Νομίζω πως η διαφορά μεταξύ Χριστιανών και μη Χριστιανών μπορεί να συνοψιστεί σε μια λέξη: την ελπίδα. Όχι την ελπίδα γενικά, αλλά συγκεκριμένα τη χριστιανική ελπίδα. Η ελπίδα αυτή διαφέρει ριζικά από την κοσμική αισιοδοξία, η οποία στην ουσία είναι η πεποίθηση ότι η ιστορία πορεύεται αιτιοκρατικά προς θετική έκβαση. Αντίθετα, η χριστιανική ελπίδα δεν γεννιέται από εγκόσμιους παράγοντες. Πηγάζει από τη δράση του ζωντανού Θεού μέσα στον κόσμο και την ιστορία, μια δράση η οποία γεννά το εντελώς καινούργιο και μπολιάζει τον κόσμο με αυτό, το οποίο ο κόσμος από μόνος του δεν μπορεί να γεννήσει. Η ανάσταση, για παράδειγμα, δεν μπορεί να παραχθεί από τον κόσμο. Πρέπει να χαριστεί από τον Θεό. Και γι’ αυτό η χριστιανική ελπίδα μπορεί να ανθεί ακόμη κι όταν κάθε εγκόσμια αισιοδοξία καταρρέει, ακριβώς διότι αυτή η ελπίδα εισβάλλει στον κόσμο ως δώρο απ’ έξω.
Το δώρο προσφέρεται· αλλά η συνέχεια δεν προεξοφλείται! Οι πιστοί καλούνται όχι απλώς να δεχτούν το δώρο, αλλά και να το ζήσουν έμπρακτα. Πράγμα που σημαίνει ότι την ανθρώπινη προκοπή την κινεί η αδιάκοπη προσπάθεια, όχι αυτόματος πιλότος. Κι αυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι ολόκληρη η χριστιανική ζωή είναι κατά βάσιν ριψοκίνδυνη. Ο γερμανός φιλόσοφος ‘Ερνστ Μπλοχ (1885-1977) ήταν εξαιρετικά θεολογικός όταν έλεγε ότι «η ελπίδα είναι το αντίθετο της ασφάλειας. Είναι το αντίθετο της αφελούς αισιοδοξίας. Η κατηγορία του κινδύνου ενυπάρχει πάντα μέσα της», όχι υπό την έννοια (θα πρόσθετα εγώ) ότι μπορεί να ψεύδεται ο Κύριος που δίνει τις υποσχέσεις, αλλά υπό την έννοια ότι οι άνθρωποι χρειάζεται να αποδειχτούν πιστοί σ’ αυτές. Όλοι οι χριστιανοί έχουν ελπίδα, αλλά κανένας δεν κατέχει την έκβαση της πορείας του, τα δε εγκόσμια κριτήρια που υποτίθεται ότι ορίζουν με ασφάλεια τι αποτελεί επιτυχία στη ζωή, αμφισβητούνται αποφασιστικά από το Ευαγγέλιο. Δεν υπάρχει τίποτα πιο ανατρεπτικό από τη διαβεβαίωση του Κυρίου ότι πολλοί θα βρεθούν από πρώτοι τελευταίοι, κι άλλοι από τελευταίοι πρώτοι (Ματθ. 19:30), κι ακόμη περισσότερο, ότι πολλοί που πραγμάτωσαν τους θεωτικότερους άθλους (που προφήτεψαν δηλαδή στο όνομα του Χριστού και εκδίωξαν δαιμόνια στο όνομά του) τελικά θα αποδειχτούν εργάτες της ανομίας, άγνωστοι σ’ αυτόν του οποίου το όνομα «επιτυχώς» είχαν επικαλεστεί (Ματθ. 7: 22-23).
Είναι φανερό πως ο Χριστός ρητά μας έχει προειδοποιήσει ότι η έσχατη κρίση θα είναι έκπληξη. Εδώ όμως ανακύπτει ένα ερώτημα. Πώς μπορεί μια έκπληξη να είναι όντως έκπληξη, αν έχουμε εκ των προτέρων ειδοποιηθεί γι’ αυτήν; Γιατί, άραγε, οι Χριστιανοί τελικά θα εκπλαγούν, παρά την έγκαιρη προειδοποίηση;
Νομίζω πως η απάντηση είναι εντελώς απλή και αφορά μια θεμελιώδη αντίφαση η οποία κατά πολύ διέπει τις ζωές μας: Μολονότι δηλώνουμε πιστοί στην ελπίδα που βρίσκεται ανάμεσά μας (1 Πέτρ. 3:15), στην πραγματικότητα συνεχίζουμε να ζούμε σύμφωνα με τα κριτήρια του παλαιού κόσμου. Η χριστιανική ελπίδα είναι πολύ ανατρεπτική και ως εκ τούτου ανυπόφορη για την αστική νοοτροπία μας.
Η χριστιανική ελπίδα είναι ανατρεπτική, πρώτα απ’ όλα διότι καλεί τους ανθρώπους σε αναστοχασμό και μετάνοια, πράγμα που απαιτεί προθυμία για αυτοκριτική και αναπροσανατολισμό, μακριά από το βόλεμα της αυτοδικαίωσης. Ταυτόχρονα ανατρέπει την τάξη αυτού του κόσμου. Καλεί τον άνθρωπο να μην εκχωρεί την εμπιστοσύνη τους στους άρχοντες, να μη βασίζεται στην ασφάλεια που παρέχει η συγγένεια και η καταγωγή, να προτιμά τη συγχώρεση από την εκδίκηση, να δέχεται τους ταπεινούς και τους μη προνομιούχους ως κατ’ εξοχήν μάρτυρες της αληθείας, να ζυγίζει ως σκουπίδια τα πιο αξιοθαύμαστα επιτεύγματα αν δεν εμποτίζονται από αγάπη, να θέτει την αλληλεγγύη πάνω από τη θεωρητική ορθοδοξία.
Ναι, η χριστιανική ελπίδα είναι εξ ορισμού ανατρεπτική· σκάνδαλο και μωρία (1 Κορ. 1:23), κι όχι μόνο για τον μη χριστιανικό κόσμο. Ακόμη και Χριστιανοί δεν μπορούν εύκολα να την αντέξουν. Η στασιμότητα και η λογική της κατεστημένης τάξης είναι συνήθως ο εύκολος δρόμος. Και γι’ αυτό εγείρονται κάθε τόσο προφητικές φωνές που υπενθυμίζουν στους Χριστιανούς την ίδια τους την κλήση. Σε μεγάλο βαθμό, ο μοναχισμός ξεπήδησε από τα σπλάχνα της Εκκλησίας ως κίνημα λαϊκών, ακριβώς για να υπηρετήσει αυτή την αφύπνιση.
Το ιδεώδες του μοναχισμού, τουλάχιστον στις πρώτες του φάσεις, έλεγε ο Πατέρας της Εκκλησίας του 20ού αι. π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, ήταν να υπενθυμίσει και να πραγματώσει το κοινό χρέος όλων των μελών της Εκκλησίας. Οι μοναστικοί κόποι δεν απέβλεπαν σε εξαίρετα επιτεύγματα για λίγους. Απέβλεπαν στην εκπλήρωση των κοινών και ουσιωδών υποσχέσεων, τις οποίες έδινε κάθε Χριστιανός στη βάπτισή του. Δεκάξι αιώνες πριν τον Φλωρόφσκυ ο άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος είχε επισημάνει ότι ο Χριστός μακάρισε τους πτωχούς τω πνεύματι, τους πενθούντες, τους πραείς, τους πεινώντας και διψώντας την δικαιοσύνην κλπ, χωρίς να διακρίνει μεταξύ κοσμικών και μοναχών, όπως διέκριναν αργότερα οι άνθρωποι. Άλλωστε (συνεχίζει ο Χρυσόστομος), και μόνο το γεγονός ότι ο Χριστός ονοματίζει την αγάπη ως το κορυφαίο αγαθό, θα έπρεπε να είναι «ικανόν τεκμήριον» του ότι ζητάει τα ίδια από κοσμικούς και μοναχούς.
Ο Φλωρόφσκυ εκφράστηκε με πραγματική τόλμη όταν προχώρησε σε ανάλυση της πολύτιμης έννοιας του κοινού χρέους όλων των βαπτισμένων. Μολονότι ο μοναχισμός –είπε– λειτουργούσε ως μια ισχυρή πρόκληση και ως υπενθύμιση αυτού του χρέους εν μέσω διαφόρων συμβιβασμών που ήδη λάμβαναν χώρα σε μια κοινωνία που φαινόταν να γίνεται χριστιανική, επινοήθηκε ένας χειρότερος συμβιβασμός, όταν ο μοναχισμός επανερμηνεύτηκε ως ένας τρόπος ζωής κατ’ εξαίρεση. Όχι μόνο σχίστηκε δυστυχώς στα δύο η χριστιανική κοινωνία και διχάστηκε σε ομάδες «θρησκευτικών» και «κοσμικών», αλλά διχάστηκε και το ίδιο το χριστιανικό ιδεώδες και κατά κάποιον τρόπο πολώθηκε από λεπτές διακρίσεις μεταξύ «ουσιώδους» και «δευτερεύοντος», μεταξύ «δεσμευτικού» και «προαιρετικού», μεταξύ «εντολής» και «παραίνεσης». Στην πραγματικότητα, όμως, όλες οι χριστιανικές «εντολές» δεν είναι παρά προσκλήσεις και παραινέσεις, οι οποίες χρειάζεται να γίνουν αποδεκτές με διάθεση ελεύθερης υπακοής, κι όλες οι «παραινέσεις» είναι υποχρεωτικές. Το πνεύμα του συμβιβασμού παρεισφρέει στη χριστιανική πράξη όποτε το «υπ’ αριθμόν δύο άριστο» επίσημα επιτρέπεται ή και ενθαρρύνεται. Αυτός ο «συμβιβασμός» ίσως να είναι πρακτικά αναπόφευκτος, θα έπρεπε όμως να αναγνωριστεί ειλικρινά ως συμβιβασμός. Χρειάζεται, φυσικά, να γίνει δεκτό ότι υπάρχει πολλαπλότητα στους τρόπους της χριστιανικής ζωής. Εκείνο που δεν πρέπει να γίνει δεκτό, είναι η διαβάθμισή τους στην κλίματα της «τελειότητας». Πράγματι, η «τελειότητα» δεν αποτελεί παραίνεση, αλλά εντολή, την οποία ποτέ δεν μπορούμε να ξεφορτωθούμε.
Ελπίζω να είναι σαφές ότι το αποφασιστικό ζήτημα εδώ είναι η άρνηση αξιολογικής κατάταξης των τρόπων της χριστιανικής ζωής. Το ότι κάθε τρόπος έχει τις δικές του εκφράσεις και τον δικό του ρυθμό, με εκφράσεις που ταιριάζουν στον έναν τρόπο και δεν ταιριάζουν στον άλλον, (οφείλει να) είναι αυτονόητο, δίχως να παρέχει αξιώσεις ανωτερότητας στον έναν απ’ τους δύο. Τα πνευματικά καταλύματα είναι πολλά, όλα όμως μέσα στο ένα σπιτικό του Πατέρα (Ιω. 14:2). Προβλήματα σημερινά, όπως η διαβάθμιση της αγαμίας ως ανώτερης οδού, η κατίσχυση του μοναστικού τυπικού επί του ενοριακού κοκ, έχουν κατά τη γνώμη μου τα ριζώματά τους ακριβώς στον «χειρότερο συμβιβασμό», τον οποίο κατέδειξε ο Φλωρόφσκυ.
Αυτό, λοιπόν, που ορίζει σε μεγάλο βαθμό την αποστολή των μοναχών, είναι η κοινή κλήση, η κλήση όλων των μελών της Εκκλησίας και η πιστότητά τους στην ανατρεπτική ελπίδα. Ανατρεπτική όχι με την έννοια της επαναστατικής βίας, αλλά ενός ρηξικέλευθου τρόπου ζωής. Επιτρέψτε μου να ψηλαφίσω μερικές παραμέτρους αυτής της προκλητικής αποστολής.
- Ανατροπή των αναπαυτικών δεσμών
«Αναπαυτικούς δεσμούς» ονομάζω τις σχέσεις εντός των οποίων ο άνθρωπος σπεύδει να απεκδυθεί το βαρύτερο φορτίο του, την ελευθερία. Η ελευθερία είναι βασανιστήριο. Εμπεριέχει ευθύνη, διλήμματα, λήψη αποφάσεων. Αντιθέτως, από αυτή την περιπέτεια σε λυτρώνει η επανάπαυση σε διάφορους δεσμούς – και δεσμά!
Όχι καθαυτήν η βιολογία, αλλά ο εγκλωβισμός στη βιολογία είναι αναπαυτικός δεσμός. Προσφέρει ψυχολογική ασφάλεια, καθ’ όσον παρέχει στο ανθρώπινο υποκείμενο συγκεκριμένη θέση σε μια δεδομένη βιολογική σειρά. Στην περίπτωση αυτή, «αλήθεια» φαίνεται να είναι ό,τι πηγάζει ή ό,τι επιβεβαιώνεται απ΄ αυτό το βιολογικό πλαίσιο.
Ο μοναχισμός οφείλει να είναι ζωντανή υπόμνηση της αλήθειας ότι η πίστη και η ιδιότητα μέλους της Εκκλησίας βασίζονται στη βιολογική ασυνέχεια. Κανείς δεν γεννιέται Χριστιανός. Όλοι προσκαλούνται να γίνουν Χριστιανοί. Δεν υπάρχει χριστιανική ταυτότητα χωρίς προσωπική μεταστροφή, ακόμα κι αν κάποιος έχει γεννηθεί σε χριστιανική οικογένεια ή σε πολιτισμικώς χριστιανικό έθνος. Αυτό το οποίο μπορεί να μεταβιβαστεί δια λόγων και πράξεων από γενιά σε γενιά, στην περίπτωση χριστιανικών οικογενειών ή λαών, είναι η πρόσκληση στην πίστη, όχι η πίστη καθαυτήν. Η απόκτηση της πίστης παραμένει πάντα ζήτημα προσωπικού άθλου.
Ίσως ακουστεί παράξενο, αλλά υπ’ αυτή την οπτική ο μοναχισμός μοιάζει με τον γάμο. Και ο μοναχισμός και ο γάμος βασίζονται όχι σε προϋφιστάμενες σχέσεις αίματος, αλλά σε μια προσωπική κι ελεύθερη επιλογή, η οποία εγκαθιδρύει μια νέα σχέση, με κάποιον που ήταν ξένος μέχρι πρότινος. Τα μέλη της γαμήλιας κοινότητας, όπως και τα μέλη της μοναστικής κοινότητας, δεν είναι συγγενείς εξ αίματος κι ούτε πρόκειται να γίνουν ποτέ. Το ίδιο συμβαίνει και με τη σχέση μας με τον Χριστό. Αυτό που μπορεί να με σώσει είναι το αίμα ενός ξένου (του Χριστού), κι όχι το αίμα των προγόνων μου, ακόμη κι αν υπήρξαν σπουδαίοι ή άγιοι. Και βέβαια δεν είναι τυχαίο ότι αυτές οι σχέσεις, που βασίζονται στην ελευθερία, μπορεί και να διαρραγούν, ενώ οι βιολογικοί δεσμοί είναι δεδομένοι και αναγκαστικοί, και ως εκ τούτου δεν μπορούν να αρθούν, ακόμη κι αν η αγάπη εκλείψει από μέσα τους.
Στο διάβα της ιστορίας πολλοί Χριστιανοί προσπέρασαν ένα πολύτιμο χωρίο της πρώτης επιστολής του αποστόλου Παύλου προς τους Κορινθίους (7:7). Μιλώντας για τις δύο κατηγορίες, τους αγάμους και τους εγγάμους, ο Παύλος λέει ότι «καθένας […] έχει το δικό του χάρισμα από το Θεό, ο ένας έτσι, ο άλλος αλλιώς». Σε χάρισμα αντιστοιχεί όχι μόνο η έντιμη παρθενία, αλλά και ο έντιμος γάμος. Αυτό επιβεβαιώνουν πολλοί πατέρες της Εκκλησίας, οι οποίοι ερμήνευσαν το κείμενο και υπογράμμισαν τον χαρισματικό χαρακτήρα αμφοτέρων (της παρθενίας και του γάμου), εφ’ όσον έχουν επιλεγεί ελεύθερα και με αγάπη. Ακόμη και η τεκνογονία πρέπει να βαπτιστεί στα ύδατα της ελευθερίας. Το καίριο ζήτημα, έλεγε ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος είναι η ανατροφή, όχι η γέννα. Γονέα δεν σε κάνει η φύση, αλλά η αρετή. Θα πρόσθετα ότι οι γονείς, μετά τη βιολογική γέννηση των παιδιών τους, οφείλουν να εισέλθουν σε μια διαδικασία «υιοθεσίας» τους, δηλαδή σε μια διεργασία οικοδόμησης μιας σχέσης βασισμένης στην αγάπη τη ζυμωμένη με ελευθερία. Όχι στην αγάπη τη δεσμευμένη στη βιολογία. Και είναι αξιοπρόσεκτο ότι υιοθεσία είναι η λέξη που χρησιμοποιεί ο απόστολος Παύλος για να περιγράψει την κοινωνία δύο οντολογικώς ξένων, του κτίστη και των κτισμάτων (Γαλ. 4: 4).
Είναι αλήθεια ότι ιδίως στους νεότερους χρόνους κύκλοι του Ορθόδοξου μοναχισμού υπέκυψαν σε αισθήματα πολιτισμικής ανωτερότητας, εθνικών ανταγωνισμών και εθνικισμού, τον οποίον ο επίσκοπος Κάλλιστος Γουέαρ εύστοχα έχει περιγράψει ως τον όλεθρο της Ορθοδοξίας κατά τους τελευταίους δέκα αιώνες. Όταν συμβαίνει αυτό, δεν ζημιώνεται μόνο ο μοναχισμός, αλλά το όραμα ολόκληρης της Εκκλησίας, το οποίο στην περίπτωση αυτή ηττάται από τους χοϊκούς δεσμούς, από το αίμα και το έδαφος.
Η ελευθερία, ωστόσο, δε είναι ο αντίποδας μόνο του εγκλωβισμού στους βιολογικούς δεσμούς, αλλά και της ψευδούς πνευματικότητας, η οποία εξίσου δουλώνει το ανθρώπινο πρόσωπο. Είναι γεγονός ότι η περίφημη υπακοή στον πνευματικό πατέρα πολύ συχνά παρανοείται ή βιώνεται ως εκμηδενισμός της βούλησης του υποκειμένου και εν τέλει ως ακύρωση της προσωπικότητας. Ωστόσο δεν απομένει κάτι από το χριστιανικό Ευαγγέλιο αν αφαιρέσουμε απ’ αυτό την ισχυρή πρόσκληση σε προσωπική υπευθυνότητα. Και είναι σπουδαίο0 όταν αυτή η ευαγγελική πρόσκληση υπενθυμίζεται από ανοιχτόψυχους (και ανυχτόψυχους) μοναχούς όπως ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος:
Με προσευχές και δάκρυα παρακάλα θερμά τον Θεό να σου στείλει οδηγό απαθή και άγιο. Παράλληλα, να ερευνάς κι εσύ ο ίδιος την Αγία Γραφή και μάλιστα τις πρακτικές συγγραφές των αγίων Πατέρων, ώστε, αντιπαραβάλλοντας σε αυτά τα κείμενα τις διδασκαλίες και τις πράξεις του διδασκάλου και προεστώτος σου σαν σε καθρέφτη, να μπορείς να τα βλέπεις αυτά και να τα κατανοείς πλήρως. Και όσα μεν συμφωνούν με τις Γραφές, να τα εγκολπώνεσαι και να τα κρατάς στον νου σου, όσα όμως είναι νόθα και ασύμβατα, να τα διακρίνεις και αποδιώκεις, για να μη πλανηθείς. Διότι, να ξέρεις, έχουν εμφανιστεί πολλοί πλάνοι και ψευδοδιδάσκαλοι στις μέρες μας.
Η προτροπή αυτή επαναλήφθηκε από τον γέροντα Σωφρόνιο του Έσσεξ. Ο θεσμός του πνευματικού πατέρα, έλεγε, δεν υπάρχει για να απαλλάσσει τα πνευματικοπαίδια από την ευθύνη τους. Ο άνθρωπος που υποδουλώνει τον συνάνθρωπό του ή έστω επιβουλεύεται την ελευθερία του, απομακρύνεται από τη θεϊκή ζωή της αγάπης. Δεκατέσσερις αιώνες νωρίτερα, στην ίδια χώρα, ένας φλογερός μοναχός που καυτηρίασε με οξύτητα τη διαφθορά των κληρικών, ο άγιος Γκίλντας, επίσης είχε κάνει έκκληση στους πιστούς για υπευθυνότητα:
Τι περιμένεις, δύστυχε λαέ, από τέτοια κτήνη της κοιλιάς; […]. Όπως ο ίδιος ο σωτήρας μας έχει πει, αν δεν φύγετε γρήγορα μακριά από αυτούς τους αρπακτικούς λύκους της Αραβίας, όπως ο Λωτ που έφυγε στους λόφους και γλύτωσε από την πύρινη βροχή που έπεσε στα Σόδομα, τότε, σαν τυφλοί που οδηγούνται από τυφλούς, θα ριχτείτε μαζί τους στη γέεννα του πυρός».
- Ανατροπή του ειδωλοποιημένου παρελθόντος
Για πολλούς η «παράδοση» είναι η μαγική λέξη, το κλειδί που αποκαλύπτει τον νου της Ορθοδοξίας. Όμως καμία λέξη δεν μπορεί να σταθεί από μόνη της, δηλαδή χωρίς ερμηνεία. Η έννοια της παράδοσης συνδέεται εξ ορισμού με την έννοια του παρελθόντος. Αλλά αυτό σημαίνει, άραγε, ότι το παρελθόν είναι από μόνο του το στόμα της αλήθειας;
Είναι γεγονός ότι πολλοί εκκλησιαστικοί κύκλοι απαντούν καταφατικά και νοούν την παράδοση ως το σύνολο όσων έχουμε κληρονομήσει από τους πατέρες μας. Ωστόσο, το να δεχτούμε συλλήβδην το παρελθόν ως αληθές, είναι βαθειά διαφορετικό από το να κρίνουμε τα πάντα (του παρελθόντος συμπεριλαμβανομένου) βάσει της αληθείας. Ήδη στις αρχές του 3ου αι. ο Τερτυλλιανός, κατόπιν ο άγιος Κυπριανός Καρθαγένης και το 256 η σύνοδος της Καρθαγένης, σε έναν κόσμο όπου η πιστότητα στο παρελθόν αποτελούσε το τεκμήριο της αληθείας, διακήρυξαν ότι «η παλαιότητα δίχως την αλήθεια είναι παμπάλαια πλάνη.
Όπως είναι γνωστό, στα τέλη του 18ου αι. ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης και ο ιερομόναχος Αγάπιος επιμελήθηκαν την έκδοση του Πηδαλίου, μιας υπομνηματισμένης συλλογής ιερών κανόνων της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Υποστήριξαν ότι οι κανόνες είναι σημαντικοί για την εκκλησιαστική ζωή και ότι γι’ αυτό πρέπει να διακρίνονται από άλλα κείμενα, τα οποία συν τω χρόνω αναμείχθηκαν με τους κανόνες, όπως πρακτικά των συνόδων, εισαγωγικά σημειώματα, σχόλια κλπ. Με άλλα λόγια, όλα τα κείμενα τα οποία παραδόθηκαν από γενιά σε γενιά σίγουρα αποτελούν σπουδαίες πηγές πληροφόρησης, όχι όμως αντικείμενα ανέγγιχτα λόγω ιερότητάς τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι με σεβαστική ευθύτητα οι επιμελητές του Πηδαλίου έψεξαν τους Βυζαντινούς σχολιαστές για το ότι δεν διερωτήθηκαν και δεν διέκριναν μεταξύ των κανόνων και άλλων σημειωμάτων.
Προφανώς, αυτή η οπτική του Πηδαλίου δεν αποτελεί επαναστατική πράξη, κι ούτε θέτει ευθέως ζητήματα όπως ο τρόπος ερμηνείας των κανόνων! Για τον εκκλησιαστικό περίγυρο του Νικοδήμου, ωστόσο, ήταν πράξη και επαναστατική και βλάσφημη! Έτσι το Πηδάλιον συνάντησε τη σφοδρή αντίδραση του λόγιου ιερομόναχου Δωρόθεου Βουλησμά, στον οποίον το Πατριαρχείο και η Σύνοδος ανέθεσαν τον έλεγχο του έργου πριν τυπωθεί. Ο Δωρόθεος ήταν πεπεισμένος πως ό,τι παραδίδεται από το παρελθόν είναι θεόσδοτο, «ουδενός όντος εν τοις παλαιοίς ψεύδους». Γι’ αυτόν, το παρελθόν ήταν ιερό και αποτελούσε κριτήριο από μόνο του. Έτσι κατηγόρησε τον Νικόδημο και τον Αγάπιο ως νεωτεριστές οι οποίοι απέκλιναν από την παραδοσιακή προσέγγιση.
Η οπτική του Νικόδημου και του Αγάπιου αντιθέτως ευνοούσε την κριτική θεολογική δουλειά. Ο δε Νικόδημος έφερε στο προσκήνιο το κριτήριο που, όπως είπαμε, χρειάζεται να εμπνέει τη στάση ολόκληρης της Εκκλησίας: το κριτήριο όχι της αρχαιότητας, αλλά της αλήθειας. Και είναι αξιοσημείωτος ο τρόπος με τον οποίον εργάστηκε για τη συγγραφή του Συναξαριστή του. Στην εισαγωγή διευκρίνισε ότι, έχοντας λάβει υπόψη του χειρόγραφα από διάφορα μοναστήρια, φρόντισε να καθαρίσει το έργο από όσα στοιχεία ήταν αντίθετα προς την Αγία Γραφή και απίθανα για τον ορθό λόγο και τους κριτικούς. Προσέξτε αυτά τα τρία κριτήρια που επικαλείται εδώ: Γραφή, λογική και κριτική σπουδή. Παρόμοια, στο έργο του Χρηστοήθεια των Χριστιανών επέκρινε στρεβλώσεις οι οποίες άκριτα νομιμοποιούνται στο όνομα της παράδοσης:
Από άλλην, αδελφοί μου, αφορμήν δεν εστερεώθη η αμαρτία και αύξησεν εις τον κόσμον, πάρεξ από τας κακάς συνηθείας των μωρών και διεφθαρμένων ανθρώπων· από τας αλόγους προλήψεις μερικών ανοήτων, και από τας παρανόμους και ασυλλογίστους παραδόσεις, τας οποίας εφεύρηκαν μεν οι παλαιοί άνθρωποι, τας ηκολούθησαν δε ως τυφλοί και τας εφύλαξαν οι μεταγενέστεροι.
Μέχρι τώρα υπογράμμισα ενδεικτικά μερικά σημεία από το έργο ενός προβεβλημένου μοναχού, τα οποία έχουν ιδιαίτερη δυναμική. Δεν χρειάζεται εδώ να εισέλθω σε συζήτηση του αν ο ίδιος ο Νικόδημος απέφυγε πάντα τα λάθη ή τις αντιφάσεις που έψεγε. Στέκομαι στη δυναμική, η οποία και έχει να κάνει με την αδιάκοπα οφειλόμενη γενναιότητα της Εκκλησίας να συνεχίζει τη σάρκωση του Χριστού σε κάθε εποχή, αποφεύγοντας τον εγκιβωτισμό στο παρελθόν αλλά και, ουσιαστικά, σε κάθε εποχή. Αυτή τη δυναμική την έχουν χαρακτηριστικά σχολιάσει δυο ζώντα ορόσημα της ζώσης Εκκλησίας. Αφ’ ενός, ο μοναχός Μάξιμος Ομολογητής, ο οποίος μας διαβεβαίωσε ότι «ο Λόγος του Θεού και Θεός […] θέλει να πραγματώνεται το μυστήριο της σάρκωσής του πάντα και παντού». Αφ’ ετέρου, ο Βασίλειος ο Μέγας, θεμελιωτής του κοινοβιακού μοναχισμού, ο οποίος κατά κάποιον τρόπο προδιατύπωσε τον προβληματισμό των νεωτερικών συζητήσεων για την ερμηνευτική των κειμένων, καταδεικνύοντας ότι κάθε κείμενο (text) σχετίζεται με συγκεκριμένη συνάφεια (context): «Γελάω μ’ αυτόν που δεν διακρίνει τις συνθήκες υπό τις οποίες παράγονται οι νόμοι».
- Ανατροπή της κοινωνικής τάξης
Ο μοναχισμός υπάρχει σε μια ικανή ποικιλία μορφών. Σε κάθε περίπτωση όμως (και υπό την προϋπόθεση ότι ο μοναχός παραμένει πιστός στο πρωτείο της αγάπης), δεν απορρίπτει καθαυτή την ιδέα της κοινωνίας. Αντιλέγει εμπράκτως προς την υφιστάμενη κοινωνική συγκρότηση και εισηγείται, με τρόπο ουτοπικό (μέσω δηλαδή της δικής του βιωτής και της έκκλησης για μεταστροφή στο Ευαγγέλιο), τη διαμόρφωση ενός διαφορετικού τύπου κοινωνίας, εφ’ όσον -το επαναλαμβάνω- ο ίδιος δεν απορροφηθεί από το πνεύμα του αιώνος τούτου και δεν γίνει συνήγορος του παλιού κόσμου και της οικονομικής διαπλοκής του, πράγμα που, φυσικά, πολύ συχνά έχει συμβεί και συμβαίνει. Οπότε, ο λόγος μου κι εδώ (όπως και σε όλο μου το κείμενο) είναι ηθελημένα επιλεκτικός και προσπαθεί να επικεντρώνει σε εκείνες τις μοναστικές παρουσίες οι οποίες όντως λειτουργούν ως απόστολοι και φανερώσεις της ανατρεπτικής ελπίδας. Φυσικά, κι αυτή η λειτουργία τους έχει να κάνει με τον αρχικό στόχο τους, την υπενθύμιση του κοινού ευαγγελικού χρέους. Ο ιταλός φιλόσοφος και πολιτικός επιστήμονας Γκεόργκιο Αγκάμπεν κάνει μια λεπτή σύγκριση μεταξύ της μοναστικής ιδέας της κοινής ζωής αφ’ ενός και της αριστοτελικής αντίληψης περί πόλως αφ’ ετέρου.
Η ιδέα της «κοινής ζωής» φαίνεται να έχει ένα πρόδηλο πολιτικό νόημα. Στα Πολιτικά του ο Αριστοτέλης ορίζει την πόλη ως μια «τέλεια κοινότητα» […] και χρησιμοποιεί τον όρο συζήν για να ορίσει την πολιτική φύση των ανθρώπων […]. Αλλά ποτέ δεν μιλά για κοινό βίο.
Ποιος είναι, λοιπόν, ο τύπος κοινωνίας, το οποίον εισηγείται ο κοινός βίος του μοναχισμού;
Μια κοινωνία εμπνεόμενη από το Ευαγγέλιο και το εσχατολογικό όραμα της Βασιλείας, μια κοινωνία αδιάκοπα θεμελιούμενη στην αγάπη, την ισότητα την ελευθερία. Υπ’ αυτή την οπτική γωνία συχνά στην πατερική γραμματεία ο κοινοβιακός μοναχισμός ερμηνεύθηκε ως υπενθύμιση της πρώτης εκκλησιαστικής κοινότητας των Ιεροσολύμων και ως υπόδειγμα της ευρύτερης κοινωνικής ζωής.
Στο πλαίσιο αυτού του κοινωνικού οράματος εμφανίζονται κάποιες πρωτοποριακές πρωτοβουλίες μοναχών, οι οποίες διεμβολίζουν την κοινωνική συνείδηση. Στον πρώιμο αιγυπτιακό μοναχισμό, λόγου χάριν, προσπαθούσαν να αξιολογήσουν τις διάφορες δραστηριότητες σε κατάλληλες για την πνευματική πρόοδο, σε λιγότερο κατάλληλες και σε επιβλαβείς. Στις επιβλαβείς συγκατέλεγαν τις έντονες επιχειρηματικές δραστηριότητες, τις συναλλαγές με μεγαλογαιοκτήμονες, την παραγωγή ακριβών προϊόντων η οποία απαιτούσε μεγάλη υποδομή κλπ . Ο δε ο άγιος Θεόδωρος Στουδίτης (759-826), μεταρρυθμιστής του μοναστικού βίου, απαγόρευσε και σε μοναχούς και σε μοναστήρια την ιδιοκτησία δούλων, σε εποχή κατά την οποία ούτε η αυτοκρατορία ούτε η Εκκλησία τηρούσαν στάση κατά του θεσμού της δουλείας. «Μην έχεις στην ιδιοκτησία σου, ως δούλο, άνθρωπο πλασμένο κατ’ εικόνα του Θεού, ούτε για τις δικές σου ανάγκες, ούτε για το μοναστήρι που σου εμπιστεύθηκε ο Θεός, ούτε για τα χωράφια σου. Αυτό μόνο στους κοσμικούς επιτρέπεται». Θεωρώ το κείμενο πολύ σημαντικό. Ενώ Θεόδωρος αναγνωρίζει ως κοινωνικώς δεδομένο τον θεσμό της δουλείας, τον υπονομεύει με τρεις τρόπους. Πρώτον, καταργώντας τον εκεί όπου μπορούσε να «νομοθετήσει» (στη μοναστική ζωή). Δεύτερον, προβάλλοντας τη χριστιανική ανθρωπολογία (τη θεοείδεια και το αδούλωτο όλων των ανθρώπων), η οποία, ούσα βασικό κεφάλαιο της χριστιανικής πίστης, δεσμεύει όλους, μοναχούς και κοσμικούς. Τρίτον, εμφανίζοντας ως έκπτωση από το ιδεώδες, το γεγονός ότι η δουλεία ισχύει στην ευρύτερη κοινωνική ζωή. Υπενθυμίζω, επίσης, ότι ο άγιος Θεόδωρος ήταν αυτός που, απευθυνόμενος στον αυτοκράτορα και τον πατριάρχη, απέρριψε κατηγορηματικά την άσκηση βίας κατά των αιρετικών, όπως περίπου την απέρριψε τον 15ο αι. στη Ρωσία ο άγιος Νείλος της Σόρα.
Είναι γνωστό ότι πολλοί μοναχοί εγκολπώθηκαν το ιδεώδες του ισχυρού μοναστηριού, το οποίο διαθέτει υπολογίσιμη περιουσία και υποστήριξη εκ μέρους των κρατούντων. Πλάι όμως σ’ αυτό το μοντέλο μπορούμε να διακρίνουμε και προφητικές φωνές οι οποίες κράτησαν κριτική στάση απέναντι στους ισχυρούς του κόσμου. Όταν ο άγιος Νίκων ο Μετανοείτε (π. 920 – 998) ζήτησε από τον ηγούμενό του να αποχωρήσει από το μοναστήρι τους για να γίνει περιοδεύων ιεραπόστολος, ο ηγούμενος τον ξεπροβόδησε συμβουλεύοντάς τον:
Να βαδίσεις […] ευαγγελικώς, χωρίς να φέρης σάκκο, μήτε χαλκό [σσ: χρήματα] στην ζώνη σου […]. Θέλω δε ακόμη να αποφεύγης και τις άκαιρες συναντήσεις και συνοικήσεις με τους κοσμικούς, και τις οικίες των πλουσίων και επιφανών· να αποκαμακρύνης δε τον εαυτό σου από τη συνομιλία με τους πολλούς· με τους πτωχούς και ξένους άνδρες να είσαι κοινωνικός και ευπρόσιτος.
Ίσως αυτή η στάση της εγγύτητας προς τους αδυνάμους αποτυπώνεται και στην παρότρυνση του αγίου Νίκωνα προς τα πνευματικά του παιδιά λίγο πριν την κοίμησή του: να υπερασπίζονται και να ελευθερώνουν τους πονεμένους από άδικα και άνομα χέρια. Αυτή η υπεράσπιση και απελευθέρωση μπορεί να έχει δυναμική που ξεπερνά τη συνήθη φιλανθρωπία. Και βέβαια είναι πράξη η οποία δεν αντιστρατεύεται το πνευματικό χρέος του πιστού. Αντιθέτως, είναι ουσιώδης παράμετρος αυτού του χρέους.
Σε μια τέτοια προοπτική, ακόμη και τα μεγαλειωδέστερα πολιτισμικά επιτεύγματα, όπως η υπέροχη βυζαντινή αρχιτεκτονική και η ανέγερση λαμπρών εκκλησιαστικών κτισμάτων, κρίνονται από τα ανατρεπτικά κριτήρια της Έσχατης Κρίσης. Ήταν ένα μοναχός από την Αίγυπτο, ο άγιος Ισίδωρος Πηλουσιώτης (π. 360 – π. 450), αυτός που διευκρίνισε ότι τα λαμπρά οικοδομήματα που ανεγείρονται εις βάρος της αλληλεγγύης και της κοινωνικής δικαιοσύνης, δεν αποτελούν παρά εκδηλώσεις φαραωνικής αλαζονείας και «λιθομανίας» – πάθους για τα τούβλα, θα λέγαμε σήμερα!
- Ανατροπή της μαγείας
Τα μυστήρια βρίσκονται στην καρδιά της εκκλησιαστικής ζωής. Και συνιστούν ελεύθερη συνάντηση του εργαζόμενου Θεού με τους συν-εργαζόμενους ανθρώπους. Δυστυχώς, όμως, εύκολα μπορούν να εκφυλιστούν σε μαγεία και σε ριτουαλισμό. Στη μαγεία και τον ριτουαλισμό υποτίθεται ότι από μόνη της η τελετή (ritual), όπως η ακριβής εκτέλεση μιας συνταγής, παράγει αποτελέσματα αυτομάτως, δηλαδή ανεξάρτητα από τη διάθεση, την πρόθεση, την πίστη και τον τρόπο ζωής του πιστού. Ο Χριστιανισμός αποτελεί ξεκάθαρα τον αντίποδα της μαγείας και του ριτουαλισμού. Ωστόσο η μαγεία παραμένει η πλέον παντοδύναμη και η πλέον δημοφιλής θρησκεία. Πάντα ευέλικτη, πάντα διαβρώνει την εκκλησιαστική ζωή. Ο λόγος είναι οδυνηρά απλός: πρόκειται για τον εύκολο δρόμο. Δεν απαιτεί προσωπική ευθύνη, λήψη απόφασης και ηθική ανταπόκριση στις εντολές του Θεού. Η μηχανιστική εκτέλεση της συνταγής αρκεί!
Πάλι ενδεικτικά, θα μνημονεύσω τη συμβολή δύο διακεκριμένων μοναχών στη μάχη κατά του ριτουαλισμού, του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτη και του αγίου Κοσμά του Αιτωλού (1749 – 1809). Η συμβολή τους αφορά τα μυστήρια του βαπτίσματος και της εξομολόγησης. Ο Νικόδημος υποστήριξε ότι όποιος έχει αποκτήσει περιουσία με αρπαγές και αδικίες, δεν συγχωρείται απλώς με το να μεταμεληθεί, ακόμα κι αν βαπτίστηκε μετά τη διάπραξη της αδικίας. Το βάπτισμα δεν γεννά σωτηρία αν δεν συνοδεύεται από φιλότιμη προσπάθεια για ευαγγελικό τρόπο ζωής. Ο άδικος, υποστήριξε ο Νικόδημος, πρέπει να αποκαταστήσει τη δικαιοσύνη και να επιστρέψει στον αδικημένο όσα του στέρησε. Παρόμοια, ο Κοσμάς επέμεινε πως, ακόμα κι αν τον δράστη της αδικίας τον συγχωρήσουν όλοι οι πνευματικοί, όλοι οι ιερείς κι όλοι οι πατριάρχες, αυτός θα παραμείνει ασυγχώρητος αν δεν τον συγχωρήσει ο αδικημένος – ανεξάρτητα από το αν ο αδικημένος είναι Ορθόδοξος Χριστιανός, δυτικός Χριστιανός ή Εβραίος.
ΚΕΝΗ ΑΡΑΔΑ
Ένας ιδιαίτερος κίνδυνος ελλοχεύει στην εκκλησιαστική ζωή. Όχι η έλλειψη πνευματικών επιτευγμάτων και σπουδαίων έργων, αλλά τα πνευματικά επιτεύγματα και τα σπουδαία έργα καθαυτά. Εντελώς ανατρεπτικό της κοσμικής λογικής και θρησκευτικότητας, το Ευαγγέλιο καλεί τους Χριστιανούς να κρατούν κατά νου ότι, ακόμη κι αν τα κατορθώματά τους πράγματι υπερβαίνουν τα συνήθη μέτρα, οι ίδιοι παραμένουν ανάξιοι δούλοι που απλώς έκαναν ό,τι όφειλαν να κάνουν (Λουκ. 17:10). Όποτε αυτή η ευλογημένη αντινομία λησμονιέται, τότε η ματαιότητα και ο ναρκισσισμός σαρώνουν τα πάντα. Και αν οι μοναχοί, οι οποίοι έχουν την αποστολή να υπενθυμίζουν σε ολόκληρη την Εκκλησία το κοινό χρέος, λησμονήσουν αυτή την ευλογημένη αντινομία, τότε οι αρετές θα αποδειχτούν δαιμονική απάτη. «Ο υπερήφανος μοναχός», μας έχει πει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, «δεν θα χρειαστεί δαίμονα· ο ίδιος έχει γίνει δαίμονας κι εχθρός του εαυτού του».
Νομίζω πως δεν έχω καλύτερο επίλογο, από μια ιδιαίτερη αποστροφή του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτη. Είναι από το έργο του «Ομολογία πίστεως, ήτοι απολογία δικαιοτάτη», με το οποίο απάντησε σε αγιορείτες μοναχούς κ.ά., οι οποίοι τον κατηγόρησαν για αίρεση – μια κατηγορία την οποία κάποιοι κύκλοι εύκολα εκτοξεύουν για να ξεφορτωθούν τους θεολογικούς αντιπάλους τους.
Άραγε, δεν είναι αξιοθρήνητο να βλέπει κανείς τόσους και τόσους αδελφούς να έχουν αφήσει τον κόσμο και να κατοικούν σε βουνά και σε σπηλιές για να σώσουν την ψυχή τους, να χύνουν ματωμένους ιδρώτες, να αγωνίζονται εντατικά με νηστείες, αγρυπνίες, κακοπάθειες, βαρυφορτωμένοι για να μεταφέρουν τις προμήθειες και το νερό τους, να πεζοπορούν σε δύσβατους τόπους και σε μονοπάτια σύρριζα σε γκρεμούς και, παρ’ όλ’ αυτά, να τους βλέπει κανείς να τρέφουν στην καρδιά τους ένα φαρμακερό φίδι, δηλαδή το μίσος κατά των αδελφών τους; […] Αδελφοί και πατέρες, αν δεν ξεριζώσετε το μίσος από την καρδιά σας και δεν φυτέψετε εκεί την αγάπη, και αν δεν πάψετε να δυσφημείτε τους αδελφούς σας, να το ξέρετε -και συγχωρήστε μου την τόλμη- ότι μάταια κατοικείτε στα όρη και τα βουνά. Μάταιοι είναι όλοι οι ασκητικοί αγώνες, οι κόποι και οι ιδρώτες σας. Να σας πω και κάτι βαρύτερο; Μαρτύριο σωματικό αν υπομείνετε για χάρη του Χριστού, αλλά έχετε μίσος και δεν αγαπάτε τους αδελφούς σας, είναι μάταιο το μαρτύριό σας. Δεν είναι δικά μου αυτά τα βαριά λόγια, αλλά του Ιωάννου, του χρυσού στον νου και στο στόμα, ο οποίος λέει: «Τίποτα δεν είναι μεγαλύτερο απ’ την αγάπη, ούτε και ίσο με την αγάπη, ούτε καν το μαρτύριο, η κορωνίδα των αγαθών. Διότι η αγάπη, και χωρίς μαρτύριο, κάνει τον άνθρωπο μαθητή του Χριστού. Το μαρτύριο, όμως, χωρίς την αγάπη, δεν μπορεί να σε κάνει μαθητή του Χριστού».
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Σύναξη» 137 (2015), σσ. 24-37.
Θεματολογικές ετικέτες