Γενικού ενδιαφέροντος

Πανδημία και Εκκλησία

Δεν μπορώ να κάνω ρεπορτάζ, δεν μπορώ δηλαδή να υποκριθώ ουδέτερο βλέμμα. Γράφω ως πιστός, του οποίου η κοινωνική στάση διαμορφώνεται από την πίστη του και όχι παρά την πίστη του. Και γράφω με οδύνη και με δίψα.

Ξεκινώ με την οδύνη. Αφορά την αθλιότητα που μαστίζει το σπιτικό μου – την Εκκλησία. Από τις αρχές Μαρτίου ξεκίνησε μια απίστευτη σύγκρουση στα σπλάχνα του εκκλησιαστικού και θεολογικού χώρου. Ο χώρος αυτός είναι πολύ σύνθετος. Δεν μονοπωλείται από τους επισκόπους, ούτε από τους μισαλλόδοξους που είναι οι αγαπημένοι των ΜΜΕ. Για κάθε προβληματισμένο άνθρωπο λοιπόν αποτελεί λοιπόν ασύγγνωστη ελαφρότητα η παραγνώριση αυτής της συνθετότητας.

Από τη μια, εκκλησιαστικοί άνθρωποι εκφράζουν με εκκωφαντική ένταση μαγικές εννοήσεις της θρησκευτικής ζωής, από τον ισχυρισμό ότι μέσα στον ναό ουδεμία ισχύ έχει ο ιός, μέχρι την απόφανση ότι η μάσκα εμποδίζει τη σχέση πιστού και Θεού. Το ενδιαφέρον (το οδυνηρά ενδιαφέρον) εδώ είναι το γεγονός ότι αυτές οι εννοήσεις διατυπώνονται στο όνομα της ακραιφνούς ευσέβειας, κι όμως αποτελούν βάναυση στρέβλωσή της! Ουδέποτε δίδαξε ο Χριστιανισμός ότι σταματά η αναμέτρηση με τη θνητότητα μέσα στην ιστορία. Αντιθέτως, καυχάται για την παράδοξη νίκη των μαρτύρων (δηλαδή αυτών που βίωσαν εντελώς την ευαλωτότητα μένοντας απροσκύνητοι) και για αγίους που πέθαναν ασθενείς και αθεράπευτοι, δεξιωνόμενοι στο έπακρο το μυστήριο του πανανθρώπινου πόνου. Η προσδοκία της Ανάστασης αφορά –ας το πω έτσι– τη μεταϊστορία.

Από την άλλη, κατατίθενται (πάντα εντός του εκκλησιαστικού και θεολογικού χώρου) ρηξικέλευθες προτάσεις για τη δυνατότητα συνέχισης της εκκλησιαστικής ζωής με αλλαγές στους τρόπους έκφρασής της. Αυτό είναι καίριο σημείο της τρέχουσας τιτανομαχίας, καθόσον για άλλους οι τρόποι είναι κάτι ιερό που δεν επιδέχεται αλλαγή (πράγμα που όμως διαψεύδεται και από την ιστορία και από τη θεολογία), ενώ για άλλους υπάρχει διάκριση μεταξύ του μυστηρίου καθαυτό και των τρόπων τέλεσής του. Σύμφωνα με τη δεύτερη οπτική, οι τρόποι οφείλουν μεν να είναι οι κατάλληλοι ώστε να εκφράζουν (και να μη στρεβλώνουν) το νόημα, αλλά πάντως δεν ταυτίζονται με το νόημα. Όποτε οι τρόποι αναγορεύονται σε ιερούς και αμετάβλητους, έχουμε απλώς ειδωλολατρία στα σπλάχνα του χώρου ο οποίος υποτίθεται ότι οφείλει να είναι κατεξοχήν αντι-ειδωλολατρικός. Η θεολογική συζήτηση έχει πιάσει από την πρώτη στιγμή και το θέμα της θείας Κοινωνίας. Ο πιστός φυσικά εμπιστεύεται το μυστήριο ως αυτοπρόσωπη παρουσία του Θεού του. Όμως αυτό δεν μπορεί να ζητηθεί να γίνει αξίωμα όλης της κοινωνίας. Η συζήτηση συνεπώς αφορά τους τρόπους με τους οποίους δύναται να συνεχιστεί η Κοινωνία, χωρίς να δημιουργεί υπόνοιες για κίνδυνο μετάδοσης του ιού. Αυτό αποτελεί εκκρεμότητα πρωτίστως για την Εκκλησία. Δεν περιμένουμε από το κράτος να την κατανοεί. Η κυβέρνηση αντιμετωπίζει το θέμα εμμέσως, με ολοσχερές κλείσιμο, ουσιαστικά, των ναών. Σύμφωνα με την Κοινή Υπουργική Απόφαση η λατρεία τελείται αποκλειστικά από τον ιερέα «και το αναγκαίο βοηθητικό προσωπικό χωρίς την παρουσία άλλων φυσικών προσώπων». Τα περί «βοηθητικού προσωπικού» αποτυπώνουν μια ιεροκρατική αντίληψη, πόρρω απέχουσα από την χριστιανική συνείδηση ότι κανονικά οι πιστοί δεν είναι ούτε θεατές ούτε καταναλωτές, αλλά συλλειτουργοί.

Ενδεικτικά σημειώνω τρεις συλλογικές εκδόσεις που αποτυπώνουν αυτή την τιτανομαχία: 1) Η Εκκλησία σε περίοδο πανδημίας. Μπορεί η παρούσα κρίση να οδηγήσει την Ορθόδοξη Εκκλησία σε λειτουργική αναγέννηση; (εκδ. CEMES, Θεσσαλονίκη). 2) Καιρός του ποιήσαι. Η Ορθοδοξία ενώπιον της πανδημίας του κορωνοϊού (εκδ. Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου). 3) περιοδικό «Σύναξη», αφιέρωμα Πανδημία (θα κυκλοφορήσει τον Δεκέμβριο).

Μιλώ ηθελημένα για τιτανομαχία. Οι απόψεις πολύ συχνά διατυπώνονται με σταυροφορική επιθετικότητα, και πολλοί ιερείς που  προσπάθησαν να τηρήσουν μια στάση γεμάτη έγνοια για το υγειονομικό πρόβλημα (π.χ. ζητώντας από τους πιστούς να μην τους φιλούν το χέρι ή κοινωνώντας τους πιστούς χωρίς τα χείλη να αγγίζουν το κουταλάκι), στοχοποιήθηκαν από μερίδα θρησκευόμενων και συκοφαντήθηκαν ως μειοδότες της πίστης. Είναι ανοιχτά όλα αυτά τα ζητήματα, μα η Ιερά Σύνοδος είναι ανήμπορη να τα συζητήσει, προφανώς διότι οι φυγόκεντρες τάσεις είναι ισχυρές. Ουσιαστικά η Σύνοδος περιορίζεται στο να διαβιβάζει στις Μητροπόλεις τις Κοινές Υπουργικές Αποφάσεις με τα μέτρα της κυβέρνησης, συνοδεύοντάς τες με δικό της μήνυμα για μια σωστή έμφαση στο χρέος της αγάπης και της ευθύνης για τους άλλους. Αυτά όμως, παρόλο που εμφανίζουν την Ιεραρχία να κινείται με ηπιότητα, στερούν τη δυνατότητα για μια πολιτική (όχι κομματική) κριτική των κρατικών χειρισμών (κριτική η οποία κατά τη γνώμη μου ανήκει στη φύση της θεολογίας).

Περνώ στον δεύτερο άξονά μου, τη δίψα. Είναι μια δίψα τυραννική, γιατί νερό δεν φαίνεται στον ορίζοντα. Είναι η δίψα για μια συζήτηση της προκοπής όσον αφορά τον δημόσιο χώρο και την πολυτιμότητά του. Ζούμε μία τρέλα, όταν όσοι είναι ταγμένοι στην διακονία αξιών πέρα από την ξερή επιβίωση (ταγμένοι δηλαδή στη διακονία οραμάτων τα οποία δίνουν νόημα στη ζωή και την ξεκολλάνε από τον βούρκο της κτηνώδους επιβίωσης) δεν μπορούν να κατακτήσουν ένα κοινό γλωσσάρι! Πώς είναι δυνατό η Αριστερά να μην καταλαβαίνει ότι η θρησκεία δεν είναι ατομική υπόθεση, αλλά ζήτημα του δημόσιου χώρου; Πώς είναι δυνατό οι θρησκευόμενοι να μην καταλαβαίνουν πόσο πολύτιμες είναι οι πολιτικές δράσεις στον δρόμο; Στη θεωρία τους αμφότερες οι πλευρές επισημαίνουν τον κίνδυνο της περιχαράκωσης στην εγωπάθεια, αμφότερες καταφάσκουν τη σημασία της ενσώματης σχεσιακής ζωής σε αντίθεση με την ψηφιοποίησή της. Και όμως αμφότερες οι πλευρές (μιλώ για την κυρίαρχη πραγματικότητα) έχουν δειχτεί ανίκανες να βγουν από τον αυτισμό, την αυτοαναφορικότητα και τον συντεχνιασμό τους. Αμφότερες θεωρούν ζωτικής σημασίας για τον εαυτό τους τη λιτανεία / πορεία, αλλά περιέρχονται σε υστερία όταν δουν την πορεία / λιτανεία του άλλου! Και δε συνηγορώ υπέρ ναρκισσιστικών περιπτώσεων συναθροίσεων όπου οι συνδαιτυμόνες καμώνονται τους άτρωτους και περιφρονούν τις μάσκες και τις αποστάσεις. Αυτές είναι απερίφραστα καταδικαστέες. Αναζητώ κάτι άλλο: Μια εχέφρονα και από κοινού υπεράσπιση του κοινωνικού και του δημόσιου. Συγχωρέστε με, αλλά η πρώτη πορεία που απαγορεύτηκε ήταν η περιφορά του Επιταφίου, επτά μήνες πριν από την απαγόρευση της πορείας του Πολυτεχνείου. Πόση μοναξιά, πια, πρέπει να νιώσουμε όσοι πιστεύουμε ότι για την πολυτιμότητα του κοινωνικού και του δημόσιου δεν απαιτείται συμφωνία πίστεων, αλλά κοινά κριτήρια και κοινό γλωσσάρι έγνοιας για την ύπαρξη του άλλου;

Έχουμε ακόμη δρόμο. Όχι απλώς για το εμβόλιο. Αλλά για την άσκηση στην αναμέτρηση για τα ουσιώδη της ζωής.

Θανάσης Ν. Παπαθανασίου

Δρ. Θεολογίας, αν. καθηγητής της Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Αθήνας

Αρχισυντάκτης του περιοδικού «Σύναξη»

 

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Η Εποχή», 28/29 Νοεμβρίου 2020

Αφήστε μια απάντηση