Σε ηλικία οχτώ ετών, για πρώτη φορά στη ζωή μου, αντίκρισα στον τόπο μας ξένο, και μάλιστα εχθρό, εγκατεστημένο μέσα στο σπίτι μας, δίχως να μας έχει ρωτήσει και χωρίς να τον θέλουμε.
“Unsere auslandischen Freunde und wir Griechen” Το ίδιο άρθρο στα γερμανικά. Ηταν Γερμανός αξιωματικός του στρατού Κατοχής. Ο τότε δικηγόρος πατέρας μου ήταν άνεργος. Ο,τι πολύτιμο διέθετε το σπίτι μας, ακόμη και τα γαμήλια δακτυλίδια των γονέων μας, είχαν ήδη ανταλλαγεί για ελάχιστα μέσα διατροφής. Στη συνέχεια, η μητέρα μου έβγαινε έξω από την πόλη, μάζευε χόρτα, τα έβραζε και, χωρίς λάδι και δίχως ψωμί, αυτά ήταν η διατροφή μας. Ο Γερμανός ένοικος έφευγε το πρωί, αφήνοντας σταθερά ασυγύριστο το δωμάτιο που είχε επιτάξει, ενώ τα αποφάγια του πλούσιου και λαχταριστού πρωινού του, πασπαλισμένα με τις στάχτες των τσιγάρων του, ήταν για μας εξουθενωτική προσβολή. Οπωσδήποτε, κάποτε τελείωσε η Κατοχή, αφήνοντας το μικρότερο αδερφό μου κι εμένα με σκιές στους πνεύμονες. Είχαμε επιβιώσει. Σπούδασα εδώ και, στη συνέχεια, ο πατέρας μου, με αιματηρές θυσίες, μου διασφάλισε μεταπτυχιακές σπουδές στη Γερμανία. Γνώρισα, εκτίμησα και αγάπησα τη Γερμανία των ειρηνικών χρόνων. Η Γερμανία με ευλόγησε με την πιστή και αφοσιωμένη κόρη της, πολύτιμο σύντροφο της ζωής μου και μητέρα των παιδιών μας. Ως πανεπιστημιακός δάσκαλος είχα και έχω επίγνωση της αξίας και της ακτινοβολίας της γερμανικής επιστήμης του δικαίου. Ανέπτυξα στενότατους δεσμούς με διαπρεπείς Γερμανούς συναδέλφους μου. Συναντιόμασταν συχνά, με αμοιβαία εκτίμηση, σε καρποφόρα συνέδρια, τόσο εδώ στην Ελλάδα όσο και στη Γερμανία.
Αυτά, ώς τον Οκτώβριο του 2009. Τότε αποκαλύφθηκε η πελώρια φούσκα, με την οποία ο λεγόμενος πολιτικός «κόσμος» της δικής μας χώρας παραμυθίαζε τους αφελείς ψηφοφόρους του, δίχως ποτέ να μας έχει ενημερώσει και, πολύ περισσότερο, χωρίς ποτέ να ζητήσει ευθέως τη συγκατάθεση του εμπαιζόμενου ως δημοκρατικώς κυρίαρχου ελληνικού λαού, αν όντως θέλαμε να επιβαρύνουμε το παρόν μας, καθώς και το μέλλον των παιδιών και των εγγονών μας, με τα επαχθή δάνεια, που υποκρύπτονταν κάτω από τη διαφημιστική φούσκα της λεγόμενης «Ελλάδας της ανάπτυξης και της ευρωπαϊκής προόδου».
Σήμερα, η ήδη, κατά μεγάλο μέρος, περικομμένη σύνταξή μου δεν αφήνει περιθώριο ν’ αποτολμήσω κάποιο ταξίδι στο εξωτερικό, στα συνέδρια των Ευρωπαίων συναδέλφων μου, όπου δεν έπαψαν να με καλούν. Δεν βόγκηξα, μήτε αναστέναξα γι’ αυτήν την ταπεινωτική εξέλιξη, καθώς έχω επίγνωση του ότι πάρα πολλοί συμπατριώτες μας, κυριολεκτικώς, φυτοζωούν.
Στη δική μου συνείδηση φταίμε όλοι. Κατά πρώτον, βεβαίως, οι -ως επί το πλείστον- άθλιοι πολιτικοί και πολιτικάντηδες, που είναι πρόδηλο πως πλούτισαν και έχουν διασφαλίσει τον παράνομο πλούτο τους στο εξωτερικό. Μαζί τους και πολλοί άλλοι αχρείοι τού κατ’ ευφημισμόν επιχειρηματικού και επιτυχημένου επιστημονικού κόσμου, δίχως εξαίρεση, καθώς λένε, και κάποιων επαγγελματιών της επίσης εμπαιζόμενης θεοσέβειας.
Σε ποιον να στραφείς και σε ποιον να πεις τον πόνο σου; Κάτι πολύ πιο πικρό: Τι το αξιόπιστο ν’ απαντήσεις, όταν σε σταματούν στο δρόμο άγνωστοι συμπολίτες μας και σου διεκτραγωδούν τη δυστυχία τους, προσθέτοντας το δικό τους «ευχαριστώ» σε όσους δεν μένουν απαθείς, αλλά ανοίγουν το στόμα τους και με το δάχτυλο δείχνουν τους αχρείους, που μας έφεραν σ’ αυτήν την καταστροφή; Αυτές οι σκηνές, που κάθε άλλο παρά σπάνιες ή φανταστικές είναι, δεν εμψυχώνουν κανέναν. Ούτε τον άγνωστο, που σου διεκτραγωδεί τη δυστυχία του, μήτε εσένα τον ίδιο, που ντρέπεσαι για την απόλυτη και εντελώς εξουθενωτική δυστυχία των πολλών από τους συνομιλητές σου.
Τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές, πάνω στο τραπέζι εργασίας μου είναι η πιο πρόσφατη πρόσκληση, που μου ήρθε για συμμετοχή μου σε επιστημονικό συνέδριο στη Γερμανία.
Πώς να τους απαντήσω, ότι δεν διαθέτω πια τα οικονομικά μέσα για τέτοια ταξίδια; Πώς να τους πω, ότι γι’ αυτήν τη δυστυχία, η οποία διέλυσε την κατά τα άλλα όμορφη Ελλάδα του ήλιου, της ελκυστικής θάλασσας και της φιλόξενης προδιάθεσης, έχει μερίδιο συνευθύνης και η δική τους κυβέρνηση; Γιατί εκείνη -αναμφίβολα- εγκαίρως γνώριζε, όταν άφηνε ή και ενθάρρυνε τους απερίσκεπτους, αν μη εν πολλοίς κοινούς λωποδύτες, που μας κυβέρνησαν μετά την πτώση της δικτατορίας, να φορτώνουν τον ανίδεο ελληνικό λαό με καταστροφικά δάνεια, προκειμένου ν’ αγοράζουμε τα ακριβά αυτοκίνητα και τα άλλα ελκυστικά καταναλωτικά προϊόντα πολυτελούς κι αμέριμνης διαβίωσης των δικών τους εργοστασίων;
Φίλε αναγνώστη, φταίμε κι εμείς… Κι εγώ κι εσύ! Αλλά βεβαίως δεν έχει κανένα νόημα να θρηνούμε τώρα πάνω στα οικονομικά και στα ηθικά ερείπια της χώρας μας.
Δεν είμαι σε θέση να σου δώσω αξιόπιστο λόγο παρηγοριάς κι ελπίδας. Αρκούμαι λοιπόν στη δική μου διακριτική εξομολόγηση ότι, αποστρέφοντας το πρόσωπο από όλους τους ανίερους ή, κατά ψευδή επίφαση, ως ιερούς φερόμενους χώρους των ερειπίων μας, σηκώνομαι, όπως από δεκαετίες είμαι μαθημένος, νωρίς το πρωί και αφοσιώνομαι στη μελέτη και στη συγγραφή. Είναι η πιο αξιόπιστη καταφυγή. Ακόμη κι όταν είναι οδυνηρή, έτσι όπως από πολλούς μήνες γράφω για το πάγιο, και επί τρεις χιλιετίες αγιάτρευτο, έλλειμμα ελληνικής αιδούς.
Θεματολογικές ετικέτες