Κατήχηση

Όσκαρ Ρομέρο: Η φωνή όσων δεν είχαν φωνή

Της Ειρήνης Κουτελάκη

δημοσιεύθηκε στο τεύχος αρ. 1114 του περιοδικού «Ανοιχτοί Ορίζοντες» (διμηνιαίο καθολικό περιοδικό κοινωνικού και θρησκευτικού προβληματισμού των Ιησουιτών).

 

ΕΝΘΕΤΑ (λόγια που είπε)

«Ως χριστιανός δεν πιστεύω σε έναν θάνατο χωρίς ανάσταση. Εάν με σκοτώσουν, θα αναστηθώ στο λαό του Ελ Σαλβαδόρ. Η φωνή μου θα εξαφανιστεί, αλλά ο λόγος μου, που είναι [ο λόγος] του Χριστού, θα παραμείνει»

«Ένας επίσκοπος μπορεί να πεθάνει, αλλά η εκκλησία του Θεού, που είναι ο λαός, δεν θα πεθάνει ποτέ».

«Μια Εκκλησία που δεν διώκεται, αλλά στην πραγματικότητα απολαμβάνει τα προνόμια και την υποστήριξη του κόσμου, είναι μια Εκκλησία που θα πρέπει να φοβάται, διότι δεν είναι η αληθινή Εκκλησία του Ιησού Χριστού»

«Θα ήταν θλιβερό, σε μια χώρα όπου υπάρχουν τόσες φρικτές δολοφονίες, να μην υπήρχαν ιερείς ανάμεσα στα θύματα»

 

Από τότε που ανέλαβε τη διακονία του ως ποντίφικας το 2013, ο πάπας Φραγκίσκος, ο πρώτος πάπας από τη Λατινική Αμερική, είχε καταστήσει σαφές ότι θα υπερασπιζόταν σθεναρά την ανακήρυξη του Αρχιεπισκόπου Όσκαρ Ρομέρο ως αγίου. Το 2015, ο Όσκαρ Ρομέρο ανακηρύχθηκε μακάριος. Υπήρξε αρχιεπίσκοπος της πόλης Σαν Σαλβαδόρ, πρωτεύουσας του Ελ Σαλβαδόρ. Την Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2018, κατά την επίσημη Θεία Λειτουργία ανακήρυξης του Όσκαρ Ρομέρο ως αγίου, ο Πάπας φόρεσε την αιματοβαμμένη ζώνη του αρχιεπισκόπου του Ελ Σαλβαδόρ, που πυροβολήθηκε στις 24 Μαρτίου 1980, με εντολή της τότε κυβέρνησης, ενώ τελούσε τη Θεία Λειτουργία στο παρεκκλήσιο ενός νοσοκομείου ανιάτων, όπου και διέμενε. Ήταν εποχή ενός ακήρυχτου εμφύλιου πολέμου με θύματα κυρίως τους φτωχούς αγρότες από παραστρατιωτικούς του καθεστώτος στη χώρα. Την προηγουμένη της δολοφονίας του, με συγκινητικά λόγια είχε κάνει έκκληση στους στρατιώτες και σε χαμηλά ισταμένους αστυνομικούς, να μην υπακούν σε ανήθικες εντολές ανωτέρων τους:

«Αδελφοί μου, προέρχεστε από τον ίδιο τον λαό σας. Σκοτώνετε τα αδέλφια σας, τους χωρικούς, ενώ κάθε ανθρώπινη εντολή εκτέλεσης πρέπει να υποτάσσεται στο νόμο του Θεού που λέει: Ου φονεύσεις. Κανένας στρατιωτικός δεν είναι υποχρεωμένος να υπακούσει μια εντολή αντίθετη με τον νόμο του Θεού. Κανείς δεν χρειάζεται να υπακούσει έναν ανήθικο νόμο. Έχει έρθει η ώρα να βάλετε πρώτα  τη συνείδησή σας και να υπακούσετε στη συνείδησή σας και όχι σε κάποια αμαρτωλή εντολή. Η εκκλησία που υποστηρίζει τα δικαιώματα του Θεού, την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, την αξιοπρέπεια του ατόμου, δεν μπορεί να σιωπήσει μπροστά σε ένα τέτοιο βδέλυγμα. Θέλουμε η κυβέρνηση να αντιμετωπίσει το γεγονός ότι οι μεταρρυθμίσεις δεν έχουν αξία αν πρόκειται να εφαρμοστούν με τίμημα τόσο πολύ αίμα. Στο όνομα του Θεού, στο όνομα αυτού του λαού που υποφέρει και που οι κραυγές του υψώνονται όλο και πιο δυνατά προς τον ουρανό κάθε μέρα, σας παρακαλώ, σας ικετεύω, σας διατάζω στο όνομα του Θεού: σταματήστε την τυραννία».

Τι συνέβαινε στη χώρα;
Το 1979 γίνεται στρατιωτικό πραξικόπημα στο Ελ Σαλβαδόρ: το δικτατορικό καθεστώς εξαπέλυσε  παραστρατιωτικές ομάδες που βασάνιζαν, δολοφονούσαν και εξαφάνιζαν τα ίχνη εκείνων που θεωρούσε πολιτικούς αντιπάλους του. Οι συγκρούσεις με τις ομάδες ανταρτών της αριστεράς μετατράπηκαν σε έναν καταστροφικό εμφύλιο πόλεμο, που αιματοκύλησε το λαό της χώρας. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, οι κληρικοί υπεράσπιζαν σθεναρά τους φτωχούς της χώρας και αναπτύχθηκε η «Θεολογία της Απελευθέρωσης», θεολογικό ρεύμα που υποστήριζε τα κοινωνικά αιτήματα των φτωχών και των καταπιεσμένων της χώρας. Για τους παραστρατιωτικούς, οι κληρικοί αποτελούσαν στόχο δολοφονίας, καθώς οι ακροδεξιοί θεωρούσαν ότι οι ιερείς ταυτίζονταν με τους φτωχούς και τα αιτήματά τους και, συνεπώς, αποτελούσαν εχθρούς του καθεστώτος.

 Στην επισκοπή του ο αρχιεπίσκοπος Ρομέρο αντιμετώπισε την φτώχεια και την καταπίεση των αγροτών από το δικτατορικό καθεστώς, το οποίο βασάνιζε και δολοφονούσε αθώους, επιχειρώντας να καταπνίξει κάθε φωνή διαμαρτυρίας. Η δολοφονία του γραμματέα του, του πατέρα Ρουτίλο Γκράντε, τον οποίο ο Ρομέρο εκτιμούσε και θεωρούσε άγιο άνθρωπο, τον έπεισε ότι όφειλε να ακολουθήσει το δρόμο του μαρτυρίου. Έτσι έγινε ο υπερασπιστής των καταπιεσμένων, η φωνή εκείνων που δεν είχαν φωνή, η συνείδηση του λαού. Είχε δημιουργήσει πέντε ραδιοφωνικούς σταθμούς, ώστε να μεταδίδεται το κήρυγμά του στους αγρότες – όποτε δεν τους σαμποτάριζε το καθεστώς. Επέκρινε με παρρησία τη βία και τις αδικίες που διαπράττονταν εκείνη την εποχή κατά του λαού του Ελ Σαλβαδόρ, και έχασε τη ζωή του από όσους μισούσαν την πίστη του και την θαρραλέα  υπεράσπιση των καταπιεσμένων, των φτωχών και των αδικημένων της χώρας του. Υποστήριζε τους κατατρεγμένους, τα θύματα των βιαιοπραγιών και τις οικογένειές τους, κατήγγελλε ανοιχτά το καθεστώς και είχε προβεί σε τολμηρές κινήσεις, όπως την αποστολή επιστολής στον αμερικανό πρόεδρο Τζίμι Κάρτερ, τον Φεβρουάριο του 1980, με την οποία του ζητούσε να σταματήσει την παροχή στρατιωτικής βοήθειας και υποστήριξης στο δικτατορικό καθεστώς του Ελ Σαλβαδόρ. Μετά από αποτυχημένες απόπειρες δολοφονίας του, τελικά οι σφαίρες του δολοφόνου τον έριξαν νεκρό μέσα στον ιερό ναό. Όμως, η προσπάθεια αποσιώπησής του έφερε το αντίθετο αποτέλεσμα – η φωνή του Όσκαρ Ρομέρο διαδόθηκε σε κάθε γωνιά της γης και το μήνυμά του έδωσε έμπνευση και ελπίδα σε πολλούς. Αψήφησε ακόμη και την προσωπική του ασφάλεια, ώστε να προσφέρει τη ζωή του σύμφωνα με το Ευαγγέλιο, μένοντας κοντά στους φτωχούς και με την καρδιά του στραμμένη στον Ιησού και στους αδελφούς του. Η επιρροή του παραμένει ζωντανή μέχρι και σήμερα στις νεότερες γενιές.

Για τη δολοφονία του Όσκαρ Ρομέρο δεν παραπέμφθηκε ποτέ κανείς στη δικαιοσύνη όλα αυτά τα χρόνια.  Το Μάιο του 2017, η υπόθεση άνοιξε ξανά, ένα χρόνο μετά την κατάργηση ενός αμφιλεγόμενου νόμου αμνηστίας του 1993, που απαγόρευε ποινικές δίκες σχετικές  με τον αιματηρό εμφύλιο πόλεμο της χώρας, έναν πόλεμο με 75.000 νεκρούς από το 1980 ως το 1992. Την Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2018, ο δικαστής Rigoberto Chicas υποστήριξε ότι υπάρχουν επαρκείς αποδείξεις κατηγορίας του 78 ετών πρώην στρατιωτικού, Alvaro Rafael Saravia, που θεωρείται ύποπτος εδώ και δεκαετίες για την εντολή δολοφονίας του Αρχιεπισκόπου Ρομέρο το 1980, και διέταξε την αστυνομία και την Ιντερπόλ να ερευνήσουν την περίπτωσή του.

 

Μια θυσία που έφερε πλούσιο καρπό

Ο Όσκαρ Ρομέρο έβλεπε τον αγώνα για δικαιοσύνη στην χώρα του ως αγώνα κατά των δυνάμεων που δεν ήταν απλώς πολιτικές και οικονομικές, αλλά δαιμονικές. Τον έβλεπε ως αγώνα κατά των δυνάμεων της αμαρτίας. Γνώριζε ότι τέτοιες δυνάμεις είχαν οδηγήσει τον Ιησού Χριστό στον θάνατο, αλλά πίστευε επίσης και στην ανάσταση του Ιησού, τη νίκη του επί των δυνάμεων αυτών που αρχικά φαίνονταν να έχουν υπερισχύσει.
Η σημασία του επισκόπου Ρομέρο στη ζωή του Ελ Σαλβαδόρ μέχρι και σήμερα είναι αδιαμφισβήτητη. Οι σχεδόν τέσσερις δεκαετίες που πέρασαν από τον θάνατό του, δεν έχουν μειώσει σε καμία περίπτωση την εικόνα του, αλλά μάλλον υπογράμμισαν τη ζωντανή παρουσία του. Ο αρχιεπίσκοπος Ρομέρο  αποτελεί κομβικό σημείο αναφοράς της εθνικής και εκκλησιαστικής ζωής της χώρας, ακόμη και για όσους τον απορρίπτουν, αφού δεν μπορούν παρά να αναγνωρίσουν τη σημασία του για τη χώρα, αλλά και για τον κόσμο. Σε μια κοινωνία που ταλανίζεται από τη βία, τη μαζική μετανάστευση, την ανισότητα και τη φτώχεια, καθώς και από μια κοινωνική και πολιτική ανευθυνότητα, ο Όσκαρ Ρομέρο αποτελεί μορφή-ορόσημο. Παρόλο που οι ιστορικές περιστάσεις της χώρας σήμερα δεν είναι ίδιες μ’ εκείνες που επικρατούσαν πριν από σαράντα χρόνια, όταν είχε ξεκινήσει τη διακονία του ως αρχιεπίσκοπος, το μήνυμά του δεν έχει χάσει μέχρι σήμερα την ισχύ του. Τότε η χώρα έμπαινε σε μια περίοδο αιματηρού και αμείλικτου εμφύλιου πολέμου. Σήμερα επικρατεί μια γενικευμένη βία, και πρωταγωνιστές δεν είναι μόνο οι οργανωμένες συμμορίες νέων που εγκληματούν και επιδίδονται σε εμπόριο ναρκωτικών, αλλά επίσης τοπικές και διεθνείς εγκληματικές οργανώσεις, έμποροι ναρκωτικών και διακινητές ανθρώπων, αλλά και άνθρωποι της λεγόμενης «κοινωνίας πολιτών» που δυσκολεύονται να λύσουν τις διαφορές τους χωρίς να καταφύγουν σε διάφορες μορφές βίας. Ο αρχιεπίσκοπος Ρομέρο είχε προβλέψει καθαρά τις συνέπειες του εμφυλίου πολέμου, που, παρότι τελείωσε με τις ειρηνευτικές συμφωνίες του 1992, άφησε την κοινωνία του Ελ Σαλβαδόρ να παλεύει με τον εαυτό της. Η κοινωνία της χώρας χρειάζεται συμφιλίωση και διαρκή ειρήνη, και ο Αρχιεπίσκοπος Ρομέρο δείχνει κάποιους δρόμους προς τη συμφιλίωση, την κοινωνική και την προσωπική ειρήνη.
Η φτώχεια και η κοινωνική ανισότητα εξανάγκασαν το 1/3 της χώρας να μεταναστεύσει, με όλη την οδύνη που φέρνει μια τέτοια δύσκολη απόφαση για τις οικογένειες: χωρισμούς, μεγάλες αποστάσεις με όσους μένουν πίσω, οικονομική αφαίμαξη, δυσκολίες στην ένταξη όσων κατάφεραν να φύγουν, δύσκολες συνθήκες ζωής και εργασίας, διωγμούς των μεταναστών, απελπισία και φόβο, μοναξιά και νοσταλγία. Στην αγωνία και τον πόνο που προκαλούν αυτές οι πληγές, ο Όσκαρ Ρομέρο ξεχωρίζει ως συμπονετικός και εγγύς ποιμένας προς όσους ζουν μέσα στην αβεβαιότητα. Οι επανειλημμένες εκκλήσεις του να εργαστούν οι άνθρωποι του Ελ Σαλβαδόρ για τη δικαιοσύνη και για την οικοδόμηση της αδελφοσύνης, εξακολουθούν να αντηχούν μέχρι και σήμερα. Έως τις μέρες μας, το όραμά του και τα λόγια του μπορούν να καταγγείλουν την αμαρτία, να καλέσουν σε μεταστροφή και να εγείρουν την ελπίδα εκεί όπου επικρατούν η απογοήτευση και η ματαίωση.
Η παράδοση που ξεκίνησε κατά τη διακονία του, ύστερα από σαράντα χρόνια, έχει περάσει πλέον στη νέα γενιά, και συνεχίζει να έχει τη δύναμη να ενώνει μαζί τους νέους, που έχουν επίσης βρει στο πρόσωπό του έναν ανθρώπινο και πράο ποιμένα, δεσμευμένο να μεταμορφώσει τις άδικες και βίαιες δομές, γιατί, παραδόξως, έχει κάτι σημαντικό να πει στη σημερινή νεολαία που ζει βυθισμένη σε έναν κοσμικό και τεχνολογικό πολιτισμό. Το παράδειγμα της ζωής και του μηνύματός του αγγίζει χιλιάδες νέους, που ενώ μπορεί να μην αντιλαμβάνονται καθαρά τη θεολογική και ποιμαντική σημασία του, αναμφίβολα νιώθουν ότι τους ανοίγει ορίζοντες που ο κόσμος όπου ζουν δεν μπορεί να τους προσφέρει.
Η Εκκλησία του Ελ Σαλβαδόρ καλλιεργεί την παράδοση του Αρχιεπισκόπου Ρομέρο και μαζί του, την παράδοση του μαρτυρίου ιερέων, ανδρών και γυναικών μοναχών, και ανθρώπων που εργάζονται στην ποιμαντική. Ίσως αυτή η παράδοση να είναι η πιο πολύτιμη συνεισφορά της Εκκλησίας του Ελ Σαλβαδόρ στην Εκκλησία ανά τον κόσμο και στον ίδιο τον κόσμο. Δίνει μαρτυρία της γενναιοδωρίας και της απόλυτης εμπιστοσύνης στον Θεό.

Η ιστορία του Όσκαρ Ρομέρο ακούγεται ακόμη με μεγάλο ενδιαφέρον. Γιατί; Η απάντηση είναι απλή, αλλά και βαθιά: η δύναμη του Όσκαρ Ρομέρο πηγάζει από την πιστότητά του στην ζωή των ανθρώπων που η Εκκλησία εμπιστεύθηκε στη φροντίδα και την καθοδήγησή του. Δεν υπέκυψε μπροστά στις στρατιωτικές, πολιτικές, οικονομικές, ακόμη και εκκλησιαστικές πιέσεις να αποσυρθεί από αυτό που θεωρούσε θέλημα του Θεού για εκείνον. Ούτε και οι απειλές κατά της ζωής του κατάφεραν να τον αποτρέψουν από την πορεία του. Δεν αρνήθηκε τον διάλογο με κανέναν, ακόμη και με εκείνους που τον εξύβριζαν και του επιτίθεντο. Έκανε δικό του τον πόνο των φτωχών, των διωγμένων και των εγκαταλειμμένων. Τους απέδειξε την πιστότητα και την αγάπη του. Τους μιλούσε για τον Ιησού, που καταδικάζει την αδικία και τη βία, αλλά και που προσφέρει ανιδιοτελή συγχώρηση και ευσπλαχνία.
Πέρα από την ανακήρυξή του σε άγιο από την Καθολική Εκκλησία, ο Όσκαρ Ρομέρο δεν θα ξεχαστεί με τα χρόνια, διότι υπήρξε πιστός στην αποστολή του να κηρύξει τη βασιλεία του Θεού στο λαό του Ελ Σαλβαδόρ, που είχε καταστραφεί από την αδικία και την ωμή βία, αλλά και έδειξε πίστη σ’ εκείνον το λαό που αναζητούσε ένα όραμα που θα του έδινε λόγους να ελπίζει. Ο αρχιεπίσκοπος Ρομέρο έχει απόλυτη σχέση με τον Θεό του Ιησού Χριστού, που εξακολουθεί να αναζητά μια ανθρωπότητα βασανισμένη από την πλεονεξία και τη βία, αλλά και μια ανθρωπότητα που, χωρίς να το συνειδητοποιεί, λαχταρά τη συγχώρηση και την συμπόνια…

Αφήστε μια απάντηση