Κατήχηση, Ομιλία

Ομιλία του Πάπα Φραγκίσκου Στην συνάντησή του με επισκόπους, ιερείς, μοναχούς και μοναχές, αφιερωμένους, ιεροσπουδαστές και κατηχητές

Αγαπητοί αδελφοί επίσκοποι,

Αγαπητοί ιερείς, ιερομόναχοι και ιεροσπουδαστές

Αγαπητές αδελφές και αδελφοί, kalispera sas!

Σας ευχαριστώ από καρδιάς για τη θερμή υποδοχή σας και για τα ευγενικά λόγια του χαιρετισμού που μου απηύθυνε ο Αρχιεπίσκοπος Σεβαστιανός Ροσσολάτος.  Σας ευχαριστώ, αδελφή, για τη δική σας μαρτυρία: Είναι σημαντικό οι αφιερωμένοι, άνδρες και γυναίκες, να εκτελούν την διακονία τους με αυτό το πνεύμα, με μια παθιασμένη αγάπη που γίνεται δώρο για τις κοινότητες στις οποίες αποστέλλονται. Ευχαριστώ! Σε ευχαριστώ επίσης, Ρόκο, για την ωραία μαρτυρία σου για την πίστη που βιώνεις στην οικογένεια, στην καθημερινή ζωή, μαζί με τα παιδιά που, όπως τόσοι πολλοί νέοι, αρχίζουν κάποια στιγμή να ρωτούν, να αναρωτιούνται και να γίνονται λίγο επικριτικά για ορισμένα πράγματα. Αλλά κι αυτό δεν είναι κακό, γιατί μας βοηθάει ως Εκκλησία να προβληματιστούμε και να αλλάζουμε.

Χαίρομαι που σας συναντώ σε μια γη που είναι δώρο, κληρονομιά της ανθρωπότητας, πάνω στην οποία χτίστηκαν τα θεμέλια της Δύσης.  Όλοι μας είμαστε γιοι και κόρες της χώρας σας και της χρωστάμε πολλά. Χωρίς την ποίηση, τη λογοτεχνία, τη φιλοσοφία και την τέχνη που αναπτύχθηκαν εδώ, δεν θα γνωρίζαμε πολλές πτυχές της ανθρώπινης ύπαρξης ή δεν θα μπορούσαμε να απαντήσουμε σε πολλά βαθιά ερωτήματα σχετικά με τη ζωή, την αγάπη, τον πόνο αλλά και τον θάνατο.

Στην αυγή του χριστιανισμού, αυτή η πλούσια κληρονομιά έδωσε το έναυσμα για την καλλιέργεια της πίστης, που καλλιεργήθηκε και αναπτύχθηκε, σαν σε “εργαστήριο”, χάρη στη σοφία πολλών Πατέρων μας στην πίστη, οι οποίοι με την αγιότητα της ζωής τους και τα γραπτά τους παραμένουν φάρος φωτός για τους πιστούς κάθε εποχής.  Αλλά αν αναρωτηθούμε ποιος εγκαινίασε αυτή τη συνάντηση μεταξύ του πρώιμου χριστιανισμού και του ελληνικού πολιτισμού, σκεφτόμαστε αμέσως τον Απόστολο Παύλο. Αυτός ξεκίνησε αυτό το έργο της σύνθεσης αυτών των δύο κόσμων. Το έκανε σε αυτό ακριβώς το μέρος, όπως διαβάζουμε στις Πράξεις των Αποστόλων. Ήρθε στην Αθήνα, άρχισε να κηρύττει στις πλατείες της πόλης και τον έφεραν κάποιοι φιλόσοφοι στον Άρειο Πάγο (πρβλ. Πράξεις 17:16-34), τη συνέλευση των πρεσβυτέρων και των μορφωμένων ανδρών, έργο των οποίων ήταν να κρίνουν θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος. Ας σταθούμε κι ας αναλύσουμε για λίγο αυτό το επεισόδιο από την ζωή του αποστόλου. Οι δύο τρόποι αντίδρασης που επέδειξε ο Απόστολος Παύλος όταν παρουσιάστηκε στον Άρειο Πάγο μπορούν να γίνουν πολύτιμοι οδηγοί στο ταξίδι μας ως Εκκλησία και οι οποίοι μπορούν να αποδειχθούν χρήσιμοι στη δική μας προσπάθεια για να εγκολπωθούμε την πίστη.

Η πρώτη του αντίδραση είναι η απόλυτη εμπιστοσύνη. Καθώς ο Παύλος κήρυττε, κάποιοι φιλόσοφοι άρχισαν να αναρωτιούνται τι προσπαθούσε να πει αυτός ο “τσαρλατάνος” (εδ. 18).  Τον αποκάλεσαν τσαρλατάνο, που σημαίνει δηλαδή κάποιον που επινοεί πράγματα, εκμεταλλευόμενος την καλή πίστη των ακροατών του. Έτσι τον έφεραν στον Άρειο Πάγο. Δεν πρέπει να φανταστούμε ότι απλώς του προσέφεραν βήμα να μιλήσει. Αντιθέτως, τον έφεραν εκεί για να τον ανακρίνουν: «Μπορούμε να μάθουμε ποια είναι αυτή η νέα διδασκαλία που παρουσιάζεις; Διότι φέρνεις κάποια παράξενα πράγματα στα αυτιά μας· θέλουμε λοιπόν να μάθουμε τι σημαίνουν αυτά τα πράγματα» (στ. 19-20). Με λίγα λόγια, ο Παύλος τέθηκε υπό έλεγχο.

Αυτό το μέρος της περιοδείας του Παύλου στην Ελλάδα μπορεί να μας δώσει ένα πολύτιμο μάθημα σήμερα.  Ο Απόστολος βρισκόταν σε δυσχερή θέση. Λίγο νωρίτερα, στη Θεσσαλονίκη, τον είχαν εμποδίσει να κηρύξει· εξαιτίας της αναταραχής που ξεσήκωσαν οι αντίπαλοί του, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την πόλη νύχτα. Τώρα, φτάνοντας στην Αθήνα, τον είχαν περάσει για τσαρλατάνο και τον είχαν φέρει στον Άρειο Πάγο ως ανεπιθύμητο επισκέπτη. Αυτή δεν ήταν μια στιγμή θριάμβου για τον Παύλο. Κατά την διάρκεια της περιοδεία του βρέθηκε σε μια ιδιαίτερα δύσκολη κατάσταση. Ίσως, πολλές φορές στην πορεία, νιώθουμε κι εμείς κουρασμένοι ή και απογοητευμένοι που είμαστε μια μικρή κοινότητα, μια Εκκλησία με λίγους πόρους που λειτουργεί σε ένα κλίμα που δεν είναι πάντα ευνοϊκό. Σκεφτείτε τον Παύλο στην Αθήνα. Ήταν μόνος, μειοψηφία, ανεπιθύμητος και με λίγες πιθανότητες επιτυχίας. Αλλά δεν επέτρεψε στον εαυτό του να κυριευτεί από την απελπισία. Δεν εγκατέλειψε την αποστολή του. Ούτε ενέδωσε στον πειρασμό να παραπονεθεί. Αυτό είναι πολύ σημαντικό: Προσέξτε να μην παραπονιέστε. Αυτή είναι η στάση ενός αληθινού αποστόλου: Να προχωράει μπροστά με εμπιστοσύνη, προτιμώντας την αβεβαιότητα των απροσδόκητων καταστάσεων από τη δύναμη της συνήθειας και της επανάληψης. Ο Παύλος είχε το κουράγιο να συνεχίσει. Από πού προέρχεται αυτό το κουράγιο; Από την απόλυτη εμπιστοσύνη του στον Θεό. Αυτό του το κουράγιο ήταν γέννημα της εμπιστοσύνης του στον Θεό, ο οποίος πάντα αρέσκεται να πετυχαίνει μεγάλα πράγματα μέσα από τη δική μας ταπεινότητα.

Αγαπητοί μου αδελφοί και αδελφές, ας έχουμε την ίδια απόλυτη εμπιστοσύνη στον Θεό, γιατί το γεγονός ότι είμαστε μια μικρή Εκκλησία μας καθιστά εύγλωττο σημάδι του Ευαγγελίου, του Θεού που διακηρύσσει ο Ιησούς, ο οποίος επιλέγει τους φτωχούς και ταπεινούς, ο οποίος αλλάζει την ιστορία με τις μικρές πράξεις των απλών ανθρώπων. Ως Εκκλησία, δεν καλούμαστε να έχουμε το πνεύμα της κατάκτησης και της νίκης, των εντυπωσιακών αριθμών ή της κοσμικής μεγαλοπρέπειας. Όλα αυτά είναι επικίνδυνα. Μπορεί να μας βάλουν στον πειρασμό της θριαμβολογίας. Καλούμαστε να εμπνευστούμε από τον σπόρο του σιναπιού, που φαίνεται ασήμαντος, αλλά μεγαλώνει αργά και αθόρυβα. «Είναι ο μικρότερος από όλους τους σπόρους» -μας λέει ο Ιησούς- «αλλά όταν μεγαλώσει είναι ο μεγαλύτερος από τους θάμνους και γίνεται δέντρο» (Ματθ. 13:32). Μας ζητείται να γίνουμε μαγιά, η οποία φουσκώνει υπομονετικά και αθόρυβα, κρυμμένη μέσα στη ζύμη του κόσμου, χάρη στο συνεχές έργο του Αγίου Πνεύματος (πρβλ. Ματθ. 13:33). Το μυστικό της Βασιλείας του Θεού βρίσκεται στα μικρά πράγματα, συχνά αθόρυβα και αθέατα.  Ο Απόστολος Παύλος, του οποίου το ίδιο το όνομα σημαίνει “μικρός”, ζούσε έχοντας εμπιστοσύνη στον Θεό, επειδή δέχτηκε αυτά τα λόγια του Ευαγγελίου στην καρδιά του και τα έκανε μάθημα για τους πιστούς της Κορίνθου: «Η αδυναμία του Θεού είναι ισχυρότερη από τους ανθρώπους»· «ο Θεός επέλεξε το αδύνατο στον κόσμο για να ντροπιάσει το δυνατό» (Α΄ Κορ. 1:25, 27).

Έτσι, αγαπητοί φίλοι, θα σας έλεγα το εξής: Θεωρήστε τo ολιγάριθμο της τοπικής εκκλησίας ευλογία και δεχθείτε το πρόθυμα. Σας προδιαθέτει να εμπιστεύεστε τον Θεό και μόνο τον Θεό. Το να είστε μειοψηφία -και μην ξεχνάτε ότι η Εκκλησία σε όλο τον κόσμο είναι μειοψηφία- δεν σημαίνει ότι είστε ασήμαντοι, αλλά πιο κοντά στο δρόμο που αγαπά ο Κύριος, που είναι αυτός της συστολής: της κένωσης, της ταπείνωσης, της πραότητας, της συγκαταβάσεως του Θεού δια μέσω του Ιησού Χριστό. Ο Ιησούς συγκατατέθηκε ακόμη και να κρυφτεί στην αδυναμία της ανθρώπινης φύσης μας και στις πληγές της σάρκας μας. Μας έσωσε υπηρετώντας μας. Όπως μας λέει ο Παύλος, «Εκένωσε τον εαυτό του, παίρνοντας μορφή δούλου» (Φιλ. 2:7). Πόσο συχνά μπορεί να έχουμε εμμονή με την εξωτερική μας εμφάνιση και την αναγνωρισιμότητά μας, όμως «Η βασιλεία του Θεού δεν έρχεται επιβλητικά, με τρόπο φανερό σε όλους» (Λουκ. 17:20). Έρχεται με τον αφανή, ανεπαίσθητο τρόπο, με τον οποίο πέφτει η απαλή βροχή στο έδαφος. Ας βοηθήσουμε ο ένας τον άλλον να ανανεώσουμε την εμπιστοσύνη μας στο έργο του Θεού και να μη χάσουμε τον ενθουσιασμό της διακονίας. Πάρτε θάρρος, επιμείνετε σε αυτόν τον δρόμο της ταπεινοφροσύνης, του μικρού φυράματος!

Θα ήθελα τώρα να επισημάνω μια δεύτερη αντίδραση που επέδειξε ο Παύλος ενώπιον του Αρείου Πάγου, και αυτή είναι η αποδοχή, η εσωτερική κλίση που είναι απαραίτητη για τον Ευαγγελισμό. Μια στάση αποδοχής δεν προσπαθεί να καταλάβει τον χώρο και τη ζωή των άλλων, αλλά να σπείρει τα καλά νέα στο έδαφος της ζωής τους. Μαθαίνει να αναγνωρίζει και να εκτιμά τους σπόρους που ο Θεός έχει ήδη φυτέψει στις καρδιές τους, πριν εμφανιστούμε εμείς στη σκηνή. Ας θυμόμαστε ότι ο Θεός πάντα προηγείται από εμάς, ο Θεός πάντα σπέρνει πριν από εμάς. Ο Ευαγγελισμός δεν έχει να κάνει με το να γεμίσουμε ένα άδειο δοχείο. Έχει να κάνει τελικά με το να φέρουμε στο φως αυτό που ο Θεός ήδη έχει αρχίσει να υλοποιεί. Και αυτή ήταν η αξιοσημείωτη παιδαγωγική που υιοθέτησε ο Απόστολος με τους Αθηναίους. Δεν τους το είπε: «Τα έχετε όλα λάθος», ή «Τώρα θα σας διδάξω την αλήθεια». Αντιθέτως, ξεκίνησε αποδεχόμενος το θρησκευτικό τους πεποιθήσεις λέγοντάς τους: «Άνδρες Αθηναίοι, αντιλαμβάνομαι ότι με κάθε τρόπο είστε πολύ θρησκευόμενοι. Διότι καθώς περνούσα και παρατηρούσα τα αντικείμενα λατρείας σας, βρήκα έναν βωμό με την εξής επιγραφή: “Σε έναν άγνωστο θεό”» (Πράξεις 17:22-23). Αντλεί από την πλούσια κληρονομιά των Αθηναίων. Ο Απόστολος απευθύνεται με αξιοπρέπεια στους ακροατές του και καλωσορίζει τη θρησκευτικότητά τους. Παρόλο που οι δρόμοι της Αθήνας ήταν γεμάτοι είδωλα, γεγονός που τον είχε κάνει να «στενοχωρηθεί βαθιά» (εδ. 16), ο Παύλος αναγνώρισε την επιθυμία για τον Θεό που ήταν κρυμμένη στις καρδιές αυτών των ανθρώπων και θέλησε απαλά να μοιραστεί μαζί τους το εκπληκτικό δώρο της πίστης. Δεν επέβαλε· πρότεινε. Ο τρόπος προσέγγισής του δεν βασίστηκε ποτέ στον προσηλυτισμό, αλλά στην πραότητα του Ιησού. Αυτό ήταν δυνατό επειδή ο Παύλος είχε μια πνευματική αντίληψη της πραγματικότητας. Πίστευε ότι το Άγιο Πνεύμα εργάζεται στην ανθρώπινη καρδιά πάνω και πέρα από τις θρησκευτικές ετικέτες. Αυτό το ακούσαμε στη μαρτυρία που έδωσε ο Ρόκο. Κάποια στιγμή τα παιδιά απομακρύνονται από τη έμπρακτη θρησκευτικότητα, όμως το Άγιο Πνεύμα συνεχίζει να κάνει το έργο του και έτσι συνεχίζουν να πιστεύουν στην ενότητα και στην αδελφοσύνη με τους άλλους. Το Άγιο Πνεύμα κάνει πάντα περισσότερα από αυτά που μπορούμε να δούμε εξωτερικά. Ας μην το ξεχνάμε αυτό. Σε κάθε εποχή, η στάση του αποστόλου ξεκινά με την αποδοχή των άλλων. Διότι «η χάρη προϋποθέτει τον πολιτισμό, και το δώρο του Θεού ενσωματώνεται στον πολιτισμό εκείνων που το δέχονται» (Evangelii Gaudium, 115). Δεν υπάρχει αφηρημένη χάρη που πετάει πάνω από το κεφάλι μας. Η χάρη ενσαρκώνεται πάντα σε έναν πολιτισμό.

Αναφερόμενος στην επίσκεψη του Παύλου στον Άρειο Πάγο, ο Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ’ σημείωσε ότι πρέπει να έχουμε στην καρδιά μας εκείνους που είναι αγνωστικιστές ή άθεοι, αλλά να φροντίζουμε, όταν μιλάμε για νέο ευαγγελισμό, να μην τους αποθαρρύνουμε να πλησιάσουν. «Δεν θέλουν να δουν τον εαυτό τους ως στόχο της ιεραποστολής, ούτε θέλουν να εγκαταλείψουν την ελευθερία της σκέψης και της βούλησής τους» (Ομιλία στη Ρωμαϊκή Κουρία, 21 Δεκεμβρίου 2009).  Σήμερα καλούμαστε κι εμείς να καλλιεργήσουμε μια στάση καλωσορίσματός τους στην Εκκλησία, μία φιλόξενη στάση, μια καρδιά που επιθυμεί να δημιουργήσει επικοινωνία παρά τις ανθρώπινες, πολιτισμικές ή θρησκευτικές διαφορές. Η πρόκληση είναι να αναπτύξουμε μια έντονη θετική επιθυμία για το σύνολο, το οποίο μπορεί να μας οδηγήσει -καθολικούς, ορθόδοξους, αδελφούς και αδελφές άλλων δογμάτων, αλλά και τους αγνωστικιστές αδελφούς και αδελφές μας, όλους- να ακούμε ο ένας τον άλλον, να οραματιζόμαστε και να εργαζόμαστε μαζί, να καλλιεργούμε το “μυστήριο” της αδελφοσύνης (βλ. Evangelii Gaudium, 87). Οι πληγές του παρελθόντος παραμένουν στην πορεία προς έναν τέτοιο καλοδεχούμενο διάλογο, αλλά ας αγκαλιάσουμε με θάρρος τη σημερινή πρόκληση!

Αγαπητοί αδελφοί και αδελφές, εδώ σε ελληνικό έδαφος, ο Άγιος Παύλος έδειξε την γαλήνια εμπιστοσύνη του στον Θεό και αυτό τον έκανε ανοιχτό και δεκτικό απέναντι στους Αρεοπαγίτες που ήταν καχύποπτοι απέναντί του. Με αυτό το πνεύμα, ο Παύλος διακήρυξε τον άγνωστο στους ακροατές του Θεό. Μπόρεσε έτσι να παρουσιάσει το πρόσωπο ενός Θεού, ο οποίος με τον Ιησού Χριστό έσπειρε στην καρδιά του κόσμου τον σπόρο της Ανάστασης, το παγκόσμιο δικαίωμα στην ελπίδα, που είναι ανθρώπινο δικαίωμα – το δικαίωμα στην ελπίδα. Όταν ο Παύλος διακήρυξε αυτά τα καλά νέα, οι περισσότεροι από αυτούς τον κορόιδεψαν και πήραν τον δρόμο τους. Ωστόσο, «μερικοί τον ακολούθησαν και έγιναν πιστοί· μεταξύ αυτών και ο Διονύσιος, μέλος του Αρείου Πάγου, μια γυναίκα με το όνομα Δάμαρις και άλλοι» (Πράξεις 17:34). Η πλειοψηφία έφυγε· ένα μικρό υπόλοιπο ακολούθησε τον Παύλο, συμπεριλαμβανομένου του Διονυσίου, από τον οποίο πήρε το όνομά του αυτός ο καθεδρικός ναός. Ένα μικρό υπόλοιπο! Όμως έτσι πλέκει ο Θεός τα νήματα της ιστορίας, από εκείνες τις ημέρες μέχρι τις δικές μας. Είναι η διακαής επιθυμία μου να συνεχίσετε αυτό το έργο στο ιστορικό “εργαστήρι” της πίστης σας, και να το κάνετε με τη βοήθεια αυτών των δύο συστατικών, της απόλυτης εμπιστοσύνης και της αποδοχής, ώστε να απολαύσετε το Ευαγγέλιο ως εμπειρία χαράς αλλά και ως εμπειρία αδελφοσύνης. Είμαι κοντά σας με στοργή και προσευχή. Και σας ζητώ, σας παρακαλώ, να μην ξεχάσετε να προσεύχεστε για μένα. [Στα ελληνικά: Ο Θεός να σας ευλογεί!].

 

Καθεδρικός ναός του Αγίου Διονυσίου στην Αθήνα

Σάββατο, 4 Δεκεμβρίου 2021

 

Θεματολογικές ετικέτες

Αφήστε μια απάντηση