῶν τό ποτήριον καί ὑπεράνω αὐτοῦ τόν ἅγιον ἄρτον, ἐμβεβαπτισμένον εἰς τό τίμιον αἷμα. Διά τῶν δύο δακτύλων τῆς δεξιᾶς κόπτει μερίδα ἐξ αὐτοῦ καί τήν ἀποθέτει εἰς τό στόμα τῶν κοινωνούντων»[19]. Ὅπως ἀντιλαμβάνεται κανείς καί αὐτός ὁ τρόπος Κοινωνίας ἔχει τίς πρακτικές του δυσκολίες.

Γιά τήν μετάδοση τῶν θείων δώρων ξεχωριστά κάνει λόγο καί ἡ θεία Λειτουργία τοῦ Ἀποστόλου Μάρκου· «Καί ὅταν μεταδιδοῖ τῷ κλήρῳ καί τῷ λαῷ, λέγει· Σῶμα ἅγιον τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καί εἰς τό ποτήριον λέγει· Αἷμα τίμιον τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ» [20]. Καί σ’ αὐτήν τή θεία Λειτουργία ἀναφέρονται στήν ἐπίκληση πολλοί ἄρτοι καί πολλά ποτήρια· «ἔπιδε ἐφ’ ἡμᾶς καί ἐξαπόστειλον ἐπί τούς ἄρτους τούτους καί ἐπί τά ποτήρια ταῦτα τό Πνεῦμά σου τό ἅγιον, ἵνα αὐτά ἁγιάσῃ καί τελειώσῃ ὡς παντοδύναμος Θεός» [21].

Σύμφωνα μέ τίς ὡς ἄνω μαρτυρίες ἡ ἔννοια τῆς λαβίδος παραπέμπει στήν μέ τήν λαβή τῶν χειρῶν Κοινωνία τοῦ ἄρτου. Ὁ ἱερέας ἔθετε στό στόμα τοῦ πιστοῦ τόν ἄρτο, κατά πᾶσαν πιθανότητα ἐμβαπτισμένο στόν οἶνο (Λειτουργία Ἰακώβου) ἢ ἔθετε τήν μερίδα στήν σέ σχῆμα σταυροῦ παλάμη τοῦ κοινωνοῦντος. Ἐκεῖνος στή συνέχεια τήν ἔβαζε στό στόμα του (Ἀποστολικές Διαταγές, Κύριλλος Ἱεροσολύμων). Ὁ διάκονος στή συνέχεια προσέφερε τό ποτήριο. Μόνο σέ περιπτώσεις ἀσθενῶν ἢ μελλοθανάτων ἢ ὅσων δέν μποροῦσαν νά λάβουν μέ τό χέρι των τή θεία Κοινωνία ὁ ἄρτος, σύμφωνα μέ τόν 18ο κανόνα τῆς ἐν Καρθαγένῃ Συνόδου (397), ἐρρίπτετο στό στόμα των[22]. Αὐτό προφανῶς γινόταν ἢ μέ τό χέρι ἢ μέ τή βοήθεια κάποιου ὀργάνου καταλλήλου γιά τήν ἔκτακτη αὐτή ἀνάγκη[23]. Τό ἐργαλεῖο αὐτό θά μποροῦσε νά εἶναι ἡ λαβίδα μέ τή μορφή τσιμπίδας ἢ κοχλιαρίου. Αὐτό μᾶς ὁδηγεῖ στή σκέψη ὅτι παράλληλα μέ τόν ἀρχικό τρόπο Κοινωνίας μέ τό χέρι θά ὑπῆρχε καί κάποιο βοηθητικό ἀντικείμενο (λαβίδα) γιά τίς ἔκτακτες ἀνάγκες, κάτι πού ἐπικράτησε ἀργότερα. Πῶς π.χ. γινόταν ἡ θεία μετάληψη ὅσων δέν ἦσαν παρόντες στόν τόπο τῆς σύναξης σύμφωνα μέ ὅσα γράφει ὁ Ἰουστῖνος, ὅτι δηλαδή «καί τοῖς οὐ παροῦσι διά τῶν διακόνων πέμπεται»; [24].

Ἡ ἐκτός Συνάξεως Κοινωνία

Ὁ σύγχρονος ἱστορικός Βασίλειος Στεφανίδης γράφει ὅτι «εἰς τούς ἀπόντας ἡ θεία Εὐχαριστία ἐστέλλετο διά τῶν διακόνων ὑπό τήν μορφήν μόνον τεμαχίου καθηγιασμένου ἄρτου, ἢ ὑπό τήν μορφήν τοιούτου τεμαχίου, ἀλλ’ ἐπί τοῦ ὁποίου εἶχεν ἐπισταχθεῖ καθηγιασμένος οἶνος»[25].Ἀπάντηση σέ ἐρωτήματα περί τοῦ τρόπου Κοινωνίας ἐκτός συνάξεων μπορεῖ νά δοθεῖ μέσα ἀπό πληροφορίες ἀρχαίων ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων. Ὁ Τερτυλλιανός π.χ. κάνει λόγο γιά μεταφορά στό σπίτι ἐμβαπτισμένου ἄρτου πρός μετάληψη τῶν οἰκείων μετά μάλιστα ἀπό κάποιων ἡμερῶν νηστεία[26]. Καί ἄλλες πηγές ἐπίσης ἀναφέρονται στήν πράξη αὐτή τῶν χριστιανῶν καί τῶν ἐρημιτῶν καί τῶν ἀποδημούντων νά κρατοῦν θεία Κοινωνία ἀπό τή Λειτουργία τῆς Κυριακῆς, μέ ἐμβαπτισμένο ἢ μή στό αἷμα ἄρτο, γιά καθημερινή κατ’ ἰδίαν Κοινωνία, μέ ἢ χωρίς λαβίδα. Ὁ ἅγιος Συμεών Θεσσαλονίκης κάνει λόγο γιά λαβίδα· «Ἁπλώνοντας σέ κάποιο καθαρό τόπο ἕνα ἱερό ὕφασμα καί θέτοντας πάνω σ’ αὐτό ἅγιο κάλυμμα· πάνω στό κάλυμμα λοιπόν μέ τή λαβίδα τοποθετοῦσαν τή μερίδα τοῦ παναγίου ἄρτου» («ἐν καθαρῷ τινι τόπῳ ἁπλοῦντας ἱερόν ὕφασμα, ἐπάνω τούτου τιθέναι ἅγιον κάλυμμα· ἐπί τοῦ καλύμματος δέ διά τῆς λαβίδος τοῦ παναγίου ἄρτου μερίδα») [27]. Ἀνάλογη μαρτυρία ἔχουμε καί στόν Βίο τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας, ἡ ὁποία ἐντός λειτουργικοῦ πλαισίου, κάτι σάν τήν Ἀκολουθία τῶν Τυπικῶν[28], εὑρισκόμενη στά μέρη τοῦ Ἰορδάνου, κοινώνησε ἀπό τά χέρια τοῦ ἁγίου Ζωσιμᾶ τοῦ ἀχράντου σώματος καί τοῦ τιμίου αἵματος τοῦ Χριστοῦ ἀπό «μικρόν ποτήριον» [29] ἢ «σκεῦος ἱερόν» κατ’ ἄλλην διατύπωση[30].

Ἡ παράσταση πού θέλει τήν ὁσία Μαρία νά κοινωνεῖ μέ λαβίδα (κοχλιάριο) εἶναι μᾶλλον μεταγενέστερη ἐπιλογή τοῦ ἁγιογράφου. Δέν στερεῖται ὅμως ἱστορικοῦ ἐρείσματος ἡ ἱστόρηση αὐτή. Τό ἁγιολογικό κείμενο πάντως δέν εἶναι ξεκάθαρο ὡς πρός τόν τρόπο Κοινωνίας τῆς ὁσίας, μέ τήν διά χειρός ἐπίθεση στό στόμα της τῶν δώρων ἢ μέ λαβίδα. Τό «καί λαβών εἰς μικρόν ποτήριον τοῦ ἀχράντου σώματος καί τοῦ τιμίου αἵματος Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν»[31] δείχνει ὅτι ἡ θεία Εὐχαριστία μεταφέρθηκε ἀπό ἕνα μέρος σέ ἄλλο. Τό πιό πιθανό δέ εἶναι ὁ ἄρτος νά ἦταν ἐμβαπτισμένος -ἀναμεμιγμένος μέ αἷμα γιά τήν εὔκολη μεταφορά. Ἄλλο βέβαια παράδειγμα, αὐτό τῆς θείας Κοινωνίας Ἰουλιανοῦ τοῦ κόμητος, ἀφήνει περιθώρια νά δεχθοῦμε ὅτι θά μποροῦσε τό ποτήριο νά ἦταν γεμᾶτο μέ ἄρτο καί οἶνο·  «Πολλές φορές μάλιστα βάσταζαν τό ποτήριο γεμᾶτο μέ τό ἅγιο Δεσποτικό σῶμα καί αἷμα καί προέτρεπαν αὐτόν νά προσέλθει» («Πολλάκις δέ καί τό ποτήριον ἐβάσταζον ἁγίου σώματος Δεσποτικοῦ πεπληρωμένον καί αἵματος, καί προσελθεῖν αὐτῷ προετρέποντο»)[32].

Στήν Συναξαρική παράδοση ἔχουμε καί τό παράδειγμα τοῦ ὁσίου Λουκᾶ τοῦ ἐν Στειρίῳ (9ος-10ος αἰ.). Σέ σχετικό μέ τό πῶς πρέπει νά μεταλάβει στήν ἔρημο ὁ Ἀρχιερέας τοῦ ἀπήντησε ὡς ἑξῆς: «Ἐάν δέν ὑπάρχει ἱερέας καί εἶσαι σέ ναό, κατ’ ἀνάγκη νά βάλεις ἐπάνω στήν Ἁγία Τράπεζα ἀρτοφόριο πού ἔχει τά προηγιασμένα Μυστήρια. Ἂν εἶσαι σέ κελί, νά τό βάλεις ἐπάνω σέ καθαρό τραπέζι, ἁπλώνοντας μικρό κάλυμμα καί τοποθετώντας τίς μερίδες τῶν ἀχράντων Μυστηρίων. Νά θυμιάσεις, νά πεῖς τά Τυπικά τῶν ψαλμῶν, τό τρισάγιο καί τό Πιστεύω, νά κάνεις τρεῖς μετάνοιες, νά σταυρώσεις τά χέρια σου καί νά μεταλάβεις τά θεῖα Μυστήρια μέ τό στόμα, λέγοντας τό Ἀμήν. Ἀντί νάματος νά πιεῖς λίγο κρασί, τό ποτήρι ὅμως δέν θά τό χρησιμοποιήσεις γιά τίποτε ἄλλο. Μέ τό κάλυμμα θά μαζέψεις τίς μερίδες καί θά τίς τοποθετήσεις στό Ἀρτοφόριο, προσέχοντας μήν πέσει κάτω μαργαρίτης καί πατηθεῖ»[33].

Ἀναφορά στήν ἱστορία τῆς λαβίδος ὡς κοχλιαρίου

Ὁ Δανιήλ Γεωργόπουλος (19ος αἰ.), νεότερος ἑρμηνευτής τῆς θείας Λειτουργίας, στηριζόμενος προφανῶς στήν εἰκονογραφική παράσταση πού εἰκονίζει τήν ὁσία νά κοινωνεῖ μέ λαβίδα (κοχλιάριο) ἰσχυρίζεται ὅτι τό λειτουργικό αὐτό σκεῦος εἰσήχθη τόν 7ο μ.Χ. αἰ., ἐποχή πού ἔζησε ἡ ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία[34]. Τό πιό πιθανό εἶναι ὅτι ἡ ὁσία κοινώνησε ἐμβαπτισμένο στό αἷμα ἄρτο πού μετέφερε ὁ ἅγιος Ζωσιμᾶς σέ μικρό σκεῦος (εἶδος ἀρτοφορίου), μέ λαβίδα (κοχλιάριο) ἢ μέ τό χέρι. Τήν ἴδια πάντως ἐποχή ἔχουμε πληροφορία ἀπό τόν ἅγιο Ἀναστάσιο τό Σιναΐτη περί Κοινωνίας ἑνός Στυλίτη μέ κοχλιάριο[35].

Στίς ὡς ἄνω μαρτυρίες στηρίζεται προφανῶς καί ὁ ἅγιος Συμεών Θεσσαλονίκης, προκειμένου νά ἐπισημάνει ὅτι ἡ θεία Κοινωνία μέ λαβίδα εἶναι «παράδοσις ἀρχαιοτάτη» [36]. Ἔχει ὑποστηριχθεῖ ὅτι τή λαβίδα τήν εἰσήγαγε στή λειτουργική πράξη ὁ ἱερός Χρυσόστομος. Τήν ἄποψη αὐτή ὑποστήριξαν οἱ Πέτρος Ἀρκούδιος[37] καί Παΐσιος Λιγαρίδης[38]. Οἱ δύο στηρίζονται στήν πληροφορία τοῦ ἱστορικοῦ Σωζομενοῦ, σύμφωνα μέ τήν ὁποία μία γυναίκα πιεζόμενη ἀπό τόν σύζυγό της νά μεταλάβει τῶν μυστηρίων τῶν Μακεδονιανῶν «λαβοῦσα ἐν χερσί τόν ἄρτον ἀπέρριψεν ἐπιδεξίως αὐτόν»[39]. Κατ΄ ἄλλην ἐκδοχή ἱστορούμενη ἀπό τόν Γεώργιο Κεδρηνό, μία αἱρετική γυναίκα κατά τούς χρόνους τοῦ Ἀρκαδίου μόλις μετάλαβε τό μυστήριο τῶν Μακεδονιτῶν, ἔμπροσθεν μάλιστα τοῦ μεγάλου φωστῆρος Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ἔγινε πέτρα στό στόμα της, εἰς ἔλεγχον τῶν αἱρετιζόντων καί ἀποτροπή τῶν ἀναξίων[40]· «Ἐπειδή ἦταν πονηρή λοιπόν αὐτή ἡ γυναῖκα, ὅπως λέγεται, ὁ Χρυσορρήμων προσέταξε νά μήν δίνεται στό ἑξῆς τό κυριακό σῶμα στό χέρι, καθώς ἦταν συνήθεια στήν Ἐκκλησία, ἀλλά μέ τήν ἴδια τήν λαβίδα πού κρατοῦσε μέσα τόν τίμιο ἄνθρακα καί καθάγνιζε ψυχή καί χείλη» («Διά τό πονηρόν τῆς γυναικός ταύτης, ὡς λέγεται, ὁ χρυσοῤῥήμων προσέταξε μή ἐν τῇ χειρί πλέον δίδοσθαι τό κυριακόν σῶμα, καθώς ἔθος ἦν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἀλλά γε δι’αὐτῆς τῆς λαβίδος ἔσω αὐτῆς φερούσης τόν τίμιον ἄνθρακα ψυχήν καθαγνιζούσης καί χείλη») [41].

Ὅσοι ὅμως στηρίζουν τήν ἄποψη, ὅτι ὁ ἱερός Χρυσόστομος εἰσήγαγε τή λαβίδα, ἐλέγχονται ἀπό τόν ἴδιο πού ὑποστηρίζει τήν κεχωρισμένη μετάδοση τοῦ ἄρτου καί τήν διά τῆς χειρός Κοινωνία τῶν πιστῶν ταυτίζοντάς την μέ τήν λαβίδα πυρός πού εἶδε ὁ Ἠσαΐας[42]. Αὐτή ἡ παράδοση τῆς Κοινωνίας διά τῆς λαβίδος τῆς χειρός διατηρήθηκε μέχρι τήν ἐποχή πού συγκλήθηκε ἡ ἐν Τρούλλῳ Πενθέκτη Οἰκουμενική Σύνοδος (691-692)[43], ἀλλά καί μετέπειτα μέχρι τόν 9ο-10ο αἰ. «Ἐν τῇ ἀρχαίᾳ ἐκκλησίᾳ, σημειώνει ὁ Εὑστράτιος Ἀργέντης, ὁ ἅγιος ἄρτος τῆς εὐχαριστίας ἐδίδετο εἰς τάς χεῖρας τῶν πιστῶν, ἀνδρῶν τε καί γυναικῶν, καί ἐν τῇ ἀνατολῇ, καί ἐν τῇ δύσει, καθώς δίδεται νῦν εἰς ἡμᾶς τό ἀντίδωρον. Ἐκράτησε δέ αὕτη ἡ συνήθεια μέχρι τῆς οἰκουμενικῆς ζ΄ Συνόδου, ὅσον ἠξεύρω ἐγώ, ἴσως καί μετά ταῦτα»[44].

Ὁ Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως κάνει λόγο γιά τήν λαβίδα τῆς χειρός παραπέμποντας καί αὐτός στό παράδειγμα τοῦ Ἠσαΐα[45]. Ἡ ἐν Τρούλλῳ Σύνοδος στήν ὁποία ἀναφερθήκαμε, μέ τόν 101ο Κανόνα της ἀπαγορεύει τήν πρός ἐπίδειξη πλούτου καί δῆθεν ἀπό εὐλάβεια χρήση δοχείων, ἄρα καί λαβίδος, «πρός τήν τοῦ θείου δώρου ὑποδοχήν», καί ἐμμένει στόν ἀρχαῖο τρόπο Κοινωνίας· «Ὥστε ἂν κανείς τήν ὥρα τῆς θείας Λειτουργίας (συνάξεως) θελήσει νά μεταλάβει τοῦ ἀχράντου σώματος καί νά ἑνωθεῖ μ’ αὐτό, ἀφοῦ σχηματίσει τά χέρια στόν τύπο τοῦ σταυροῦ ἂς πλησιάσει καί ἂς δεχτεῖ τήν κοινωνία τῆς χάριτος»(«Ὥστε, εἴ τις τοῦ ἀχράντου σώματος μετασχεῖν ἐν τῷ τῆς συνάξεως βουληθείη καιρῷ, καί ἓν πρός αὐτό τῇ μετουσίᾳ γενέσθαι, τάς χεῖρας σχηματίζων εἰς τύπον Σταυροῦ, οὕτω προσίτω καί δεχέσθω τήν κοινωνίαν τῆς χάριτος»)[46]. Τά χέρια τοῦ ἀνθρώπου, γράφει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, εἶναι τιμιώτερα ἀπό κάθε ἀγγεῖον[47]. Αὐτό ἐπισημαίνεται καί στό προοίμιο τοῦ 101ου Κανόνος· «Σῶμα Χριστοῦ, καί ναόν, τόν κατ’ εἰκόνα Θεοῦ κτισθέντα ἄνθρωπον». Ἡ θέση αὐτή θεμελιώνεται στόν Ἀποστολικό λόγο· «Ὑμεῖς δέ ἐστε σῶμα Χριστοῦ καί μέλη ἐκ μέρους»[48]. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός μιλᾶ γιά μετάληψη χωριστά ἄρτου καί οἴνου κατά τήν ἀρχαία τάξη· «Ἂς πλησιάσουμε αὐτόν μέ διακαῆ πόθο καί ἂς ὑποδεχθοῦμε τό σῶμα τοῦ ἐσταυρωμένου τοποθετώντας τίς παλάμες σέ σχῆμα σταυροῦ» («Προσέλθωμεν αὐτῷ πόθῳ διακαεῖ καί σταυροειδῶς τάς παλάμας τυπώσαντες, τοῦ ἐσταυρωμένου τό σῶμα ὑποδεξώμεθα») [49].

Εἶναι σαφές λοιπόν ἀπό τίς παραπάνω πηγές ὅτι οἱ πιστοί τουλάχιστον μέχρι τόν 9ο αἰ., σέ Ἀνατολή καί Δύση, κοινωνοῦσαν καί τά δύο εὐχαριστιακά εἴδη χωριστά. Ὁ ἄρτος ἐτίθετο στό χέρι τοῦ κοινωνοῦντος. Ὁ οἶνος λαμβανόταν ἀπό τό ποτήριο[50]. Σ’ αὐτό ἀναφέρεται καί ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος Μεδιολάνων στή Δύση, ὅταν ἀπευθυνόμενος στόν αὐτοκράτορα Θεοδόσιο λέγει· «Πῶς θά ἁπλώσεις τά χέρια πού στάζουν αἷμα ἀπό τόν ἄδικο φόνο; Πῶς μέ τέτοια χέρια θά ὑποδεχθεῖς τό πανάγιο σῶμα τοῦ Δεσπότη; Πῶς θά πάρεις στό στόμα σου τό τίμιο αἷμα, ἐνῶ ἀπό θυμό ἔχυσες αἷμα ἀθώων ἀνθρώπων;» («Πῶς δέ τάς χεῖρας ἐκτενεῖς ἀποσταζούσας ἐπί τοῦ ἀδίκου φόνου τό αἷμα; Πῶς δέ τοιαύταις ὑποδέξῃ χερσί τοῦ Δεσπότου τό πανάγιον σῶμα; πῶς δέ τῷ στόματι προσοίσεις τό αἷμα τό τίμιον, τοσοῦτον διά τόν τοῦ θυμοῦ λόγον ἐκχέας παρανόμως αἷμα;»)[51].

Ἡ ἀρχαία αὐτή πράξη ἐπέτρεπε βεβαίως τήν παράλληλη χρήση λαβίδος (κοχλιαρίου) γιά ἔκτακτες περιπτώσεις, ὅπως ἡ Κοινωνία ἀσθενούντων βαρέως ἢ ἡ ἀνάγκη καθημερινῆς Κοινωνίας τῶν πιστῶν στό σπίτι καί τῶν ἐρημιτῶν στόν τόπο τῆς ἡσυχίας των. Θά πρέπει νά ἀναφερθεῖ ἐπίσης καί ἡ πληροφορία ὅτι ἡ λαβίδα χρησιμοποιήθηκε στήν Ἀνατολή ἀπό τούς Κόπτες καί τούς Νεστοριανούς μετά τήν ἀπόσχισή τους ἀπό τούς βυζαντινούς τόν 4ο μ.Χ. αἰ.[52].

Ὁ Κωνσταντῖνος Καλλίνικος γράφει ὅτι ἡ λαβίδα μέ τή μορφή τοῦ κοχλιαρίου μαρτυρεῖται ἀπό τόν 10ο αἰ.[53]. Δέν γνωρίζουμε ἀπό ποῦ ἀντλεῖ τήν πληροφορία αὐτή. Πιθανῶς νά στηρίζεται στήν ἀποδιδόμενη στόν Γρηγόριο Δεκαπολίτη (9ος αἰ.) μαρτυρία, γιά μετάληψη μέ λαβίδα[54]. Το κείμενο αὐτό ὅμως δέν εἶναι παλαιότερο τοῦ 14ου αἰ. [55]. Ἀπό τόν 9ο αἰ. καί ἑξῆς ἐπικρατοῦν νέες ἀντιλήψεις γιά τόν τρόπο Κοινωνίας τῶν πιστῶν καί δημιουργοῦνται νέες πρακτικές ἀνάγκες πού καθιστοῦν ἐπιβεβλημένη, σέ τοπικό πρῶτα καί καθολικό μετέπειτα ἐπίπεδο, τή χρήση τῆς λαβίδος (κοχλιαρίου).

Λόγοι ἐπικράτησης τῆς λαβίδος

Ὁ ἅγιος Συμεών Θεσσαλονίκης (15ος αἰ.) γράφει ὅτι ἡ λαβίδα ἐπικράτησε «διά τινα ἐπιγεγονότα»[56]. Στά ζητήματα πού ἐπέβαλαν αὐτήν τήν ἀλλαγή ἐντάσσονται καί λόγοι βεβήλωσης τῆς κατ’ οἶκον διατηρούμενης θείας Κοινωνίας ἀπό κάποιους κακούς χριστιανούς. Ἡ ἔλλειψη ἐπίσης διακόνων δυσκόλευε τήν μετάληψη καί ἀπό τά δύο εἴδη[57]. Τά πρακτικά προβλήματα πού δημιουργοῦντο κατά τήν Κοινωνία τῶν νηπίων, τῶν ἀσθενούντων καί μελλοθανάτων συνέβαλαν στό νέο τρόπο μετάληψης μέ λαβίδα «πρός τό εὐσχημονέστερον» κατά τήν ἔκφραση τοῦ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μιχαήλ τοῦ Ὀξείτη[58]«Καί τό αἴτιον ὁποῦ ἡ ἐκκλησία ἐπενόησε τήν λαβίδα, σημειώνει ὁ Εὐστράτιος Ἀργέντης, ἦτον, διότι τινές ὑποκριταί τοῦ χριστιανισμοῦ, ἢ αἱρετικοί, ἢ δεισιδαίμονες ἄνθρωποι, λαβόντες τόν ἅγιον ἄρτον, δέν τόν ἔτρωγαν, ἀλλά ἢ τόν ἔρριπταν, ἢ τόν ἔκρυπταν, ἢ εἰς μαγείας καί πονηρίας τόν ἐμεταχειρίζοντο. Διά τοῦτο ἐπενοήθη ἡ ἱερά λαβίς, διά νά δίδεται ἡ κοινωνία εἰς τό στόμα τῶν κοινωνούντων, καί οὕτω νά παυθῇ πᾶσα αἰτία καί πρόφασις τῆς καταφρονήσεως τοῦ ἱεροῦ τούτου Μυστηρίου»[59]Στή Δύση, ἀλλά καί στήν Ἀνατολή ἐπικράτησε ἀπό τόν 9ο αἰ. ἡ ἄποψη νά μήν κοινωνοῦν οἱ λαϊκοί χριστιανοί μέ τό χέρι[60]. Ἀπό συνήθεια ἐπίσης πού ἐπικρατοῦσε στήν Ἀνατολή διαδόθηκε καί στήν Ἰσπανία ἡ πρακτική τοῦ νά προσφέρεται ἀπό τά τέλη τοῦ 7ου αἰ. τό σῶμα τοῦ Κυρίου ἐμβαπτισμένο στόν καθαγιασμένο οἶνο. Αὐτό στή Δύση ἀπαγορεύτηκε ἀπό Σύνοδο τό 675[61]. Τό ἔθος αὐτό τῆς ἀνάμιξης τῶν δώρων ἐντός σκευῶν ἀπηγόρευσε, ὅπως εἴδαμε, καί ἡ ἐν Τρούλλῳ Πενθέκτη Οἰκουμενική Σύνοδος.

Σταθμό στή γενίκευση τῆς λαβίδος ἀποτελεῖ ἡ πράξη ἀνάπτυξης τῆς Προσκομιδῆς καί τῆς ἐπικράτησης τῶν μερίδων. Γιά τόν πρακτικό της ρόλο καί κυρίως γιά τήν ἕνωση οἴνου καί ὕδατος γίνεται λόγος στό παλαιότερο κείμενο (12ος αἰ.) πού περιγράφει τήν τάξη τῆς Προσκομιδῆς[62]. Ὁ Βαλσαμών (12ος αἰ.) κάνει λόγο περί τῆς διάδοσης τῆς λαβίδος «ἐν τισίν ἐκκλησίαις»[63]. Τήν ἴδια ἐποχή ἀναφέρει τή λαβίδα καί τό ἀποδιδόμενο στό Σωφρόνιο Ἱεροσολύμων ὑπόμνημα τῆς θείας Λειτουργίας[64]. Ὁ ἅγιος Συμεών Θεσσαλονίκης θεωρεῖ ἀπαραίτητη τή λαβίδα λόγῳ τῆς μίξης τῶν τιμίων δώρων, «Ἐπειδή εἶναι ἀνάγκη κάθε πιστός νά κοινωνεῖ καί ἀπό τό σῶμα καί ἀπό τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ μαζί» («Ἐπεί χρεία καί ἐκ τοῦ σώματος ὁμοῦ καί τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ κοινωνῆσαι πάντα πιστόν») [65]. Ἡ κυριαρχία τῆς λαβίδος ὡς τοῦ πλέον ἐνδεδειγμένου τρόπου Κοινωνίας δέν εἶναι ἄσχετη ἐπίσης καί μέ τόν τρόπο Κοινωνίας τῶν Λατίνων οἱ ὁποῖοι δέν τεμαχίζουν τόν ἄρτο[66].

Ἐπίλογος

Ἡ μελέτη τῆς ἱστορίας τοῦ τρόπου Κοινωνίας τῶν πιστῶν μᾶς ὁδηγεῖ στό συμπέρασμα ὅτι ἀπό τούς πρώτους χρόνους ἕως τόν 10ο αἰ. οἱ Χριστιανοί κοινωνοῦσαν ξεχωριστά τά τίμια δῶρα, λαμβάνοντας τόν ἄρτο στό χέρι των ἀπό τό λειτουργό ἱερέα («λαβίς τῶν χειρῶν»). Ἡ λαβίδα ὡς λειτουργικό σκεῦος, ἄγνωστο ποιᾶς μορφῆς, εἶναι γνωστή μέν ἀπό τόν 4ο μ.Χ. αἰ. ὡς ἐργαλεῖο γιά ἐναλλακτική λύση, γιά ἔκτακτα περιστατικά καί ἀνάγκες εἰδικές. Ἁγιολογικά κείμενα τοῦ 7ου αἰ. μᾶς πληροφοροῦν ὅτι ἡ λαβίδα συναντᾶται μέ τή μορφή τοῦ κοχλιαρίου. Ἀπό τόν 12ο αἰ. συνδέεται μέ τήν Προσκομιδή (μερίδες) καί μαρτυρεῖται σέ τοπικό ἐπίπεδο. Ὡς γενικευμένη δέ πρακτική κυριαρχεῖ ἀπό τόν 14ο αἰ. Ὁ ὅρος «λαβίς», παρέμεινε καί γιά τό κοχλιάριο χάριν τοῦ δυνατοῦ συμβολισμοῦ καί τῆς ἀναφορᾶς στόν ἀπό τοῦ θυσιαστηρίου ληφθέντα ἄνθρακα. Ἄνθρακα εἶδε ὁ Ἠσαΐας, δηλαδή ξύλο «ἡνωμένον πυρί· οὕτω καί ὁ ἄρτος τῆς κοινωνίας οὐκ ἄρτος λιτός ἐστιν, ἀλλ’ ἡνωμένος θεότητι»[67]. Δέν εἶναι μάλιστα τυχαῖο ὅτι ἡ λαβίδα ἀποκτᾶ καί μυστικό χαρακτῆρα μέ τήν ἔννοια ὅτι ἀποτελεῖ τύπο τῆς Θεοτόκου καθόσον «ἐκεῖ ἡ φλογερά φύσις τῇ λαβίδι τόν ἄνθρακα ἀπό τοῦ θυσιαστηρίου ἔλαβεν, αὕτη δέ τό πῦρ τῆς θεότητος ἐν ἑαυτῇ δεξαμένη, οὐ κατεφλέχθη, ἀλλ’ ἐδοξάσθη» [68].

Ἡ παράδοση λοιπόν τῆς Ἐκκλησίας μας περί τῆς ἱστορίας, τῆς λόγω πρακτικῶν ἀναγκῶν χρήσης καί τοῦ συμβολισμοῦ τῆς λαβίδος εἶναι σαφής καί πλούσια. Ἡ μελέτη δέ καί ἐντρύφηση σέ αὐτήν τήν παράδοση μπορεῖ νά ἀπαντήσει καί στούς προβληματισμούς πού εἴτε προφάσει, εἴτε ἀληθείᾳ τίθενται καί στίς μέρες μας. Μπορεῖ νά φωτίσει τόσο αὐτούς πού βλέπουν πνευματικά τά πράγματα καί ἀντιλαμβάνονται τό νόημα τοῦ λόγου «ὁ γάρ ἄρτος τοῦ Θεοῦ ἐστιν ὁ καταβαίνων ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καί ζωήν διδούς τῷ κόσμῳ»[69], ὅσο καί αυτούς πού θέλουν νά πρωτοτυπήσουν, ἀκόμη καί αυτούς πού ἀδυνατοῦν νά ἐμβαθύνουν στό θαῦμα τῶν μυστηρίων δυσκολευόμενοι ἀπό τούς λογισμούς τῆς ἀμφιβολίας των[70].

 Παναγιώτης Σκαλτσής είναι Καθηγητής Λειτουργικής και Πρόεδρος του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ.

**Το κείμενο είναι καρπός της επιστημονικής έρευνας του Εργαστηρίου Χριστιανικής Λατρείας και Πολιτισμού του Τομέα Λατρείας, Χριστιανικής Αγωγής και Εκκλησιαστικής Διοίκησης του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ. Έγινε προσπάθεια αναζήτησης στις Πηγές και την παράδοσή μας όλων των ιστορικών δεδομένων και των λειτουργικών προτύπων, όσον αφορά τη σημασία της αγίας λαβίδος και γενικότερα του τρόπου Κοινωνίας των πιστών κατά την τέλεση του μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας. Είναι υπό δημοσίευση στο περιοδικό ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ, τχ. 4 (ΙΟΥΛ-ΑΥΓ.2020) σελ. 21-29.

[1] Σκαρλάτου Δ. Βυζαντίου, Λεξικόν ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσης καί καθαρευούσης, τόμ. Α΄, Ἀθῆναι 1964, σ. 775.

[2] Δημ. Ν. Μωραΐτη, «Λαβίς», ἐν Θρησκευτική καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαίδεια 8 (1966) 55.

[3] Ἠσ. 6, 6-7.

[4] Σωφρονίου Πατριάρχου Ἱεροσολύμων, Λόγος περιέχων τήν ἐκκλησιαστικήν ἅπασαν ἱστορίαν· καί λεπτομερῆ ἀφήγησιν πάντων τῶν ἐν τῇ θείᾳ ἱερουργίᾳ τελουμένων, PG 873, 3984C. Βλ. καί Ἰωάννου Μ. Φουντούλη, Λειτουργική Α΄. Εἰσαγωγή στή θεία Λατρεία, Θεσσαλονίκη 32000, σ. 49.

[5] Ματθ. 26, 26-28. Πρβλ. Μάρκ. 14, 22-24. Λουκ. 22, 19-20. Α΄ Κορ. 11, 23-25.

[6] Νικήτα Πάσσαρη, Ἡ παράσταση τῆς Κοινωνίας τῶν Ἀποστόλων στή βυζαντινή τέχνη (6ος αἰ. – α΄ μισό 15ου αἰ.), Τόμος 1 – Κείμενο, Διδακτορική Διατριβή, Ἀθήνα 2015.

[7] Georg Schöllgen (ἐκδ.), Didache zwölf-Apostel-Lehre, Barcelona – Rom – New York 1991, σ.122.

[8] Ἰουστίνου, Ἀπολογία, 65, PG 6, 428B.

[9] Ἰω. 19,34.

[10] Wilhelm Geerlings (έκδ.), Traditio Apostolica, Barcelona – Rom – New York 1991, σσ.292-296.

[11] Εὐσεβίου Καισαρείας, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, Βιβλίο  Ζ΄, 9, 4.

[12] Διαταγαί τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, VIII, Sources Chretiénnes 336, 210 (=  PG 1, 1109).

[13] Μεγάλου Βασιλείου, Ἐπιστολή ϟΓ΄, PG 32, 485Α.

[14] Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, Μυσταγωγική Κατήχησις Ε΄, 21, 22, Sources Chrétiennes 126, 170·172.

[15] F. A. Brightman, Liturgies Eastern and Western, Oxford, At the Clarendon Press, M DCCC XCVI, σ. 63.

[16] Ἀλκιβιάδη Κ. Καζαμία, Ἡ θεία Λειτουργία τοῦ ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου καί τά νέα Σιναϊτικά χειρόγραφα, Θεσσαλονίκη 2006, σσ.216-219.

[17] F.A. Brightman, ὅ.π., σ. 64.

[18] Βλ. Ἀριστείδη Γ. Πανώτη,  θεία Λειτουργία τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου, ἤτοι  τέλεσις τῆς θείας Εὐχαριστίας τῶν Ἐκκλησιῶν Ἀντιοχείας καί Ἱεροσολύμων κατά τήν παλαιοχριστιανικήν τάξιν, Ἀθῆναι 1986, σ. 59.

[19] Ἰωάννου Μ. Φουντούλη, Κείμενα Λειτουργικῆς, τεῦχος Γ΄. Θεῖαι Λειτουργίαι, Θεσσαλονίκη 2007, σσ.376-377, 419. Στό κείμενο τῆς Λειτουργίας σημειώνεται ἀκριβῶς τό ἑξῆς: «Κοινωνεῖ δέ τούς πιστούς, λαμβάνων διά τῶν δύο δακτύλων μερίδα ἐκ τοῦ ἁγίου ποτηρίου καί θέτων εἰς τό στόμα αὐτῶν καί λέγων· Τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Κυρίου καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ γένοιτό σοι εἰς ἱλασμόν καί εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν».

[20] Ἰωάννου Μ. Φουντούλη, Κείμενα Λειτουργικῆς Γ΄. Θεῖαι Λειτουργίαι, Θεσσαλονίκη 2007, σ. 61.

[21] Ἰωάννου Μ. Φουντούλη, ὅ.π., σ. 54. Περί τῆς παραδόσεως τῶν πολλῶν ἄρτων καί τῶν πολλῶν ποτηρίων στή λειτουργική μας ἱστορία βλ. Παναγιώτη Ἰ. Σκαλτσῆ «Οἱ πολλοί ἄρτοι καί τά πολλά ποτήρια στή θεία Λειτουργία», ἐν «Ἱερουργοί καί Φιλοθεάμονες». Κεφάλαια Ἱστορίας καί Θεολογίας τῆς Λατρείας [Λειτουργικά καί Ὑμνολογικά Παράλληλα -1], ἐκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2014, σσ. 563-616.

[22] Mansi 3, 720.

[23] Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα, Αἱ τρεῖς Λειτουργίαι κατά τούς ἐν Ἀθήναις κώδικας, Ἀθῆναι 1982, σ. 150.

[24] Ἰουστίνου, Ἀπολογία, 67, PG 6, 429 C.

[25] Βασιλείου Κ. Στεφανίδη (Ἀρχιμ.), Ἐκκλησιαστική Ἱστορία ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι σήμερον, Ἀθῆναι 31990, σ.105.

[26] Tertulliani, Ad Uxorem II, V, PL 1, 1295-1297. Βλ. καί Εὐστρατίου Ἀργέντη, Σύνταγμα κατά Ἀζύμων, ἐν Λιψίᾳ τῆς Σαξωνίας, αψξ (1760), σσ.302-303.

[27] Συμεών Θεσσαλονίκης, Ἀποκρίσεις πρός τινας ἐρωτήσεις Ἀρχιερέως, ΜΑ΄, 155, 889Β. Πρβλ. Μεγάλου Βασιλείου, Ἐπιστολή ϟΓ΄, PG 32, 485 A.

[28] Σωφρονίου, Βίος ὁσίας Μαρίας, Δ΄, 34, PG 873, 3721 C.

[29] Σωφρονίου, ὅ.π., PG 873, 3721 A.

[30] Σωφρονίου, ὅ.π., PG 873, 3721ΑΒ.

[31] Σωφρονίου, ὅ.π., PG 873, 3721A.

[32] Σωφρονίου, Ἀφήγησις θαυμάτων τῶν ἁγίων Κύρου καί Ἰωάννου, PG 873, 3457BC. Βλ. καί Robert F. Taft, A History of the Liturgy of st. John Chrysostom, vol. VI, The Cmmunion,  Thanksgiving, and concluding Rites, Rome 2008, σ. 283.

[33] Μέγας Συναξαριστής τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τόμος Β’, μήνας Φεβρουάριος, 7, ἐπιμέλεια Ἀρχιμ. Ματθαίου Λαγγῆ, Ἀθήνα 1975, σ. 206. Βλ. καί Χριστοφόρου Χρόνη (Πρωτ/ρου), «Τρόπος μετάδοσης τῆς θείας Κοινωνίας – Ὁδεύοντας πρός τήν τέλεια ἀτέλεια», ἄρθρο στό διαδίκτυο.

[34] Δανιήλ Γεωργόπουλου (Ἱεροδιδασκάλου), Ἱερά Ἀνθολογία περί τῶν σεπτῶν καί θείων ἑπτά Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας, Βενετία 1833, σ. 36.

[35] F. Nau, “Le texte grec des récits utiles à l’ âme d’  Anastase (le Sinaite)”, Oriens Christianus 3 (1903) 61-62 : «Καί τοῦ ἔστειλαν μέσα σέ αὐτό τό σκεῦος ἁγία μερίδα σώματος μαζί καί τιμίου αἵματος. Ἀφοῦ τράβηξε πάνω στό στύλο τήν ἁγία μετάληψη, κρατώντας τό ἅγιο ποτήριο καί τό κοχλιάριο μετέλαβε» («Καί ἔστειλαν αὐτῷ εἰς αὐτό ἁγίαν μερίδα μετά καί τοῦ τιμίου αἵματος. Ἑλκύσας οὖν ἄνω τήν ἁγίαν μετάληψιν, κρατῶν τό ἅγιον ποτήριον καί τό κοχλιάριον, διεκρίνετο μεταλαβεῖν»). Βλ. καί Robert F. Taft, ὅ.π., σσ.283-284.

[36] Ἁγίου Συμεών Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης (1416/17-1429), Ἔργα Θεολογικά, κριτική ἔκδοσις μετ’ εἰσαγωγῆς ὑπό D. Balfour [Ἀνάλεκτα Βλατάδων, 34], Θεσσαλονίκη 1981, σ. 249.

[37] Πέτρου Ἀρκουδίου, De Concordia Ecclesiae Orientalis…, Luterie Parisiorum, M. DC. LXXII, III, σ. 53. Βλ. καί Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα, ὅ.π., σ. 150.

[38] Παϊσίου Λιγαρείδη, Ἀνακεφαλαίωσις…, ἐν χφ 571 τοῦ Μετοχίου τοῦ Παναγίου Τάφου φφ 254ν-255ν. Βλ. καί J. Goar, Εὐχολόγιον sive Rituale Graecorum, Graz 1960, σ. 130.

[39] Ἑρμείου Σωζομενοῦ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, 3,5, PG 67, 1529 A.

[40] Ἡ πληροφορία ἀπό Νικολάου τοῦ Βουλγάρεως, Ἱερά Κατήχησις ἤτοι ἐξήγησις τῆς θείας καί ἱερᾶς Λειτουργίας, ἐν Κωνσταντινουπόλει 1861, σ. 249.

[41] Παϊσίου Λιγαρείδη, ὅ.π., φφ 255ν-255ν.

[42] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Ἔπαινος τῶν ἀπαντησάντων ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ καί περί εὐταξίας ἐν ταῖς δοξολογίαις, PG 56, 136: «Ἀλλ’οὐκ ἐτόλμησεν ἅψασθαι τῇ χειρί τά Σεραφείμ, ἀλλά τῇ λαβίδι, σύ δέ τῇ χειρί λαμβάνεις». Βλ. καί Ὁμιλία 20 πρός τόν λαόν τῆς Ἀντιοχείας, κεφ. 7, PG 49, 208 καί 345. Βλ. καί Εὐστρατίου Ἀργέντη, ὅ.π., σ. 303.

[43] Βλ. Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Πηδάλιον, ἐκδ. Β. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 1987, σ. 311.

[44] Εὐστρατίου Ἀργέντη, ὅ.π., σ. 301. Βλ. καί Βλασίου Ἰ. Φειδᾶ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Β΄. Ἀπό τήν Εἰκονομαχία μέχρι τή Μεταρρύθμιση, Ἀθῆναι 1994, σσ.647-648.

[45] N. Borgia, Il Commentario Liturgico di s. Germano, Grottaferrata 1912, σσ. 36-37 (= PG 98, 433 A) «τόν κατέχοντα (ἱερέα) τόν νοερόν ἄνθρακα τῇ λαβίδι τῆς χειρός αὐτοῦ ἐν τῷ θυσιαστηρίῳ καί ἁγιάζοντα καί καθαίροντα τούς προσδεχομένους καί μεταλαμβάνοντας».

[46] Γ. Ράλλη-Μ. Ποτλῆ, Σύνταγμα…, τόμ. Β΄, σσ. 546-547. Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Πηδάλιον, σσ. 310-311. Περί τοῦ Κανόνος αὐτοῦ βλ. Γεωργίου Χ. Γκαβαρδίνα, Ἡ Πενθέκτη Οἰκουμενική Σύνοδος καί τό νομοθετικό της ἔργο (Διδακτορική Διατριβή) [Νομοκανονική Βιβλιοθήκη 4], ἐκδ. «Ἐπέκταση», Κατερίνη 1998, σσ.241-242.

[47] Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Πηδάλιον, σ. 311.

[48] Α΄ Κορ. 12, 27.

[49] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, 4, PG 94, 1149 A.

[50] Bλ. Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα, ὅ.π., σσ. 149-150.

[51] Θεοδωρήτου Ἐπισκόπου Κύρου, Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, Λόγος πέμπτος, κεφ. ΙΖ΄, PG 82, 1232 D.

[52] Eusebii Renaudotii, Liturgiarum Orientalium Collectio, τόμ. Α΄, Parisiis 1716, σσ. 195-196 καί 262.

[53] Κωνσταντίνου Καλλινίκου (Πρωτ/ρου), Ὁ Χριστιανικός Ναός καί τά τελούμενα ἐν αὐτῷ, ἐκδ. Γρηγόρη, Ἀθῆναι 1969, σ. 190.

[54] Γρηγορίου Δεκαπολίτου (ψευδ.), Λόγος ἱστορικός…, PG 100, 1204 B: «Καί πάλιν εἶδε ὁ Σαρακηνός ἐκ τρίτου τόν ἱερέα μεταδιδόναι ἐκ τοῦ σώματός τε καί τοῦ αἵματος  τοῦ παιδίου μετά τῆς λαβίδος τοῖς μεταλαμβάνουσιν».

[55] H. G. Beck, Kirche und theologische literatur in byzantinischen reich, Μόναχο 1959, σ. 579.

[56] Ἁγίου Συμεών Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης (1416/17-1429), Ἔργα Θεολογικά…, σ. 249.

[57] Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, Πηδάλιον, σ. 311, σχ.1.

[58] «Περί τῆς ὑπαλλαγῆς τῆς μεταλήψεως τῶν ἁγιασμάτων τοῦ Χριστοῦ», ἐν Les Registes du Patriarcat de Constantinople, I: Les actes des patriarches, 1-3, ἔκδ. V. Grumel (Le Patriarcat byzantine, I), Kadiköy-Instabul 1932, καί ἔκδ. J. Darrouzès, Paris 1977, 1979, 1991. Bλ. καί Μανουήλ Ἰ. Γεδεών, Ἀρχεῖον ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας, Κωνσταντινούπολη 1911, σ. 40. Robert F. Taft, ὅ.π., σ. 293. Βλ. καί π. Δημητρίου Τζέρπου, Ἐφόδιον ζωῆς. Ἡ μετάδοση τῆς θείας Κοινωνίας στούς ἀσθενεῖς πού ἀντιμετωπίζουν κίνδυνο θανάτου. Συμβολή στήν Ποιμαντική Λειτουργική, ἐκδ. «Τῆνος», Ἀθήνα 2001, σσ. 37 ἑξ. καί 91 ἑξ. Βλ. καί Ἰωάννου Μ. Φουντούλη, Λειτουργική Α΄…, σ. 48.

[59] Εὐστρατίου Ἀργέντη, ὅ.π., σ. 303.

[60] Σύνοδος ἐν Ρουένῃ, πιθανῶς τό 880. Τή θέση αὐτή τή συμμερίζεται ἀργότερα καί ὁ ἅγιος Συμεών Θεσσαλονίκης. Βλ. Διάλογος…, ϟΘ΄, PG 155, 301 A. Bλ. καί Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα, ὅ.π., σ. 150.

[61] Mansi 11, 155. Bλ. καί Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα, ὅ.π., σ. 150.

[62] V. Laurent, “Le rituel de la proskomidie et le métropolite de Crète Élie », Revue des Études Byzantines 19 (1958) 131. Βλ. καί Robert F. Taft, ὅ.π., σσ.294-297. Τοῦ ἰδίου, “Byzantine Communion Spoons: A review of the Evidence”, ἐν Dumbarton Oaks, Papers (DOP), 50 (1996) 209-238.

[63] Γ. Ράλλη-Μ.Ποτλῆ, Σύνταγμα…, τόμ. Β΄, σσ. 548-549.

[64] Σωφρονίου Ἱεροσολύμων (ψευδ.), ὅ.π., PG 873, 3985 B.

[65] Συμεών Θεσσαλονίκης, Διάλογος…, ϟΔ΄, PG 155, 284 D.

[66] Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα, «Ὁ ρωμαϊκός λειτουργικός τύπος», ἐν Ἐπιστημονική Ἐπετηρίς Θεολογικῆς Σχολῆς Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν 15 (1960-1964) 198.

[67] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, 4, PG 94, 1149 B. Πρβλ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Ὁμιλία ΝΣΤ΄, Περί τῶν ἁγίων καί φρικτῶν τοῦ Χριστοῦ μυστηρίων…, ἔκδ. Σοφοκλέους Κ. τοῦ ἐξ Οἰκονόμων, Ἀθήνησι αωξα (1861), σσ.200-212. Νικολάου Καβάσιλλα, Εἰς τήν θείαν Λειτουργίαν, Sources chrétiennes 4bis, Paris 1967 (= PG 150).

[68] Ἰακώβου Μοναχοῦ, Λόγος Δ΄, Εἰς τόν Εὐαγγελισμόν, PG 127, 641 D. Πρβλ. Σωφρονίου Πατριάρχου Ἱεροσολύμων, ὅ.π., PG 873, 3985C: «Ἡ λαβίς κατά τόν προφήτην Ἠσαΐαν λέγοντα· “Ἀπεστάλη πρός με ἓν τῶν Σεραφείμ” σημαίνει δέ τήν Παρθένον, βαστάζουσαν καί αὐτόν τόν οὐράνιον ἄρτον».

[69] Ἰω. 6, 33.

[70] Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, Πηδάλιον, σ. 243, σχ. 1. Βλ. καί π. Δημητρίου Τζέρπου, ὅ.π., σσ. 91-93. Alkiviadis C. Calivas, «Σχόλια γιά τή χρήση τῆς λαβίδας», orthodoxia.info/news, 28-05-2020. π. Χριστοφόρου Χρόνη (Πρωτ/ρου), «Τρόπος μετάδοσης τῆς θείας Κοινωνίας – ὁδεύοντας πρός τήν τέλεια ἀτέλεια», στό Διαδίκτυο. «ΕΚΤΑΚΤΟ: Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ζητᾶ ἐπικοινωνία μέ τίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες γιά τήν θεία Κοινωνία», Romfea.gr, 02/0 6/2020. Βασιλείου Ἰ. Καλλιακμάνη (Πρωτ/ρου), Μεθοδολογικά πρότερα τῆς ποιμαντικῆς, Λεντίῳ ζωννύμενοι, ἐκδ. «Μυγδονία», Θεσσαλονίκη 2000, σσ.201-216.

 

Αφήστε μια απάντηση