Δεν θέλω να κάνω εδώ μια ποιμαντική μελέτη, αλλά απλώς μια πρόταση σε εκείνους που ίσως, κάποια δεδομένη στιγμή, αραίωσαν σταδιακά τις εξομολογήσεις τους, χωρίς να καταφέρουν να αναλύσουν το γιατί, και αδυνατούν να ξεκινήσουν εκ νέου μια τυπική πρακτική, εξαιτίας κάποιας εσωτερικής δυσφορίας. Θα ήθελα να προτείνω μια υπόδειξη, μόνο και μόνο επειδή σ’ εμένα φάνηκε χρήσιμη. Ο καθένας προσφέρει το θετικό που βίωσε. Αυτό μοιάζει με παράδοξο, αλλά κάποιες φορές, ακόμα και τα παράδοξα βοηθούν να βγούμε από αδιέξοδες καταστάσεις. Λοιπόν, με τη βοήθεια κάποιου άλλου, πέρασα από την εξομολόγηση σε αυτό που θα ονόμαζα έναν διάλογο μετάνοιας.
Μου φαίνεται ότι πρόκειται πρώτα απ’ όλα για έναν διάλογο με έναν αδελφό που εκφράζει την Εκκλησία, δηλαδή έναν ιερέα, στον οποίο βλέπω έναν άμεσο απεσταλμένο του Θεού. Έναν διάλογο που γίνεται καθώς προσευχόμαστε μαζί, στον οποίο ιερέα όμως παρουσιάζω αυτό που αισθάνομαι μέσα μου, αυτή τη στιγμή: παρουσιάζομαι έτσι ακριβώς όπως είμαι, μπροστά στην Εκκλησία και μπροστά στον Θεό.
Αναγνωρίζω αυτό που μου δίνει χαρά
Αυτός ο διάλογος έχει κατ’ ουσίαν δύο μέρη: Το πρώτο η εξομολόγηση σύμφωνα με την αρχική έννοια του όρου. Και εκεί επίσης, μπορούμε να ξεκινήσουμε από ένα παράδοξο: αν κάθε φορά είναι τόσο οδυνηρό και τόσο δύσκολο να πω τις αμαρτίες μου, γιατί να μην αρχίσω από τις ευχαριστίες για τα καλά; Κύριε, θέλω κατ’ αρχάς να σε ευχαριστήσω γιατί με βοήθησες, συνέβη αυτό, μπόρεσα να πλησιάσω αυτό το άτομο, αισθάνομαι πιο γαλήνιος, ξεπέρασα μια δύσκολη στιγμή, κατάφερα να προσευχηθώ καλύτερα.
Ευχαριστώ τον Θεό γι’ αυτό που είμαι, για τα δώρα του, και αυτό υπό μορφή διαλόγου, προσευχής, επαίνου. Αναγνωρίζω αυτό που τώρα, μπροστά στον Θεό, μου δίνει χαρά: είμαι χαρούμενος γι’ αυτό και γι’ αυτό, παρελθόν ή παρόν. Είναι σημαντικό αυτά τα πράγματα να ομολογούνται μπροστά στον Κύριο. Είναι η αναγνώριση της καλοσύνης Του για μας, της δύναμής Του, της ευσπλαχνίας Του για μας.
Αναγνωρίζω αυτό που μου προκαλεί δυσφορία
Στη συνέχεια, μπορούμε να περάσουμε σε μια «εξομολόγηση ζωής», την οποία θα προσδιόριζα ως κάτι περισσότερο από μια επίσημη απαρίθμηση αμαρτιών, δηλαδή μια παρουσίαση μπροστά στον Θεό των στοιχείων που τώρα μου προκαλούν δυσφορία, αυτό που θα ήθελα να εξαφανίσω. Συχνά, είναι περισσότερο στάσεις και τρόποι ζωής και λιγότερο αμαρτίες, όμως στο βάθος, οι αιτίες είναι οι τρόποι συμπεριφοράς που παραθέτει ο ευαγγελιστής Μάρκος (Μαρκ. 7, 21): υπερηφάνεια, ζήλια, απληστία… που αναδύονται όταν βρισκόμαστε σ’ αυτή την ψυχική κατάσταση.
Θα έλεγα μπροστά στον Θεό: λυπάμαι και μετανιώνω που δεν μπόρεσα να μιλήσω ειλικρινά μ’ αυτό το άτομο, η σχέση μου δεν είναι αυθεντική με την τάδε ομάδα, δεν ξέρω από πού ν’ αρχίσω. Λυπάμαι που δεν κατάφερα να προσευχηθώ, αισθάνομαι άσχημα που άφησα να κυριαρχηθώ από τον αισθησιασμό μου, από επιθυμίες νοσηρές, από φαντάσματα που με ταράζουν. Δεν κατηγορώ, ίσως, τον εαυτό μου για κανένα αμάρτημα ιδιαιτέρως, αλλά τοποθετούμαι μπροστά στον Κύριο και του ζητώ να με θεραπεύσει.
Στην πραγματικότητα, δεν είναι ότι θέτω επί τάπητος τρεις ή τέσσερις αμαρτίες, ώστε να διαγραφούν, αλλά πρόκειται για μια βαπτιστική βύθιση στη δύναμη του Αγίου Πνεύματος: Κύριε, εξάγνισε με, καθάρισέ με, φώτισέ με. Δεν ζητάω μόνο να μηδενιστεί αυτό ή εκείνο το αμάρτημα μέσα σ’ αυτή την εξομολόγηση, αλλά και η καρδιά μου να αλλάξει, να έχω μέσα μου λιγότερο βάρος, λιγότερη λύπη, λιγότερο σκεπτικισμό, λιγότερη υπερηφάνεια. Ίσως να μην ξέρω από πού ν’ αρχίσω, αλλά όλα αυτά τα αφήνω στη δύναμη του Σταυρωμένου και Αναστημένου, που δέχομαι μέσω της Εκκλησίας.
Ξαναβάζω τον εαυτό μου ακόμα μια φορά κάτω από το σταυρό, κάτω από αυτή τη δύναμη που με βάπτισε, ώστε να με αγκαλιάσει άλλη μια φορά.
Ένας διάλογος μετανοίας
Τι εννοούμε με τη φράση «διάλογος μετάνοιας»; Δεν είναι μόνο ένας ψυχολογικός διάλογος, ή ένα είδος θεραπείας. Δεν είναι απαραίτητο ο εξομολογητής να μου αποκαλύψει τις κρυφές πηγές των λαθών μου. Αυτό θα μπορούσε επίσης να συμβεί με έναν ειδικό της ανθρώπινης καρδιάς, αλλά, ακόμα κι αν ο εξομολογητής είναι ένα άτομο που δε γνωρίζει και πολλά για την ανθρώπινη καρδιά, μπορεί πάντοτε να προσευχηθεί για εμένα, επάνω σε μένα και μαζί με μένα.
Έχει να κάνει με την «υποταγή» στην δύναμη της Εκκλησίας και, επομένως, την ανεύρεση της αξίας του Μυστηρίου. Πηγαίνω να εξομολογηθώ, όχι για ν’ ακούσω ενδιαφέροντα πράγματα ή για να ακούσω ποια συμβουλή θα μου δοθεί, αλλά γιατί είμαι εγώ που πρέπει να θέσω τον εαυτό μου και πάλι (με την αμαρτία απομακρύνομαι και χωρίζομαι) κάτω από τη δύναμη του Θεού, κι αυτό μου αρκεί, μου δίνει χαρά και ειρήνη.
Είναι λοιπόν, μια πρόταση με πολλές παραλλαγές που ήθελα να σας δώσω. Είναι ξεκάθαρο ότι μ’ αυτό τον τρόπο, η εξομολόγηση μπορεί να διαρκέσει πολλή ώρα, όμως την αντιμετωπίζουμε πιο πρόθυμα, γιατί έτσι βλέπουμε τι νόημα έχει μέσα στην πορεία μας προς τον Θεό.
(Με περικοπές από το περιοδικό
«Ανοιχτοί Ορίζοντες, τευχ. 1097
Ιαν.-Φεβρ. 2016)
Θεματολογικές ετικέτες