Κατήχηση, Ομιλία

«Όλα είναι υπό έλεγχο»

 

Μια απόπειρα ψυχαναλυτικής κατανόησης της γυναίκας

ως επικίνδυνου ‘παράπλευρου προϊόντος’,

από την Βίβλο μέχρι το σήμερα.

 

Επιθυμώ να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου για την τιμή που μου έγινε να παράσχω το εναρκτήριο έναυσμα σε ένα τόσο σημαντικό συνέδριο. Καθώς είμαι αμύητος στον χώρο της βιβλικής επιστήμης, παρακαλώ τους ειδικότερους και σοφότερους να διορθώσουν τις όποιες αστοχίες μου. Από την πλευρά μου, στοιχώντας στον συνθετικό και διεπιστημονικό χαρακτήρα του συνεδρίου, θα επιχειρήσω να συνδέσω την Βίβλο με την ψυχαναλυτική θεωρία.

Ἡ γυναίκα εἶναι ἡ ρίζα τῆς ζωῆς ὅλων μας, γεννήτρια του ἀρχέγονου βάθους τῆς ὕπαρξής μας. Γι’ αὐτό καί τό ἄγχος πού προκαλεῖ εἶναι βαθύ καί δυσδιάκριτο.

Πρόκειται γιά ἕνα ἄγχος πού πηγάζει ἀπό τήν ἀμφιθυμία την οποία ἐγκατέστησε μέσα μας ἡ βρεφική ἡλικία. Από τη μια πλευρά, η νοσταλγία μιᾶς ἐποχῆς συμβιωτικῆς, ὅπου ἐπικρατοῦσε ἡ μακαριότητα τοῦ νά εἶσαι ἕνα μέ τή μητέρα. Πίσω ἀπό τή μητρική ἀσφάλεια καί παντοδυναμία, ὅμως, ἐλλοχεύει τό ἄγχος τῆς παθητικότητας κατά την οποία βρίσκεσαι στο έλεος ενός άλλου, όπως και η αγωνία μπροστά στή χοάνη τῆς συσσωμάτωσης καί ἐξαφάνισης τοῦ ἐγώ. Και αποτελεί μεν κοινό φόβο καί γιά τά δύο φῦλα στό βαθμό πού ἀπειλεῖ τήν ψυχολογική ἀρτιότητα τῆς ὕπαρξης, φόβο που ὅμως πολλαπλασιάζεται ἀσύλληπτα γιά τό αγόρι ἀφοῦ α) μεγαλώνοντας διαφοροποιείται από τη μητέρα του ως προς το φύλο και β) ἡ ιστορική πολιτισμική κληρονομιά ἀπαιτεῖ τον άνδρα ἐνεργητικό καί ἀνεξάρτητο.

Η διπλή αυτή απειλή για το αγόρι αντιστοιχεί, είτε στην αποστέρηση του ανδρισμού του, είτε στην εξαφάνισή του ως προσώπου. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, τό λεγόμενο ἄγχος εὐνουχισμοῦ ὠθεῖ τόν άνδρα νά ὁρίζει ἔκτοτε τήν ἀνδρική ταυτότητά του ἀρνητικά, ὡς “μή θηλυκή”. Συνεπῶς, ἀφοῦ ἐντοπίσει τά γυναικεῖα χαρακτηριστικά μέ ἐμπειρικό τρόπο (συναίσθημα, δάκρυα, ἐξάρτηση, θαυμασμό κ.ἄ.), ἀρχίζει νά τά ἀποφεύγει. Ἔτσι τείνει νά ἀρνεῖται κάθε θηλυκό στοιχεῖο μέσα του προάγοντας τόν δυναμισμό, τή διανοητικότητα, τόν αὐτοέλεγχο, τήν ἀφαίρεση ὡς ἀνεξαρτησία ἀπό τά ὑλικά, τή σταθερότητα. Στήν πραγματικότητα δέν ἀντιμάχεται τόσο κινδύνους πού ἔρχονται ἀπ’ ἔξω, όσο παλεύει ἀπέναντι στήν κρυφή δική του ἐπιθυμία παθητικότητας, ἐπιστροφῆς στή μητέρα, παλινδρόμησης προς την συμβιωτικότητα.

Ο ψυχίατρος Wolfgang Lederer περιγράφει ως εξής αυτή την αντινομία των αισθημάτων του άνδρα προς τη γυναίκα: «Η ἀλήθεια εἶναι- καί αὐτό ἐπίσης προσπαθοῦμε νά ξεχάσουμε- ὅτι τήν χρειαζόμαστε καί ἐξαρτώμαστε ἀπ’ αὐτήν, ἀφοῦ εἶναι τό ναυπηγεῖο μέσα στό ὁποῖο κατασκευαστήκαμε, καί τό λιμάνι πού ἀποτελεῖ τή βάση μας καί τη δύναμή μας, καί η γῆ πού ζοῦμε γιά νά τήν ὑπερασπιζόμαστε… Πρέπει ὁ καθένας μας νά μάθει νά ἀποφεύγει τήν ἀποπλανητική της ἀγκαλιά, καί ὅμως νά ἐπιστρέψει σ’ αὐτήν· πρέπει νά νικήσουμε τήν ἀμαζόνα ὥστε νά προστατέψουμε τή γυναίκα· πρέπει νά πιοῦμε ἀντοχή καί ἔμπνευση ἀπό τό σκοτεινό της πηγάδι, κι ὅμως νά μήν πνιγοῦμε μέσα του».[1]

Στόν πολιτισμό μας τά συναισθήματα τά συμβολίζει ἡ γυναίκα, γι’ αὐτό καί ο άνδρας, που αισθάνεται αμήχανος προς αυτά, προκειμένου να τα ελέγξει καταλήγει να ελέγξει τη γυναίκα. Η ψυχαναλύτρια Lydia Flem περιγράφει ένα συγκεκριμένο σύνδρομο όταν λέγει ότι «Ὁ καουμπόϊ φοβᾶται τή γυναίκα ἡ ὁποία τόν ἀποσπᾶ ἀπό τή μοναξιά, τήν περιπλάνηση, τήν τελειότητα, καί τήν αἰσθητική τοῦ ἡρωικοῦ θανάτου».[2] Η ιστορικός και φιλόσοφος Elizabeth Badinter θα μας υπενθυμίσει τη διαφήμιση με τον μοναχικό «άνδρα του Marlboro», αρχέτυπο της αυτάρκειας η οποία επιστρατεύεται για να κατασιγάσει το άγχος.[3] Εν ολίγοις, η πλούσια γκάμα των ανθρωπίνων συναισθημάτων είναι ἀνεπιθύμητη γιά όσους δέν συμβιβάστηκαν ποτέ μέ τόν ἀποχωρισμό τους ἀπό τήν παντοδυναμία τοῦ μητρικοῦ σώματος, ὅπου δέν ὑπάρχει ἱστορία ἀλλά μιά μυθική αἰωνιότητα.[4]

Ο θρησκειολόγος Βάλτερ Σούμπαρτ θα προχωρήσει τολμηρότερα: «Ο αρχέγονος ερωτικός τρόμος είναι βίωμα, κατά κύριο λόγο, ανδρικό. Στη σχέση των δύο φύλων ο φόβος που προξενεί η γυναίκα στον άνδρα αντιστοιχεί με τον θρησκευτικό φόβο των δαιμόνων… Πρόκειται για γεγονός για το οποίο υπάρχουν αποδείξεις σε όλες τις εποχές».[5]

Από την αρχαιότητα, λοιπόν, ένα βασικό μέλημα των κοινωνιών ήταν να τεθή υπό έλεγχο το αγχογόνο ‘αντικείμενο’. Ο στόχος αυτός επιτυγχάνετο είτε με θεσμικά μέτρα είτε με καλλιέργεια της κατάλληλης κουλτούρας. Κοινωνικές νοοτροπίες καί μηχανισμοί ἔχουν ἀναπτυχθῆ ἐπίσης γιά νά ἐλέγξουν τήν φυγόκεντρη καί ἀποδιοργανωτική δυναμική τῆς γυναικείας ἐπιθυμίας· ἡ κοινωνία γνωρίζει πολύ καλά πως ἡ ἐρωτική ἐπιθυμία τῆς γυναίκας εἶναι ἱκανή νά διαλύσει μιά οἰκογένεια πολύ περισσότερο ἀπό τήν αντίστοιχη τοῦ ἄνδρα, γι’ αὐτό καί εἶναι πολύ αὐστηρότερη μαζί της. Καθώς η γυναίκα, ως σύζυγος και μητέρα, λειτουργεί ως θεμέλιο της κοινωνικής συνοχής και της διαιώνισης της κοινότητας, κρίθηκε ως αδήριτη ανάγκη να τεθή υπό τον έλεγχο των ανδρών.

Εν τω μεταξύ, η Ιουδαιοχριστιανική παράδοση γεννήθηκε και ανδρώθηκε μέσα στη μακρά διαδρομή της Προνεωτερικότητας, συνεπώς ζυμώθηκε ευθύς εξαρχής με τα ως άνω θεμελιώδη χαρακτηριστικά της παραδοσιακής κοινωνίας, ότι δηλαδή αναγορεύει τον άνδρα ανώτερο από τη γυναίκα και ότι αναζητά τρόπους υποταγής της. Όπως γνωρίζουμε, αυτά δεν χάθηκαν ποτέ κατά την διάρκεια της Νεωτερικότητας για μερίδα του ανδρικού πληθυσμού, παρά την διάδοση του λόγου περί ισότητας και ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ο σεξισμός συνεχίζει να ανθεί.

Πώς αντιμετώπισε η Εκκλησία τα εν λόγω χαρακτηριστικά; Στην αρχή με αξιοσημείωτη επαναστατικότητα. Όμως, η διδαχή περί ισότητας και η ανύψωση της γυναίκας όσο η τότε κοινωνικοπολιτισμική συνάφεια επέτρεπε, δεν άντεξαν να συνεχισθούν επί μακρόν. Στάσεις όπως η πρόσληψή της ως ακάθαρτης, ή ως πηγής πειρασμού και αμαρτίας, και ο συνακόλουθος αποκλεισμός της από τη λήψη αποφάσεων, γρήγορα «αποκατέστησαν» την διασαλευθείσα προνεωτερική τάξη.

Στον ίδιο άξονα θεωρείται αυτονόητη η πρόσληψη από τον Εβραϊσμό και τον Χριστιανισμό ενός βασικού αξιώματος της προνεωτερικής κοινωνίας, ότι δηλαδή η ερωτική όρεξη συνιστά αποκλειστική πρωτοβουλία των ανδρών και όποια γυναίκα έχει σχετικές επιθυμίες λογίζεται ανήθικη. Αυτή η ασυμμετρία απηχείται σε πλήθος βιβλικών χωρίων όπου αποκλειστικός και νόμιμος φορέας της ερωτικής επιθυμίας αναγνωρίζεται μόνο ο άνδρας.

Οι αναφορές μου θα είναι σύντομες και δειγματοληπτικές. Το Γεν. 2: 24 («ἕνεκεν τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ τὴν μητέρα καὶ προσκολληθήσεται πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν»), το οποίο υπενθυμίζει ο Χριστός στο Μάρκ. 10: 7, τοποθετεί μονόπλευρα την «ξενιτεία» του γάμου, ως εάν να μην έχει σημασία και για την γυναίκα ο αποχωρισμός της από την πατρική της οικογένεια. Ανάλογη μονομερή περιγραφή της έλξης που ασκεί η γυναίκα στον άνδρα έτσι ώστε να εγκαταλείπει τους γονείς του συναντούμε και στο Α΄ Έσδρα 4: 13-28, όπου πάλι ο άνδρας δεν αναφέρεται από τον Ζοροβάβελ με το φύλο του αλλά αναγράφεται ως συμπεριληπτικός «άνθρωπος» .

Στο βιβλίο του Τωβίτ μόνο η στάση και τα κίνητρα του άνδρα γίνονται αντικείμενο ενδιαφέροντος την ώρα που διαβεβαιώνει τον Θεό: «Και νυν, Κύριε, ου δια πορνείαν εγώ λαμβάνω την αδελφήν μου ταύτην, αλλά επ‘ αληθείας επίταξον ελεήσαί με και αυτη συγκαταγηράσαι» (Τωβίτ 8: 7). Ακόμη, στην αναφορά περί της Θείας Υιοθεσίας από το κατά Ιωάννην απηχείται ως αυτονόητη η πρωτοβουλία του άνδρα για τη νόμιμη συνάφεια και την εξ αυτής τεκνογονία: «Ουδέ εκ θελήματος ανδρός… εγεννήθησαν» (Ιω. 1: 13).

Σειρά συμβουλών της σοφιολογικής γραμματείας νουθετεί το νέο άνδρα να μη νικηθή από την όμορφη ή προκλητική γυναίκα, και ποτέ το αντίστροφο: «Μη σε νικήση κάλλους επιθυμία, μηδέ αγρευθείς σοις οφθαλμοίς, μηδέ συναρπασθής από των αυτής βλεφάρων» (Παροιμιών 6: 25). Η έλξη εκ μέρους της γυναίκας, αλλά και οι εξ αυτής ομόλογοι κίνδυνοι, αποσιωπώνται στην Βίβλο, όχι επειδή η γυναίκα δεν διαθέτει ερωτική διάσταση, αλλά επειδή δεν νομιμοποιείται να την εντάξει στην ελευθερία της, παρά μόνο να ανταποκριθή στο ενδιαφέρον του άνδρα.

Στην Σοφία Σειράχ (9: 1-9) παρατίθενται προτροπές για την αποφυγή συναναστροφών του άνδρα με έγγαμες γυναίκες, παρθένες, ωραίες, και πόρνες. Ενδιαφέρον παρουσιάζει ο στίχος 2, ο οποίος προτρέπει: «Μη δως γυναικί την ψυχήν σου επιβήναι αυτήν επί την ισχύν σου». Ο άνδρας ρητά εντέλλεται να διατηρήσει τον έλεγχο, να μην κυβερνάται από την γυναίκα του. Η εκχώρηση της ανωτερότητάς του αποτελεί ταυτόχρονα και κίνδυνο και παράπτωμα.

Η ανδροκεντρικότητα συνεχίζεται στο ίδιο βιβλίο (25: 13 και 19), όπου ο κακός χαρακτήρας της γυναίκας αναγορεύεται σε χειρότερη από όλες τις δυστυχίες. Ακολουθεί (στ. 16-26) κατάλογος γυναικείων ελαττωμάτων τα οποία προσπορίζουν δυστυχία στον σύζυγο, μέχρι του σημείου να δικαιολογείται και ο απ’ αυτής χωρισμός. Για να κλείσει (26: 13-21, 36: 22-24) με απαρίθμηση των ευεργετικών συνεπειών της καλής συζύγου για τον άνδρα. Παρόμοια μονόπλευρη επικέντρωση παρατηρείται και στο βιβλίο των Παροιμιών (11: 16, 12: 4, 14: 1, 18: 22, 21: 19, 25: 24, 27: 15).

Εν ολίγοις, ολόκληρη η σοφιολογική γραμματεία απευθύνεται σε άνδρες, ως εάν να μην την ενδιαφέρουν καθόλου τα αντίστοιχα παθήματα της γυναίκας από την μοχθηρία του άνδρα, η προστασία της από την αποπλάνησή του, η ψυχική της κακοποίηση από την προβληματική συμβίωση μαζί του. Αλλά αυτή η σιωπή οφείλει να αξιολογηθή σωστά. Για να είμαστε δίκαιοι, δεν πρόκειται για περιφρόνηση ή για υποτίμηση ηθικού τύπου. Πολύ περισσότερο, δεν αποτελεί πρόβλημα της Βίβλου καθεαυτήν. Απλώς στις προνεωτερικές κοινωνίες εν γένει η γυναίκα δεν εθεωρείτο αυτόνομο κοινωνικό υποκείμενο, φορέας συναισθημάτων και επιθυμιών, δικαιούχος ισότιμης προσοχής. Ο προορισμός της στη ζωή περνούσε μέσα από τον άνδρα προς τον οποίο και μόνο στρέφονταν οι προβολείς.

Η Βίβλος δεν θεωρεί την γυναίκα κακή και τον άνδρα καλό, όπως αφελώς ισχυρίζονται εκκοσμικευμένοι επικριτές της. Το πρόβλημα είναι άλλο, ότι η γυναίκα προσλαμβάνεται ως, αναντικατάστατη μέν, παράπλευρο ‘προϊόν’ δε του κυρίως ανθρώπου, του άνδρα. Αλλά και στην εν γένει εκκλησιαστική παράδοση και θεολογική γραμματεία, όσο και αν θεολόγοι και κληρικοί αποφεύγουμε να το παραδεχθούμε, ο άνδρας θεωρείται ως ο κατ’ εξοχήν άνθρωπος: αυτός είναι ο κεντρικός δρων, αυτός που λαμβάνει τις καίριες αποφάσεις για τη ζωή του, το μέτρο της ανθρωπινότητας, συνεπώς όλες οι αποτιμήσεις γίνονται έχοντας αυτόν κατά νουν. Η ishah ακόμη και το όνομά της (ιδρυτική αφετηρία της) το λαμβάνει από τον ish!

Αν στην Ανατολή η ιδέα του «παράπλευρου προϊόντος» παρέμεινε υπαινικτική, στον Θωμά Ακινάτη διατυπώνεται πλέον απερίφραστα. «Το θήλυ, κατά την άποψη του Ακινάτη, είναι τι το ανεπαρκές και τυχαίο. Το ζωτικό στοιχείο (δηλ. κάθε τι το ζων) σε όλες τις εκφάνσεις του είναι πλήρως παρόν στον άνδρα, στο άρσεν. Το άρσεν, με την ενεργό ισχύ του, προσπαθεί φυσιολογικά να γεννήσει ένα άλλο άρσεν, παρόμοιο κατά πάντα προς την αυτοτέλειά του. Η γυναίκα, όλως αντιθέτως, είναι ον ατελές, δεν είναι επιθυμητό, και γεννιέται ως θήλυ λόγω της αδυναμίας της ενεργού δυνάμεως του ανδρός, ή κάποιας αδιαθεσίας της ύλης, ή κάποιας εξωτερικής μεταβολής, ‘όπως οι νότιοι άνεμοι που είναι υγροί’… Στη σαρκική αναπαραγωγή, τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες πρέπει να ενεργήσουν σύμφωνα με τη δική τους γεννητική ικανότητα: έτσι η γυναίκα ετοιμάζει την ύλη – παθητικά- ενώ η ενεργός δύναμη του άνδρα πληροί την ύλη με ένα συγκεκριμένο είναι… Σε αυτό το πλαίσιο είναι προφανές ότι μόνο ο άνδρας γεννά ένα νέο πλάσμα… Το ζεύγος θήλυ-μήτηρ, υλική και ενσώματη αιτία, ταυτίζεται με την ίδια τη φύση και ομοιάζει προς την αριστοτελική πρώτη ύλη. Το ζεύγος άρσεν-πατήρ, όμως, σχετίζεται άμεσα με το είδος, εφόσον περικλείει την πληρότητα του είναι, και νοείται ως μια πλήρης και μη ενσώματη αιτία». Για να καταλήξει στο αναμενόμενο: «Η γυναίκα έχει μεγαλύτερη τάση προς την επιθυμία και την ηδονή… λόγω της ηθικής αδυναμίας να αντισταθή στην αμαρτία».[6]

Ως φυσική συνέπεια, λοιπόν, έρχεται κάποια στιγμή η ώρα που η γυναίκα στην εκκλησιαστική γραμματεία δικαιώνεται και επαινείται όταν καταφέρνει να μιμηθή τον άνδρα. Είναι η οικειοποίηση των ανδρικών αρετών που την ανυψώνει ως άνθρωπο. Θυμόμαστε βέβαια ότι το πασίγνωστο απόσπασμα των Παροιμιών (Μασορ. 31: 10-28) εγκωμιάζει την ανδρεία γυναίκα. (Η ανδρεία και ο δυναμισμός θεωρούνται πρωτίστως ανδρικές ιδιότητες). Στα πατερικά συγγράμματα, αργότερα, το σημείο θέασης του κόσμου είναι εξίσου ανδροκεντρικό: οι πνευματικές νουθεσίες απευθύνονται σε άνδρες οι οποίοι οφείλουν να προφυλάσσονται από τα πνευματικά προβλήματα τα οποία τους προκαλούν οι γυναίκες (και ποτέ αντίστροφα), στα δε συναξάρια η γυναίκα μάρτυρας ή ασκήτρια γενικώς επαινείται όταν κατορθώνει να μιμηθή τον άνδρα: ανδρικώς πολιτευσαμένη, επιδείξασα ανδρικόν φρόνημα, νικήσασα την ασθένειαν της οικείας φύσεως κ.ο.κ.

Στη γνωστή ευχή του Αποδείπνου μνημονεύονται μοναχικοί πειρασμοί στους οποίους εύκολα διαφαίνεται η ανδροκεντρικότητα («και πάσης σκοτεινής και νυκτερινής ηδυπαθείας», «τας της σαρκός ημών επαναστάσεις κατάστειλον»). Στο η’ Εωθινό δοξαστικό ο συγγραφέας αποδίδει την αδυναμία της Μαρίας Μαγδαληνής να αναγνωρίσει τον Αναστημένο Χριστό στο γεγονός ότι είναι «γυνή ασθενής», καθ’ ην στιγμήν οι άνδρες Μαθητές δυσπιστούν περισσότερο στο χαρούμενο άγγελμα!

Με οξυδέρκεια ο σπουδαίος θεολόγος Παύλος Ευδοκίμωφ θα παρατηρήσει: «Ὁ θαυμάσιος ἡρωισμός τῶν ἀσκητῶν ἔδωσε μιά ἀποφασιστική μάχη στό ἐσωτερικό τοῦ ἀνθρώπου καί ἐξόρκισε τίς δαιμονικές δυνάμεις, ἀλλά μέ ἕνα ἀντάλλαγμα πού ἐγγίζει τήν καταστροφή τῶν σχέσεων ἀνάμεσα στόν ἄνδρα καί τή γυναίκα. Καί στήν προκειμένη περίπτωση ἡ γυναίκα εἶναι ἐκείνη πού πληρώνει… Ἔχει κανείς τήν ἐντύπωση, μερικές φορές, ὅτι πρόκειται μόνο γιά τή σωτηρία ἀνδρῶν καί ὅτι ὅποιος ἐπιθυμεῖ νά σωθῆ, προπαντός ἄλλου πρέπει νά σωθῆ ἀπό τίς γυναῖκες».[7]

Κάποτε δύο αναχωρητές από το Πηλούσιο επισκέφθηκαν την οσία Σάρρα και, για να την ταπεινώσουν παιδαγωγικά, της είπαν: «Κοίτα, μην πάρουν αέρα τα μυαλά σου και πεις, ‘να, οι αναχωρητές έρχονται σε μένα, παρ’ όλο που είμαι γυναίκα’». Και η Σάρρα τους απάντησε: «Στο σώμα είμαι γυναίκα, αλλά όχι και στο φρόνημα».[8]

Η φιλόσοφος Sylviane Agacinski βλέπει στην διάχυτη αυτή χριστιανική αντίληψη μια ανδροποίηση των αξιών εν γένει: «(Την εποχή εκείνη) Ο άνδρας αντιπροσωπεύει την δυνατή πλευρά του ανθρώπου, την ουράνια, η γυναίκα απεικονίζει την αδύναμη πλευρά του, αυτή που υποκύπτει στους πειρασμούς της σάρκας. Επομένως ο καθένας θα είναι θηλυκός στην επιθυμία του και αρσενικός στον έλεγχο των παθών του».[9] Για να καταλήξει: «Έτσι οι γυναίκες μπορούν στο εξής να διεκδικούν την πνευματικότητα, αλλά μπορούν να το κάνουν μόνο ενάντια στο σώμα τους και ενάντια στο φύλο τους».[10]

         Ενισχυτικά δρουν και κάποια δείγματα από την Πατερική γραμματεία. Η ακόλουθη στάση του Κυπριανού περί της ομοφυλοφιλίας δεν φαίνεται να περιλαμβάνει κάποιο πνευματικό σκεπτικό αλλά θρήνο για τον εξευτελισμό του (ανώτερου) άνδρα: «Στρέψε τη ματιά σου στα βδελύγματα κάποιου άλλου είδους, όχι λιγότερο αξιοθρήνητου… Άνδρες χάνουν την αρρενωπότητά τους και όλη η περηφάνεια και ο δυναμισμός του φύλου τους εκθηλύνονται με την ατίμωση του αποχαυνωμένου σώματός τους».[11] Η αγωνία του Χρυσοστόμου, επίσης, είναι ότι δι’ αυτής της αμαρτίας ο άνδρας μετατρέπεται σε οιονεί γυναίκα: «Αν το συνειδητοποιούσαν θα προτιμούσαν να πεθάνουν».[12] Το προτεινόμενο συναίσθημα εδώ είναι η ντροπή, εφόσον με τη θέλησή τους υποτίθεται ότι εκπίπτουν από την δήθεν ανώτερη θέση και ‘ξεπουλάνε’ τα πρωτεία τους για την ηδονή!

  Ο Αυγουστίνος εκφράζει επίσης την αποστροφή του στο γεγονός ότι με την ομοφυλοφιλία το ανδρικό σώμα τυγχάνει μεταχείρισης όμοιας με του γυναικείου, αφού «το σώμα του άνδρα είναι ανώτερο από της γυναίκας, όσο η ψυχή από το σώμα».[13] Σε κάποιες περιπτώσεις αυτή η στάση δεν έχει να κάνει με την σεξουαλικότητα: ο Κυπριανός θεωρούσε άσεμνο ακόμη και το να παίζουν άνδρες ρόλους γυναικών στο θέατρο.[14] Εν ολίγοις, εθεωρείτο έσχατη ταπείνωση του άνδρα να εξομοιωθή με γυναίκα.

Με την γραμμή αυτή συνηχούν δύο αυτοκρατορικές αποφάσεις, του 342 και του 390, με τις οποίες επιβάλλεται η ποινή του θανάτου σε όσους άνδρες εχουν σεξουαλική ζωή ‘σαν γυναίκες’. O Κωνσταντίνος Πιτσάκης παρατηρεί: «Δεν είναι ακριβώς η ομοφυλοφιλία εν γένει η οποία πλήττεται, αλλά η παθητική ομοφυλοφιλία… Διάχυτο είναι το πνεύμα ότι το προστατευόμενο έννομο αγαθό είναι ο ανδρισμός, η αξία του ανδρός που στηρίζει την πολιτεία».[15]

Συνοψίζοντας λοιπόν το αρχαίο στερεότυπο, η γυναίκα εκφράζει την εκτός ελέγχου πλευρά της ανθρώπινης φύσης, γι’ αυτό και είναι κατώτερη, ενώ ο άνδρας υπερέχει επειδή αντιπροσωπεύει τον έλεγχο και την αυτοκυριαρχία. Συνεπώς, συνιστά μέρος της αποστολής του το να θέσει υπό έλεγχο τη γυναίκα. Όμως κάνοντας αυτό κατ’ ουσίαν θέτει υπό έλεγχο την δική του ανεξέλεγκτη πλευρά. Κάπως έτσι διαμορφώθηκε το αυτοσχέδιο πολιτισμικό αγχολυτικό, το οποίο αναδείχθηκε αξιοθαύμαστα ανθεκτικό στο χρόνο.

                                                           *

Ίσως δεν είναι περιττό να επαναλάβω ότι όλα τα παραπάνω δεν πρέπει να χρεωθούν στην Εκκλησία και στην Θεολογία της, διότι η προέλευσή τους είναι κοσμική. Απλώς το εκκλησιαστικό σώμα δεν μπόρεσε να αλλάξει άρδην την προνεωτερική κουλτούρα, ή μάλλον δεν φαντάσθηκε καν την ανάγκη αλλαγής. Σφάλλουμε όταν αποτιμούμε αντιλήψεις και πρακτικές του παρελθόντος μέσα από την σημερινή ασφάλεια και εμπέδωση των νεωτερικών ιδεών. Συνεπώς δυσκολευόμαστε να εκτιμήσουμε τις μεταβολές τις οποίες επέφερε ο Χριστιανισμός στην αρχαία μεταχείριση των γυναικών, η όποια δε επίκρισή του συνιστά αντιδεοντολογικό αναχρονισμό.

Κατά τη γνώμη μου, ελάχιστα ήταν τότε τα εφόδια με τα οποία η Εκκλησία θα μπορούσε να προχωρήσει περαιτέρω. Η θεολογική τεκμηρίωση του Αγίου Μαξίμου περί της ισοτιμίας των φύλων ως διαφορετικών τρόπων να βιωθή ο κοινός λόγος της ανθρώπινης φύσης, μόλις πρόσφατα άρχισε να ανακαλύπτεται. Η κληρονομιά αυτή δεν φαίνεται να αξιοποιείται στη συνέχεια. Αποξενωμένο από κάθε πρωτοχριστιανική αναθεωρητική απόπειρα, το διαχρονικό εκκλησιαστικό κλίμα ως προς τη γυναίκα, αν και μετριασμένο, συνεχίζεται ακάθεκτο και κατά τους τελευταίους αιώνες. Η ατμόσφαιρα αυτή, προφανώς, βρίσκεται σε ευθεία αντίθεση με τη σύγχρονη κατάσταση της ανθρωπότητας, κατά την οποία η γυναίκα (ακόμη και η Χριστιανή) διεκδικεί την ελευθερία που της αναλογεί, διατυπώνει την άποψή της, αγωνίζεται για την αυτοδιάθεσή της, μεριμνά δε ακόμη και για τον ερωτισμό της, όχι με αυθάδεια ή ελευθεριότητα, αλλά ως μέρος μιας προσωπικότητας που αναπτύσσεται.

Ἔτσι πολλοί κληρικοί δέν ἀντέχουν τήν οὐσιαστική δημιουργική παρουσία τῆς γυναίκας διότι εἶναι εὐάλωτοι στή θηλυκότητά της (εἴτε τό ἀποτέλεσμα εἶναι γοητεία εἴτε τρόμος, διότι εἴδαμε ὅτι πρόκειται γιά τίς δύο ὄψεις τοῦ ἴδιου νομίσματος). Γι’ αὐτό προτιμοῦν νά συνεργάζονται μέ γυναῖκες χωρίς θηλυκότητα· ἤ, ὅταν αὐτό εἶναι ἀδύνατο, νά τούς ἀναθέτουν ἐκτελεστικά ἔργα ὥστε νά μήν χρειασθῆ νά ξεδιπλωθῆ ὁ ψυχικός τους κόσμος στόν σχεδιασμό οὐσιαστικῆς δράσης. Η δε εκκλησιαστική ιεραρχία ανατριχιάζει στην ιδέα ότι γυναίκες θα μπορούσαν να μετέχουν στη λήψη αποφάσεων των εκκλησιαστικών οργάνων διοίκησης.

Αλλά, σε πείσμα όλων αυτών, η αυτοκριτική άρχισε. Τις τελευταίες δεκαετίες η υποβάθμιση της γυναίκας ὑποδεικνύεται ἀπό πολλά ὀρθόδοξα χείλη. Η εμβληματική θεολόγος Elisabeth Behr-Siegel διαπιστώνει και ερωτά: «Εἶναι οἱ γυναῖκες σέ ὅλα τά στάδια ἀρκετά ἐνσωματωμένες στήν ὑφή τῆς συνοδικότητας τῆς Ἐκκλησίας; Εἶναι παροῦσες στούς χώρους ὅπου ἀναπτύσσεται ἡ ἐκκλησιαστική σκέψη πρός ἀντιμετώπιση τῶν πνευματικῶν, ἠθικῶν καί θεσμικῶν προβλημάτων τῆς Ἐκκλησίας στούς καιρούς μας;».[16]Ο δε Πώλ Ευδοκίμωφ έγραφε: «Ἡ πολύ θερμή συζυγική ἀγάπη θεωρεῖται ἀνηθικότητα. Σέ ποιά πλάστιγγα πρέπει νά τεθῆ αὐτή ἡ συζυγική θερμότητα; Οἱ γυναῖκες πού ἀνταποκρίνονται στίς ἀσκητικές ἀντιλήψεις εἶναι γνωστές μέ τό ὄνομα τῶν “ψυχρῶν γυναικῶν”· οἱ γιατροί γνωρίζουν τό δρᾶμα μιᾶς τέτοιας ἀρρώστιας πού πολύ συχνά παρουσιάζεται στίς οἰκεῖες σχέσεις τῶν συζύγων».[17]

Όντως, αρκετοί πνευματικοί σήμερα, τήν γυναίκα πού ἔχει ζωντανή σεξουαλικότητα καί παίρνει πρωτοβουλία γιά συζυγική επαφή, τήν αἰσθάνονται σχεδόν πόρνη. Τούς τρομάζει καί μόνο τό γεγονός ὅτι μιά γυναίκα ἔχει ἐπιθυμία δική της, διότι δέν μποροῦν νά τη φαντασθούν να συνυπάρχει ἐπί ἴσοις ὅροις. Ο ψυχικός τους νόμος εἶναι ότι αναγκαστικά ένα από τα δύο μέρη θα ελέγχει και θα εξουσιάζει. Ἔτσι ξεκινοῦν μιά ἀπέλπιδα προσπάθεια νά ἐλέγξουν περιπτωσιολογικά τήν νομιμότητα τῆς συζυγικῆς σχέσης, μέ ἀποτέλεσμα εἴτε νά καταστρέφουν τόν ἔρωτα τῶν συζύγων εἴτε νά τούς ἐγκαταλείπει τό ζευγάρι (ἐνίοτε ἐγκαταλείποντας καί τήν Ἐκκλησία ταυτόχρονα) προκειμένου νά διασώσει τή φυσικότητα τοῦ δεσμοῦ του. Δυστυχῶς ὁ μισογυνισμός δέν ἀνήκει στά σημερινά κωλύματα τῆς ἱερωσύνης.

                                                      *

Εφόσον, όπως είπαμε, ο φόβος του άνδρα προς τη γυναίκα δεν δημιουργήθηκε από τις θρησκείες αλλά αποτελεί αρχέγονο καθολικό βίωμα, ευνόητο είναι να έχουν επιστρατευθή και μη θρησκευτικά ‘αγχολυτικά’ μέσα. Για το εκκοσμικευμένο υπόλοιπο της κοινωνίας ο παραγκωνισμός, οι διακρίσεις, και η εκμετάλλευση των γυναικών χρησιμεύουν αποτελεσματικά στην ψευδαίσθηση της ανδρικής ανωτερότητας. Σεξουαλική παρενόχληση καί ἐκβιασμοί, εκμετάλλευση οικιακών βοηθών, βιασμοί στα πλαίσια πολέμου, βιασμοί σέ καιρό εἰρήνης προμελετημένοι ἤ ὁμαδικοί, κακοποίηση γυναικῶν, κλειτοριδεκτομές στόν τρίτο κόσμο, ἐξαναγκασμός σέ στειρότητα, αναγκαστική εκπόρνευση, σεξουαλική δουλεία, πορνογραφία˙ ὅλα τά παραπάνω προϊόντα τοῦ μισογυνισμοῦ διαθέτουν κάτι κοινό: τήν αἴσθηση ἀπόλυτου ἐλέγχου τοῦ ἄνδρα πάνω στή γυναίκα. Η βιαιότητα δεν έχει ταβάνι: όσο πιό ἀνασφαλής αἰσθάνεται ὁ ἄνδρας ἀπέναντι στή γυναίκα, τόσο περισσότερο μισογύνης θά γίνει μέ τή συμπεριφορά του.

Οι παραπάνω ειδεχθείς πρακτικές, παρά την πολυμορφία τους, μοιράζονται την ίδια λογική. Ἡ πολύτροπη κακοποίηση της γυναίκας ἐπιβεβαιώνει τήν σωματική ὑπεροχή του άνδρα, ἐνῶ ἡ πορνογραφία παρέχει τήν αὐταπάτη μιᾶς νοητῆς ἐξουσίας: ὁ ἄνδρας ἀσκεῖ φαντασιακό ἔλεγχο στό ἀντικείμενο του πόθου του, προκειμένου να αποφύγει την διαπροσωπική σχέση πού εἶναι πάντα ἀπαιτητική καί ἀπρόβλεπτη. Στην πραγματικότητα, όμως, συμβαίνει το αντίστροφο: είναι ο άνδρας που έχει υποδουλωθή, όχι στη γυναίκα, αλλά στην αναπαράστασή της την οποία ο ίδιος φιλοτέχνησε. Γιατί την επινόησε έτσι; Επειδή κάτω από τη ζωή που τρέχει καιροφυλακτεί ο αιώνιος εχθρός, η γυναικεία επιθυμία. Τό ἀποκορύφωμα αὐτοῦ τοῦ ἐμπορικοποιημένου ἐρωτισμοῦ εἶναι ἡ σκηνοθετημένη φαντασίωση της πορνογραφίας πώς ἡ γυναίκα δέν ἔχει δική της ἐπιθυμία, ἀλλά ἐπιθυμεῖ αὐτό πού ἐπιθυμεῖ ὁ ἄνδρας, δηλαδή αποκλειστικά τήν ἱκανοποίησή του.

Θα ήταν ειρωνικό αν δεν ήταν τραγικό. Ούτε ο πουριτανός, από τη άλλη, είναι ελεύθερος: εξουσιάζεται από το άγχος και τον φθόνο, ορίζεται από αυτό πού ποθεί και φοβάται, αφήνεται να διαμορφώσει την προσωπικότητά του από την αναπαράσταση που έχει σχηματίσει για τη γυναίκα. Με άλλα λόγια (για να θυμηθούμε το περιστατικό του Γεροντικού), φέρει επάνω του τη γυναίκα, δεν την άφησε στην όχθη!

Εκκλησιαστικός πουριτανισμός και μισογυνισμός, μαζί με την εκμετάλλευση και πραγμοποίηση της γυναίκας, υπακούουν στο ίδιο κίνητρο. Αμφότεροι δέν εἶναι ἱκανοί γιά πραγματική σχέση μέ τόν ἄλλο καί γι’ αυτό τείνουν νά συνδέονται αὐτοερωτικά (ἐξ οὗ καί οἱ ναρκισσιστικές συμπεριφορές πολλών κληρικών). Οι δύο άσπονδοι εχθροί συγκλίνουν τραγικά: η ψυχική ζωή ὀργανώνεται πάνω στή νοσταλγία τῆς συμβιωτικῆς σχέσης καί ταυτόχρονα στόν τρόμο πού αὐτή προκαλεῖ: ἀντιμετωπίζουν τή γυναίκα πρωτίστως ὡς μητέρα ο πουριτανισμός και ως σεξουαλικό αντικείμενο η πορνογραφία. Καί οι δύο τρομάζουν μπροστά στην εκδοχή της γυναίκας ὡς ισότιμης συζύγου καί ἐρωτικού ὑποκειμένου.

Υπάρχει άραγε άλλος δρόμος πέρα από το ψευδοδίλημμα, αρνητική εμμονή ενάντια στον ερωτισμό ή εκμετάλλευση της λαγνείας; Είναι, τελικά, εφικτή η συνάντηση του άνδρα με τη γυναίκα χωρίς άγχος και χωρίς κυριαρχία;

Ὁ εκκλησιαστικός παραγκωνισμός τῆς γυναίκας θά ἦταν ἀνεπαρκής ἄν παρέμενε μόνο θεσμικός. Ἀπαιτούνται καί ἀνάλογες νοοτροπίες ὥστε νά εἶναι ἀποτελεσματικός. Η Behr-Siegel κατηγορεί τις απαράδεκτες πρακτικές που επιβιώνουν ακόμη: «Μοιάζουν νά ἀντλοῦν τό κῦρος τους μᾶλλον ἀπό ἀρχαϊκές δοξασίες, ἀπαγορεύσεις καί φόβους σχετικά μέ τή γυναίκα, παρά ἀπό τὀ Εὐαγγέλιο. Δοξασίες, ἀπαγορεύσεις καί φόβους, νομικιστικές ἤ μαγικές ἀντιλήψεις γιά τό “καθαρό” καί τό “ἀκάθαρτο”, πού ὁ Χριστός, στή διάρκεια τῆς ζωῆς του στή γῆ, δέν ἔπαψε νά καταδικάζει. Ἐκεῖνος πού γεννήθηκε ἀπό γυναίκα καί ἄφησε νά τόν ἀγγίξουν γυναῖκες, ἡ αἱμορροοῦσα καί ἡ πόρνη, θεωρούμενες ἀπό τό Νόμο ὡς ἀκάθαρτες. Ἐκεῖνος πού, πρός ἔκπληξη τῶν μαθητῶν Του, κουβεντιάζει θεολογικά μέ τήν αἱρετική Σαμαρείτιδα στό πηγάδι τοῦ Ἰακώβ, θαυμάζει τήν πίστη τῆς Συροφοίνισσας εἰδωλολάτρισσας, ἐνδίδει στήν παράκλησή της καί καλεῖ ὅλους, ἄνδρες καί γυναῖκες, νά προσκυνοῦν τόν Πατέρα “ἐν Πνεύματι καί ἀληθείᾳ”».[18]

Με τα λόγια αυτά η Behr-Siegel μάς υποδεικνύει πως υπάρχει έξοδος από την προβλέψιμη μονοτονία της ανδρικής άμυνας και της προληπτικής επίθεσης. Με όσα αναπτύξαμε στην παρούσα εισήγηση, η πολιτισμικά αναμενόμενη ανδρική αντίδραση μπροστά στην ιδιαιτερότητα της Σαμαρείτιδας θα ήταν οι δύο, εχθρικές μεταξύ τους, αλλά ομοειδείς στάσεις τις οποίες μόλις ανέφερα: ή αυτοπροστασία με μομφή και άγχος απέναντι στη διεφθαρμένη που έχει επιλέξει τέτοια ζωή, ή εκμετάλλευση της ελευθεριότητάς της προς ίδιον όφελος.

Ο διάλογος του Χριστού με τη Σαμαρείτιδα λειτουργεί ως άριστο αρχέτυπο για τη μελέτη όσων αναπτύξαμε απόψε. Την σκυτάλη εδώ παραλαμβάνει η σπουδαία ψυχαναλύτρια Françoise Dolto, η οποία, κάνοντας χρήση των εννοιολογικών εργαλείων της Λακανικής ψυχανάλυσης, βλέπει τον Ιησού ως ιδρυτή και ευρετή και προστάτη της επιθυμίας. Γράφει:

 «Ἡ Σαμαρείτιδα ἀνακαλύπτει ὅτι μέ τή σεξουαλική ζωή δέν ἔνιωθε πληρότητα, διότι στό βάθος τῆς σεξουαλικῆς ζωῆς ὑπάρχει μιά ἔλλειψη… Ὁ Ἰησοῦς τῆς ἀποκαλύπτει ὅτι πέρα ἀπό τήν εὐχαρίστηση, πού συγχέεται πάντα μέ τήν ἀνάγκη, ἡ ἐπιθυμία της μένει ἀνικανοποίητη, διότι δέν στοχεύει στήν ἀγάπη… Ἡ ἀνθρώπινη ὑπόστασή μας εἶναι φτιαγμένη ὅπως αὐτῆς τῆς γυναίκας».[19]

Με άλλα λόγια, οι ορμές μας είναι ικανές να ενταφιάζουν την βαθύτερη επιθυμία μας. Είτε πρόκειται για τη ναρκισσιστική ανάγκη ελέγχου επί της γυναίκας, είτε πρόκειται για την ανδρική λαγνεία απέναντί της, βρισκόμαστε στον χώρο των ορμών. Οι ορμές είναι αναγκαίες για να υποστηρίζουν την επιθυμία, γι’ αυτό επιτελούν προδοσία όταν την συνθλίβουν. Ουσιαστικά, η αντικειμενοποίηση και χρήση του άλλου αποτελεί πειρατεία εις βάρος της επιθυμίας. Αλλά αντικειμενοποίηση και χρήση δεν χαρακτηρίζουν μόνο τον σαρκικό εκμεταλλευτή της γυναίκας, αλλά και τον αντίποδά του, τον πουριτανό, ο οποίος ακρωτηριάζει την ψυχική της ακεραιότητα προκειμένου να κατασιγάσει το δικό του άγχος.

Η επιθυμία που, σύμφωνα με τον Λακάν, δεν έχει σε τούτη τη ζωή επαρκές αντικείμενο για να την κορέσει, είναι δίδυμη αδελφή της ελευθερίας. Γι’ αυτό και καθίσταται αφόρητη για όποιον ξέρει μόνο να ελέγχει, για όποιον ησυχάζει μόνο όταν κατέχει, για όποιον έμαθε να σχετίζεται μόνο κατακόρυφα, είτε ως σκλάβος είτε ως κύριος. Ο πάντοτε πρωτότυπος Αγγλικανός Κλάϊβ Λιούϊς μας αιφνιδιάζει με την προκλητική φράση: «Η λαγνεία είναι ένα φτωχό, αδύναμο, κλαψιάρικο πράγμα, μπροστά στον πλούτο και την ενέργεια της επιθυμίας που θα αναδυθεί όταν η λαγνεία πεθάνει».[20] Και αυτό ισχύει για κάθε λαγνεία: σάρκας, ισχύος, κενοδοξίας κτλ.

 Η Dolto συνεχίζει για την Σαμαρείτιδα: «Δεν πρέπει να συγχέουμε τη βαθειά οὐσιαστική ἐπιθυμία, επάνω στήν ὁποία στήνεται ἡ ζωή μας καί τίς μερικές ἐπιθυμίες, πού ἐκφράζουν τίς χαρές καί τήν εὐχαρίστηση τῆς στιγμῆς».[21] Εν ολίγοις, ο Χριστός δεν φοβάται τον άνθρωπο και τις πολύμορφες καταστάσεις του, επειδη δεν φοβάται την επιθυμία του. Αυτός είναι ένας «υπογραμμός» τον οποίο μας αφήνει ως εντολή, μόνο που οι εντολές του Χριστού δεν είναι διαταγές αλλά κληρονομιά.

Είναι προφανές ότι, με όσο περισσότερο άγχος αντιμετωπίζεται η γυναίκα, τόσο πιο πολύ εξωθούνται και η ίδια και ο άνδρας στο καταφύγιο της ορμής, αισθησιακής ή ναρκισσιστικής. (Ας μην λησμονούμε ότι στη νηπτική γραμματεία στηλιτεύονται όσοι εγκρατευόμενοι υποκύπτουν στην υπερηφάνεια). Επιπλέον, μια συνήθης απόκριση μερίδας γυναικών στον μακραίωνα παραγκωνισμό τους είναι το αντίθετο: απόρριψη και επιθετικότητα προς τον άνδρα. Έχοντας υιοθετήσει και αντιστρέψει τη λογική της κυριαρχίας, μηχανεύεται από καιρό τρόπους ώστε η γυναίκα να καταστή αυτάρκης έναντι του άνδρα.

Ως προς την εν γένει κοινωνία, φυσικά, δεν ελπίζουμε σε κάτι διαφορετικό. Έτσι θα πορεύεται ο «νυν αιώνας», με εναλλαγές κατανομής της ισχύος. Θα καταστή, όμως, εφικτό να δούμε μια Εκκλησία που θα λειτουργεί με διαφορετικούς ψυχολογικούς νόμους; Θα προλάβει να υπάρξει μέσα στην Ιστορία μια εκδοχή του Σώματος του Χριστού η οποία θα έχει απεμπολήσει κάθε είδους εξουσιαστικότητα; Θα αξιωθούμε κάποτε, άραγε, της ισότιμης συνεργείας των πιστών αμφοτέρων των φύλων, όχι ως αποτέλεσμα δημοκρατικών διεκδικήσεων, αλλά ως καρπό ευχαριστιακής συνάντησης της επιθυμίας τους; Και σε μια τέτοια περίπτωση πώς θα είναι αυτή η Εκκλησία; Πώς θα διοικείται; Τι θα διδάσκει;

                                                       *

Στο βιβλίο της Αποκάλυψης το όραμα των εσχάτων κατακλείεται με δύο γυναίκες (κεφάλαια 17-18 και 21-22). Από τη μια, η «πόρνη η μεγάλη» (17: 1), η «ισχυρά» (18: 10), καθήμενη ως «βασίλισσα» (18: 7), η οποία στην πραγματικότητα εξουσίαζε εκείνους που νόμιζαν ότι αυτοί την ελέγχουν επειδή επόρνευαν μαζί της. Στο τέλος των αιώνων καταρρέει και αναλίσκεται από το «θηρίον», κατά το ρηθέν υπό του Κυρίου ότι «πάσα βασιλεία μερισθείσα καθ’ εαυτήν ερημούται» (Ματθ. 12: 25). Ο κόσμος της ισχύος δεν έχει μέλλον: «Εν μια ώρα ηρημώθη ο τοσούτος πλούτος» (Αποκ. 18: 7).[22]

Και τότε αναδύεται μια άλλη γυναίκα, η στολισμένη «νύμφη» (19: 7, 21: 2, 9, 22: 17), η οποία χειραγωγείται από το Άγιο Πνεύμα για να συναντήσει τον νυμφίο της.

Κεφάλαιον επί τοις λεγομένοις: Ο αντίλογος στη θηλυκή «Βαβυλώνα» δεν είναι ποτέ μια ηγεμών ή μια παρθένος. Είναι πάντα μια «γυναίκα» – ανθρώπινη ύπαρξη, κατά Χάριν ισότιμη με τον Χριστό, που ολόχαρη πηγαίνει προς τον γάμο της μαζί Του.

Κάποιοι δέν εἶναι δυνατό νά σηκώσουν τό βάρος μιᾶς θεολογικῆς καί ψυχολογικῆς ἀποδοχῆς τοῦ ἔρωτα τῶν πιστῶν χωρίς νά κινδυνεύσει ἡ δική τους ἁγνότητα. Ἡ προσπάθεια νά τά συμβιβάσουν ὅλα ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα νά νοθεύεται ἡ θεολογία τους. Μέ ἄλλα λόγια, χρησιμοποιοῦν τόν πιστό γιά νά ὀρθοποδήσουν οἱ ἴδιοι.

 

 

Πρωτοπρ. Βασίλειος Θερμός,

Παιδοψυχίατρος,

Καθηγητής Ανωτέρας Εκκλ. Ακαδημίας ΑΘηνών

 

[1] Wolfgang Lederer, The fear of women. Harcourt Brace Jovanovich, inc., 1968, σ. 283-284.

[2] Lydia Flem, Le stade du cow-boy, “Le genre humaine”, n. 10, Le Masculin, 1984, p. 101- 115.

[3] Elisabeth Badinter, ΧΥ: ἀνδρική ταυτότητα. Κάτοπτρο, 1994, σ. 169-170.

[4] Μια ψυχαναλυτική ανασκόπηση του ανδρικού φόβου προς τη γυναίκα εκτίθεται στο βιβλίο του Jean Cournut, Γιατί οι άνδρες φοβούνται τις γυναίκες. Πατάκη, 2008.

[5] Βάλτερ Σούμπαρτ, Θρησκεία και Έρως. Ολκός, 1993, σ. 20.

[6] Στο: Ἐλπιδοφόρου Λαμπρυνιάδη, Μητροπολίτη Προύσης, «Mulier infirmior viro. Μερικές σκέψεις ἐπὶ τῆς διδασκαλίας τοῦ Ἀκινάτη περί τῆς γυναίκας ὡς δημιουργήματος τοῦ Θεοῦ». Διακόνισσες, Χειροτονία των Γυναικών, και Ορθόδοξη Θεολογία, Πρακτικά Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου. Θεσσαλονίκη, CEMES, επιμ. Π. Βασιλειάδη, Ε. Αμοιρίδου, και Μ. Γκουτζιούδη, 2016,  σ. 387-396. (Πλάγια του πρωτοτύπου).

[7] Παύλου Εὐδοκίμωφ, Ἡ γυναίκα καί ἡ σωτηρία τοῦ κόσμου. Πουρναρᾶ, ἔκδοση 3η, 1992, σ. 248-249.

[8] Αποφθέγματα Πατέρων, Φιλοκαλία ΕΠΕ, σ. 713-715.

[9] Sylviane Agacinski, Η μεταφυσική των φύλων: Αρσενικό/Θηλυκό στις απαρχές του Χριστιανισμού. Κασταλία, 2010, σ. 197. Η συγγραφέας παραθέτει τον Ωριγένη ως ακραίο παράδειγμα αυτής της ιεράρχησης: «Ο καθένας ονομάζεται άνδρας ή γυναίκα ανάλογα με την ποιότητα της ψυχής του» (κλογαί καί μιλίαι ες ησον Ναυ, IX, 9). Η τόσο έντονη υπερτίμηση της αυτοσυγκράτησης ως αξίας οπωσδήποτε έχει και στωικές ρίζες.

[10] Ό.π., σ. 213. Έμφαση του πρωτοτύπου.

[11] Επιστολές 1: 8, PL 4, 211. http://www.newadvent.org/fathers/050601.htm. Μετάφραση δική μου από τα αγγλικά.

[12] Εις την προς Ρωμαίους ομιλία ε΄, 2, ΕΠΕ 16Β, 417.

[13] Contra mendacium, 7.10, PL 40, 496.

[14] Επιστολή 1, PL 4, 211. http://www.newadvent.org/fathers/050601.htm. Μετάφραση δική μου από τα αγγλικά.

[15] Κωνσταντίνου Πιτσάκη, «Η θέση των ομοφυλοφίλων στη βυζαντινή κοινωνία». Οι περιθωριακοί στο Βυζάντιο. Ίδρυμα Γουλανδρή-Χόρν, 1999, σ. 171-269.

[16] Elisabeth Behr-Siegel, Τό λειτούργημα τῆς γυναίκας στήν Ἐκκλησία. Γραφεῖον Καλοῦ Τύπου, χ.χ., σ. 242-243.

[17] Παύλου Εὐδοκίμωφ, σ. 250. Γιά μία ἱστορία τῆς συζυγικῆς ψυχρότητος ὅπως καλλιεργήθηκε ἀπό τήν Δυτική Ἐκκλησία κατά τόν μεσαίωνα βλ. Uta Ranke- Heinemann, Eunuchs for the kingdom of heaven: women, sexuality, and the Catholic Church. Doubleday, 1990, σ. 153-167.

[18] Elisabeth Behr-Siegel, σ. 243-244.

[19] Φρανσουάζ Ντολτό, Τα Ευαγγέλια και η πίστη. Ο κίνδυνος μιας ψυχαναλυτικής ματιάς. Εστία, 2002, σ. 171,178.

[20] Το μεγάλο διαζύγιο. Ιερά Μητρόπολη Πρέβεζας, 2010, σ. 99.

[21] Ντολτό, ό.π., 178, 216.

[22] Βλ. Κωνσταντίνου Μπελέζου, Η σημειολογία του Γάμου στην Αποκάλυψη του Ιωάννου. Εριφύλη, 2007.

Αφήστε μια απάντηση