Κατήχηση

Ο Χριστιανισμός τον καιρό της ασθένειας

Ο κόσμος μας είναι άρρωστος.

Δεν αναφέρομαι απλώς στην πανδημία του κορωνοϊού, αλλά στην κατάσταση του πολιτισμού μας, όπως αποκαλύπτεται μέσα απ’ αυτό το παγκόσμιο φαινόμενο. Σε βιβλικούς όρους, αυτή η πάνδημη ασθένεια είναι ένα σημάδι των καιρών.

Στην αρχή αυτής της ασυνήθιστης Σαρακοστής, πολλοί από εμάς πιστεύαμε ότι η επιδημία θα προκαλούσε ένα είδος βραχυπρόθεσμης διακοπής, μια διακοπή της συνηθισμένης λειτουργίας της κοινωνίας, την οποία θα ξεπερνούσαμε κάπως, και σύντομα όλα θα γίνονταν όπως πρωτύτερα. Αλλά καθώς ο καιρός περνά, η πραγματικότητα γίνεται όλο και πιο ξεκάθαρη: Τα πράγματα δεν θα γίνουν όπως ήταν πριν. Και αν προσπαθούσαμε να τα κάνουμε να γίνουν, το αποτέλεσμα θα ήταν αποτυχία. Μετά από αυτήν την παγκόσμια εμπειρία, ο κόσμος δεν θα είναι ο ίδιος με πριν, και μάλλον, ίσως δεν θα έπρεπε να είναι.

Είναι φυσικό σε περιόδους μεγάλων καταστροφών να ασχολούμαστε πρώτα με τις υλικές ανάγκες για επιβίωση, όμως «δεν ζει κανείς μόνο με ψωμί». Ήρθε η ώρα να εξετάσουμε τις βαθύτερες επιπτώσεις αυτού του καίριου χτυπήματος στην ασφάλεια του κόσμου μας. Η αναπόφευκτη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης φαίνεται να έχει κορυφωθεί. Πλέον όμως και η τρωτότητα ενός παγκοσμιοποιημένου κόσμου είναι εμφανής.

Τι είδους πρόκληση αντιπροσωπεύει αυτή η κατάσταση για τον Χριστιανισμό, την Εκκλησία – έναν από τους πρώτους «παγκόσμιους παίκτες» – και για τη θεολογία;

Η Εκκλησία πρέπει να είναι ένα «νοσοκομείο εκστρατείας», κατά τον Πάπα Φραγκίσκο. Δεν μπορεί να παραμείνει σε μια «λαμπρή» απομόνωση από τον κόσμο, αλλά πρέπει να απελευθερωθεί από τα όριά της και να προσφέρει βοήθεια όπου οι άνθρωποι πάσχουν σωματικά, διανοητικά, κοινωνικά και πνευματικά. Έτσι μπορεί να κάνει τη μετάνοιά της για τις πληγές που επέφεραν πρόσφατα οι εκπρόσωποί της στους πιο ανυπεράσπιστους ανάμεσά μας. Αλλά ας σκεφτούμε βαθύτερα αυτήν την μεταφορά – και πώς μπορούμε να την κάνουμε πράξη.

Εφόσον η Εκκλησία πρέπει να είναι νοσοκομείο, πρέπει, φυσικά, να παρέχει την υγειονομική, κοινωνική και φιλανθρωπική φροντίδα που προσφέρει ήδη από την αυγή της ιστορίας της. Αλλά πρέπει επίσης να εκπληρώσει άλλα καθήκοντα. Έχει να διαδραματίσει έναν ρόλο διάγνωσης (να ανιχνεύσει τα «σημάδια των καιρών»), έναν ρόλο πρόληψης (να δημιουργήσει ένα «ανοσοποιητικό σύστημα» σε μια κοινωνία στην οποία είναι εκτεταμένοι οι κακοήθεις ιοί του φόβου, του μίσους, του λαϊκισμού και του εθνικισμού) και ένα ρόλο ανάρρωσης (να κατανικήσει τα τραύματα του παρελθόντος μέσω της συγχώρεσης).

Πριν από το Πάσχα πέρυσι, ο Καθεδρικός Ναός της Παναγίας στο Παρίσι κάηκε. Φέτος τη Σαρακοστή δεν τελούνται λειτουργίες σε εκατοντάδες χιλιάδες εκκλησίες σε πολλές ηπείρους, ούτε προσευχές σε συναγωγές και τζαμιά. Ως ιερέας και θεολόγος αναλογίζομαι αυτές τις άδειες ή κλειστές εκκλησίες ως σημάδι και πρόκληση από τον Θεό.

Η κατανόηση της γλώσσας του Θεού στα γεγονότα του κόσμου μας, απαιτεί την τέχνη της πνευματικής διάκρισης, η οποία με τη σειρά της απαιτεί στοχαστική απόσπαση από τα έντονα συναισθήματα και τις προκαταλήψεις μας, καθώς και από τις προβολές των φόβων και των επιθυμιών μας. Σε στιγμές καταστροφής, οι εικόνες ενός μοχθηρού, εκδικητικού Θεού διαδίδουν το φόβο. Τέτοιες εικόνες του Θεού ρίχνουν νερό στον μύλο του αθεϊσμού εδώ και αιώνες.

Γενικά αλλά και σε καιρούς καταστροφών δεν είναι ο Θεός ένας οξύθυμος σκηνοθέτης, καθισμένος άνετα στο παρασκήνιο καθώς εκτυλίσσονται τα γεγονότα του κόσμου μας. Αντ’ αυτού, ο Θεός είναι πηγή δύναμης, που δρα μέσα από εκείνους που δείχνουν αλληλεγγύη και αυτοθυσιαστική αγάπη σε τέτοιες καταστάσεις (ναι, συμπεριλαμβανομένων κι εκείνων που δεν έχουν «θρησκευτικά κίνητρα» για τη δράση τους). Ο Θεός είναι ταπεινή και διακριτική αγάπη.

Αλλά δεν μπορώ παρά να αναρωτηθώ αν ο καιρός αυτός των άδειων και κλειστών εκκλησιών δεν είναι κάποιο είδος προειδοποίησης για το τι θα μπορούσε να συμβεί στο εγγύς μέλλον. Αυτή είναι η εικόνα που θα μπορούσε να υπάρχει σε λίγα χρόνια σε μεγάλο μέρος του κόσμου μας. Έχουμε αρκετές προειδοποιήσεις από τις εξελίξεις σε πολλές χώρες, όπου όλο και περισσότερες εκκλησίες, μοναστήρια και ιερατικά σεμινάρια αδειάζουν και κλείνουν. Γιατί αποδίδουμε τις εξελίξεις εδώ και τόσο καιρό σε εξωτερικές επιρροές (το «τσουνάμι κοσμικότητας»), αντί να συνειδητοποιήσουμε ότι κλείνει πλέον ένα κεφάλαιο στην ιστορία του Χριστιανισμού, και ότι είναι καιρός να προετοιμαστούμε για ένα νέο;

Ίσως αυτός ο καιρός των άδειων εκκλησιών να εκθέτει συμβολικά το κρυμμένο κενό των εκκλησιών και το πιθανό μέλλον τους, εκτός εάν κάνουν μια σοβαρή προσπάθεια να δείξουν στον κόσμο ένα εντελώς διαφορετικό πρόσωπο του Χριστιανισμού. Έχουμε δαπανήσει πολλή σκέψη για το πως θα εκχριστιανίσουμε τον κόσμο, αλλά πολύ λίγη για το πως θα εκχριστιανίσουμε τον εαυτό μας: όχι μια απλή βελτίωση, αλλά μια ριζική αλλαγή από ένα στατικό «είμαστε Χριστιανοί» σε ένα δυναμικό «γινόμαστε Χριστιανοί».

Όταν κάποτε η μεσαιωνική εκκλησία έκανε άμετρη χρήση του interdictio (δηλαδή της απαγόρευσης τελέσεως οποιασδήποτε ιεροπραξίας) ως ποινής, και οι «γενικές απεργίες» από ολόκληρο το εκκλησιαστικό σύστημα σήμαιναν πλήρη παύση των ιερουργιών και των μυστηρίων, οι άνθρωποι άρχισαν όλο και περισσότερο να αναζητούν μια προσωπική σχέση με τον Θεό. Οι αδελφότητες και ο μυστικισμός πολλαπλασιάστηκαν. Αυτή η άνοδος του μυστικισμού σίγουρα βοήθησε στο άνοιγμα του δρόμου για τη Μεταρρύθμιση – όχι μόνο του Λουθήρου και του Καλβίνου αλλά και της καθολικής μεταρρύθμισης που συνδέεται με τους Ιησουίτες και τον Ισπανικό μυστικισμό. Ίσως η επαν-ανακάλυψη του στοχασμού θα μπορούσε να συνεισφέρει ανοίγοντας το δρόμο σε νέα μεταρρυθμιστική Σύνοδο.

Ίσως πρέπει να αποδεχθούμε την παρούσα αποχή από τις ιερουργίες ως ευκαιρία να αναλογιστούμε, να προβληματιστούμε ενδελεχώς μπροστά στο Θεό και μαζί με τον Θεό. Είμαι πεπεισμένος ότι ήρθε η ώρα να σκεφτούμε πώς να συνεχίσουμε στην πορεία της μεταρρύθμισης, την οποία ο Πάπας Φραγκίσκος λέει πως είναι απαραίτητη: όχι ως προσπάθεια να επιστρέψουμε σε έναν κόσμο που δεν υπάρχει πια, ή ως εξάρτηση από εξωτερικές διαρθρωτικές αλλαγές, αλλά αντ’ αυτού μια στροφή προς την καρδιά του Ευαγγελίου, «ένα ταξίδι στα βάθη».

[…]

Ίσως αυτή η «κατάσταση έκτακτης ανάγκης» να είναι ένας δείκτης του νέου προσώπου της Εκκλησίας, για το οποίο υπάρχει ιστορικό προηγούμενο. Είμαι πεπεισμένος ότι οι χριστιανικές μας κοινότητες, οι ενορίες, τα εκκλησιαστικά κινήματα και οι μοναστικές κοινότητες πρέπει να επιδιώκουν να πλησιάσουν το ιδανικό που οδήγησε στην ίδρυση των ευρωπαϊκών πανεπιστήμιων: να γίνουν κοινότητες μαθητών και δασκάλων, σχολές σοφίας, στις οποίες αναζητείται η αλήθεια μέσω ελεύθερης διαβούλευσης αλλά και βαθιάς περισυλλογής. Τέτοια νησιά πνευματικότητας και διαλόγου θα μπορούσαν να αποτελέσουν την πηγή μιας θεραπευτικής δύναμης για έναν άρρωστο κόσμο. Την ημέρα πριν από την παπική εκλογή του, ο Καρδινάλιος Bergoglio ανέφερε ένα απόσπασμα από το Βιβλίο της Αποκάλυψης στο οποίο ο Ιησούς στέκεται μπροστά στην πόρτα και χτυπά. Πρόσθεσε: «Σήμερα ο Χριστός χτυπάει μέσα από την εκκλησία και ζητάει να βγει».

Εδώ και χρόνια συλλογίζομαι ένα πολύ γνωστό κείμενο του Φρίντριχ Νίτσε, «Ο Τρελός», του οποίου ο ήρωας – ο τρελός που είναι ο μόνος στον οποίο επιτρέπεται να πει την αλήθεια – διακηρύσσει «τον θάνατο του Θεού». Το κεφάλαιο τελειώνει με τον τρελό να έρχεται στην εκκλησία για να ψάλλει το «Requiem aeternam deo» (Αιώνια ανάπαυση στον Θεό…) και να ρωτάει: «Τι είναι οι εκκλησίες τώρα πια παρά τάφοι και μνήματα του Θεού;» Οφείλω να παραδεχτώ ότι εδώ και πολύ καιρό διάφορες μορφές της εκκλησίας μού φαινόταν σαν κρύα, πολυτελή μνήματα ενός νεκρού θεού!

Πολλές από τις εκκλησίες μας ήταν άδειες φέτος το Πάσχα. Διαβάσαμε τα αποσπάσματα του Ευαγγελίου σχετικά με τον άδειο τάφο κάπου αλλού. Εάν το κενό των εκκλησιών μας θυμίζει τον άδειο τάφο, ας μην αγνοήσουμε τη φωνή από ψηλά: «Δεν είναι εδώ. Έχει αναστηθεί. Προπορεύθηκε στη Γαλιλαία.»

Θα θέσω μια ερώτηση για να ενισχύσω το στοχασμό για αυτό το παράξενο Πάσχα: Πού είναι η Γαλιλαία του σήμερα, όπου μπορούμε να συναντήσουμε τον ζώντα Χριστό;

Η κοινωνιολογική έρευνα δείχνει ότι στον κόσμο ο αριθμός των πιστών (τόσο όσων ταυτίζονται πλήρως με την παραδοσιακή μορφή της θρησκείας, όσο και εκείνων που είναι δογματικά προσκείμενοι στον αθεϊσμό) μειώνεται, ενώ υπάρχει αύξηση στον αριθμό εκείνων που αναζητούν. Επιπλέον, φυσικά, υπάρχει αύξηση του αριθμού των αδιάφορων ανθρώπων, που δεν ενδιαφέρονται για θρησκευτικά ζητήματα ή για τις παραδοσιακές απαντήσεις στα ζητήματα αυτά.

Η κύρια διαχωριστική γραμμή δεν είναι πλέον μεταξύ εκείνων που θεωρούν τους εαυτούς τους πιστούς και εκείνων που θεωρούν τους εαυτούς τους μη πιστούς. Υπάρχουν εκείνοι που αναζητούν μεταξύ των πιστών (εκείνοι για τους οποίους η πίστη δεν είναι κληρονομιά, αλλά μονοπάτι) και μεταξύ των μη πιστών, που απορρίπτουν τις θρησκευτικές έννοιες που τους προτείνουν οι γύρω τους, αλλά παρ’ όλα αυτά λαχταρούν για κάτι που να ικανοποιεί τη δίψα τους για νόημα.

Είμαι πεπεισμένος ότι η «Γαλιλαία του σήμερα», όπου πρέπει να αναζητήσουμε τον Θεό, ο οποίος επιβλήθηκε πάνω στο θάνατο, είναι ο κόσμος εκείνων που Τον αναζητούν.

Η θεολογία της απελευθέρωσης μάς έμαθε να αναζητούμε τον Χριστό ανάμεσα στους ανθρώπους που βρίσκονται στο περιθώριο της κοινωνίας. Αλλά είναι επίσης απαραίτητο να Τον αναζητήσουμε ανάμεσα στους ανθρώπους που περιθωριοποιήθηκαν μέσα στην εκκλησία. Αν θέλουμε να συνδεθούμε μαζί τους ως μαθητές του Ιησού, υπάρχουν πολλά πράγματα που πρέπει πρώτα να εγκαταλείψουμε.

Πρέπει να εγκαταλείψουμε πολλές από τις προηγούμενες αντιλήψεις μας για τον Χριστό. Ο Αναστάς εκ των νεκρών μεταμορφώθηκε ριζικά από την εμπειρία του θανάτου. Όπως διαβάζουμε στα Ευαγγέλια, ακόμη και οι πιο κοντινοί του και αγαπητοί του άνθρωποι δεν τον αναγνώρισαν. Δεν χρειάζεται καθόλου να αποδεχτούμε «τα νέα που μας περιβάλλουν». Μπορούμε να επιμείνουμε στο να θέλουμε να αγγίξουμε τις πληγές Του. Άλλωστε, πού αλλού θα είμαστε σίγουροι ότι θα τις συναντήσουμε παρά στις πληγές του κόσμου και τις πληγές της Εκκλησίας, στις πληγές του σώματος που ο ίδιος ανέλαβε;

Πρέπει να εγκαταλείψουμε τους προσηλυτιστικούς στόχους μας. Δεν μπαίνουμε στον κόσμο εκείνων που αναζητούν να τους προσηλυτίσουμε το συντομότερο δυνατό και να τους στριμώξουμε στα υπάρχοντα θεσμικά και διανοητικά όρια των εκκλησιών μας. Ο Ιησούς ο ίδιος δεν προσπάθησε να στριμώξει τα «χαμένα πρόβατα του οίκου του Ισραήλ» πίσω στις δομές του Ιουδαϊσμού της εποχής του. Ήξερε ότι το νέο κρασί πρέπει να φυλαχθεί σε καινούργιους ασκούς.

Πρέπει να πάρουμε «νέα και παλιά πράγματα» από τον θησαυρό της παράδοσης που μας έχουν κληροδοτηθεί και να τα κάνουμε μέρος ενός διαλόγου με όσους αναζητούν, ενός διαλόγου στον οποίο μπορούμε και πρέπει να μάθουμε ο ένας από τον άλλο. Πρέπει να μάθουμε να διευρύνουμε ριζικά τα όρια της κατανόησής μας για την Εκκλησία. Δεν είναι πλέον αρκετό να πούμε «είμαστε εδώ, και σας περιμένουμε». Ο Κύριος έχει ήδη χτυπήσει από μέσα και έχει βγει, και είναι δουλειά μας να τον αναζητήσουμε και να τον ακολουθήσουμε. Ο Χριστός πέρασε μέσα από την πόρτα που είχαμε κλειδώσει από το φόβο των άλλων. Πέρασε μέσα από τον τοίχο με τον οποίο περιβάλλαμε τους εαυτούς μας. Άνοιξε ένα χώρο του οποίου το πλάτος και το βάθος μάς έχουν προξενήσει ζάλη.

Στις απαρχές της ιστορίας της, η πρώιμη Εκκλησία των Εβραίων και των εθνικών βίωσε την καταστροφή του Ναού στον οποίο ο Ιησούς προσευχήθηκε και δίδαξε τους μαθητές του. Οι Εβραίοι εκείνων των ημερών βρήκαν μια θαρραλέα και δημιουργική λύση. Αντικατέστησαν το βωμό του κατεδαφισμένου ναού με την εβραϊκή οικογενειακή τράπεζα, και τις θυσίες με την ιδιωτική και κοινοτική προσευχή. Αντικατέστησαν τα ολοκαυτώματα και τις θυσίες αίματος με αναστοχασμό, δοξολογία και μελέτη της Γραφής. Την ίδια εποχή, ο πρώιμος Χριστιανισμός, εξορισμένος από τις συναγωγές, αναζήτησε μια καινούργια ταυτότητα. Στα ερείπια των παραδόσεων, οι Εβραίοι και οι Χριστιανοί έμαθαν εκ νέου να διαβάζουν το Νόμο και τους προφήτες και να τους ερμηνεύουν με νέα οπτική. Δεν βρισκόμαστε άραγε σε παρόμοια κατάσταση στις μέρες μας;

Όταν αλώθηκε η Ρώμη τον 5ο αιώνα, υπήρξαν άμεσες εξηγήσεις από πολλές πλευρές. Οι ειδωλολάτρες το είδαν ως τιμωρία των θεών για την υιοθέτηση του Χριστιανισμού, ενώ πολλοί Χριστιανοί το είδαν ως τιμωρία του Θεού στη Ρώμη. Ο Άγιος Αυγουστίνος απέρριψε και τις δύο αυτές ερμηνείες. Σε εκείνο το ιστορικό σημείο καμπής, ανέπτυξε τη θεολογία του, περί της αρχέγονης μάχης μεταξύ δύο αντιτιθέμενων πόλεων, όχι χριστιανικών και ειδωλολατρικών, αλλά των δύο ειδών αγάπης που κατοικούν στην ανθρώπινη καρδιά: της αγάπης του εαυτού, κλειστής σε κάθε υπέρβαση (amor sui usque ad contemptum Dei) και της αγάπης που χαρίζεται και έτσι βρίσκει τον Θεό (amor Dei usque ad contemptum sui). Η εποχή μας, με τη ριζική πολιτισμική αλλαγή που λαμβάνει χώρα, απαιτεί εξ ίσου μια νέα θεολογία της σύγχρονης ιστορίας και μια νέα κατανόηση της Εκκλησίας.

«Ξέρουμε πού είναι η Εκκλησία, αλλά δεν ξέρουμε πού δεν είναι», δίδαξε ο ορθόδοξος θεολόγος Παύλος Ευδοκίμωφ. Ίσως αυτό που διατύπωσε η πιο πρόσφατη Σύνοδος γύρω από την καθολικότητα και τον οικουμενισμό πρέπει να αποκτήσει ένα βαθύτερο περιεχόμενο. Είναι καιρός για έναν ευρύτερο και βαθύτερο οικουμενισμό, για μια πιο τολμηρή αναζήτηση για τον Θεό σε όλα τα πράγματα.

Μπορούμε, φυσικά, να δεχτούμε αυτήν τη Σαρακοστή των άδειων και σιωπηλών εκκλησιών ως τίποτε περισσότερο από ένα σύντομο, προσωρινό μέτρο που θα ξεχαστεί σύντομα. Αλλά μπορούμε επίσης να το αγκαλιάσουμε ως κατάλληλη στιγμή για να αναζητήσουμε μια νέα ταυτότητα για τον Χριστιανισμό σε έναν κόσμο που μεταμορφώνεται ριζικά μπροστά στα μάτια μας. Η τρέχουσα πανδημία δεν είναι σίγουρα η μόνη παγκόσμια απειλή που αντιμετωπίζει ο κόσμος μας τώρα και στο μέλλον.

Ας αγκαλιάσουμε αυτή την πασχάλια περίοδο ως πρόκληση να αναζητήσουμε τον Χριστό εκ νέου. Ας μην αναζητήσουμε τον Ζώντα μεταξύ των νεκρών. Ας Τον αναζητήσουμε με τόλμη και επιμονή, και ας μην εκπλαγούμε αν μας εμφανιστεί ως ξένος. Θα Τον αναγνωρίσουμε από τις πληγές Του, από τη φωνή Του όταν μας μιλάει οικεία, από το Πνεύμα που φέρνει ειρήνη και εξαλείφει το φόβο.

(μετάφραση Γιάννης Ζορμπάς)

Ένα ενδιαφέρον κείμενο ενός διανοούμενου καθολικού κληρικού, του οποίου η πίστη γεννήθηκε από τα βιβλία του Γκιλ. Τσέστερτον και του Γκράχαμ Γκριν, όπως ο ίδιος ομολογεί.

Το κείμενο έχει την ζωντάνια της αναζήτησης του Θωμά μέσα σε μια σύγχυση όπως η σημερινή… και πάλι μετά την Ανάσταση! Τον Θωμά τον αποδέχεται η Εκκλησία και των αποστόλων και η τωρινή! Πολλές φορές σήμερα (το γράφει ο συγγραφέας) η αντιμετώπιση η εκκλησιαστική γίνεται γενεσιουργός αιτία… αδελφοτήτων και μυστικισμών! Προσωπική θρησκεία γνώμης και απόψεων! Αναίρεσις του Πάτερ ημών!

Ο Χριστός δια του αγγέλου μέσω των μυροφόρων ειδοποιεί τους μαθητές ότι θα τους συναντήσει πάλι στην Γαλιλαία και εκεί θα Τον δουν!! Δηλαδή; Επανεκκίνηση της εναρκτήριας συνάντησης. Εκεί Τον βρήκαν και Τον γνώρισαν, τώρα τους λέει ότι και στα καινούργια δεδομένα από εκεί θα ξαναρχίσουν…

Έχει δίκιο ο συγγραφέας… η Γαλιλαία του σήμερα είναι ο κόσμος εκείνων που Τον αναζητούν!! Πρέπει οι χριστιανοί να έχουν την αγάπη που χαρίζεται, για να μπορούν να ξεκλειδώνουν τις καρδιές που «σαπίζουν» μέσα στην αγάπη του εαυτού.

 

Ο συγγραφέας Tomáš Halík είναι ιερέας και πολυβραβευμένος καθηγητής κοινωνιολογίας στο πανεπιστήμιο του Καρόλου στην Πράγα, πρόεδρος της Τσεχικής Χριστιανικής Ακαδημίας και πανεπιστημιακός εφημέριος. Είναι βραβευμένος με βραβείο Templeton και κατέχει επίτιμο διδακτορικό από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.

 

 

Tomáš Halík

Professor of Sociology

Charles University – Pragu

Συγγραφέας

Αφήστε μια απάντηση