«Θυμήσου με, Κύριε, στην Βασιλεία Σου». (Λουκ. 23,42)
Αυτή είναι η γνωστή κραυγή – προσευχή προς τον Χριστό τού ενός ληστή στον Γολγοθά. Είναι στις τελευταίες ώρες της ζωής του.
Ξανάρχονται μπροστά στα μάτια της ψυχής και της συνείδησής του όλα τα γεγονότα της ζωής του. Καλά και άσχημα. Σωστά και λαθεμένα. Άγια και αμαρτωλά! Κανένας δεν ενοχλείται από τα καλά, τα σωστά και τα άγια. Η συνείδηση διαμαρτύρεται για τα άσχημα, τα λανθασμένα και τα αμαρτωλά. Τέτοια ώρα όμως δεν διαμαρτύρεται μόνον, αλλά και φοβάται.
Κάθε άνθρωπος διαισθητικά αντιλαμβάνεται ότι δεν γίνεται να βρεθεί κοντά στον Χριστό με μια ψυχική διάθεση εγωκεντρική, γεμάτη σωματοψυχικά εκδηλώματα αυτού του εγωισμού… Αισθάνεται και ζει ότι με μίσος, κακία, απαιτήσεις, εγωισμό που εκφράστηκε με υπερηφάνεια, φιλαργυρία, εκμετάλλευση των άλλων, φθόνο και εαυτουλίστικη αδιαφορία για όλους και για όλα, έχει χωρίσει τον εαυτό του από την κοινωνία με τον Θεό. Ακόμα και αν όλα αυτά ήταν σε… light εκδοχή, ακόμα και τότε ζει την κρυάδα του ξένου, σ’ ένα περιβάλλον το οποίο υπάρχει ως πληρότητα και έκφραση της Αιμορραγούσας Φιλανθρωπίας και της Σταυρικής Αγάπης του Χριστού. Η μεγαλύτερη αμαρτία, το ξέρει απ’ όλη την ζωή του, είναι η αμαρτία ενάντια στην αγάπη.
Νάμαστε λοιπόν τώρα μπροστά σ’ αυτή την αγάπη, να «ζυγιζόμαστε» για το «ποσόν» της δικής μας μετοχής σ’ αυτήν, και την συγγένειά μας μαζί Της. Το πικρό ποτήρι του θανάτου ίσως βρίσκεται ακόμα μπροστά μας. Κάποιοι ίσως το έχουν γευτεί. Πάντως για όλους ισχύει ότι καταστροφές, παλιρροιακά κύματα σαρώνουν ολόκληρες πολιτείες, σεισμοί σκοτώνουν άντρες και γυναίκες καλούς ανθρώπους. Αρρώστιες και τα γηρατειά στέλνουν στον θάνατο, αδιάκριτα νέους και γέρους, άσημους και διάσημους. Η μόνη δυνατή αντίδραση μένει η απορία, γιατί να συμβεί σ’ αυτούς; Ζούμε στην τύχη και πεθαίνουμε κατά τύχη, ή σύμφωνα με ένα σχέδιο και ζωής και θανάτου; Μας λείπουν «αδιάσειστα στοιχεία ελέγχου»!! Χώνεται η αμφιβολία μέσ’ την καρδιά του ανθρώπου. Τυφλή τύχη διοικεί το σύμπαν ή και ένας σπουργίτης ακόμα, δεν πέφτει χωρίς να συμφωνήσει και να «θέλει» ο Θεός;
Μπροστά σ’ αυτές τις απορίες θανάτου προκύπτει σαφές το βίωμα ότι η ύπαρξη του Θεού (αφού ή αν υπάρχει!) είναι αναίρεση του θανάτου. Ο Θεός είναι Ζωή. Για τους χριστιανούς έχει και είναι η οριστική και απόλυτη μορφή της αγάπης. Όσο και αν αυτό που αποκαλούμε αγάπη εδώ είναι μάλλον η ανάγκη να αγαπηθεί κάποιος, στην Εκκλησία και με τον Χριστό μαθαίνουμε την φίλαυτη αγάπη μας να την παραδίδουμε σ’ Αυτόν για να την μεταμορφώσει σε ανιδιοτελή! Αυτή η μεταμόρφωση «περπατάει» αναλόγως της αυτοπαράδοσης. Μεταμορφώνεται η ψυχική μας διάθεση στο ποσοστό της αυτοπαράδοσης. Όμως κανένας, εκτός από τον ίδιο τον άνθρωπο, ούτε ακόμα και ο Θεός, δεν μπορεί να κάνει αυτή την αυτοπαράδοση υποταγή. Ακόμα και αν γινόταν, δεν θα είχε αξία.
Κάποια στιγμή φεύγουμε από «εδώ».
Βρισκόμαστε μπροστά σε άλλα δεδομένα. Χρόνος και χώρος αναιρούνται. Μένει ΜΟΝΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ο Χριστός (ο ΩΝ). Φεύγοντας το μόνο που «παίρνουμε μαζί μας» είναι το ποιόν της ψυχικής μας καταστάσεως. Πάντοτε ελλιπές και μειονεκτούν (στην και) σε αγάπη. Η εμπειρία της άλλης ζωής καταρρίπτει τα περικαλύμματα της ψυχής μας και παρουσιάζεται γυμνή και διάφανη. Η όποια ποιότητά της δημιουργεί δεδομένα ευτυχίας από την ψυχική εγγύτητα αγάπης με τον Χριστό ή δυστυχίας – κόλασης από την αποξένωση, από τον Ξένο που ήρθε ήδη και μας προσοικειώθηκε, και τώρα μας προτείνει την αγκαλιά Του ως προορισμό. Το φως μπορεί να καταπιεί το σκοτάδι μας, αλλά το σκοτάδι μας δεν μπορεί πια να μολύνει το φως.
Βέβαια η Εκκλησία γνωρίζει ότι οι διδασκαλίες του Χριστού και οι εξαγγελίες Του σχετικά με τα μετά θάνατον και την κόλαση, απευθύνονται στη συνείδηση και στη θέληση, όχι στη διανοητική μας περιέργεια. Πού να «πατήσει» το μυαλό για να κατανοήσει συνθήκες χωρίς χώρο και χρόνο, και προσωπικές σχέσεις χωρίς σωματική διαμεσολάβηση…;; Στην περίπτωση, ή Τον εμπιστεύεσαι, ή στροβιλίζεσαι στο δίπολο του… πολύτιμου μυαλού σου και του γοητευτικού εγώ σου! Για τα μέλη της, λοιπόν, που αλλάζουν συνθήκες δεδομένων (θάνατος), η Εκκλησία προσεύχεται να συνειδητοποιήσουν την Αγάπη που βρίσκεται μπροστά τους, και να ζητήσουν το φως του Χριστού να «καταπιεί» το όποιο και όσο σκοτάδι τους, κατά το πολύ και φιλάνθρωπο έλεος που προέκυψε από το Αίμα του Σταυρού. «Να τους θυμηθεί στη Βασιλεία Του».
Η Εκκλησία προσεύχεται κάθε Σάββατο για τους νεκρούς, αλλά και εξειδιασμένα δύο φορές τον χρόνο (Σάββατο προ της Κρίσεως και Σάββατο προ της Πεντηκοστής) για τα μέλη της (τα άγνωστα πλέον για μας, αλλά υπαρκτά για τον Θεό) ικετεύοντας να τύχουν Αιωνίας Μνήμης εκ μέρους του Χριστού και (έστω και τώρα) να αυτοπαραδοθούν στα χέρια Του τώρα, λίγο πριν την τελική Του Έλευση.
Τα μνημόσυνα δεν είναι κοινωνική αξιοπρέπεια, αλλά απόδειξη ότι είμαστε Εκκλησία με συσσωματωμένα μέλη που τα αγαπάμε και τα νοιαζόμαστε. Τα μνημόσυνα είναι τρία για τον καθένα προσωπικά (Τρίτα – Ένατα – Τεσσαρακοστά) και δύο κατ’ έτος, γενικά για όλους τους νεκρούς (Ψυχοσάββατα). Τα υπόλοιπα, που συνηθίζονται, είναι υπερβολές με βλάσφημη και πονηρή προέλευση…
Λοιπόν, αυτοί πέθαναν και αν δεν τους λησμονήσαμε ήδη, σιγά-σιγά ξεχνιούνται. Κι εμείς δεν θα αργήσουμε να πεθάνουμε και (ανθρωπίνως) καμμιά θύμηση δεν θα απομείνει εδώ στη γη και από τη δική μας μνήμη, που ίσως τώρα είναι αγαπητή σε κάποιους.
Μα δεν αρκεί η αγάπη. Όλοι οι αναπαλμοί της αγάπης ξαναγυρίζουν στην Αγάπη που τους γέννησε.
Υπάρχει μια χώρα των ζωντανών και μια χώρα των πεθαμένων, και το γεφύρι ανάμεσά τους είναι η Αγάπη, το μόνο που επιζεί, το μόνο Νόημα. Γιατί Αυτός είναι η Αγάπη που μας θυμάται και υπάρχουμε:
«Θυμήσου μας, Κύριε, στη Βασιλεία Σου». (Λουκ. 23,42)
Με αγάπη και ευχές
Ο εφημέριός σας
π. Θεοδόσιος Μαρτζούχος
Θεματολογικές ετικέτες