Γενικού ενδιαφέροντος, Πεζά κείμενα

Πως μπορεί να βγεί η μύγα από το μπουκάλι;

Όταν φύγαμε από τη Σκωτία, για τα Νότια, χρειάστηκε να βρούμε ένα σπίτι. Οι συγγραφείς που πλουτίζουν ξαφνικά, πολύ συχνά παρασύρονται από τον πειρασμό να ζήσουν ένα είδος ζωής πολύ πέρα από τις δυνατότητες τους. Η δική μου έμφυτη συντηρητικότητα όμως δεν ήταν δυνατό να ανεχτεί τέτοιες ελα­φρότητες. Γι’ αυτό, αντί να αγοράσουμε κανένα ιστορικό μέγαρο, νοι­κιάσαμε ένα μικρό διαμέρισμα σε μιαν ήσυχη συνοικία του Λον­δίνου.

Ύστερ’ από τη δεύτερη νουβέλα μου, όμως, η περιουσία μας δεν έδειξε τάσεις να λιγοστέψει, κι όταν η γυναίκα μου δήλωσε πως ήταν πια καιρός ν’ αγοράσουμε ένα σπίτι στην εξοχή, συμ­φώνησα απόλυτα μαζί της. Αφού ψάξαμε λίγους μήνες, στο τέλος σταθήκαμε αρκετά τυχεροί και βρήκαμε στο Σάλινγκτον του Σάσεξ, μακριά από το δημόσιο δρόμο και την κίνηση των αυτοκινή­των, το σπίτι όπου ζούσε άλλοτε ο εφημέριος της περιοχής, πολύ χαριτωμένο, με ολότελα δικό του χαρακτήρα, με κήπο που τον έκλειναν ψηλοί τοίχοι του παλιού καιρού και με ωραιότατη θέα στο Ντάουνς.

Το σπίτι ήταν χτισμένο με πελεκητή πέτρα, εδώ και πενήντα χρόνια, από τον βικάριο του Σάλινγκτον, που έζησε εκεί εξήντα ολόκληρα χρόνια μαζί με τη γυναίκα του – απλό παλιό οικοδό­μημα, σε μια περιοχή όπου τα αιωνόβια σπίτια είναι σαν τον άμμο της θάλασσας. O αιδεσιμότατος ήταν πλούσιος, φιλόξενος κι απο­φασιστικός χαρακτήρας, καθώς όμως περνούσαν τα χρόνια η γυ­ναίκα του τον ξεπερνούσε σε περιποιητικότητα, φιλόξενη διάθεση κ’ εκκεντρικότητα. Τους λάτρευαν όλοι και τους δυο. Ήταν μεγάλη χαρά για τους φίλους τους, τους υπηρέτες του σπιτιού και για τα ζώα τους ακόμα. Η κα­λοσύνη και η πονοψυχιά της γυναίκας του πάλι ήταν απερίγρα­πτες. Περιφρονώντας το αμάξι, ανέβαινε στο ποδήλατο με τις τρεις ρόδες κ’ έτρεχε παντού για αγαθοεργίες: να πάει ένα καλάθι αυγά κάπου ή ένα βραστό κοτόπουλο. Η μόνη παραχώρηση που έκανε όταν πέρασαν τα χρόνια και βάρηνε, ήταν που πλήρωνε έξι πένες στα παιδιά του χωριού για να την τραβήξουν ν’ ανέβει την από­τομη πλαγιά του λόφου του Σάλινγκτον.

Το χτήμα ύστερ’ από τις απαραίτητες διατυπώσεις, το αγο­ράσαμε επιτέλους και μετακομίσαμε στο καινούργιο μας σπίτι. Εδώ πέρα, ύστερ’ από τους τελευταίους μήνες της συγγραφικής μου προσπάθειας, πίστευα πως θα ξεκουραζόμουν πραγματικά.

Μ’ όλο που περίμενα να χαρώ λίγην απομόνωση, αποκλει­σμένος καθώς ήμουν στη μοναξιά του μικρού μας χτήματος, γελά­στηκα πολύ πικρά. O καινούργιος κόσμος, όπου ξαφνικά βρέθη­κα, ήταν πολύ πιο μανιασμένος από τον παλιό. Η επιτυχία στη λογοτεχνία σου φέρνει πολλά παρεπόμενα. Έτσι, σε λίγον καιρό κατάλαβα πόσο είχα μπλέξει: Αμέτρητες είναι οι προσκλήσεις και οι απαιτήσεις γενικά που έχει το κοινό από ένα συγγραφέα, αδιάφορο αν είναι καλός ή κακός, φτάνει να μπορεί ο κόσμος να τον βλέπει.

Ίσως κάποτε να μου άρεσε να ανακατώνομαι σε τέτοιες δου­λειές. Και είναι σίγουρο πως για έναν άνθρωπο, που πριν από ελάχιστα ακόμα χρόνια αγωνιζόταν σκληρά χωρίς κανείς να τον ξέρει, θα πρέπει να είναι πολύ κολακευτικό να τον ζητούν ολοένα διάφορες προσωπικότητες ή υποπροσωπικότητες, νάναι το γραφείο του γεμάτο από κάρτες επισήμων που τον καλούν για τον ένα ή τον άλλο σκοπό. Να τον κάνουν πρόεδρο του Συμβουλίου ενός μεγάλου Νοσοκομείου, να τον προτείνουν μέλος σε πολύ σπουδαίες επι­τροπές και συμβούλια, να τον πιέζουν ολοένα να βάλει υποψηφιό­τητα ως μέλος του Κοινοβουλίου και, πάνω απ’ όλα, να είναι δακτυλοδεικτούμενος παντού: σε μεγάλα μαγαζιά, θέατρα, εστιατό­ρια και στο δρόμο ακόμα καταμεσίς, και, τότε αυτή η ανεπιφύλα­κτη αναγνώριση και η δουλική προσοχή, που είναι η κοινότερη, η συνηθέστερη μορφή της δημοτικότητας, σε αναστατώνει κυριολε­κτικά, χωρίς καν να το θέλεις.

Ήταν πολύ παράξενο πράμα, στ’ αλήθεια. Χρόνια τώ­ρα, σπρωγμένος από τον αχόρταγο κι απαιτητικό δαίμονα της επι­θυμίας για επιτυχία, που ΄ταν συνυφασμένη με τη νιότη μου ολό­κληρη, μ’ έσπρωχναν ανελέητα μπορώ να πω, τα λιγότερο άξια στοιχεία της προσωπικότητας μου. Ζήταγα, χωρίς να παίρνω ανά­σα καν, ολοένα, τα χρυσά μήλα των Εσπερίδων, δώρο της Γης στην Ήρα, και τώρα που ο καρπός ήταν στη διάθεση μου, έτοι­μος για φάγωμα, ξαφνικά, όλη αυτή την ιστορία την έβλεπα σαν κάτι που χτυπούσε, φυσικά, στο μάτι αλλά δεν περιείχε καμιάν απο­λύτως αξία.

Ποιος νάταν όμως ο λόγος αυτής της παράξενης αλλαγής νοο­τροπίας και αισθημάτων; Ως ένα σημείο, ξεκινούσε από το γε­γονός ότι, για πρώτη φορά στη ζωή μου, που ως τώρα την είχα πε­ράσει σε αδιάκοπη δουλειά, είχα ευκαιρία να σκέφτομαι. Το πρό­βλημα που άρχιζε να με κυριεύει ήταν: Πού ακριβώς βρίσκεται η αξία όλων αυτών των πραγμάτων ; Απ’ τον καιρό που ήμουν φοιτητής ακόμα, κάθε τι που είχα θελήσει είχε «πετύχει». Ακόμα και τούτη η τελευταία και πολύ πιο δύσκολη επιχείρηση, στο χώρο των γραμμάτων, είχε απίστευτα και καταπληκτικά επιτύχει. Τώρα οι νουβέλες μου πουλιόνταν παντού. Και στις μακρινότερες επαρχίες τ’ όνομα μου ήταν γνωστό. Έκτος από τα συγγραφικά μου δικαιώματα, ο κινηματογράφος και χίλιες δυο άλλες περιπτώ­σεις μου αύξαιναν το εισόδημα μου, σε τέτοιο βαθμό, όσο ποτέ δεν είχα καν ονειρευτεί. Ήμουν κι ευτυχισμένος; Δε μπορώ να υπο­στηρίξω πως ήμουν δυστυχής. Ωστόσο, ένιωθα καθαρά μέσα μου ένα αίσθημα κενού και δυσαρέσκειας. Καταλάβαινα ολοένα και πιο πολύ τη ματαιότητα των πραγμάτων και των επιδιώξεων μου. Και, κάτι ακόμα πιο πολύ, άρχισα πολύ αμυδρά, στην αρχή, να καταλαβαίνω πόσο μεγάλη προσοχή είχα δώσει σε μικρολεπτομέρειες της ζωής και πόσο είχα αφήσει κατά μέρος την ουσιαστική της πλευρά. Όλη μου η ενεργητικότητα είχε ξοδευτεί αποκλει­στικά για λίγη κοσμικότητα. Είχα ξεχάσει, ή ίσως δεν είχα σκε­φτεί ποτέ, το βασίλειο του πνεύματος. Οι θεοί μου στάθηκαν ψεύ­τικοι θεοί. Και τώρα, με κάποιαν απογοήτευση, τα μάτια μου αν­τίκριζαν κατάματα τη ματαιότητα των ανθρώπινων πραγμάτων και με κυρίευε η ανάγκη άλλων αναζητήσεων που ΄χουν το χάρισμα της αιωνιότητας.

Σ’ αυτή την ανακάλυψη με βοήθησε μια τυχαία ολότελα συ­νάντηση. Εκείνο τον καιρό, έκανα πολύ ταχτικά παρέα μ’ ένα συμπατριώτη μου, που ήμαστε συμμαθητές από το σχολείο ακόμα και ύστερα σπουδάζαμε μαζί στο Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης. Αυτόν που έχω αναφέρει ξανά με τ’ όνομα Τσίσχολμ. Ήταν άν­θρωπος προικισμένος με χίλια χαρίσματα, γλυκός, όμορφος, με αξιοσημείωτη ευφράδεια. Ο Φίλιπ Τσίσχολμ είχε παρατήσει την ιατρική κι ακολούθησε πολιτική καριέρα με τόσην επιτυχία, ώ­στε τώρα ήταν βουλευτής, αντιπρόσωπος μιας βορεινής επαρ­χίας. Μετά το Πανεπιστήμιο δεν έτυχε ν’ ακούσω τίποτα γι’ αυ­τόν, όταν όμως εγώ έγινα γνωστός, εκείνος έσπευσε να ανα­νεώσει τη φιλία μας – κι αυτό το γεγονός δίνει μιαν όψη του χαρακτήρα του. Στις κουβέντες μας, ύστερ’ από το φαγητό στο Γκάρικ Κλαμπ, ή μετά από το τσάι στην ταράτσα του Κοινοβου­λίου, συνήθιζε να μιλάει για τα παλιά τα χρόνια με πολύ ειρω­νική διάθεση. Δε χαριζόταν ούτε στις φοιτητικές μας μέρες. Ε­κείνος και γω, απ’ όλη μας την παρέα, ήμαστε οι μόνοι που ακου­στήκαμε, που βγάλαμε όνομα. Είχαμε σκαρφαλώσει πολύ ψηλά, αφήνοντας πολύ πίσω τους άλλους. Φυσικά, δεν ήξερε κανείς τί μας ετοίμαζε το μέλλον. Τούς άλλους τους κακόμοιρους – εμείς που είχαμε τον κόσμο κάτω από τα πόδια μας – πολύ τους λυπόμαστε.

Το Μάη εκείνης της χρονιάς, ο Τσίσχολμ μου ζήτησε να πάω μαζί του για ψάρεμα. Ένας πλούσιος συνάδελφος του στη βουλή, ο σέρ Χάρολντ Β—που έμενε κοντά στο Χάμπσάιρ Έϊβον, ένα από τα καλύτερα και ίσως το πιο ονομαστό ποτάμι της Αγγλίας για σολωμό, – θα έπαιρνε μέρος σε μια αντιπροσω­πεία στη Γενεύη, και άφηνε το σπίτι του στον Τσίσχολμ για κα­μιά δεκαπενταριά μέρες, όσον καιρό θα έλειπε. Ήταν μια ευκαι­ρία μοναδική, που δεν έπρεπε να πάει χαμένη. Ξεκινήσαμε μαζί και οι δυο.

Το ποτάμι ήταν περίφημο, γεμάτο ψάρια. Ο Τσίσχολμ, που ήξερε να ζει τη ζωή του και να χαίρεται το κάθε τι, ήταν, έκτος απ’ όλα τα άλλα, αστείρευτη πηγή για διασκεδαστικές ιστορίες κ’ έκανε περίφημη παρέα.

Δυο μέρες ύστερ’ απ’ τον ερχομό μας, η οικονόμος του σπι­τιού γλίστρησε και χτύπησε στην επιγονατίδα της. Δε φαινόταν τίποτα το σοβαρό, όταν όμως εμείς οι δυο αποστάτες της ιατρικής προσφερθήκαμε να τη βοηθήσουμε, η καλή γυναίκα δε θέλησε ν’ α­κούσει κουβέντα. Κανείς από μας δε θα τη φρόντιζε. Εκείνη ήθε­λε το δικό της γιατρό που ήταν στο χωριό. Μας περιέγραψε μάλι­στα με μεγάλον ενθουσιασμό την επιδεξιότητα και τα κατορθώμα­τα του, και τόσο έντονα, ώστε ο Τσίσχολμ γύρισε και με κοίταξε χαμογελώντας.

Μετά μιαν ώρα ο γιατρός του χωριού ήρθε. Με μια λέξη καθησύχασε τη γυναίκα κ’ έβαλε το πόδι στη θέση του, με με­γάλη πραγματικά επιδεξιότητα. Τότε μονάχα γύρισε προς το μέρος μας.

— Ω Θεέ μου, ξεφώνισε ο Τσίσχολμ με κομμένη την ανάσα ! Ο Κάρυ!…

Πραγματικά, μπροστά μας ήταν κάποιος που ανήκε σ’ εκείνο το παρελθόν που τόσο συχνά και τόσο ειρωνικά αναθυμόταν ο Τσί­σχολμ. Τον είχαμε γνωρίσει όταν ήταν παιδί ακόμα. Ήταν κον­τός, ασήμαντος και φτωχός. Δε μπορούσε να ανοίξει το στόμα του, άλλα μιλούσε συνήθως μεσ’ από τα δόντια του – πολύ σπάνια τον δεχόμαστε στην εκλεκτή μας παρέα, που στριφογύριζε δώθε-κείθε στους δρόμους του Λίβερπουλ.

Αν τον πρόσεχε κανείς ποτέ, αφορμή ήταν τα ελαττώματα του. Το ένα του πόδι ήταν πολύ πιο κοντό από το άλλο, γι’ αυτό ήταν υποχρεωμένος να φοράει παπούτσι με τακούνι ψηλό έξι ίν­τσες. O Τσίσχολμ του είχε βγάλει και το απαραίτητο παρατσούκλι. Πολλές φορές, σαν ήμαστε μικροί, αποφάσιζε ο κακομοίρης με πολύ κέφι να μας κυνηγήσει για να σταματήσουμε την κοροϊδία, που όμως να μας φτάσει.

Πως τον κοροϊδεύαμε, Θεέ μου!… Για μας ο Κάρυ ήταν ένα πλάσμα παράξενο. Τα ρούχα του, μ’ όλο που ήταν πολύ προσεχτικά ραμμένα και μπαλωμένα, ήταν φριχτά! Η οικογένεια του ήταν πολύ παρακατιανή. Η μητέρα του, μια λιπόσαρκη χήρα ενός αιωνίως μεθυσμένου αλήτη, συντηρούσε τον εαυτό της και το γιό της καθαρίζοντας διάφορα μαγαζιά. O Τσίσχολμ κι αυτό ακόμα το κορόιδευε επιγραμματικά: «Η μητέρα του Κάρυ πλένει όλων των λογιών τις σκάλες».

Ο Κάρυ συμπλήρωνε τα έξοδα της οικογενείας δουλεύοντας κι αυτός. Σηκωνόταν στις πέντε κάθε πρωί και μοίραζε γάλα στα σπίτια. Αυτή μάλιστα η ατέλειωτη βόλτα πολλές φορές τον έκανε να έρχεται αργά στο σχολείο. Τότε παρουσιαζόταν το κοντό κουτσό αγόρι στην τάξη τρέμοντας.

Ο δάσκαλος, γελώντας κάτω από τα μουστάκια του, έλεγε:

— Ωραία, πολύ ωραία… Ώστε άργησες πάλι;

— Μ… μ… μάλιστα, κύριε!

— Και που ήταν η αφεντιά σου; Ασφαλώς, θα ΄πινες τον καφέ σου μαζί με τον κύριο Δήμαρχο!

— Ο… ο… όχι!

Σε κάτι τέτοιες στιγμές ο Κάρυ είχε ένα φοβερό ψεύδισμα που πολύ τον βασάνιζε. Δε μπορούσε να προφέρει ούτε μια συλ­λαβή σωστή. Κι όλα τα παιδιά στην τάξη, παίρνοντας θάρρος από το μειδίαμα του δάσκαλου, ξέσπαγαν σε ασυγκράτητα γέλια.

Αν ήταν έξυπνος ο Κάρυ, τότε, όλα θα μπορούσαν να πή­γαιναν καλά γι’ αυτόν. Στη Σκωτία όλα τα συγχωρούν στους ατσί­δες, αλλά, μ’ όλο που ο Κάρυ δε σήκωνε κεφάλι από το βιβλίο, οι προφορικές εξετάσεις ήταν γι’ αυτόν η μεγάλη καταστροφή.

Όλ’ αυτά τη βασάνιζαν και τη δόλια τη μητέρα του Κάρυ. Λαχταρούσε να διακριθεί ο γιος της σ’ ένα ειδικό πεδίο. Ας ήταν φτωχή, ασήμαντη και καταφρονεμένη. Στην περήφανη θρησκευτικότατη ψυχή της έκρυβε μια φλογερότατη φιλοδοξία. Λα­χταρούσε να ιδεί το γιό της ιερωμένο της Εκκλησίας της Σκωτίας. Τι φοβερή τρέλα! Όμως, η μητέρα του Κάρυ είχε πάρει όρκο να βάλει όλα της τα δυνατά να πραγματοποιηθεί η επιθυμία της εκείνη ή να πεθάνει.

Του Κάρυ πολύ περσότερο του άρεσε η ανοιχτή έξοχη, παρά οι προσευχές των ιερωμένων. Αγαπούσε πολύ τα δάση και τις ανοιχτές εκτάσεις που ΄ταν γεμάτες ρείκια στην πατρίδα μας. Καθώς σερνόταν μάλιστα, κουτσαίνοντας πλάι μας, στις διάφορες εκδρομές μας, τέντωνε αχόρταγα τ’ αυτιά του όταν κουβεντιάζαμε για τα σχέδια μας και για την ιατρική που θα σπουδάζαμε. Η αλήθεια είναι πως ο Κάρυ είχε τρομερή επιθυμία να γίνει γιατρός.

Όμως η υποταγή ήταν έμφυτη στην ευγενική του φύση, κι όταν τέλειωσε το σχολείο, μπήκε στο κολέγιο ως σπουδαστής της Θεολογίας. Ένας Θεός ξέρει πως τα κατάφεραν αυτός και η μάνα του. Εκείνη σφιγγόταν και στερούσε το κάθε τι από τον εαυτό της, το πρόσωπο της αδυνάτιζε ολοένα και περσότερο, μες στα θαμμένα μάτια της όμως η φωτιά ήταν άσβηστη. Ο ίδιος ο Κάρυ, μ’ όλο που δεν του άρεσε καθόλου η σπουδή αυτού του εί­δους, δούλευε σα σκυλί ηρωικότατα.

Έτσι, πολύ νωρίτερα απ’ ο,τι μπορούσε κανείς να φανταστεί, ο Κάρυ πήρε το χαρτί του εικοσιτεσσάρων χρονών και μπήκε στην υπηρεσία των πιστών της Εκκλησίας της Σκωτίας. Η θαυ­μαστή εξέλιξη του γιου της καθαρίστριας έκανε μεγάλη εντύ­πωση. Ήταν εφημέριος τώρα πια. Τον πρότειναν για την εκ­κλησία της ενορίας και όρισαν να κάμει και το δοκιμαστικό του κήρυγμα.

Μεγάλο πλήθος συνάχτηκε για να ιδεί «τι πράμα ήταν ο καινούργιος παπάς». Κι ο Κάρυ, που βδομάδες ολόκληρες απο­στήθιζε το λόγο του, ανέβηκε στον άμβωνα νιώθοντας τον εαυτό του τέλεια προετοιμασμένο. Άρχισε να μιλάει με φωνή σοβαρή και, για λίγην ώρα, τα πήγαινε περίφημα. Ύστερα, ξαφνικά, άρ­χισε να αισθάνεται πως ολάκερες φράσεις του διαφεύγανε, πρό­σεξε τη μητέρα του που, φορώντας τα καλά της στεκόταν μπρος-μπρος με τη ματιά της γεμάτη ενθουσιασμό καρφωμένη πάνω του. Ένα φοβερό ρίγος δυσπιστίας για τον εαυτό του τον κυρίεψε. Άρ­χισε να διστάζει, έχασε το νήμα των ιδεών του κι άρχισε να τραυλίζει. Όταν τον έπιανε εκείνη η φριχτή αδυναμία στην κουβέντα, το ΄ξερε πως ήταν χαμένος. Εξακολούθησε τον αγώνα του με θανά­σιμη αγωνία, καθώς όμως αγωνιζόταν με κομμένη την ανάσα να βρει τις λέξεις που του έφευγαν, ξεχώρισε καθαρά τα γεμάτα ση­μασία χαμόγελα. Άκουσε μάλιστα κ’ ένα ελαφρότατο γέλιο. Ύ­στερα είδε πάλι το πρόσωπο της μητέρας του και δε μπόρεσε πια ν’ ανοίξει το στόμα του. Απλώθηκε μακριά και τρομερή σιωπή και ύστερα ο Κάρυ έδειξε πως τέλειωσε, αρχίζοντας τον ύμνο.

Σε μιαν ώρα, όταν η μητέρα του Κάρυ γύρισε σπίτι, την έπιασε αποπληξία. Δε μπόρεσε πια να βγάλει μιλιά από το στό­μα της.

Όταν έγινε η κηδεία, ο Κάρυ εξαφανίστηκε από το Λέβενφόρντ. Κανείς δεν ήξερε ούτε νοιάστηκε να μάθει τι απόγινε. Είχε στιγματιστεί, θα τον περιφρονούσαν σ’ όλη του τη ζωή για την αποτυχία του. Όταν ύστερ’ από λίγα χρόνια ήρθαν νέα του κ’ έμαθα πως έδινε μαθήματα σ’ ένα σχολείο μιας αγροτικής περι­φέρειας, για μια στιγμή τον συλλογίστηκα σα μιαν απελπισμένη ψυχή, σαν έναν άνθρωπο που ήταν προορισμένος να χαθεί. Τον ξέχασα όμως πολύ γρήγορα.

Δούλευα στο Λόκλη, όταν ο Τσίσχολμ, – που εκείνο τον καιρό είχε γίνει πρώτος βοηθάς του Καθηγητού της Ανατομίας, – όρμησε ένα βράδυ στο δωμάτιο μου:

— Δε θα σου περνάει από το μυαλό, είπε κοροϊδευτικά, ποιος ήρθε ν’ ασκηθεί στην Ανατομία, στο τμήμα μου. O φίλος μας ο κουτσο-Κάρυ.

Ήταν ο Κάρυ. O Κάρυ, που στα εικοσιπέντε του χρόνια αποφάσισε να πάει να σπουδάσει γιατρός! Φαινόταν τόσο παρά­ξενος μες στο φτωχικό του κουστούμι, με το κουτσό του πόδι και τους σκυφτούς ώμους, ανάμεσα στο χαρούμενο πλήθος των πρωτοετών συμφοιτητών του. Κανείς δεν του μίλησε ποτέ. Έπιασε ένα δωμάτιο σε μια φτωχοσυνοικία, κουτσοπερνώντας με τα λίγα λεφτά που του έδιναν οι σπλαχνικοί καθηγητές του. Η ηλικία του, η εμφάνιση του και το προδοτικό τραύλισμα του ήταν μεγάλα εμπόδια, αυτός ωστόσο εξακολούθησε τη γεμάτη αγώνα προσπάθεια του, μη θέλοντας να ομολογήσει την ήττα του, με το αλλοτινό γα­λήνιο κέφι και το γεμάτο ελπίδα θάρρος πάντα μες στα μάτια του.

Και τώρα είχαμε μπροστά μας τον Κάρυ. Μάλιστα ο Κάρυ ολόκληρος. Μόνο που δεν ήταν ο δειλός, ο δισταχτικός, ο ψευδός αλλοτινός Κάρυ. Είχε την ήρεμη σιγουριά ενός ανθρώπου που μο­νάχος του κέρδισε πια τη ζωή του. Μόλις μας αναγνώρισε, μας χαι­ρέτησε θερμά και μας επίεσε να πάμε να φάμε σπίτι του το βράδυ. Στο μεταξύ, ήταν ανάγκη να πάει να κοιτάξει έναν του άρρωστο.

Με απερίγραπτη ανυπομονησία, κάπως ανάστατοι αλλά και με μιαν αδιόρατη ειρωνική διάθεση, μπήκαμε εκείνο το βράδυ στο σπίτι του γιατρού του χωριού. Παραξενευτήκαμε πολύ όταν ανα­καλύψαμε πως ο Κάρυ ήταν παντρεμένος. Κι όμως έτσι ήταν. Μας υποδέχτηκε η γυναίκα του όμορφη και δροσερή. Επειδή ο για­τρός – είπε τον τίτλο με μια συγκινητική αφέλεια – είχε δου­λειά ακόμα στο ιατρείο του, μας πήγε στο πάνω πάτωμα, για να δούμε τα παιδιά. Δυο κοκκινομάγουλα κοριτσάκια κ’ ένα μικρό αγόρι, που είχε κιόλας αποκοιμηθεί. Τόσο πολύ τα χάσαμε μ’ όλα τούτα, ώστε δε μπορούσαμε να βγάλουμε μιλιά.

Όταν κατεβήκαμε πάλι, ήρθε κι ο Κάρυ μαζί μας, με δυο άλλους κυρίους. Στο τραπέζι ήταν ένας καθώς πρέπει κύριος, γα­λήνιος, άνετος, κρατούσε περίφημα το ρόλο του οικοδεσπότη, με πολύ ήρεμη αξιοπρέπεια και μιλούσε μ’ όλη του την άνεση. Οι φίλοι του, συμπαθητικοί άνθρωποι και οι δυο, τον άκουγαν με εν­διαφέρον. Απ’ ό,τι είπε αυτός ο ίδιος, καθώς κι από τις κου­βέντες των αλλωνών, βγάλαμε το συμπέρασμα μας. Είχε μεγάλη πελατεία, παρακολουθούσε άρρωστους σ’ όλη την κοιλάδα του Έι­βον. Όλοι τους ήταν αγρότες, σιωπηλοί, άνθρωποι δύσκολοι. Αυ­τός όμως είχε κατορθώσει με τον τρόπο του να τους κερδίσει.

Τώρα ο Κάρυ ήταν μια δύναμη, είχε επιβληθεί σ’ όλη τη γύρω περιοχή, με τη φρόνηση και την ευγένεια του, με το θαυμα­στό συγκερασμό θρησκείας και επιστήμης που είχε πραγματώσει, χωρίς να ζητάει τίποτα, δίνοντας ό,τι μπορούσε από τον εαυτό του. Αγαπούσε τη δουλειά του, που γι’ αυτήν είχε γεννηθεί. Ή­ταν άνθρωπος που είχε αρνηθεί να παραδεχτεί πως νικήθηκε, και μ’ αυτό τον τρόπο κατάφερε στο τέλος να νικήσει. Όταν μετά το φαγητό καθίσαμε στο μικρό του γραφειάκι, πρόσεξα μια μεγάλη κάρτα κορνιζαρισμένη, εκεί πάνω. Είχε τα έξης λόγια : «Ό,τι κι αν αποχτήσεις, ό,τι κι αν κερδίσεις, πάντα να έχεις στη σκέψη σου πως όλα τελειώνουν και πως ούτε και συ θα ξεφύγεις από το κοινό χρέος του θανάτου». Σίγουρα, αυτό ήταν το πιστεύω όλης του της ζωής.

Όταν αργά εκείνο το βράδυ φύγαμε από το σπίτι του για­τρού και βρεθήκαμε έξω στο πηχτό σκοτάδι, για πολλή ώρα κι ο Τσίσχολμ κ’ εγώ σωπαίναμε. Ύστερα εκείνος, με κάποια προσ­πάθεια, είπε:

— Φαίνεται πως ο φουκαρατζίκος βρήκε επιτέλους τον εαυτό του.

Το γεμάτο εγωισμό προστατευτικό του ύφος πολύ μου χτύ­πησε στα νεύρα. Με πολλή ντροπή συλλογίστηκα τη ματαιοδοξία και των δυο μας, δε μπόρεσα λοιπόν να κρατηθώ και να μην του απαντήσω.

— Εσύ, Τσίσχολμ, τί θα προτιμούσες να είσαι; Αυτός που είσαι τώρα, ή ο γιατρός του Έιβον;

— Χαμένα τα ΄χεις, μουρμούρισε. Αυτό μας έλειπε τώρα!

Η τυχαία συνάντηση μου με τον Κάρυ, παρ’ όλο που δε θα ΄πρεπε νάχει συνέπειες, επιτάχυνε μέσα μου μιαν αλλαγή που ίσως ήταν κιόλας στο δρόμο. Η μισή νεκρωμένη μου φύση, που τόσον καιρό ήταν συμπιεσμένη, άρχισε επιτέλους να ξυπνάει και να κυριαρχεί φανερά. Ήταν ίσως το σεμνότυφο και πουριτανικό πνεύμα των προγόνων της μητέρας μου; Ή ένας πολύ μακρινός αντίλαλος απ’ τη γενιά του πατέρα μου, από κάποια κελτική μυ­στικιστική έκσταση στο αμυδρό φως κάποιας πρόχειρης καλύβας στο λόφο της Τάρα; Πάντως δε μπορώ να πω πως η αφορμή ήταν τα γεράματα, και γιατί ούτε σαράντα χρονών δεν ήμουν ακόμα, αλλά ήμουν συγχρόνως γεμάτος υγεία και δύναμη. Πάντως, όποια και νάταν η αφορμή, τα αποτελέσματα ήταν αρκετά έκδηλα.

Η λέξη «επιστροφή» μου είναι φοβερά αηδιαστική, γιατί προϋποθέτει στάδια που εγώ πάντως δεν τα πέρασα: συγκεντρώ­σεις εποικοδομητικές, όπου ο πρώην αμαρτωλός, κατασυγκινημέ­νος, φωτίζεται ξαφνικά και δίνει υστερικές υποσχέσεις για χίλια-δυο πράματα. Ούτε πάλι είμαι τόσο προπετής, ώστε να ισχυρι­στώ πως πέρασα τα στάδια μιας μεγάλης και δραματικής ηθικής αναγέννησης. Δεν ήμουν Παύλος από την Ταρσό ούτε Αυγουστίνος που κάποιο δράμα ξαφνικό μου επέβαλε μια γρήγορη και γεμάτη πάθος μεταστροφή. Οπωσδήποτε, εκείνη την εποχή εκδηλώθηκε σε μένα μια καινούργια άποψη για τη ζωή και ιδιαίτερα για τη θρησκεία. Αυτό και μόνο ήταν μια αλλαγή αξιοσημείωτη πάρα πολύ, αν συλλογιστεί κανείς τις συνθήκες της παιδικής μου ηλι­κίας, που μ’ έκαναν για πολύ καιρό να δείχνω αδιαφορία για την οργανωμένη θρησκεία.

Θα με καταλάβει κανείς καλύτερα όταν εξηγήσω πως η μη­τέρα μου ήταν από τους Μοντγκόμερυ, κλάδου μιας από τις πα­λιότερες και απόλυτα αφοσιωμένες στον ΙΙροτεσταντισμό σκωτσέζικες οικογένειες. Στα δεκαεννιά της χρόνια ερωτεύτηκε τρελά ένα νεαρό Ιρλανδό καθολικό, τόσκασε από το σπίτι της, τον παν­τρεύτηκε και, πάνω στην υπερβολή της αγάπης της, ασπάστηκε το δόγμα του. Έτσι το μοναδικό παιδί που γεννήθηκε απ’ αυτό το γάμο, εγώ δηλαδή, βαφτίστηκε καθολικό κι ως τα εφτά του χρό­νια δεν ήξερε τίποτ’ άλλο έξω από τους βίους των αγίων και τη γλυκιά γαλήνη της ευτυχισμένης οικογένειας. Τότε, ολότελα ξα­φνικά, πέθανε ο πατέρας μου. Ζούσε πάντοτε ξοδεύοντας ασυλλόγιστα τα λεφτά του, γι’ αυτό κ’ εκτός από την ανάμνηση της όμορ­φης αγαπητής μορφής του, της απλοχεριάς του και της αξιολά­τρευτης χάρης του, πολύ λίγα πράματα μπόρεσε να μας αφήσει. Δυο χρόνια η μητέρα μου αγωνίστηκε για να τα φέρνει βόλτα. Ύστερα, σπρωγμένη απ’ την ανελέητη, τη στυγνή ανάγκη, αναγ­κάστηκε να ξαναγυρίσει στο πατρικό της.

Πόσο φοβερό πράμα είναι η επιστροφή του άσωτου, στα μά­τια ενός αυστηρού πατέρα, δεν περιγράφεται! Εγώ πάλι ήμουν το ανεπιθύμητο εγγόνι, ο ανυπόφορος εφιάλτης, ο μικρός πιστός του Πάπα. Τι φρικτή, τι μελαγχολική αλλαγή της σκηνοθεσίας στη ζωή μου! Απ’ τον καιρό που με στείλανε σχολείο, μόλις α­νακαλύφθηκε η καθολική μου ιδιότητα, δεν περιγράφεται η κοροϊ­δία που τραβούσα από τα παιδιά. O δάσκαλος πάλι, ένα ζώο σω­στό, γεμάτο σαδισμό, διασκέδαζε να μου ανοίγει συζητήσεις με θέμα τα συχωροχάρτια ή το αλάθητο του Πάπα. Για καιρό ήμουν σαν παρίας που όλοι τον εξευτέλιζαν και τον χλεύαζαν, και υπό­φερα τα μύρια όσα από τη μισαλλοδοξία της μικρής σκωτσέζικης κοινότητας όπου ζούσα. Περσότερο με βασάνισαν από τότε που έ­δειξα πως με κανέναν τρόπο δεν ήθελα ν’ αλλάξω το δόγμα που μ’ αυτό είχα μεγαλώσει. Εκείνο τον καιρό μεγάλος φανατισμός επικρατούσε στη δυτική Σκωτία. Έρχονταν μάλιστα μερικές επέ­τειοι, όπως των γενεθλίων του Τζων Νοξ ή της μάχης του Μπουν, όπου συναντούσε κανείς τόσο θρησκευτικό μίσος, τέτοιον πικρό ανταγωνισμό τάξεων κοινωνικών, ώστε μπορώ να το πω καθαρά πως εκείνη την εποχή γνώρισα τη χειρότερη πλευρά του Χρι­στιανισμού. Σ’ εκείνη την αγριότητα, πλανιόμουν μονάχος, ένα έρημο μικρό αγόρι, κυκλωμένο από αμφιβολίες και φόβους, που απελπισμένο προσπαθούσε να κατανοήσει το περιεχόμενο αυτού του δόγματος που τόσο χλεύαζαν και κατάτρεχαν.

Αργότερα, άρχισα την αντεπίθεση. Έβαλα στη θέση τους τούς χειρότερους βασανιστές μου, τους άλλους δεν τους λογάριαζα πια. Σιγά-σιγά, άρχισα να κερδίζω πολλές συμπάθειες με την επί­δοση που είχα στα αθλητικά. Έτσι, πέρασε ο καιρός και ήρθε η εποχή που ύστερ’ από μια σειρά υποτροφιών βρέθηκα στην ευ­χάριστη θέση να μπορώ να παρακολουθήσω μαθήματα στο Πα­νεπιστήμιο. Εδώ πια η κρυφή επανάσταση που ζυμωνόταν τόσον καιρό μέσα μου, εναντίον του στενού κορσέ που έβαζε στους ανθρώ­πους η θρησκεία, έφτασε στο κατακόρυφο. Γεμάτος περηφάνεια για τις κριτικές μου ικανότητες, άρχισα να βρίσκω αδύνατα ση­μεία στην Αγία Γραφή και είχα πολλές αντιρρήσεις τώρα πια για την αθανασία της ψυχής, ύστερα μάλιστα από την καινούργια μου ιδιότητα του φοιτητή της Βιολογίας. Οι μελέτες μου στην Α­νατομία και στους άλλους κλάδους της επιστήμης μου μού σταθε­ροποιούσαν τη στάση της αδιαφορίας που είχα εγκαινιάσει. Ό­ταν παντρεύτηκα, μ’ όλο που από διεστραμμένη αίσθηση τιμής κράτησα τους εξωτερικούς τύπους του Καθολικού δόγματος, διό­λου δε σκεφτόμουν να τηρώ τους κανόνες και τις υποχρεώσεις του. Οι φυσικές δυνάμεις αναμοχλεύονταν πολύ έντονα μέσα μου. Και όταν ακόμα η συνείδηση μου μ’ ενοχλούσε, φρόντιζα να την πνίγω κάτω από ένα πλήθος κοσμικών ενδιαφερόντων. Μ’ όλο που ποτέ μου δεν απαρνήθηκα το Χριστιανισμό – ήμουν πολύ δει­λός για να το κάμω αυτό – τον απολησμόνησα αρκετά, μ’ αυτές τις καινούργιες μου απασχολήσεις. Είχα φτάσει πια στο ύψιστο σημείο του εγωισμού.

Ύστερ’ απ’ όλα όσα ιστόρησα, σ’ αυτή την τελευταία μου φάση κυρίως, της αυταπάτης και της ολοκληρωτικής παράδοσης του εαυτού μου σε ένα πλήθος πράγματα, θα φανεί ίσως παράξενο και απίθανο πως γύρεψα να βρω τη γαλήνη της σκέψης και της ψυχής μου, γυρνώντας πίσω στην παιδική μου πίστη, αφού ο καθένας ξέρει ότι εάν μη γένησθε ως τα παιδία, ου μη εισέλθητε εις την Βασιλείαν των Ουρανών. Για μένα τον ίδιο η αλήθεια είναι πως κάθε φορά που τάβαλα με τη θρησκεία, τα δεσμά της πάντοτε μ’ έκλειναν μέσα στα σύνορα της και, στην ψυχή μου, παρ’ όλη την τύρβη της καθη­μερινής ζωής, αδιάκοπα αντηχούσε ο ήχος της φωνής που δε μπόρεσα ποτέ μου ν’ απαρνηθώ. Κι ακόμα, ενώ «του ξέφευγα, μέ­ρες και νύχτες… στους λαβυρινθένιους δρόμους της σκέψης μου…», άκουγα και τότε ακόμα τον ήχο των θεϊκών βημάτων, που με πα­ρακολουθούσαν, το μυστικό ψιθύρισμα : «Σήκω, πιάσε το χέρι μου και έλα μαζί μου».

Δεν ήταν εύκολο το βήμα που έκαμα. Χρόνια τώρα ζούσα μες στον εγωισμό και την αυτοϊκανοποίηση. Όμως την εσωτερική απελπισία που ένιωθα τον τελευταίο καιρό δεν μπορούσα πια να την αντέξω. Προχώρησα εμπρός, έριξα καταγής τα τελευταία εμπό­δια, υπακούοντας στην βαθύτατη επιθυμία της ψυχής μου. Όπως και νάταν, μ’ ό,τι τρόπο κι αν είχε γίνει, πάντως η περίοδος της θρησκευτικής επαναστατικότητάς μου είχε οριστικά τελειώσει.

Δε λέω τίποτα το καινούργιο, αν ομολογήσω πως όλη αυτή η ιστορία είναι απλούστατα ο αναπόφευκτος κύκλος που ακολου­θούν πολλές ψυχές στον κόσμο που, μ’ όλες τις θεωρίες που αλληλοσυγκρούονται στη γη μας, δε μπορούν στο τέλος να ξεφύγουν από την αδυσώπητη κλήση του Σταυρού. Είναι σίγουρο πως, για μερικούς που έχουν ζωστεί για τα καλά την απαίσια αρ­ματωσιά της περιφρόνησης του παντός, αυτή η «μεταμέλεια» θα τους φέρει στα χείλη ένα χαμόγελο γεμάτο οίκτο. Αν ήθελα να υπερασπίσω τον εαυτό μου απ’ αυτό τους το γέλιο, δε θα μπο­ρούσα να τους παρουσιάσω την παραμικρότερη ορατή απόδειξη της αποτύπωσης της θείας Χάριτος σε μένα, ύστερ’ από την επι­στροφή μου. Αντίθετα από κείνους που, στην πρώτη εμφάνιση της θεότητας, παίρνουν τον εαυτό τους για «λυτρωμένο» κι από κει κ’ έπειτα φουσκώνουν από περηφάνεια φορώντας το γεμάτο σεμνοτυφία και αγιότητα χαμόγελο του εκλεκτού – εγώ ήμουν ακόμα γεμάτος από τις παλιές μου ατέλειες – ιδιοτροπία, ζηλο­τυπία, κ’ εγωκεντρισμό. Οι μυστικές πηγές των μεγαλύτερων ελατ­τωμάτων μου δεν εννοούσαν να στερέψουν. Ακόμα, μ’ όλο που κοί­ταζα να κάμω πιο απλή τη ζωή μου, δεν κατάφερνα να πείσω τον εαυτό μου ν’ απαρνηθεί τις χαρές που έβρισκε στα παροδικά και εφήμερα πράγματα. Το μυστικό βασίλειο των άγιων ήταν ακόμα πολύ-πολύ μακριά από μένα.

Μ’ όλο, πάντως, που εγώ δεν άλλαξα πετσί τελείως, ένιωθα βαθιά μέσα μου, μιαν άλλη, καινούργια, πρωτόγνωρη άνεση, ένα αίσθημα ανακούφισης. Έβρισκα μια πρωτόφαντη χαρά στη δου­λειά μου, τώρα. Η μελαγχολία, ο εκνευρισμός και η διαβρωτική πλήξη, που μ’ είχαν καταφάει τον τελευταίο καιρό, χάθηκαν μο­νομιάς. Είχα κλάψει μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής μου, κι ο ουρα­νός άκουσε τις κραυγές μου. Όταν καμιά φορά υποχωρούσα χτυ­πημένος άγρια από τα κυριαρχικά ακόμα πάθη μου, βοήθαγα μο­νάχος μου τον εαυτό μου να πάρει πάνω του, έδινα με τη θέληση και μ’ αληθινή συντριβή τα χέρια μου, στα δεσμά της τωρινής μου συνείδησης. Είχα κάμει τη μεγάλη ανακάλυψη: για τί ζούσα.

 

Συγγραφέας

Αφήστε μια απάντηση