Άλλοι τον επικρίνουν και άλλοι τον επαινούν και το χειρότερο υπάρχουν άλλοι (αφανείς… ήρωες) που τον θαυμάζουν ενδόψυχα, είτε γιατί τους ευχαριστεί, το ότι γίνεται διαμορφωτής γνώμης, είτε γιατί λέει φωναχτά αυτά που οι ίδιοι δεν μπορούν να εκστομίσουν παρ’ ότι συμφωνούν.
«…μια φωνή και μια σιωπή
μια φωνή σιωπής
η φωνή της σιωπής μου…»
Samuel Beckett
Αυτό τον καιρό γίνεται συζήτηση και πολλοί ασχολούνται με την απόφαση ενός συμπατριώτη μας δημοσιογράφου και συγγραφέα να θέσει τέρμα στη ζωή του λόγω του αθεράπευτου καρκίνου του. Άλλοι τον επικρίνουν και άλλοι τον επαινούν και το χειρότερο υπάρχουν άλλοι (αφανείς… ήρωες) που τον θαυμάζουν ενδόψυχα, είτε γιατί τους ευχαριστεί, το ότι γίνεται διαμορφωτής γνώμης, είτε γιατί λέει φωναχτά αυτά που οι ίδιοι δεν μπορούν να εκστομίσουν παρ’ ότι συμφωνούν.
Δεν έχουμε και δεν θέλουμε να έχουμε αρμοδιότητα κριτού για αυτή την ενέργεια του ανθρώπου. Είναι στην κρίση του Θεού ο αυτόχειρας και Εκείνος θα προσπαθήσει να βοηθήσει τον άνθρωπο, εκτός κι αν ο αυτοκτονήσας δεν θέλει κάτι τέτοιο (Δεν θέλω σταυρό στο μνήμα μου) επειδή (μη γένοιτο) αγκυλώθηκε στον αυτοεναγκαλισμό του και δεν μπορεί να ανοιχθεί στην βιωματική πείρα της Σταυρικής Αγάπης και της Αιμορραγούσης Φιλανθρωπίας.
Ο μεγάλος Σκωτσέζος συγγραφέας, ποιητής και θεολόγος George McDonald μας βεβαιώνει εμφαντικά ότι στην πόρτα της κολάσεως δεν υπάρχει η επιγραφή που διάβασε ο Δάντης στην Θεία Κωμωδία του! Εκφραστής (ο Δάντης) μιας λαθεμένης θεολογίας θεώρησε ότι η κόλαση είναι ένα πανάρχαιο … Αλκατράζ φτιαγμένο με τους αμετάθετους όρους ενός παντοδύναμου κατασκευαστή! «Εγκαταλείψτε κάθε ελπίδα εσείς που εισέρχεστε» Δηλαδή ήρθε η ώρα να σας μαντρώσω χωρίς διαφυγή: «Τώρα θα πληρώσετε! Νομίζατε ότι θα μου ξεφεύγατε … intra omnes!! Μέσα τώρα κεκλεισμένων των θυρών»
Είπαμε όμως· ο Δάντης είναι πανέμορφος συγγραφέας και «πανάσχημος» θεολόγος! Ο George McDonald μας λέει με σιγουριά ότι το θέμα της κολάσεως είναι προσωπικό και δεν τίθεται σ’ άλλη βάση παρά μόνο στη φρίκη της αυτοφυλάκισης με σκεπτικό: «Είμαι όλος δικός μου»! Αυτό γράφει η πόρτα της κολάσεως. Αυτό έχει σημαία και έμβλημα η κόλαση. Αυτός είναι ο τρόπος που οδηγεί στην κόλαση!
Το βούλιαγμα σε αυταπάτες αυτοπροστασίας τελικώς χτίζει πύργο όχι προστασίας αλλά φυλάκισης και ο φόβος μην «κάψω» το χέρι μου αν το απλώσω σε επικοινωνία, τελικά το κάνει αγκυλωμένο και άχρηστο. Και αν ζήσω έτσι, ακόμα και ανεπιγνώστως, ακόμα και μέσα σε θορυβώδη και πολυάνθρωπα περιβάλλοντα, τελικά «θα είμαι όλος δικός μου» όντας μέσα στην πιο ξέφρενη σεξουαλική αλητεία και στην πιο θορυβώδη και celebrity ζωή. Ένας μοναχικός λύκος, όχι της Ν. Υόρκης αλλά της δυστυχίας.
Έτσι … όχι αισίως αλλά απαισίως θα οδηγήσω τον εαυτό μου στο σκοτάδι της απόλυτης μοναξιάς, αφού το θέμα δεν θα είναι τεχνική απουσία ανθρώπων, αλλά ο προσωπικός εγωισμός, που δεν θα με αφήνει … να δω και ν’ ασχοληθώ «μ’ αυτά τα ζώα» (ιστορία Γεροντικού) στα οποία θα συμπεριλαμβάνω και τον … Θεό! Και ο μεν Θεός που δεν έχει, ούτε έτσι πρόβλημα, (άλλωστε δεν τον αξιολογούσε ως κάτι περισσότερο ο τρόπος αντιμετώπισης και βασανισμού Του, στο Πραιτώριο!) μπορεί και αγαπάει, γιατί είναι ΑΓΑΠΗ και μονίμως αγαπάει! Ο δύστυχος όμως άνθρωπος, ακόμα και μπροστά στον θάνατο αυτοαπασχολείται και καταστοχάζεται, κούφια λόγια ψεύτικης παρηγόριας, μπροστά στην αγωνία, διαδρομής αγνώστου και μοναχικής.
Οι χριστιανοί λένε: «Καί ἐάν πορευθῶ ἐν μέσω σκιᾶς θανάτου οὐ φοβηθήσομαι κακά ὅτι σύ μετ’ ἐμοῦ εἰ.» (Ψαλμ. 22,4) δηλαδή και στην διαδρομή του θανάτου δεν θα φοβάμαι, γιατί θα είσαι μαζί μου αφού μ’ αγαπάς. Ξέρουν ακριβώς οι χριστιανοί ότι ο Χριστός δεν θα αφήσει στην ανυπαρξία τους αγαπημένους. Ξέρουν ότι «Μόνον ο θάνατος πεθαίνει». Ξέρουν ότι η αγάπη είναι «κραταιά ως θάνατος» και ότι με την αγάπη του ενσαρκωθέντος Χριστού θα «ξαναενσαρκωθούν και αυτοί» (αν υπάρχει τέτοια έκφραση) από «ξηρά οστά» σε ψυχές ζώσες, αφού θα ανοίξει ο Χριστός τους τάφους τους και θα τους βγάλει από αυτούς (τους τάφους) και θα τους φέρει στην «χώρα του Ισραήλ» (Ιεζ. 37,1-14).
Και έρχεται η εγωιστική και πάλι αντίρρηση: Καλά, εγώ δεν αγαπάω …! Ο Θεός όμως, που θα κάνει αυτά όλα, δεν μ’ αγαπάει; Θα με αφήσει να πάω στην κόλαση;; Η αντίρρηση – απορία, πλην της ωφελιμιστικοαυταπάτης, κάνει κουτοπόνηρη υπέρβαση της απόλυτης ισόβιας τοποθέτησης για την απαραβίαστη ελευθερία, για την οποία υποτίθεται … σκοτωνόταν στη ζωή, και τώρα την «ξεπουλάει» θεωρητικά, χωρίς κανένα δισταγμό και εν ψυχρώ! Όμως ο ωφελισμός είναι πολύ κακός σύμβουλος ειλικρινείας. Ούτε εδώ, πολύ περισσότερο εκεί, δεν γίνονται αποδεκτές κινήσεις σκοπιμότητας, γιατί «η γυμνότητα» που επικρατεί στην πραγματικότητα της Βασιλείας του Θεού, κάνει τα πράγματα φανερά δια γυμνού οφθαλμού … στους οφθαλμούς ΟΛΩΝ.
Η αγάπη δεν είναι… ποιοτικός εκβιασμός! Δεν είναι σκοπός, που αγιάζει τα μέσα. Δεν είναι ανάγκη χρησιμότητας ή οφελιμότητας. («Συμφέρει να πιστεύωμεν» είχε κύριο άρθρο του παλαιότερα, γνωστό καλβινορθόδοξο περιοδικό). Δεν «στέλνει» ο Θεός κανέναν μακρυά Του, πώς άλλωστε είναι δυνατόν; (Δεύτε προς με πάντες…) Όμως δεν εκβιάζει και κανέναν να μείνει κοντά Του. Ο Θεός θα μας πει: Ας γίνει το θέλημα σου! Ας γίνει μόνιμο αυτό που επιθυμείς. Ας έχεις αυτό που αναζητείς. Ας είσαι «Ο Βασιλιάς της μοναξιάς» αφού η καρδιά σου αυτό ψάχνει. Ό,τι και να σου δώσω (λέει ο Θεός) δεν πρόκειται να σε χορτάσει, αφού δεν το αγαπάς, πολύ περισσότερο αν το μισείς!
Έτσι το θέμα της αιώνιας τύχης μας δεν είναι προσθαφαίρεση καλών-κακών πράξεων, αλλά φανέρωση της ποιότητας, που γεννήθηκε στην καρδιά μας , αναλόγως των έργων μας. «Η ζωή δεν είναι μια φάρσα που πρέπει να την υποστούν όλοι» (Α. Ρεμπώ) αλλά η ευκαιρία να αποκτήσει η καρδιά μας ανιδιοτελή αγάπη, να μοιάσει του Χριστού που είπε ΕΙΝΑΙ αγάπη. Και έτσι όταν Τον συναντήσει, η παρουσία Του να γεμίζει χαρά τον άνθρωπο και να της είναι προσφιλής και όχι … κόλαση! (Κόλαση είναι οι άλλοι. J. P. Sartre)
Ο Χριστός δεν κολάζει κανένα … τα δεδομένα μας μάς απομακρύνουν απ’ Αυτόν και μας οδηγούν στην μοναξιά της κόλασης, αφού δεν μπορούμε ν’ αγαπάμε.
Μένει αχνή ελπίδα η αγάπη των άλλων (Μνημόσυνα) να … εμβολίσει το τείχος της τραγικής μας αυταπάτης (Είμαι όλος δικός μου) και να ανοίξει κάποια ρωγμή ελπίδας για λίγο φως χαράς …! Αμήν.
π. Θεδόσιος Μαρτζούχος
Παραθέτουμε στη συνέχεια τρία αποσπάσματα σχετικά με το προαναφερθέν θέμα, του τρόπου θανάτου και της μετ’ αυτόν κατάστασης, για προβληματισμό και βαθύτερη και ουσιαστικότερη σκέψη.
“Ο ΜΥΧΙΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ”
Marie de Hennezel
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΠΡΩΤΟ
Ο χρόνος που πέρασα δίπλα στην Πατρίσια με συντάραξε. Ποτέ δεν βγαίνουμε αλώβητοι από τις καταδύσεις στην καρδιά των βασάνων των άλλων. Πώς να μην μας αγγίζει προσωπικά όταν είμαστε σιωπηλοί μάρτυρες αυτής της στιγμής, όπου ο άνθρωπος διαβλέπει τον επικείμενο θάνατό του; Κάποια μέρα θα μου συμβεί το ίδιο. Πώς θα αντιδράσω;
Καθισμένη σε μια από τις αναπαυτικές πολυθρόνες, προσφέρω στον εαυτό μου κάποια λεπτά μοναξιάς, αφήνω τη σκέψη μου ν’ αρμενίζει, είναι ο δικός μου τρόπος να γεμίσω τις μπαταρίες μου. Αυτή η ικεσία της Πατρίσιας να μην πεθάνει προτού να είναι έτοιμη, με κάνει να σκέφτομαι τον Ξαβιέ, ένα φίλο που πέθανε από aids, πριν από μερικές εβδομάδες. Ένα χρόνο πριν από τον θάνατό του, όταν βρισκόταν στην εντατική με έντονη πνευμονοκυστίτιδα, μου είχε πει: «Δεν φοβάμαι τον θάνατο, αλλά δεν θέλω να πεθάνω πριν να ετοιμαστώ». Κατά τη διάρκεια της νύχτας, ονειρεύτηκε πως έπρεπε να φύγει για τον «νέο κόσμο», την Αμερική χωρίς αμφιβολία, αλλά δεν ήθελαν ακόμα να του δώσουν το εισιτήριό του. «Θα το έχετε τον κατάλληλο χρόνο», του είχαν απαντήσει. Θυμάμαι πως είχα μείνει έκθαμβη μπροστά στον τρόπο που το όνειρό του, του υπαγόρευε να έχει εμπιστοσύνη στον χρόνο. Θα έφευγε «τον κατάλληλο χρόνο». Είχε ζητήσει χρόνο για να προετοιμαστεί για τον θάνατό του. Η ζωή τού προσέφερε ένα έτος. Το γνωρίζω, γιατί συχνά τον συναντούσα αυτήν τη χρονιά. Η προετοιμασία για τον θάνατο, εκτός από τη ρύθμιση των υλικών υποθέσεων, ουσιαστικά σημαίνει το να εμβαθύνει κάποιος στις σχέσεις του με τους άλλους, να μάθει ν’ αφήνεται.
Με ρωτάνε συχνά τι με ώθησε να έρθω να δουλέψω σ’ έναν χώρο σαν κι αυτόν, να συμπλέω με τον πόνο και τον θάνατο. Από τα παιδικά μου χρόνια νομίζω, πως δύο διαφορετικές τάσεις με έφεραν εδώ. Η πρώτη, πιο πνευματική, γεννήθηκε μέσα από την οικογενειακή αγωνία για τον θάνατο, είναι το αναπάντητο ερώτημα που σκέφτομαι καθημερινά και με κάνει να προχωράω μπροστά. Η δεύτερη, είναι η χωρίς τέλος περιέργειά μου για την ανθρώπινη ψυχή, που με οδήγησε να γίνω ψυχολόγος, να ερευνώ το πεδίο της ψυχανάλυσης και τώρα πιο πρόσφατα της «απτονομίας», της επιστήμης της συναισθηματικής προσέγγισης.
Η ζωή μου λοιπόν τώρα μού έμαθε τρία πράγματα: το πρώτο είναι πως δεν μπορώ να αποτρέψω τον θάνατο, ούτε τον δικό μου ούτε των αγαπημένων μου προσώπων. Το δεύτερο είναι πως το ανθρώπινο ον δεν περιορίζεται σε ό,τι βλέπουμε ή σε ό,τι θεωρούμε πως βλέπουμε. Είναι πάντα ασυγκρίτως μεγαλύτερο, και πολύ πιο βαθύ απ’ ό,τι μπορούν να το χαρακτηρίσουν οι λέξεις μας. Τρίτον, ποτέ δεν λέει την τελευταία του λέξη, πάντα αναπτύσσεται, ολοκληρώνεται δυναμικά το ανθρώπινο ον, και έχει την ικανότητα να μεταλλάσσεται μέσα από τις κρίσεις και τις δοκιμασίες της ζωής του.
Γεννημένη μετά τον πόλεμο, σε μια οικογένεια που δοκιμάστηκε, μεγάλωσα μέσα σε μια ατμόσφαιρα φόβου και υπερπροστασίας. Το θέμα του θανάτου δεν συζητιόταν ποτέ ανοιχτά, αλλά πλανιόταν πάνω από τα κεφάλια μας, και η ζωή μας κατευθυνόταν από διάφορες δοξασίες, που χωρίς αμφιβολία στόχο είχαν να μας προστατεύσουν από τον θάνατο. Έτσι, θυμούμαι πως όλοι οι περίπατοι, όταν βρισκόμασταν για διακοπές στο σπίτι της γιαγιάς από την πλευρά της μητέρας μου, κατέληγαν στο νεκροταφείο.
Ήταν ένα όμορφο νεκροταφείο στο μέσο των αμπελώνων του Μπωζολαί. Εκεί αναπαύονταν ο παππούς μου και ο θείος μου. Μια πλάκα μάς υπενθύμιζε πως ο θείος μου «έπεσε για τη Γαλλία» σε ηλικία είκοσι πέντε χρόνων. Ερχόμασταν λοιπόν καθημερινά να προσευχηθούμε πάνω σ’ αυτόν τον τάφο, μεταφέροντας βαριά ποτιστήρια με νερό, γιατί δεν υπήρχε ακόμα τρεχούμενο νερό σ’ αυτό το απομακρυσμένο σημείο του χωριού, και η γιαγιά μου ήθελε οπωσδήποτε τα γεράνια να παραμένουν όμορφα και ανθισμένα.
Αυτή η καθημερινή επίσκεψη, που πραγματοποιούσα ευχαρίστως, συναισθανόμενη πως επρόκειτο για μια πολύ σοβαρή υπόθεση, με μάθαινε με φυσικό τρόπο να προβληματίζομαι για τη ζωή και τον θάνατο. Γονατιστή ή καθισμένη, κοίταζα τον ορίζοντα πάνω από το μικρό φράκτη. Το νεκροταφείο βρισκόταν στην πλαγιά του λόφου, και η θέα ήταν απεριόριστη, ακόμα μακρύτερα και από τη Saone, μερικές φορές μάλιστα, ακόμα και μέχρι τις Άλπεις. Τις ημέρες που διακρίναμε το Μον Μπλάν, τις θεωρούσαμε ευλογημένες. Καθισμένη πάνω στον τάφο κι ατενίζοντας το υπερπέραν σκεφτόμουν και μου γεννιόντουσαν χιλιάδες ερωτήματα, πού βρισκόταν αυτός ο νεαρός θείος που ποτέ δεν είχα γνωρίσει, και αυτό το μικρό παιδί, που πέθανε στα τέσσερά του χρόνια; Τι υπήρχε μετά τον θάνατο; Μετά από λίγο, επειδή δεν εύρισκα απαντήσεις, σηκωνόμουν κι αναλάμβανα δράση. Φρόντιζα έναν τάφο εγκαταλελειμμένο από τα τέλη του προηγούμενου αιώνα. Προφανώς, κανείς δεν ερχόταν πλέον να προσευχηθεί γι’ αυτόν τον νεαρό παπά, που πέθανε κι αυτός στα είκοσι πέντε χρόνια του. Το κάγκελο που περιέφραζε τον τάφο ήταν σκουριασμένο, δεν υπήρχαν ποτέ λουλούδια. Είχα πάρει αυτόν τον τάφο υπό την προστασία μου, είχα αρχίσει να τον βάφω, κάθε βράδυ έβαζα πάνω στην γκρίζα, γερασμένη πέτρα, το μικρό μου μπουκετάκι με λουλούδια από τους αγρούς.
Τώρα αντιλαμβάνομαι πόσο αυτή η καθημερινή συνήθεια συνέβαλε στη σημερινή αποστολή μου: να απομυθοποιήσω το ταμπού του θανάτου, και να τον τοποθετήσω στο κέντρο της ζωής μας.
Γιατί, αυτή η συναναστροφή κι ο διαλογισμός μου για τον θάνατο, αντί να με μετατρέψει σ’ ένα άτομο καταθλιπτικό και νοσηρό, μου δημιούργησε ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη ζωή και τη χαρά, μια περιέργεια για τα πάντα. Από εκεί άντλησα απεριόριστη ενέργεια.
Παρ’ όλα αυτά τύχαινε να περνάω στιγμές τρομερής αγωνίας. Αργότερα συνειδητοποίησα πως ρουφούσα σαν σφουγγάρι την ανησυχία των γονιών μου που φοβόντουσαν κάθε χωρισμό, κάθε ρήξη. Η πρώιμη αγωνία μου για τον θάνατο ήταν η αιτία ενός τεράστιου πόνου.
Και μετά από κάποια χρόνια η γιαγιά μου πέθανε προφέροντας τα παρακάτω λόγια: «Α! η λάμψη! επομένως ήταν αλήθεια!». Έμαθα λοιπόν, βαθιά μέσα μου πως ο θάνατος αυτός καθαυτός, δεν είναι σπουδαίο πράγμα, είναι χωρίς αμφιβολία ένα πέρασμα σε μια μυστηριώδη διάσταση. Αλλά το πιο σημαντικό, ήταν η θλίψη του χωρισμού, και για μερικούς επίσης το να πεθάνουν χωρίς να έχουν ζήσει έντονα.
Η ζωή ήταν πολύτιμη. Η ιδέα πως δεν πρέπει να την αφήσω να πάει χαμένη, πως πρέπει κάτι να προσφέρω, μου ήλθε από πολύ νωρίς.
(Σελ. 36-39)
…………………………………………………………………………………………………………………………
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟ
…………………………………………………………………………………………………………………………
Είναι εννιά το βράδυ. Καθόμαστε σ’ ένα καλό εστιατόριο, στο «Καρτιέ Λατέν». Ο άντρας με τον οποίο δειπνώ, μου είχε κάνει κάποτε μια πρόταση, τόσο σοβαρή και ταυτόχρονα τόσο προσωπική, που έμεινα άφωνη. Ήταν το προηγούμενο καλοκαίρι. Ήμασταν έξω, ξαπλωμένοι πάνω στο γρασίδι, απολαμβάνοντας τη γλυκύτητα του αέρα πάνω στο δέρμα, το κάψιμο του ήλιου πάνω στις λεπτές σταγόνες νερού που στάζανε ακόμα μετά το μπάνιο που μόλις είχαμε κάνει. Μιλάγαμε για τα γηρατειά και για τον θάνατο, και γι’ αυτήν την περίοδο της ζωής που φοβόμαστε να αντιμετωπίσουμε, γιατί δεν είμαστε σίγουροι ότι θα σταθούμε στο ύψος μας και γιατί η ιδέα και μόνο της εξάρτησης μάς είναι ανυπόφορη. Είχε αποφασίσει, για να προφυλαχτεί από αυτόν τον ακραίο κίνδυνο της απώλειας των ικανοτήτων του, να αυτοκτονήσει όταν θα γινόταν εξήντα πέντε χρόνων. Έλεγε πως η απόφαση για τη στιγμή του θανάτου του, ήταν η μόνη αποκλειστική του ελευθερία. Ένα πράγμα όμως τον τρόμαζε: η σκέψη ότι θα έπρεπε να κρυφτεί και να πεθάνει μόνος. Θυμόταν με θυμό τον τρόπο με τον οποίο ο Μπετελχάιμ είχε αυτοκτονήσει, αναγκασμένος να χρησιμοποιήσει τόσο απαρχαιωμένα μέσα – το φαντάζεσαι, να χώσει το κεφάλι του σε μια πλαστική σακούλα και να πνιγεί έτσι, ολομόναχος! Δεν μπορούμε να αναγνωρίσουμε στον άνθρωπο το δικαίωμα να πεθάνει όταν εκείνος το θελήσει και να έχει κάποιον δίπλα του; έλεγε.
Η φωνή του ήταν σχεδόν απελπισμένη. Είδα ότι μιλούσε σοβαρά και άρχισα να τον παρακολουθώ με μεγάλη προσοχή. Τι ακριβώς ζητούσε; Να του κάνουμε ευθανασία, να τον σκοτώσουμε; Ένιωσα μια έντονη δυσφορία: κανείς δεν έχει το δικαίωμα να ζητάει από κάποιον να του αφαιρέσει τη ζωή. Ένιωθα όλο τον εαυτό μου να εξεγείρεται, να επαναστατεί. Άρχισαν να μου έρχονται στο μυαλό όλα τα κατάλληλα γι’ αυτήν την περίσταση επιχειρήματα: σκέφτηκες τους άλλους, αυτούς που σε αγαπούν; Γιατί αποφάσισες εκ των προτέρων ότι τα γηρατειά θα είναι ανυπόφορα; Υπάρχουν γέροι που τελειώνουν τη ζωή τους ακτινοβολώντας φως και σοφία, γιατί να μην είσαι ένας από αυτούς;
Για ποιο λόγο, σκέφτηκα, όλα αυτά τού έχουν γίνει έμμονη ιδέα. Αποφάσισα τότε να ακούσω με μεγαλύτερη προσοχή αυτό που προσπαθούσε να μου πει.
«Δεν ζητάω να με βοηθήσουν ν’ αυτοκτονήσω ούτε κάποιον για να γίνει συνεργός μου ή να συμφωνήσει μαζί μου, αναρωτιέμαι μόνο γιατί δεν είναι δυνατόν κάποιος να είναι εκεί, ως σιωπηλός μάρτυρας, δίπλα μου, για να μην είμαι μόνος. Κάποιος που να μείνει κοντά μου, χωρίς να κάνει τίποτα για μένα, χωρίς να θέλει να με αποτρέψει από την απόφασή μου, αντιπροτείνοντάς μου να ατενίζω το μέλλον με άλλο τρόπο, απλώς κάποιον για να μην πουν πως πέθανα μόνος».
Διέκρινα τότε, μέσα από τη σύγχυση των αισθημάτων και των ιδεών που αυτή η περίεργη παράκλησή του προκαλούσε μέσα μου, όλο το απόθεμα ανθρωπιάς που θα πρέπει να έχει όποιος θα βρισκόταν σε αυτή τη θέση του άχρηστου και ανίσχυρου μάρτυρα, πόση αγάπη και ανιδιοτελές ενδιαφέρον για τον άλλον θα έπρεπε να νιώθει, για να τον συνοδεύσει σ’ αυτήν την παράλογη πράξη, που όμως ήταν δική του, ο δικός του τρόπος να πεθάνει. Μέσα στη βαθιά συγκίνησή μου, απάντησα ναι. Ναι, αν μου το ζητάς, και παρόλο που αποδοκιμάζω εντελώς αυτό που κάνεις, θα είμαι εκεί, δίπλα σου, για να μην είσαι μόνος και για να ξέρεις ότι κάποιος σε αγαπάει ως το τέλος.
Τώρα, τρώγοντας ψάρι και πίνοντας λευκό, δροσερό κρασί, συζητάμε γι’ αυτήν τη συμφωνία, που επισφραγίστηκε ένα καλοκαιρινό απόγευμα, και που παρόλα αυτά παραμένει μια συμφωνία φανταστική. Κάτι όμως με απασχολεί, κάτι για το οποίο δεν θέλησα να μιλήσω τότε, γιατί ήταν επιτακτική η ανάγκη ν’ ακούσω αυτήν την παράκληση για αγάπη. Με εκπλήσσει ο τρόπος με τον οποίο διεκδικούσε την ελευθερία να εξουσιάζει τη ζωή του, του θυμίζω τον βίαιο και σκληρό τόνο της φωνής του, σαν να έπρεπε να υπερασπιστεί ένα απειλούμενο αγαθό, του υπενθυμίζω το μπλε και κρύο βλέμμα του, το κοφτερό σαν μαχαίρι. Ενάντια σε τι και σε ποιον αμυνόταν; Από ποιον άρπαζε αυτή την ύστατη ελευθερία; Η ερώτηση παραμένει και νιώθω ότι την αποδέχεται. Ακόμα κι εγώ η ίδια δεν ξέρω αν μπορώ να δεσμευτώ κατ’ αυτόν τον τρόπο. Το ξέρει. Και γι’ αυτό ακριβώς μιλάμε. Έχω την εντύπωση ότι από τη μία θα μπορούσα να παραμείνω εκεί χωρίς να επέμβω για να μην είναι μόνος, αλλά από την άλλη αυτό μου φαίνεται εντελώς αδιανόητο. Δεν ξέρω πια τίποτα, είμαι ανίκανη να σκεφτώ, νιώθω ότι έχω φτάσει σε αδιέξοδο. Με παρακολουθεί προσεκτικά. Προς μεγάλη μου έκπληξη, τον ακούω να μου ανακοινώνει ότι το πρόβλημα λύθηκε. Απλώς και μόνο γιατί άκουσα την πρότασή του και την πήρα στα σοβαρά. Μου μιλάει τώρα από τα βάθη της καρδιάς του, μ’ έναν διαφορετικό τρόπο, με φωνή μετρημένη, ήρεμη και εγκάρδια, με το βλέμμα γεμάτο τρυφερότητα. Μπορεί πλέον να αντιμετωπίσει τα εξήντα πέντε του χρόνια, με άλλη ματιά. Άνοιξε νέους ορίζοντες, δημιούργησε καινούργιες προοπτικές. Αυτούς τους τελευταίους μήνες, συνειδητοποίησε εντελώς φυσικά, ότι υπάρχουν κι άλλοι τρόποι να αντιμετωπίσει τα γηρατειά του. Συγχρόνως άνοιξε την καρδιά του, διευρύνοντας το παρόν και κατ’ επέκταση το μέλλον. Ίσως να έχει πια περισσότερη εμπιστοσύνη σ’ αυτό που η ζωή τού επιφυλάσσει.
Τον ακούω, και είμαι ευτυχισμένη. Όχι γιατί φαίνεται να εγκαταλείπει το μακάβριο σχέδιό του. Όχι, είμαι τόσο ευτυχισμένη όπως όταν παίρνουμε ένα ρίσκο και ξεπερνάμε τον κίνδυνο, όπως όταν οι πόρτες ανοίγουν σε νέους ορίζοντες.
(Σελ. 47-50)
…………………………………………………………………………………………………………………………
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΤΡΙΤΟ
…………………………………………………………………………………………………………………………
Μέσα στο δωμάτιο 780, η Ντομινίκ αναζητάει επίμονα τον θάνατο. Έχουν περάσει ήδη τρεις εβδομάδες από τότε που ήρθε εδώ. Στην αρχή, πηγαινοερχόταν, σχεδόν μ’ ευφορία, στον διάδρομο της κλινικής. Και αυτό γιατί η αγωγή για τον πόνο είχε κάνει το θαύμα της: δεν υπέφερε πια! Οι νοσοκόμες είχαν συμπαθήσει αυτή τη μικροκαμωμένη λεπτή γυναίκα, συνταξιούχο της δημόσιας εκπαίδευσης, που κάπνιζε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο, για την ειλικρίνειά της και την αμεσότητα με την οποία μιλούσε για την ασθένειά της και για τον θάνατό της που γνώριζε ότι δεν θα αργούσε. Τέτοιους ασθενείς προτιμάμε, ειλικρινείς, με πνευματική διαύγεια, με χιούμορ. Πηγαίναμε συχνά και καπνίζαμε κανένα τσιγάρο μαζί της, στο δωμάτιό της, έτσι για να ξεσκάμε. Ορισμένοι ασθενείς, χωρίς να το καταλαβαίνουν ίσως, βοηθούν με τον τρόπο τους το νοσηλευτικό προσωπικό. Τέτοια ήταν και η περίπτωση της Ντομινίκ, ως τη μέρα που η κατάστασή της χειροτέρεψε. Εδώ και μερικές μέρες δεν σηκώνεται πια. Οι πόνοι ξανάρχισαν, αλλά οι γιατροί γρήγορα κατάλαβαν ότι υποχωρούσαν αμέσως μόλις κάποιος πήγαινε να καθίσει πλάι της ή όταν της κάναμε μασάζ για πολλή ώρα. Σιγά σιγά όμως, οι νοσοκόμες άρχισαν να δυσκολεύονται κοντά της. Η Ντομινίκ αποζητούσε τον θάνατο. Μπροστά σ’ αυτήν την απαίτηση, τι να πούμε, τι να κάνουμε;
«Κάντε κάτι, σας παρακαλώ, δεν μπορώ να μένω έτσι, καρφωμένη στο κρεβάτι, περιμένοντας τον θάνατο, δεν μπορώ πια άλλο!».
Ο δρ. Κλεμάν, δεν αντέχει πια ούτε κι αυτός, και οι νοσοκόμες άρχισαν να δυσανασχετούν. Έχουμε την αίσθηση ότι δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος: ο ασθενής ζητάει κάτι που δεν μπορούμε να του προσφέρουμε. Όσο πιο πολύ ζητάει κάτι ανέφικτο, τόσο πιο πολύ νιώθει τον κίνδυνο της απόρριψης, όσο πιο πολύ φοβάται μην τον εγκαταλείψουμε, τόσο πιο πολύ αναζητάει τον θάνατο τον οποίο εμείς φυσικά δεν μπορούμε να προκαλέσουμε. Η ομολογία της αδυναμίας
του γιατρού: «Δεν είναι στην εξουσία μου ν’ αποφασίσω για την ώρα του θανάτου σας», οι προτροπές του να εγκαταλείψει τις παράλογες απαιτήσεις, «χαλαρώστε Ντομινίκ», δεν φέρνουν κανένα αποτέλεσμα.
«Μαρία, πρέπει να πας να τη δεις!».
Να ’μαι λοιπόν, καθισμένη στο κρεβάτι, στραμμένη προς το αποφασισμένο πρόσωπο αυτής της γυναίκας που θέλει να πεθάνει.
«Τι περιμένουμε; ρωτάει με έντονο τόνο, να καταντήσω ένα σκέτο κουρέλι;».
«Τι ζητάτε από εμάς, Ντομινίκ; Να σας βοηθήσουμε να πεθάνετε. Το ξέρετε και εσείς όπως κι εγώ ότι αυτό δεν είναι στο χέρι μας, ακόμα κι αν πρακτικώς είναι δυνατόν να γίνει».
«Άρα, θα με αφήσετε έτσι;», λέει αναστενάζοντας. Είναι ανυπόφορο! Αυτή η αναμονή δεν τελειώνει. Πόσο καιρό θα διαρκέσει;».
Η Ντομινίκ σφίγγει τις γροθιές της και βγάζει ένα ουρλιαχτό που μοιάζει να είναι από τον πόνο, αλλά δεν είναι παρά η έκφραση μιας έκρηξης οργής που ξεσπάει μέσα της και δεν μπορεί να καταλαγιάσει παρά μ’ ένα μακρύ, πονεμένο βογκητό. Ακούγοντας αυτήν τη διαπεραστική κραυγή, μια νοσοκόμα εμφανίζεται αμέσως στο κατώφλι της πόρτας. Της κάνω νόημα πως έχω αναλάβει. Νιώθω ότι η Ντομινίκ έχει ανάγκη να εξωτερικεύσει τον θυμό της, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι με την πρώτη κραυγή πρέπει να επέμβουμε ιατρικά, να της αυξηθεί η μορφίνη ή να της χορηγηθεί κάποιο αγχολυτικό. Όπως πάντοτε, όταν μπορούμε να εκφραστούμε, αισθανόμαστε ανακούφιση. Η Ντομινίκ είναι λίγο κουρασμένη, αλλά πιο ήρεμη τώρα. Την πλησιάζω, της δίνω το χέρι μου κι εκείνη το κρατάει μέσα στο δικό της.
-Θέλω να πεθάνω, μου λέει, κοιτάξτε πως έχω καταντήσει».
Μου μιλάει για τον Γολγοθά που έζησε, για τα ακρωτηριασμένα της στήθη, για την απώλεια της γυναικείας της ταυτότητας. Δεν βρίσκει πια κανένα ενδιαφέρον στη ζωή. Η εικόνα είναι απελπιστική. Την ακούω όσο το δυνατόν πιο προσεχτικά. Πολύ απλά, βρίσκομαι εκεί γι’ αυτήν. Η Ντομινίκ μού σφίγγει το χέρι τις στιγμές που η συγκίνηση γίνεται εντονότερη, της απαντώ, τα χέρια μας μιλάνε. Στο τέλος μιας μικρής παύσης, μου λέει με ένα χαμόγελο: «Μου κάνετε καλό».
«Είσαστε σίγουρη, της λέω, πως έχετε σταματήσει να ζείτε;».
Φαίνεται να ξαφνιάζεται με την ερώτησή μου: «έχετε σταματήσει να ζείτε;» Τη νιώθω σκεφτική, σαστισμένη: «Τι θέλετε να πείτε;» ρωτάει τελικά.
«Κάποιος, κάτι, δεν σας δένει με τη ζωή, ώστε να μείνετε ακόμη εδώ;».
Τη νιώθω όλο και πιο μπερδεμένη.
«Τίποτα πια δεν με δένει με τη ζωή, όχι, αλλά υπάρχουν τόσα πράγματα που δεν έχω ρυθμίσει!», απαντάει κουρασμένη.
Νιώθω πως το ψάρι τσίμπησε το δόλωμα. Υπάρχει λοιπόν κάτι που δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα.
«Θέλετε να μου μιλήσετε γι’ αυτό; Μπορεί να σας κάνει καλό;».
Καθώς είμαι διαθέσιμη, κι εκείνη το διαισθάνεται, ανασηκώνεται και ανάβει ένα τσιγάρο. Για περίπου μια ώρα, μου αφηγείται τη ζωή της, με παρασύρει μαζί της στον κυκεώνα των ερωτικών απογοητεύσεων, των προδοσιών, των προσπαθειών να παραμείνει ακέραια μέσα στη μετριότητα της δημόσιας διοίκησης. Μου εκμυστηρεύεται το προσωπικό της δράμα: δεν μπόρεσε να εμποδίσει τον σύντροφο της ζωής της να βυθιστεί στην παραφροσύνη. Μια σπαραχτική ζωή, που ξετυλίγεται κομμάτι-κομμάτι μπροστά μου, σε μια ύστατη προσπάθεια: να βρει το νήμα που τα συνδέει και να τους δώσει ένα νόημα. Της εκφράζω το σεβασμό που αισθάνομαι για όλα όσα έχει βιώσει. Το πρόσωπό της φωτίζεται, ναι, βρήκε το νήμα!
«Ε, λοιπόν, όλα αυτά είμαι εγώ», λέει, «είναι η ζωή μου!».
«Είναι η δική σας ζωή», της λέω, τονίζοντας το «σας».
Μέσα στη σιωπή που ακολουθεί, δεν ακούγονται πια ούτε παράπονα ούτε αναστεναγμοί. Μ’ ένα μικρό χαμόγελο αγαλλίασης στο πρόσωπο, η Ντομινίκ αποκοιμήθηκε.
Στο διπλανό δωμάτιο, πεθαίνει ένας άντρας που κι αυτός, πριν από τρεις μήνες, μας ζητούσε δυνατά και επιτακτικά να συντομεύσουμε τη ζωή του. Αμέσως μόλις ήρθε στην κλινική, ζήτησε με επιμονή να του «κάνουμε την ένεση».
«Ξέρω πολύ καλά ποια είναι η κατάστασή μου, ξέρω επίσης ότι θα χειροτερεύει μέρα με τη μέρα, δεν βλέπω τον λόγο να περιμένω το αναπόφευκτο!».
Ο δρ Κλεμάν του απάντησε πολύ απλά: «Για την ώρα, δεν είσαστε ετοιμοθάνατος, θα ξαναμιλήσουμε αργότερα».
Ο άνθρωπός μας, παλιός πιλότος καταδρομικού της αεροπορίας, απολάμβανε υπερβολικά να διηγείται τα κατορθώματά του και ιδιαίτερα όλες αυτές τις έντονες στιγμές που είχε διακινδυνεύσει τη ζωή του. Τον είδαμε, τις επόμενες μέρες, να κρατάει στο προσκέφαλό του τον έναν ή τον άλλο νοσηλευτή ή εθελοντή της ομάδας. Του άρεσε η παρέα κι αισθανόταν ολοφάνερα μεγάλη ικανοποίηση γοητεύοντας τους άλλους με τις αφηγηματικές του ικανότητες. Κανένας ανάμεσα στο νοσηλευτικό προσωπικό δεν είχε την αίσθηση ότι αυτός ο άνδρας είχε πάψει να ζει. Παρόλα αυτά, επαναλάμβανε καθημερινά στον γιατρό το αίτημα της ευθανασίας. Μια μέρα, την ώρα που καθόμουν κοντό του, άρχισε ξαφνικό να μου διηγείται μια περίοδο της ζωής του, την οποία νόμιζε, όπως έλεγε, πως είχε διαγράψει. Αφορούσε έναν πρώτο γάμο από τον οποίο είχε δυο κόρες. Μια θλιβερή ιστορία για την οποία δεν θέλησε να ξαναμιλήσει. Γιατί άραγε τη σκεφτόταν ξανά; Οι κόρες του θα πρέπει να είναι τώρα γύρω στα τριάντα, αλλά δεν γνώριζε τίποτε άλλο γι’ αυτές. Γιατί η καρδιά του γέμιζε θλίψη; «Δεν νιώθετε την επιθυμία να τις ξαναδείτε πριν πεθάνετε;», τόλμησα να ρωτήσω. «Μπορεί. Ίσως», μου απάντησε.
Μετά από εκείνη την ημέρα, δεν τέθηκε πια θέμα ευθανασίας. Χάριν της υπομονετικής αναζήτησης της γραμματέως μας, εντοπίσαμε τις κόρες του. Έτρεξαν κοντά του, και μετά το ξανασμίξιμό τους που μας συγκίνησε όλους, έκαναν βάρδιες στο προσκέφαλό του συντροφεύοντάς τον στις τελευταίες του στιγμές. Η μία κοπέλα είναι μοναχή, η άλλη είναι νοσοκόμα, και τώρα σβήνει έχοντας πλάι του, την τρυφερή και γαλήνια παρουσία τους.
(Σελ. 51-55)
…………………………………………………………………………………………………………………………
Marie de Hennezel
“Ο ΜΥΧΙΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ”
εκδ. KOAN\ SYNERGIE 2007
Θεματολογικές ετικέτες