Κατήχηση, Ομιλία

Πίστη και Αμφιβολία

Θα μου επιτρέψετε να ξεκινήσω με τρία παραδείγματα σχετικά με το θέμα μας, «πίστη και αμφιβολία». Το 1996 ο δημοσιογράφος Νοέλ Κοπαίν δημοσιεύει ένα βιβλίο, που βρήκε σημαντική απήχηση. Τίτλος του: «Αμφιβάλλω, άρα πιστεύω».

Το βιβλίο αυτό είχε ως αφετηρία την τραγωδία στη Ρουάντα και αποτύπωνε την αδυναμία του πιστού να κατανοήσει εκείνη τη γενοκτονία. Τα ερωτήματα που έθετε ο συγγραφέας ήταν, παραθέτω: «Το ερώτημα για την σιωπή του Θεού μέσα στη σιωπή του θανάτου και το ερώτημα της αέναης σύγκρουσης ανάμεσα στην πίστη σε ένα Θεό της καλοσύνης και στο πρόβλημα του Κακού». Ο Κοπαίν κατέληγε λέγοντας, ότι ο στοχασμός του πάνω σε αυτό το δράμα δεν τον οδήγησε στο να αρνηθεί την πίστη του, αλλά στο συμπέρασμα ότι, κατά τη γνώμη του, η πίστη χρειάζεται να συγκλονίζεται από την αμφιβολία για να δυναμώνει. Δυο συμπεράσματα μπορούμε λοιπόν να συναχθούν από αυτό το βιβλίο. Το πρώτο, ότι η πίστη δεν είναι μια σταθερή κατάσταση, δεν είναι στατική αλλά δυναμική. Το δεύτερο, ότι ο δυναμισμός της πίστης ενισχύεται από την αμφιβολία. Αρκετοί συγγραφείς μετά από αυτόν, καταπιάστηκαν με αυτό το θέμα και έφτασαν έως το σημείο να υποστηρίξουν ότι η αμφιβολία είναι αναγκαία για την καθαρότητα της πίστης.

Το δεύτερο παράδειγμα μού δόθηκε στις 22 Ιουλίου του 2012, ημέρα αφιερωμένη στην ανάμνηση της μαζικότερης σύλληψης Εβραίων στη Γαλλία από τους Ναζί, το 1943, γνωστή ως «Rafle du Vélodrome d’Hiver». Εκείνη την ημέρα παρευρίσκονταν στην τελετή ο πρόεδρος της Δημοκρατίας, μέλη της κυβέρνησης και ένας πολύ μεγάλος αριθμός προσωπικοτήτων της εβραϊκής κοινότητας. Μεταξύ αυτών, ο επικεφαλής των ενώσεων κρατουμένων των στρατοπέδων συγκέντρωσης, κρατούμενος και ο ίδιος σε ένα από εκείνα τα στρατόπεδα του θανάτου, συζήτησε μαζί μου πολλή ώρα για το πώς έχασε την πίστη του. Μου είπε: «Δεν πιστεύω πλέον στον Θεό, διότι ο Θεός μάς εγκατέλειψε». Αυτό το αίσθημα, ότι ο Θεός απουσιάζει την ώρα της μέγιστης ανθρώπινης οδύνης, μπορεί να οδηγήσει σε μια στάση διαφορετική από του προηγούμενου παραδείγματός μου. Μπορεί να οδηγήσει στην απώλεια της εμπιστοσύνης στο Θεό.

Θα φέρω, τέλος, ένα τρίτο παράδειγμα ώστε να φανεί καλύτερα τι θέλω να πω. Κάθε χρόνο δέχομαι μερικές εκατοντάδες επιστολές από νέους και νέες, στους οποίους είχα χορηγήσει το μυστήριο του Χρίσματος στο όνομα του αρχιεπισκόπου του Παρισιού. Στα γράμματά τους επανέρχεται συχνά αυτή η ανησυχία: «Όταν ήμουν παιδί, είχα απόλυτη εμπιστοσύνη στο Θεό και στον Ιησού Χριστό, που ήρθε να μας σώσει. Τώρα όμως, έχω αμφιβολίες». Κατά τη συζήτηση που κάνουμε, όταν τους συναντώ αργότερα, φαίνεται καθαρά ότι αυτό που ονομάζουν «αμφιβολία» συνίσταται στο ότι αναρωτιόνται για πολλά και ιδίως τους απασχολεί έντονα η δυσκολία συμφιλίωσης ανάμεσα σε αυτά που μαθαίνουν σε ένα επιστημονικό επίπεδο στο σχολείο και στο περιεχόμενο όσων διδάσκονται στο Κατηχητικό —για παράδειγμα, ανάμεσα στο ότι ο Θεός είναι Δημιουργός και στην περιγραφή της θεωρίας της εξέλιξης στη βάση της φυσικής επιλογής. Αυτή η σχέση μεταξύ πίστης και λογικής, τους οδηγεί στο ερώτημα για τη σχέση ανάμεσα στην αξιοπιστία της ανθρώπινης λογικής, και στην πίστη, η οποία έχει να κάνει με μια αποκάλυψη που παρέχει ο Θεός στον ανθρώπινο νου.

Αυτά τα τρία παραδείγματα μάς δείχνουν πόσο περίπλοκο είναι το ζήτημα που συζητούμε. Χρειάζεται λοιπόν να στοχαστούμε πάνω στον ορισμό και την χρήση αυτών των τεσσάρων εννοιών: (1) την αξιοπιστία, δηλαδή το πώς εμπιστευόμαστε κάτι, (2) την πίστη, (3) την αμφιβολία, και (4) τη θεμιτή διερώτηση που χαρακτηρίζει τον ανθρώπινο νου μας.

Ας αρχίσουμε από την πίστη. Τι μού επιτρέπει να πιστεύω κάτι; Διότι πιστεύω σημαίνει πιστεύω κάτι. Τι επιτρέπει στον ανθρώπινο νου να θεωρήσει αξιόπιστο και να δώσει εμπιστοσύνη σε έναν ισχυρισμό, σε μια παρατήρηση, σε μια αίσθηση ή σε ένα συναίσθημα; Για να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα, πρέπει καταρχήν να εξερευνήσουμε τις οδούς του ανθρώπινου γνωρίζειν, δηλαδή με ποιες οδούς ο άνθρωπος αποκτά γνώση κάποιου πράγματος.

Ο άνθρωπος γνωρίζει καταρχήν μέσω της αισθητηριακής αντίληψης. Η άμεση αυτή οδός γνώσης, την οποία έχει κοινή με τα ζώα ή έστω με τα περισσότερα από αυτά, του επιτρέπει να βλέπει, να αισθάνεται, να αγγίξει και να γεύεται. Ο εγκέφαλος, που είναι το όργανο της γνώσης, έρχεται σε επαφή με το εξωτερικό κόσμο μέσω του σώματος και το σώμα τού επιτρέπει να πράττει καθορίζοντας την δράση του. Το σώμα, το σώμα μας, είναι «βυθισμένο» μέσα σε ένα πεδίο φυσικών δυνάμεων και σε επαφή με επιμέρους αδρανείς ή οργανικές υλικές πραγματικότητες. Έτσι, ο αμφιβληστροειδής χιτώνας μας συλλαμβάνει τα κύματα του φωτός, ο κοχλίας συλλαμβάνει τα ηχητικά κύματα και οι σχετικοί υποδοχείς του δέρματός μας συλλαμβάνουν την άσκηση δυνάμεων πίεσης, τριβής και θερμότητας επάνω μας. Η όσφρηση και η γεύση μας σχετίζονται με ευαίσθητους αισθητήρες, που διαθέτουμε υπό τη μορφή συγκεκριμένων μορίων. Τα αισθητήρια όργανά μας έχουν ως λειτουργία το μετασχηματισμό των φυσικών και χημικών διακυμάνσεων σε νευρικές ώσεις, τις οποίες χρησιμοποιεί ο εγκέφαλος για να δομήσει, να ερμηνεύσει και να νοηματοδοτήσει τον περιβάλλοντα κόσμο.

Ωστόσο, η αισθητηριακή εμπειρία μάς φέρνει σε επαφή με ένα επιμέρους αντικείμενο κάθε φορά και ο επαγωγικός συλλογισμός είναι αυτός που μας επιτρέπει να περάσουμε από το επιμέρους στο γενικό. Η όραση και η αφή μάς δίνουν να γνωρίσουμε αυτό εκεί το κάθισμα. Όμως, η επαγωγική σκέψη είναι αυτή που μας επιτρέπει σε κάθε περίπτωση να αναγνωρίσουμε ένα κάθισμα ως κάθισμα, ανεξάρτητα από την επιμέρους μορφή του. Έτσι, για παράδειγμα, για τον θρόνο που βρίσκεται πίσω μου και είναι το κάθισμα του καρδιναλίου, λέω ότι είναι και αυτός ένα κάθισμα όπως όλα αυτά στα οποία κάθεστε εσείς εδώ μπροστά μου, παρ’ όλο που η χρήση τους διαφέρει αφού στο πρώτο κάθεται κανείς για να διδάξει ενώ στα δεύτερα κάθεται κανείς για να ακούσει τη διδασκαλία. Άλλο παράδειγμα: όταν βλέπω έναν άνθρωπο, ή ένα πλήθος ανθρώπων, μπορώ να σχηματίσω την έννοια της ανθρωπότητας ανεξάρτητα από το ύψος, το χρώμα δέρματος ή το φύλο.

Επομένως, μια από τις λειτουργίες του εγκεφάλου είναι να σχηματίζει το νοητό από το αισθητό, επιτρέποντάς μας να εισέλθουμε στη γνώση καθολικών εννοιών και μέσω της αφαίρεσης να συλλάβουμε το καθ’ όλου μέσα στο επιμέρους. Γνωρίζουμε λοιπόν το επιμέρους με τις αισθήσεις μας και το καθ’ όλου με το λογικό συλλογισμό μας. Έτσι έχουμε τη δυνατότητα να δίνουμε ορισμούς, ή τον ορισμό ενός πράγματος, μέσω του οποίου μπορούμε να συλλάβουμε την ουσία αυτού του πράγματος, δηλαδή τι είναι αυτό το πράγμα. Εδώ βρίσκεται όλη η διαφορά ανάμεσα στην αντίληψη και την κατανόηση.

Ας δούμε τώρα τη γνώση. Τι μου χρειάζεται για να μπορώ να πω «πιστεύω» και για να μπορώ να πω «γνωρίζω»; Όπως είπα, η αισθητηριακή εμπειρία μάς φέρνει σε επαφή με το περιβάλλον μας και μας δίνει την εμπειρία ενός μοναδικού αντικειμένου, βάσει της οποίας η νόηση μπορεί να σχηματίσει τον ορισμό του. Το σύνολο αυτών των εμπειριών αποθηκεύεται στη μνήμη, στο περιεχόμενο της οποίας μπορούμε να έχουμε συνειδητή πρόσβαση, την οποία εκφράζουμε και γράφουμε μέσω της γλώσσας. Γι’ αυτό το λόγο, η μνήμη αυτή ονομάζεται «δηλωτική μνήμη».

Αυτή η μνήμη χωρίζεται σε δυο είδη. Αφ’ ενός τη σημασιολογική μνήμη, η οποία περιέχει πολιτισμικού τύπου γνώσεις (ορισμούς, σύμβολα, έννοιες) κανόνες, επιτρέπει την έκφραση και την κατανόηση μέσω της γλώσσας, και συγκεντρώνει τις ιστορικές, γεωγραφικές, επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις, τις οποίες αποκτούμε στη διάρκεια της ζωής μας. Οι γνώσεις αυτές σχετίζονται με τον εξωτερικό κόσμο, την οργάνωσή του και με το νόημα που του δίνει το υποκείμενο. Όλα αυτά συνιστούν αυτό που ονομάζουμε «αποδεκτή επιστημονική γνώση» (savoir) και εδώ εντοπίζεται το πεδίο της εγκυρότητας και της αξιοπιστίας των γνώσεών μας: στη βάση αυτής της σημασιολογικής μνήμης λέμε «γνωρίζω [κάτι]» ή «πιστεύω ότι» (αλλά με την έννοια του «γνωρίζω»).

Μια άλλη μορφή της δηλωτικής μνήμης είναι η λεγόμενη επεισοδιακή μνήμη. Λέγεται έτσι, διότι περιέχει γεγονότα που συνέβησαν μέσα στο χρόνο έτσι όπως τα βιώσαμε προσωπικά. Με βάση αυτή την προσωπική εμπειρία μπορώ να πω «θυμάμαι [κάτι]» και τις περισσότερες φορές αυτή τη μνήμη εννοούμε όταν μιλάμε για μνήμη.

Όταν λοιπόν λέω «πιστεύω», «ξέρω», «γνωρίζω», δηλώνω μια αλήθεια και πρέπει τώρα να εξετάσουμε το θέμα της αλήθειας. «Και τι είναι αλήθεια;», έλεγε ο Πόντιος Πιλάτος. Τι είναι η αλήθεια και επίσης τι είναι η άλλη όψη της, η αμφιβολία.

Η πρώτη γνώση είδαμε ότι συνδέεται με τον εξωτερικό κόσμο μέσω της αισθητηριακής εμπειρίας. Είναι λοιπόν προφανές ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος δουλεύει με υλικό γνώσεις, οι οποίες βρίσκονται σε ευθεία σχέση, σε σύμπτωση, με το πραγματικό. Αυτό εδώ το αντικείμενο που αγγίζω, υπάρχει πραγματικά. Οι καμπάνες του καθεδρικού ναού μας, που θα ακούσουμε να χτυπούν στις 23 Μαρτίου, υπάρχουν πραγματικά. Τις είδα άλλωστε εδώ, σε αυτό τον σηκό τη μία δίπλα στην άλλη. Το κελάηδημα του αηδονιού, που θα ακούσω βγαίνοντας έξω στα δέντρα του Παρισιού, υπάρχει πραγματικά. Το αντιλαμβάνομαι, το συλλαμβάνω με τις αισθήσεις μου και είναι πραγματικό. Η νόησή μου σχετίζεται με μια εξωτερική πραγματικότητα. Αυτό λοιπόν που ονομάζουμε συνήθως «αλήθεια», είναι αυτή η σύμπτωση του νοητού με το πραγματικό.  Η διάνοια, επιστρατεύοντας τον συλλογισμό, θα συνεχίσει να αναζητά την αλήθεια αυτού ή του άλλου αντικειμένου με τη βοήθεια αυτού που ονομάζουμε «λογική επιχειρηματολογία».

Ωστόσο η διάνοια, η οποία συλλαμβάνει άμεσα το «είναι» στην καθολική του διάσταση, είναι περιορισμένη, έχει όρια, τα οποία τίθενται από τον ίδιο τον εμπειρικό τρόπο του γνωρίζειν. Δεν είναι σε θέση να γνωρίσει διαμιάς όλες τις πραγματικότητες που την περιβάλλουν και γι’ αυτό το λόγο την ονομάζουμε «διασκεπτική» (discursive). Αυτό σημαίνει τρία πράγματα. Πρώτον, ότι είναι μερική, δεν μπορεί να συλλάβει άμεσα το όλον. Δεύτερον, ότι προχωρά διαδοχικά, τα διαφορετικά μέσα γνώσης συμπληρώνουν το ένα το άλλο, χωρίς τα αλληλοεπικαλύπτονται. Και τρίτον, ότι είναι προοδευτική, δηλαδή ότι υπάρχει σταδιακή αύξηση των αποκτώμενων γνώσεων : για παράδειγμα, τον ολοκληρωτικό λογισμό δεν τον μαθαίνουμε στο Νηπιαγωγείο. Δεν μπορούμε λοιπόν να συλλάβουμε διαμιάς την ολότητα της πραγματικότητας.

Επομένως, τι είναι αυτό που μπορεί να μoυ δώσει μια βεβαιότητα; Διότι αυτό είναι το ζητούμενο. Θα φέρω ως παράδειγμα μια μέθοδο, η οποία είναι καθολικά αναγνωρισμένη. Είναι η επιστημονική μέθοδος. Δικαίως θεωρείται αξιόπιστη, διότι στηρίζεται (1) στην παρατήρηση, δηλαδή στην αισθητηριακή εμπειρία, (2) στη ερμηνεία, δηλαδή στην εξαγωγή νόμων, (3) στην επεξεργασία θεωρίας, δηλαδή στον ορθολογικό συλλογισμό, και (4) στο πείραμα. Έτσι, μια επιστημονική θεωρία συγκροτείται υπό τον όρο ότι η παρατήρηση και οι μετρήσεις μπορούν να αναπαραχθούν και να επιβεβαιωθούν από άλλους ερευνητές, οι οποίοι χρησιμοποιούν διαφορετικά πειραματικά εργαλεία και τεχνικές.

Στο πεδίο της Φυσικής λ.χ., αυτό που πάντοτε ενδιαφέρει είναι η έρευνα της ύλης. Επομένως, αυτό που εδώ γνωρίζουμε εξαρτάται από μια ποσότητα είτε αυτή είναι υπό τη μορφή μάζας, χώρου ή χρόνου. Και το μέγα ερώτημα που τίθεται στην Επιστήμη, όπως άλλωστε και σε όλες τις μορφές γνώσης : η Επιστήμη, που αναζητά την αλήθεια, είναι σε θέση να πει την απόλυτη αλήθεια, αυτό που είναι απολύτως αληθές;

Στο τέλος του 19ου αιώνα, η νευτώνεια Φυσική θεωρείτο ως αληθής. Η ιδέα ότι είμαστε σε θέση να φτάσουμε στην απόλυτη αλήθεια μέσω της επιστημονικής μεθόδου, είχε εκφραστεί ρητώς από τον επιστήμονα Σιμόν Ντε Λαπλάς στις αρχές του 18ου αιώνα με εκείνη την περίφημη φράση του προς τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη, η οποία έλεγε ότι ο επιστημονικός ντετερμινισμός θα μας επιτρέψει να απαλλαχθούμε από την υπόθεση της ύπαρξης του Θεού. Εγκλωβισμένη μέσα στο πνεύμα του Διαφωτισμού, η ντετερμινιστική Επιστήμη του 19ου αιώνα έριχνε στο ίδιο τσουβάλι την άγνοια, την πίστη στο Θεό και τη δεισιδαιμονία, υποστηρίζοντας ότι κάλυπταν απλώς ένα κενό, το οποίο σύντομα θα εκμηδένιζε η Επιστήμη. Πολλοί μορφωμένοι άνθρωποι εκείνης της εποχής ασπάζονταν αυτή την ιδέα και υποστήριζαν ότι η πίστη έχει πλέον περάσει σε δεύτερο πλάνο, νικημένη από τον ορθό λόγο και την Επιστήμη.

Σήμερα όμως, αυτή η ιδέα αμφισβητείται πλέον από την ίδια την Επιστήμη. Ο Αϊνστάιν έδειξε ότι ο χρόνος και ο χώρος μεταβάλλονται σε συνάρτηση με την ταχύτητα του παρατηρητή. Η νευτώνεια θεωρία της βαρύτητας, σύμφωνα με την οποία ο χρόνος και ο χώρος είναι απόλυτα μεγέθη, παύει να αληθεύει όταν ο παρατηρητής κινείται με ταχύτητες που πλησιάζουν την ταχύτητα του φωτός. Ισχύει βέβαια στο πλαίσιο των συνηθισμένων κινήσεών μας, και αρκεί εδώ για τους υπολογισμούς μας, όμως δεν ισχύει απολύτως, δεν είναι αξιόπιστη σε όλες τις περιπτώσεις.

Κατά παρόμοιο τρόπο, η κβαντική Φυσική —μέγα μυστήριο της Φυσικής— μας πληροφορεί ότι δεν μπορούμε να υπολογίσουμε ταυτόχρονα τη θέση και την ταχύτητα ενός σωματιδίου ύλης. Όσο ακριβέστερα υπολογίζουμε την ταχύτητά του, τόσο ασαφέστερος γίνεται ο εντοπισμός της θέσης του. Πρόκειται για ένα χαρακτηριστικό που δεν οφείλεται σε κάποια τεχνική δυσκολία εκ μέρους μας, αλλά είναι εγγενές στην ύλη. Επιπλέον, η κβαντική Φυσική έδειξε ότι η παρατήρηση προϋποθέτει τη συμμετοχή ενός υποκειμένου, το οποίο παρατηρεί, και ότι αυτός ο παρατηρητής, όταν παρατηρεί, αλληλοεπιδρά με το παρατηρούμενο αντικείμενο, και έτσι κάθε μέτρηση εμπεριέχει μια αβεβαιότητα, την οποία εκφράζει η περίφημη «αρχή της αβεβαιότητας» του Χάιζενμπεργκ. Γι’ αυτό το λόγο ο καθηγητής Φρανσουά Λαμπέρ μπορεί να πει ότι η αβεβαιότητα φαίνεται πως αποτελεί στοιχείο, αν όχι της ίδιας της πραγματικότητας, τουλάχιστον της γνώσης μας για την πραγματικότητα.

Βλέπουμε λοιπόν ότι είναι αδύνατο να διατυπώσουμε μια επιστημονική θεωρία με απόλυτη βεβαιότητα. Το δόγμα, αυτό που στην Επιστήμη ονομάζεται «παράδειγμα», είναι κάτι που δεν μπορεί να υπάρξει στην Επιστήμη. Προκύπτει λοιπόν η σκέψη: εάν η αβεβαιότητα αποτελεί τον κανόνα στην Φυσική, τότε μήπως θα έπρεπε, παίρνοντας μια θέση αντίθετη προς αυτή του επιστημονικού ντετερμινισμού του Λαπλάς, να συμπεράνουμε ότι η θεωρία της Σχετικότητα κατέστησε σχετική κάθε αλήθεια; Δεν θα έπρεπε άραγε να δεχτούμε τότε ότι δεν υπάρχει αλήθεια; Εάν ο σχετικισμός καταλαμβάνει το πεδίο ακόμα και της ακριβούς Επιστήμης, τότε τίποτα δεν είναι γνήσια αξιόπιστο και από εδώ μπορεί να υπεισέλθει η έννοια της αμφιβολίας, αλλά ως καχυποψία.

Παρ’ όλα αυτά, ας προσέξουμε ότι όλες αυτές οι επιστήμες είναι ακριβείς μέσα σε ένα επιμέρους πεδίο παρατήρησης και μόνο. Παραθέτω από τον Κλοντ Πολό, θεολόγο και μοριακό φυσικό: «Η Φυσική μάς επιτρέπει την πρόσβαση σε μια όψη της αλήθειας, να γνωρίσουμε αυτή την όψη με βάση τη σημερινή κατάσταση της Επιστήμης, η οποία δεν είναι ποτέ κάτι το απολύτως εδραιωμένο. Δεν μας επιτρέπει όμως να γνωρίσουμε τα πάντα για την ύλη». Αυτή είναι η θέση και του Μπερνάρ Εσπανιά, επίσης φυσικού επιστήμονα, ο οποίος λέει ότι ο φυσικός τείνει μεν προς το πραγματικό, αλλά (και αυτός είναι ο τίτλος ενός από τα βιβλία του) «το πραγματικό είναι κεκαλυμμένο». Υπάρχει μια αλήθεια, την οποία ο φυσικός προσεγγίζει ολοένα και περισσότερο με τις θεωρίες του, χωρίς όμως ποτέ να την εγκλωβίζει.

Επιβάλλεται λοιπόν ένα πρώτο συμπέρασμα. Η αβεβαιότητα είναι ένα δεδομένο του πραγματικού. Δεν είναι προϊόν μιας άγνοιας. Το πραγματικό είναι μεγαλύτερο από όσα αντιλαμβανόμαστε για αυτό. Με αυτό το δεδομένο, η υπόθεση ύπαρξης του Θεού δεν είναι αποκύημα μιας έλλειψης, μιας άγνοιας, αλλά —παρ’ ότι τίποτα δεν έχει αποδειχτεί, ούτε και είναι αποδείξιμο— μια διόλου αδιανόητη δυνατότητα του πραγματικού. Νομίζω όμως, σε σχέση με όσα είπα για τη βεβαιότητα και την αμφιβολία, ότι η διερώτηση πρέπει να είναι ο κανόνας προκειμένου να οξύνεται η νόηση, η οποία, όπως έχουμε πει, στον άνθρωπο είναι διασκεπτική. Εδώ ακριβώς αποκτά το πλήρες νόημά της η φράση του Νοέλ Κοπαίν, «αμφιβάλλω, άρα πιστεύω», εάν την συνδέσουμε με την επιστημονική γνώση και κυρίως με το σύνολο των γνώσεών μας: η αμφιβολία ως διερώτηση και η απουσία οριστικών βεβαιοτήτων είναι αυτό που μας επιτρέπει να «ενηλικιωνόμαστε» γνωστικά και που επιτρέπει στον ανθρώπινο νου να αναπτύσσεται και να εκδιπλώνεται.

Πρέπει λοιπόν να δούμε ότι υπάρχουν δυο μορφές αμφιβολίας. Η πρώτη είναι η διερώτηση, η οποία ανήκει στη σφαίρα της νόησης και του ορθού λόγου. Η δεύτερη είναι η καχυποψία, η οποία οδηγεί στην απόρριψη κάθε είδους αξιοπιστίας.

Τι είναι λοιπόν, τώρα, αυτό που μας ωθεί στη γνώση, στο γνωρίζειν, ποια είναι η κινητήρια δύναμη της γνώσης; Αν σταθώ προς στιγμήν στο πεδίο της φυσικής επιστήμης, όπως είπα ο ορθολογικός συλλογισμός είναι, εδώ, ο τρόπος με τον οποίο ο ανθρώπινος νους γνωρίζει. Τα μαθηματικά για παράδειγμα, είναι εξ ορισμού η επιστήμη της ποσότητας. Γι’ αυτό το λόγο χρησιμοποιούνται στις πειραματικές επιστήμες, στη Φυσική και την Βιολογία. Όπως αυτές, η επιστήμη των μαθηματικών εφαρμόζεται στο πραγματικό και, εδώ, η αυστηρότητα του αποδεικτικού συλλογισμού μάς επιτρέπει να επαληθεύσουμε τις  υποθέσεις που έχουμε κάνει. Παρ’ όλα αυτά, ο μαθηματικός Κουρτ Γκέντελ έδειξε ότι υπάρχουν όρια στη μαθηματική απόδειξη: υπάρχουν αληθείς μαθηματικοί ορισμοί, που ωστόσο δεν μπορούν να αποδειχτούν. Το θεώρημα του Γκέντελ δείχνει ότι η ορθολογική σκέψη δεν είναι παντοδύναμη. Θα υπάρχει πάντοτε ένα όριο στις γνώσεις μας. Από εδώ ορμάται η σκέψη του Βέρνερ Χάιζενμπεργκ, την οποία παραθέτω: «Οι μαθηματικοί τύποι και ορισμοί δεν αναπαριστούν πλέον την πραγματικότητα, αλλά τη γνώση μας για αυτήν». Το θεώρημα του Γκέντελ ονομάστηκε και «θεώρημα της μη-πληρότητας». Αυτή η μη-πληρότητα του ορθού λόγου σε σχέση με το σύνολο της υλικής πραγματικότητας δεν αποσταθεροποιεί τις γνώσεις μας, αλλά γεννάει μια δίψα, ένα πόθο για γνώση, που, αν και δεν μπορεί να σβήσει με την κατάκτηση μιας ακλόνητης λογικής βεβαιότητας (η οποία θα εμπεριείχε όλη την υπάρχουσα πραγματικότητα), βρίσκεται στη ρίζα ενός δυναμισμού, ο οποίος ωθεί τον ανθρώπινο νου να ερευνά αδιάκοπα. Πρόκειται δηλαδή για ένα εξαιρετικά «καλό νέο»: ο πόθος να γνωρίσουμε την αλήθεια, αυτή η δίψα είναι η κινητήρια δύναμη του ανθρώπινου λογικού. 

Μέχρι στιγμής μίλησα μόνο για το τι σημαίνει «πιστεύω κάτι τι». Όταν όμως λέω «πιστεύω», δεν το λέω αναφορικά μόνο προς κάτι τι, προς κάποιο πράγμα. Το λέω επίσης, κάποιες φορές, αναφερόμενος σε κάποιον. «Πιστεύω κάποιον», «πιστεύω σε κάποιον», αυτό ονομάζεται εμπιστοσύνη. Εάν τα πράγματα έχουν έτσι όπως είπαμε σχετικά με τον υλικό κόσμο, τι συμβαίνει με τον μη-υλικό κόσμο, τον οποίο συλλαμβάνει η σκέψη και αποτελεί το θεμέλιο κάθε διαπροσωπικής σχέσης; Τι είναι η τρυφερότητα; Η φιλία, η αγάπη, η χαρά, η ελευθερία, το νόημα, ο σκοπός της ζωής; Τι είναι όλα αυτά, τα οποία δεν μπορούμε να συλλάβουμε αντικειμενικά δια της επιστημονικής μεθόδου;

Όλα αυτά δεν στηρίζονται σε υλικά δεδομένα, στα οποία μπορούμε να έχουμε πρόσβαση με τη βοήθεια μαθηματικών εξισώσεων. Χωρίς αμφιβολία, παίρνουν αντικειμενική μορφή μέσω των συνεπειών τους, των χειρονομιών, των εκφράσεων του προσώπου, τον τρόπο δράσης. Δεν είναι όμως πράγματα αποδείξιμα. Είναι πράγματα που τα βιώνει κανείς.

Αυτό το υποκειμενικό πεδίο το ερευνούν οι λεγόμενες «επιστήμες του ανθρώπου» μέσω και μόνο των αντικειμενικών συνεπειών, τις οποίες βιώνει υποκειμενικά το ανθρώπινο υποκείμενο. Για παράδειγμα, οι ιατρικές απεικονίσεις δείχνουν μεν τι συμβαίνει στον εγκέφαλο ενώ λειτουργεί, αλλά δεν μας δίνουν καμιά πληροφορία για αυτό που σκέφτεται το συγκεκριμένο άτομο. Για να το μάθουμε αυτό, χρειαζόμαστε τη μαρτυρία του ίδιου του ατόμου, να μας πει το ίδιο τι σκέφτεται. Αυτό λέει και ο νευροφυσιολόγος Μπέντζαμιν Λίμπετ: «Ακόμα και μια πλήρης γνώση της νευρωνικής αναπαράστασης, δεν πρέπει να αξιολογείται χωρίς τη μαρτυρία του υποκειμένου πάνω σε αυτό που αισθάνθηκε υποκειμενικά». Ασφαλώς, όταν ο υπό εξέταση άνθρωπος κάνει μια κίνηση, πει κάτι, κ.λπ., τότε στην απεικόνιση φαίνονται ποιες περιοχές του εγκεφάλου δραστηριοποιούνται. Ωστόσο, δεν μπορούμε να πούμε τι αισθάνθηκε εάν δεν μας το πει ο ίδιος.

Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι υπάρχει και μια άλλη μορφή αξιοπιστίας, που είναι η μαρτυρία. Για γεγονότα στα οποία δεν είμαστε παρόντες, μόνο μέσω της μαρτυρίας άλλων, που τα έζησαν, μπορούμε να γνωρίσουμε τι ήταν αυτό που αισθάνθηκαν ή γνώρισαν. Η άγνοιά μου, που είναι μεγάλη, το ξέρω, οφείλει να αναζητήσει στήριγμα σε μια εμπιστοσύνη, η οποία προσδίδει αξιοπιστία σε εκείνον που δίνει τη δική του μαρτυρία, ή που μου την μεταδίδει.

Όταν π.χ. ήμουν μαθητής, πίστευα αυτά που μου δίδασκαν οι καθηγητές μου της Ιστορίας και των Μαθηματικών επειδή είχαν την αυθεντία, που τους προσέδιδε το δίπλωμά τους και κυρίως επειδή εγώ ήμουν τότε ανίκανος να αποδείξω ένα θεώρημα, ή να επαληθεύσω τα ιστορικά δεδομένα που μου μετέδιδαν. Ή πάλι, αθωώνουμε ή καταδικάζουμε ένα κατηγορούμενο ακούγοντας μαρτυρίες. Πώς όμως μπορούμε να βεβαιωθούμε ότι αυτές οι μαρτυρίες είναι αξιόπιστες; Τι θα μας επιτρέψει να πιστέψουμε αυτές τις μαρτυρίες, που έχουν τόσο σοβαρές συνέπειες; Μπορούμε να αναζητήσουμε περισσότερα εχέγγυα γι’ αυτές τις μαρτυρίες. Για παράδειγμα, στη Βίβλο αναφέρεται ότι μια κατάθεση κρίνεται αξιόπιστη εάν κι εφόσον την επιβεβαιώνουν τουλάχιστον δυο μάρτυρες.

Βλέπουμε λοιπόν ότι, όταν βγαίνουμε από το καθαρά υλικό πεδίο, η αξιοπιστία στηρίζεται στην εμπιστοσύνη προς κάποιον, έστω και αν μπορούμε να την ενισχύσουμε με πιο αντικειμενικά κριτήρια χρησιμοποιώντας διάφορα μέσα, που χρησιμοποιούν κριτήρια επιστημονικά (παρατηρήσεις, στατιστικές, σημειωτική).

Έχοντας πλέον αποσαφηνίσει τη διαφορά ανάμεσα στο «πιστεύω κάτι τι» και στο «πιστεύω κάποιον» και «πιστεύω σε κάποιον», φτάνω τώρα στο μεγάλο ερώτημα, για το οποίο βρισκόμαστε εδώ. Την πίστη στο Θεό. Είναι το δυσκολότερο ερώτημα, διότι εξ ορισμού ο Θεός δεν ανήκει στο πεδίο του παρατηρήσιμου. Είναι καθαρό πνεύμα και συνεπώς εκφεύγει των κριτηρίων της υλικότητας. Τα ίχνη της παρουσίας Του μπορούμε να τα αντιληφθούμε μόνον έμμεσα. Πώς λοιπόν μπορούμε να Τον γνωρίσουμε;

Ξεκινώ από το «πιστεύω στον Θεό». Όταν λέω «πιστεύω στον Θεό», εννοώ φυσικά ότι πιστεύω στην ύπαρξη του Θεού. Η πίστη στην ύπαρξη του Θεού μπορεί βεβαίως να είναι αποτέλεσμα ενός ορθολογικού συλλογισμού. Ο Βολταίρος για παράδειγμα, μιλώντας για τον κόσμο που παρατηρούσε, έλεγε: «Δεν μπορώ να πιστέψω ότι αυτό εδώ το ρολόι υπάρχει, αλλά δεν υπάρχει ωρολογοποιός». Πρόκειται για τη θεωρία του «μεγάλου αρχιτέκτονα του Σύμπαντος», μια θεωρία που εδραιώνεται στη διάνοια του παρατηρητή, όταν αυτός προσέξει ότι όλα όσα τον περιβάλλον συνδέονται μεταξύ τους συνεκτικά. Ο Αϊνστάιν πάλι, για τον οποίο έχω ήδη μιλήσει, βεβαιώνει ότι η θρησκευτικότητα του επιστήμονα (παραθέτω) «συνίσταται στο ότι αισθάνεται έκπληκτος, εκστασιάζεται μπροστά την αρμονία των νόμων της Φύσης, μια αρμονία που αποκαλύπτει την ύπαρξη μιας διάνοιας τόσο ανώτερης ώστε, μπροστά της, όλες οι ανθρώπινες σκέψεις με όλη τους την ιδιοφυΐα δεν αποκαλύπτουν παρά τη μηδαμινότητά τους». Πολύ δυνατή διατύπωση, για να πω την αλήθεια. Ο μεγάλος σύγχρονος αστρονόμος Τριν Τσουάν Τουάν λέει στο βιβλίο του «Ο Κόσμος και ο Λωτός» (2011): «Πιστεύω ότι ο λόγος για τον οποίον ο άνθρωπος είναι προικισμένος με νου και ικανός να αποκρυπτογραφήσει τον κοσμικό κώδικα, βρίσκεται στο ότι η συνείδηση δεν είναι προϊόν ευτυχούς σύμπτωσης της κοσμικής εξέλιξης, αλλά προγραμματίστηκε μέσα στο σύμπαν, όπως και το ίδιο το σύμπαν ρυθμίστηκε με απόλυτη ακρίβεια ήδη από την απαρχή του έτσι ώστε να προκύψει η ζωή».

Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε τον κατάλογο των μεγάλων σύγχρονων επιστημόνων, που υποστηρίζουν την ύπαρξη μιας δημιουργικής διάνοιας, την οποία συνήθως αποκαλούμε Θεό.  Την ίδια όμως στιγμή, και χρησιμοποιώντας τον ίδιο ορθολογικό συλλογισμό, μπορούμε να παραθέσουμε μια πλειάδα επιστημόνων που αρνούνται πλήρως και απόλυτα μια τέτοια υπόθεση. Ο Ρίτσαρντ Ντώκινς  λ.χ., και πολλοί άλλοι. Βλέπουμε συνεπώς ότι η αναζήτηση της αλήθειας μέσω της νοητικής διερώτησης, την οποία χρησιμοποιεί η επιστημονική μέθοδος, μέσω της τυπικής λογικής ή του φιλοσοφικού στοχασμού, μπορεί να μας οδηγήσει να πιστέψουμε στην ύπαρξη ενός δημιουργού όλης της παρατηρούμενης πραγματικότητας, τον οποίο ονομάζουμε ο Δημιουργός ή ο Θεός, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να μας πει κάτι για αυτό που ο Θεός είναι ουσιωδώς.

Κάτι τέτοιο προσπαθεί να κάνει η θεοδικία, όπως το γνωρίζετε, να κατορθώσει δηλαδή μια ορθολογική εξήγηση της καλοσύνης του Θεού μελετώντας την Κτίση. Αυτή η προσπάθεια υπήρχε ανέκαθεν, διότι αυτό υπαινίσσεται ο απόστολος Παύλος στην προς Ρωμαίους, όταν λέει με ποιον τρόπο φανερώθηκε ο Θεός: «τὰ γὰρ ἀόρατα αὐτοῦ ἀπὸ κτίσεως κόσμου τοῖς ποιήμασι νοούμενα καθορᾶται, ἥ τε ἀΐδιος αὐτοῦ δύναμις καὶ θειότης» [«διότι τα από καταβολής του κόσμου αόρατα και η αιώνια δύναμη και θεότητα του Θεού καθίστανται ορατά μέσα από την εννόηση των έργων Του»]. Βλέπουμε λοιπόν ότι η πίστη στην ύπαρξη του Θεού δεν είναι τόσο προφανής και ότι η συνηθισμένη μέθοδος, η παρατήρηση και ο ορθολογικός συλλογισμός, δεν μας επιτρέπουν να αποκτήσουμε βεβαιότητα για την ύπαρξή Του.

Ωστόσο, όταν βρίσκομαι εδώ, στην Εκκλησία, δεν λέω «πιστεύω στον Θεό». Λέω «πιστεύω τον Θεό». Ας δούμε λοιπόν τι σημαίνει αυτό.

Δεδομένου ότι ο Θεός είναι φύσει έξω από την υλική πραγματικότητα, και επομένως απρόσιτος στην άμεση παρατήρηση, δεν μπορούμε να τον γνωρίσουμε παρά μόνον εάν εκείνος μας πει κάτι για τον εαυτόν Του. Και αυτό ακριβώς ονομάζουμε «αποκάλυψη» στις θρησκείες. Επομένως, αυτό που θα μας επιτρέψει να σχετιστούμε με τον Θεό, δεν είναι η αισθητηριακή γνώση, η επιστημονική γνώση. Αυτό που θα μας το επιτρέψει είναι μόνο μια διαπροσωπική σχέση, βασισμένη στην εμπιστοσύνη και την οποία ονομάζουμε πίστη.

Με τη βιβλική αποκάλυψή Του, ο Θεός μάς μίλησε μέσω των Προφητών, δηλαδή ανθρώπων που ο ίδιος υπέδειξε για να μας μεταδώσουν κάτι από την σκέψη Του, από το λόγο Του, από την δράση Του, που όλα μαζί συνιστούν αυτό που ονομάζουμε «θείος λόγος». Για να γνωρίσουμε την αξιοπιστία Του, δεν αρκεί μόνο να ερευνήσουμε διεξοδικά με τη διασκεπτική διάνοιά μας. Πρέπει επίσης να λάβουμε μια μαρτυρία, την οποία θα προσλάβουμε ως αξιόπιστη.

Η Βίβλος μάς παρουσιάζει ένα Θεό, που επενέβη στην ιστορία των ανθρώπων και που οι σχετικές αφηγήσεις προσλήφθηκαν ταυτόχρονα ως λόγος Θεού και ως λόγοι ανθρώπων. Αυτό σημαίνει ότι το θείο Πνεύμα κοινωνείται μέσω ανθρώπινων λέξεων, μέσω μιας ορισμένης κάθε φορά γλώσσας, μιας επιμέρους κουλτούρας, μιας συγκεκριμένης εκάστοτε εποχής. Στο κείμενο της Β’ Συνόδου του Βατικανού (1962-1965) «Dei Verbum», διαβάζουμε: «[Αποσαφηνίστηκε πλήρως ότι] ο Θεός εξέλεξε ανθρώπους ώστε, μέσω των δυνάμεων και των μέσων που είχαν στη διάθεσή τους, και δρώντας ο ίδιος σε αυτούς και δι’ αυτών, αυτοί να συγγράψουν, ως γνήσιοι συγγραφείς, όλα όσα ήταν σύμφωνα προς την επιθυμία Του και μόνον αυτά» (Κεφάλαιο Γ’, §11).

Ο ανθρώπινος νους μπορεί να επιχειρήσει να κατανοήσει τον θείο λόγο με επιστημονικό τρόπο, ώστε να επαληθεύσει την αξιοπιστία και την αντικειμενική αλήθεια μέσα από τη γνώση της γλώσσας, του ιστορικού και κοινωνικό-πολιτισμικού πλαισίου. Αυτό είναι που ονομάζουμε «ιστορικό-κριτική εξήγηση». Μόλις ολοκληρωθεί αυτή η εργασία, η πρόσληψη του υπό εξέταση κειμένου ως θείου λόγου θα χρειαστεί μια πράξη πίστης. Θα χρειαστεί να μπορέσω κάποια στιγμή να πω, «πιστεύω ότι ο Θεός μού μιλάει μέσω αυτής της γραφής». Με το λόγο Του και με τη δωρεά της πίστεως, ο Θεός αποκαλύπτει κάτι για τον ίδιον, στο οποίο δεν μπορούμε να έχουμε πρόσβαση μέσω του ορθού λόγου επειδή ο ορθός λόγος δεν μπορεί να εφαρμοστεί στο θείο αντικείμενο.

Η πίστη συνίσταται στην συγκατάθεσή μας σε αυτό το αποκεκαλυμμένο μυστήριο. Γι’ αυτό το λόγο υπάρχει μια θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα στο «πιστεύω κάτι» και την πίστη μας. Υπάρχει ένα ποιοτικό άλμα ανάμεσα στο να πιστεύεις κάτι το αληθοφανές και στην πίστη ως μια προσωπική πράξη αυτοπαράδοσης και δεξίωσης ενός δώρου που μας δόθηκε. Εδώ βρίσκεται το πρώτο στάδιο της πράξης πίστεως.

Ναι, αλλά όταν βρίσκομαι εδώ, λέω «πιστεύω στο Θεό-Πατέρα», αλλά λέω επίσης «πιστεύω στον Ιησού Χριστό». Το Άγιο Πνεύμα μάς αποκαλύπτει, στην Καινή Διαθήκη, ότι (παραθέτω και πάλι από το Dei Verbum) «[ο Θεός] απέστειλε τον Υιό του, τον αιώνιο Λόγο που φωτίζει όλους τους ανθρώπους, για να κατοικήσει ανάμεσά τους και να τους γνωρίσει τα μυστήρια του Θεού» (Κεφάλαιο Α’, §4). Το ίδιο λέει και ο συγγραφέας της επιστολής προς Εβραίους. Ήδη από την εισαγωγή, μάς λέει: «Πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως πάλαι ὁ Θεὸς λαλήσας τοῖς πατράσιν ἐν τοῖς προφήταις, ἐπ’ ἐσχάτου τῶν ἡμερῶν τούτων ἐλάλησεν ἡμῖν ἐν υἱῷ» [«Αφού ο Θεός, τα παλιά χρόνια, μίλησε προς τους προπάτορες πολλές φορές και με ποικίλους τρόπους δια των προφητών, σε αυτούς τους έσχατους καιρούς μίλησε σε εμάς μέσω του Υιού»]. Επομένως, το Ευαγγέλιο —αυτό το «καλό νέο» που μας γνωρίζει από την θεία υπόσταση και ουσία κάτι στο οποίο δεν μπορούμε να έχουμε πρόσβαση παρά μόνο μέσω μιας αποκάλυψης—, μάς μεταδόθηκε μέσω της μαρτυρίας εκείνων που γνώρισαν τον Υιό, των αποστόλων και των ευαγγελιστών.

Αυτή η μαρτυρία διασώζεται και αναμεταδίδεται από την Εκκλησία που ίδρυσε ο Χριστός, θεμελιώνοντάς την πάνω στους αποστόλους και τους διαδόχους τους, τους επισκόπους. Με αυτό τον τρόπο μεταδόθηκε μέχρι σήμερα αυτή η αποκάλυψη μέσω της Γραφής και της Παράδοσης. Η πίστη συνίσταται στο να πιστεύουμε τον Ιησού Χριστό, που είναι ο ύψιστος και ανυπέρβλητος λόγος του Θεού προς τους ανθρώπους. Και βέβαια, όταν λέω «πιστεύω», λέω επίσης πιστεύω στο Άγιο Πνεύμα.

Όλα όσα είπα, αφορούν το ζήτημα της σχέσης μας με την αλήθεια, η οποία δεν είναι απλώς μια έννοια σύμπτωσης της διανοίας μας με το πραγματικό, αλλά μας εισάγει στη σχέση με τον Ιησού Χριστό, ο οποίος είναι η τέλεια έκφραση του Θεού, ο Λόγος του Θεού, και που μάς παρουσιάστηκε ως «η οδός, η αλήθεια και η ζωή». Και το είπε σαφώς στον Πιλάτο: ήρθα για να μαρτυρήσω την αλήθεια. Αποκαλύπτοντάς μας ότι ο Θεός είναι αγάπη και χορηγός της ζωής, μας ζητάει να συντονίσουμε τα βήματά μας με αυτό το πρόταγμα του Θεού με μια συγκατάθεση της καρδιάς μας αφ’ ενός, αγαπώντας, και αφ’ ετέρου με μια συγκατάθεση της διάνοιάς μας, με μια πράξη ελευθερίας. Πίστη ονομάζουμε αυτήν ακριβώς την πράξη συγκατάθεσης στο λόγο του Θεού με την αγάπη και με τη διάνοια, η οποία εκδιπλώνεται ελεύθερα, και μάς προσφέρεται στο πρόσωπο του Ιησού. Γι’ αυτό το λόγο η πίστη δεν είναι απλώς μια πράξη της διασκεπτικής μας νόησης, αλλά είναι μια απόκριση αγάπης στην προσφορά αγάπης του Θεού.

Όμως η αγάπη του Θεού δεν είναι ένα συναίσθημα. Είναι ουσιωδώς θεία στο πρόσωπο του Αγίου Πνεύματος, το οποίο είναι η αγάπη του Πατρός προς τον Υιό και του Υιού προς τον Πατέρα. Στην Εγκύκλιό του «Η αγάπη εντός της αληθείας», ο πάπας Βενέδικτος ο 16ος μάς θυμίζει: «Η γνώση δεν είναι ποτέ έργο της διάνοιας και μόνο (…) Η ανθρώπινη γνώση είναι ανεπαρκής και τα πορίσματα των επιστημών δεν μπορούν, από μόνα τους, να δείξουν την οδό προς την πλήρη ανάπτυξη του ανθρώπου. (…) Υπάρχει η πλήρης νοημοσύνης αγάπη και η πλήρης αγάπης νοημοσύνη» (§30).

Έχοντας αποσαφηνίσει πλέον τις διάφορες έννοιες που θελήσαμε να εξετάσουμε, πρέπει να δούμε με ποιον τρόπο συνδέονται. Πρώτα-πρώτα, ας δούμε πώς συνδέονται η πίστη και η αξιοπιστία. Όσα αναφέραμε, μάς υποχρεώνουν να διακρίνουμε ανάμεσα στο αληθές και το αληθοφανές. Το αληθές είναι πάντοτε και αληθοφανές. Το αληθοφανές είναι πάντοτε και αληθές; Μια παρθένος η οποία μένει έγκυος και γεννάει, ένας νεκρός που ανασταίνεται, ένας Θεός που ενανθρωπίζεται παραμένοντας Θεός, όλα αυτά δεν είναι αληθοφανή, δεν είναι ορθολογικά, δεν είναι προσβάσιμα από την ανθρώπινη διάνοια, η οποία γνωρίζει στηριζόμενη στην εμπειρία και την παρατήρηση.

Στο παράδειγμα που ανέφερα αρχικά, των νέων που μου έθεσαν το ζήτημα της αμφιβολίας, είναι ξεκάθαρο ότι τα ερωτήματά τους είναι αυτά που θέτει κανείς όταν αφήνει πίσω του την παιδική ηλικία, όπου πίστευε ένθερμα, και βρίσκεται αντιμέτωπος με τον κόσμο, πράγμα που γεννά μέσα του πολλά ερωτήματα. Είναι προφανές ότι τα ερωτήματά τους δεν εκφράζουν αμφιβολία, αλλά την φυσιολογική άσκηση της διάνοιάς τους. Δηλώνω απερίφραστα ότι έχουν απόλυτο δίκιο να θέτουν αυτά τα ερωτήματα, ότι οφείλουν να αναζητούν πάντοτε την απάντηση και να μην ικανοποιούνται ποτέ με την πιο απλοϊκή ή με αυτήν που θα τους έκανε να επαναπαύονται μέχρι το τέλος της ζωής τους. Όπως είδαμε ότι η επιστημονική μέθοδος δεν μπορεί να περικλείσει όλη την πραγματικότητα, έτσι και το μυστήριο του Θεού είναι πολύ μεγάλο για να το κλείνουμε μέσα στις στενές βεβαιότητες της ανθρώπινης διάνοιας. Πρέπει, απεναντίας, ο νους μας να εμβαθύνει διαρκώς σε αυτό.

Ας δούμε τώρα πώς συνδέονται η πίστη και η αμφιβολία. Είπαμε ότι η πίστη είναι η πράξη ελεύθερης συγκατάθεσης στο δώρο που μας προσέφερε ο Θεός δια του Υιού του. Η αγάπη και η εμπιστοσύνη τρέφουν αυτή τη σχέση. Αυτό που στη θρησκεία ονομάζουμε αμφιβολία, είναι η απώλεια της εμπιστοσύνης στο Θεό και βέβαια η απώλεια της εμπιστοσύνης οδηγεί στην καχυποψία. Αυτό ακριβώς περιγράφεται στην αρχή του βιβλίου της «Γένεσης». Οι άνθρωποι, άντρες και γυναίκες, χωρίζονται από τον Θεό όταν η καχυποψία εισέρχεται στην καρδιά τους. Ένα άλλο ενδιαφέρον παράδειγμα από τις Γραφές συναντάμε στο κατά Λουκάν ευαγγέλιο. Στην αρχή αυτού του ευαγγελίου ο Ζαχαρίας, ο πατέρας του Ιωάννη του Βαπτιστή, μαθαίνοντας από τον αρχάγγελο Γαβριήλ ότι θα αποκτήσει παιδί από την στείρα σύζυγό του, ενώ και ο ίδιος ήταν ήδη πολύ ηλικιωμένος, του ζητάει μια βεβαιότητα ικανή να πείσει την ανθρώπινη λογική του: «Κατὰ τί γνώσομαι τοῦτο;». Οι ελληνικές λέξεις είναι πολύ δυνατές εδώ. Ο Ζαχαρίας δεν ζητάει να εννοήσει τα λόγια του αρχαγγέλου με την πίστη του. Αμφιβάλλει για αυτά, όντας ανίκανος να ξεπεράσει την ανθρώπινη λογική μέσα στην οποία έχει κλείσει τον Θεό.

Απεναντίας, όταν ο ίδιος άγγελος αναγγέλλει στην Μαρία ότι θα γίνει η μητέρα του Υιού του Θεού, η Μαρία τού θέτει μια ερώτηση, η οποία εκπηγάζει από τον ανθρώπινο νου της αλλά χωρίς να αμφισβητεί την εγκυρότητα αυτών των λόγων του Θεού. Λέει: «Πῶς ἔσται μοι τοῦτο, ἐπεὶ ἄνδρα οὐ γινώσκω;», «πώς θα μου συμβεί αυτό, αφού δεν έχω συζυγικές σχέσεις με άνδρα;». Δεν αμφισβητεί ότι αυτό μπορεί να γίνει. Ρωτάει με ποιον τρόπο θα γίνει, ώστε να καταλάβει τον τρόπο με τον οποίο θα δράσει ο Θεός. Στην απάντηση του αγγέλου, ο οποίος δεν της δίνει μια εξήγηση προσπελάσιμη από την ανθρώπινη λογική, η Μαρία απαντά με μια πράξη πίστης: «ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου».

Η πίστη μάς επιτρέπει να κατανοήσουμε το θέλημα του Θεού, να δώσουμε εμπιστοσύνη στον Θεό ανταποκρινόμενοι στη δωρεά πίστεως που μας επιτρέπει να πιστέψουμε. Στις σκοτεινές ώρες, η Μαρία θα τα συλλογιστεί όλα αυτά μέσα στην καρδιά της και πιστεύουμε πως αυτός ο στοχασμός της Παρθένου είναι έκφραση της ανθρώπινης διάνοιας, η οποία ασκείται έχοντας προηγουμένως δεξιωθεί την πίστη και αποκριθεί με πλήρη εμπιστοσύνη στο αγαθό και αγαπητικό θέλημα του Θεού. Στο πνευματικό πεδίο, η πίστη προηγείται της λογικής.

Για να κλείσω, θα έλεγα λοιπόν ότι η πίστη δωρίζεται εν αφθονία από τον Θεό και ο άνθρωπος πρέπει εν αφθονία να την δεξιώνεται. Είναι δικό του θέμα να ασκήσει στη συνέχεια τη νοημοσύνη και τη λογική του, έτσι ώστε το πνεύμα του να συμμετάσχει στη χαρά που δίνει στον άνθρωπο η κοινωνία με το Θεό όταν είναι μια κοινωνία αγάπης. Η λογική αβεβαιότητα του ανθρώπινου νου και η δομική μη-πληρότητα της γνώσης του πραγματικού συναντούν την πνευματική εμπειρία της πίστης, η οποία δεν μπορεί να κάνει τον Θεό δικό της κτήμα και να Τον εγκλείσει μέσα σε μια περιορισμένη γνώση. Ο πόθος που γεννά η δίψα της γνώσης και που δεν μπορεί ποτέ να ικανοποιηθεί πλήρως με την άσκηση του ορθού λόγου και μόνον, είναι ένας πόθος που μάς γεννά Εκείνος, το πνεύμα του οποίου συναντά το δικό μας πνεύμα οδηγώντας το σε μια πράξη πίστης. Η πράξη πίστης είναι η ελεύθερη δεξίωση της δωρεάς του Θεού, η οποία μάς εδραιώνει σε μια σχέση ξεκάθαρη, που φωτίζει και συμπληρώνει αυτό που λείπει από την ανθρώπινη διάνοια προκειμένου να γνωρίσει το όλον.

Η αλήθεια δεν είναι μια αφηρημένη έννοια, την οποία θα μπορούσε να συλλάβει πλήρως ο ανθρώπινος νους. Για να γνωρίσουμε την αλήθεια, πρέπει να έρθουμε σε στενή σχέση με κάποιον,  δηλαδή υπάρξουμε μαζί του.[1] Πιστεύουμε ότι αυτός ο κάποιος είναι ο Χριστός, ο Λόγος του Θεού, η τέλεια έκφραση του Θεού, που αγκαλιάζει ολόκληρη την πραγματικότητα, τα ορατά και τα αόρατα, και μας γνωρίζει ολόκληρη την αλήθεια, την αρχέγονη και την έσχατη: «᾿Εγώ εἰμι τὸ Α καὶ τὸ Ω» (Αποκάλυψη Ιωάννου, Α, 8). Η σχέση αγάπης και εμπιστοσύνης προς το πρόσωπο του Χριστού είναι αυτή που μας επιτρέπει να εισέλθουμε στο νέο πεδίο μιας γνώσης, η οποία υπερβαίνει την απλή αντικειμενοποίηση του παρατηρήσιμου υλικού κόσμου, που χαρακτηρίζεται από την απουσία πληρότητας και την ατέλεια. Με τη δωρεά του Πνεύματος, ανοίγει την ανθρώπινη λογική μας στην εννόηση των θείων πραγμάτων και μας φέρνει σε κοινωνία με τον Πατέρα, στον οποίον δεν μπορεί να έρθει κανείς παρά μέσω της κοινωνίας αγάπης που είναι η Αγία Τριάδα.

Ο Θεός πάνω από εμάς: ο Πατέρας. Ο Θεός μαζί μας: ο Υιός, που ενώνεται με την ανθρωπότητας δια της ενανθρώπησης του Λόγου. Ο Θεός μέσα μας: με τη δωρεά του Πνεύματος.

Σας ευχαριστώ.

 23/3/2013

 

 

 

 

 

 

 

 

[1] Εδώ ο ομιλητής παίζει με τις συγγενείς γαλλικές λέξεις connaître (γνωρίζω) και naître (γεννιέμαι), λέγοντας ότι «για να connaître την αλήθεια, πρέπει να co-naître [συν-γεννηθούμε, γεννηθούμε μαζί] με κάποιον».

Συγγραφέας

Αφήστε μια απάντηση