Ἴσχυσε, πάτερ, καί γιά σένα ἐκεῖνο τό ἀρχαῖο:
“Πέτρε φιλεῖς με; ποίει ἅ λέγω,
ποίμανέ μου τήν ποίμνην
καί φίλει οὕς φιλῶ, συμπάσχων τοῖς ἁμαρτάνουσιν
ὅρα μου τήν πρός σέ εὐσπλαγχνίαν
καί τῷ σταυρῷ ἁλιεύειν, διδάχθητι”.
Ὅλα αὐτά τά χρόνια συνέπασχες τοῖς ἁμαρτάνουσιν καί τούς ἁλίευες μέ τόν Σταυρό, στόν ὁποῖον ἔβλεπαν ὅτι ἤσουν καρφωμένος. Δέν πρότεινες τόν Σταυρό! Τόν ἔδειχνες μέ τήν δική σου Σταύρωση! Στήν ζωή σου ἔβλεπαν “οἱ ἀγρευόμενοι ἰχθύες” τήν χαράν τήν διά τοῦ Σταυροῦ ἐρχομένην καί προσκυνοῦσαν, Τόν ἐν τῷ Γολγοθᾷ Σταυρωθέντα.
Ὅμως τί σημασία ἔχει νά περιγράψουμε ὄμορφα τί κατάφερες;
Ἡ μεγαλύτερη ὕβρις στή μνήμη ἑνός ἀνθρώπου εἶναι ἡ ὡραιοποίηση.
Μακαριώτατε Δέσποτα,
Σεβασμιώτατε ἐκπρόσωπε τῆς Αὐτοῦ Θειοτάτης Παναγιότητος τοῦ Οἰκουμενικοῦ μας Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου,
Σεβασμιώτατε τοποτηρητά,
Σεβασμιώτατοι Ἱεράρχες,
Αἰδεσιμώτατοι Πατέρες,
Ἐντιμότατοι ἐκπρόσωποι τῶν πολιτικῶν, στρατιωτικῶν καί δικαστικῶν ἀρχῶν
Ἀγαπητοί ἀδελφοί
Ἀνετέθει σέ μένα ἀπό τούς ἱερεῖς ἀδελφούς μου αὐτῆς τῆς ἀπορφανισθείσης ἐπισκοπῆς, νά ἀπευθύνω στήν σημερινή μας σύναξη λόγο ἐπικήδειο, μέ ἀφορμή τήν κόιμηση τοῦ Πατέρα μας, ἀρχιερέως Μελετίου.
Ἐπειδή, γιά μᾶς καί μόνον, κάποιοι εἶναι νεκροί, ἀφοῦ γιά τόν Χριστό “πάντες ζῶσι”, ἐπιτρέψτε μου νά ἀπευθυνθῶ στόν Πατέρα μας ὅπως μέχρι τώρα.
Πάτερ,
Τριάντα πέντε χρόνια αὐτή ἡ προσφώνηση προσδιόριζε τήν μεταξύ μας σχέση. Καί ὅταν λέω μεταξύ μας, ἐννοῶ ἀπ᾿ ὅλους τούς πατέρες τοῦ μοναστηριοῦ καί ὅλους τούς ἱερεῖς καί τούς χριστιανούς.
Αὐτό ἐξέφραζε τίς ψυχές μας.
Αὐτό αἰσθανόνταν οἱ καρδιές μας.
Αὐτό καταλάβαινε ἡ ὕπαρξή μας ὅλη.
Ὅτι εἶσαι ὁ πατέρας μας, δηλαδή αὐτός πού μᾶς ἀναγέννησε στήν ἐν Χριστῷ ζωή. Ἡ ἀποστολική ἐπισήμανση μᾶς ἐξέφραζε πλήρως. «Πᾶσα πατριά ἐπί τῆς γῆς ἀπό Θεοῦ ὀνομάζεται». Ἔτσι κι ἐμεῖς σέ δεχτήκαμε ἀπό Θεοῦ πατέρα μας. Συγχώρεσέ μου τόν ἑνικό, τώρα που πλέον δέν ὑπάρχουν κοινωνικές συμβάσεις.
Παίρνω λοιπόν καί ἐγώ τό θάρρος νά σέ ἀποκαλέσω πατέρα καί νά σοῦ τό πῶ “μέ λέξεις ἀπέριττες, τόσο παιδιάστηκες καί ἀνήμπορες, ὅσο καί ἡ θλίψη μου”.
Πατέρα,
Σέ δεχτήκαμε Μωυσῆ τῆς ζωῆς μας, πού μᾶς ἔβγαλε ἀπό τήν ὅποια Αἴγυπτο δουλείας καί μᾶς ἔδειξε τή “χώρα” τῆς ἐλευθερίας τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ. Μᾶς τήν ἔδειξε, ὄχι μέ τά λόγια μόνον, ἀλλά μέ ὁλόκληρη τήν ὕπαρξή του.
Ὁλόκληρος ἤσουν μιά λαμπάδα πού καιγόταν γιά νά φωτίζει τόν δρόμο αὐτῶν πού ἤθελαν νά πορευτοῦν πρός τόν Χριστό.
Τό πρόσωπό Σου ἦταν πάντοτε “πορευόμενον πρός Ἱερουσαλήμ” καί μεῖς χαμένοι σέ διάφορες Κηδαρικές ἑρήμους, βρήκαμε κοντά σου τόν δρόμο πρός τήν πόλη τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ.
Τά λόγια Σου, οἱ πράξεις Σου, ἡ ὅλη Σου παρουσία φανέρωναν ὅτι εἶχες δεῑ, τή Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας. Ὄχι μακρόθεν, οὔτε κατοικῶν σέ σκηνές, ἀλλά ὡς πολίτης αὐτῆς τῆς θεοτεχνουργημένης καταστάσεως.
* * *
Γεννήθηκες στήν Ἀλαγονία τῆς Μεσσηνίας τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1933, ἕνας ἀπό τά ἕντεκα παιδιά τοῦ γιατροῦ Ἀγησίλαου Καλαμαρᾶ καί τῆς Ἑλένης Βασιλάκη. Ἔζησες γιά λίγο ἐκεῖ καί περισσότερο στήν Καλαμάτα καί στήν Ἀθήνα, κοντά στήν ξαδέρφη τοῦ πατέρα σου τήν Εὐαγγελία, γιά τήν ὁποία μᾶς μετέφερες θαυμασμό καί ἀγάπη, ἀφοῦ αὐτή ἦταν ἡ πρώτη ἀφορμή νά σκεφτεῖς τήν ἀνθρώπινη ζωή, ὄχι ὡς αὐτοαξία, ἀλλά ὡς εὐκαιρία νά γίνεις… μεγαλέμπορος, κατά τόν ἅγιο Ἀνδρέα τόν ποιητή τοῦ Μεγάλου Κανόνα. “Τό καθαρόν καί ἄμωμον δοχεῖον τοῦ φωτός”, ἡ Παναγία, στήν ὁποία καθημερινά διάβαζε τούς Χαιρετισμούς καί τίς Παρακλήσεις ἡ θεία Εὐαγγελία, φωταγώγησε διά τοῦ Υἱοῦ της τόν μικρό δοῦλο του Μελέτιο νά ζητήσει τά ἄνω καί ὄχι τά ἐπί γῆς.
Στό Η’ Γυμνάσιο τῆς πλατείας Κουμουνδούρου πετοῦσε ἡ καρδιά σου στόν ναό τοῦ Προφήτη Δανιήλ, πού τότε (1948) ἦταν ὁρατός καί ἀπό ἐκεῖ, γοητευόμενος ἀπό μιά ζωή προφητική, μέ τήν ἔννοια τοῦ κηρύγματος τῶν προσταγμάτων τοῦ Κυρίου.
Τελειώνοντας τό τότε ὀκτατάξιο Γυμνάσιο, ἡ Θεολογική Σχολή ἦταν ἡ αὐτονόητη συνέχεια.
Σέ ἡλικία εἴκοσι ἐτῶν, σ᾿ ἕνα μοναστήρι μέ λίγους κολλυβαδικούς ἀπόμαχους, στήν Μονή Ζωοδόχου Πηγῆς Βελανιδιᾶς, καθιέρωσες θεσμικά τήν ἀφιέρωσή σου, ἀκολουθώντας οὐσιαστικά ἕναν πανέξυπνο ἐπίσκοπο, πού ὅμως δέν διενοεῖτο νά σ᾿ ἀφίσει νά ζήσεις ἐκεῖ. Ὁ Ἀμβρόσιος, ὁ Πολύκαρπος, ὁ ἀγαπημένος σου Ἱερώνυμος, ὁ Παγκράτιος καί ὁ σεβαστός ἡγούμενος Ἀλέξανδρος ἦταν οἱ προοδοποιήσαντες τό σκάμα. Εἶχες νά μᾶς λές, χρόνια μετά, γι᾿ αὐτούς! Τώρα πιά συγκοινωνός καί σύ στήν “ἀπέραντη” ἡδονή τῆς Θέας τοῦ Προσώπου τοῦ Χριστοῦ, θά ἔχεις τή χαρά τῆς συνάντησης μαζί τους καί αὐτοί τό καμάρι, νά ἔχουν ἕνα συμμοναστή Ἐπίσκοπο.
Αὐτή ἡ φάση τῆς ζωῆς Σου θεολογοκοινωνικά συμπίπτει μέ τήν ἐποχή τῆς ἀγωνίας, γιά ἀπόδειξη τῆς κοινωνικῆς χρησιμότητας τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν καλογήρων, καί δέν γίνεται νά εἶσαι ἄμοιρος αὐτῆς τῆς νοοτροπίας.
Κατά τίς ἐπικρατοῦσες τότε “θεολογικές” (ὁ Θεός νά τίς κάνει) ἀπόψεις, οἱ καλόγεροι δέν ἔχουν καμιά κοινωνική προσφορά καί χρησιμότητα, δέν εἶναι τῆς μόδας, δέν ἔχουν ἀποδοχή οὔτε κάν πολιτιστική καί ἄρα τό νά γίνεις καί νά μείνεις καλόγηρος ἦταν μιά ἀποτυχία.
Ἐσύ γνωρίζεις ὅλες τίς μορφές τῆς ἀρχαίας Ἑλληνικῆς τόσο τέλεια, ὥστε νά μπορεῖς νά γράφεις στά ἀρχαῖα ἑλληνικά μία πρόταση, δύο σελίδες! Μιλᾶς σάν μητρική γλῶσσα τά Λατινικά. Καταλαβαίνεις ἄριστα Ρωσσικά, Γαλλικά, Γερμανικά καί Ἀγγλικά καί, ὡς ἐκ τούτου “φυσικά”, δέν θά σέ ἀφίσει ὁ Χρυσόστομος Δασκαλάκης στό Μοναστήρι.
Ἔρχεσαι στήν Καλαμάτα καί ἐκεῖ ἡ ζωή σου συνδυάζεται μέ τήν πελώρια προσωπικότητα πού ἤδη κυριαρχεῖ στήν πόλη, τόν π. Ἰωήλ Γιαννακόπουλο. Ἀλληλοπεριχωροῦνται ἀνάμεσά σας ὁ θαυμασμός, ἡ πνευματική πατρότητα καί ἡ διδασκαλία. Ἕνας μακάριος μικρασιάτης κληρικός, ὁ τότε Πρωτοσύγκελλος π. Ἀγαθάγγελος Μιχαηλίδης χαίρει γιά τήν ἐπικοινωνία Σας καί τέρπεται καλόκαρδα καί μεγαλόκαρδα ὄντας ὁ συνδετικός σας κρίκος! Ἀργότερα στόν λόγο χειροτονίας σου σέ ἀρχιερέα, θά τόν μνημονεύεις ὡς τόν ἀγαθόν τῆς ζωῆς σου ἄγγελον.
Ὁ Ἀγαθάγγελος θά γίνει στήν συνέχεια, μετά τήν κοίμηση τοῦ π. Ἰωήλ, ἡ αἰτία καί ἡ γέφυρα νά βρεθεῖς στήν Ἀθήνα μαζί του στή Μονή Πεντέλης κατ᾿ ἀρχάς καί στή συνέχεια στό Γραφεῖο Διορθόδοξων σχέσεων.
* * *
Σ᾿ αὐτή τή χρονική στιγμή σέ συναντᾶμε.
Ἐμεῖς, ἀνόητοι νεαροί φοιτητές και σύ, σοφός καί ὥριμος μεσήλικας, μπαίνουμε στήν ὑλοποίηση τῆς πανάρχαιας μοναχικῆς ἐπισήμανσης: εἶδες νέον τρέχοντα γέρων τόν ἠπάτησεν! Μακάριοι ἐμεῖς “ἀπατημένοι”, ἀπό ἕνα πρόσωπο πού σαρκώνει τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ μέ ὅλη του τήν ὕπαρξη, σ᾿ ἀκολουθοῦμε στό σπίτι τοῦ Πατέρα μας, ἐπαναλαμβάνοντας τό ἁγιογραφικό “στέφανος τέκνων πατέρες αὐτῶν”.
Τήν ἡσυχία καί τήν εὐτυχία τῆς τετραετοῦς μας ἐπικοινωνίας καί σχέσεως ἀνατρέπει καί ἀναστατώνει ἡ Πρέβεζα. Φυσικά ὄχι ἡ πόλη, οὔτε οἱ ἄνθρωποί της. Ἁπλῶς μέ ἀπαίτηση τοῦ Μητροπολίτη Κίτρους Βαρνάβα, θυσιάζεσαι ἐσύ, προκειμένου νά εὐπλοήσει καί πάλι ἡ ναῦς τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας.
* * *
Πέρασαν ἀπό τότε τριάντα δύο χρόνια.
Κόποι, μόχθοι, θυσίες, ἄγχη, πόνος, δάκρυα, λάθη, ἀποτυχίες, ἀγρυπνίες, πεῖνα, μέ ἐπιστέγασμα τόν καρκῖνο καί τό τελευταῖο ὀδυνηρό ὀκτάμηνο, συναπαρτίζουν τό περιεχόμενό τους. Μέσα σ᾿ ὅλα αὐτά ἁγώνας καί ἀγωνία γιά τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί γιά τόν δοξασμό τοῦ ἁγίου ὀνόματος του Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἴσχυσε, πάτερ, καί γιά σένα ἐκεῖνο τό ἀρχαῖο:
“Πέτρε φιλεῖς με; ποίει ἅ λέγω,
ποίμανέ μου τήν ποίμνην
καί φίλει οὕς φιλῶ, συμπάσχων τοῖς ἁμαρτάνουσιν
ὅρα μου τήν πρός σέ εὐσπλαγχνίαν
καί τῷ σταυρῷ ἁλιεύειν, διδάχθητι”.
Ὅλα αὐτά τά χρόνια συνέπασχες τοῖς ἁμαρτάνουσιν καί τούς ἁλίευες μέ τόν Σταυρό, στόν ὁποῖον ἔβλεπαν ὅτι ἤσουν καρφωμένος. Δέν πρότεινες τόν Σταυρό! Τόν ἔδειχνες μέ τήν δική σου Σταύρωση! Στήν ζωή σου ἔβλεπαν “οἱ ἀγρευόμενοι ἰχθύες” τήν χαράν τήν διά τοῦ Σταυροῦ ἐρχομένην καί προσκυνοῦσαν, Τόν ἐν τῷ Γολγοθᾷ Σταυρωθέντα.
Ὅμως τί σημασία ἔχει νά περιγράψουμε ὄμορφα τί κατάφερες;
Ἡ μεγαλύτερη ὕβρις στή μνήμη ἑνός ἀνθρώπου εἶναι ἡ ὡραιοποίηση.
Προσωπικά, ὄντας ὁ κοντινότερός σου ἄνθρωπος, τοὐλάχιστον μιά εἰκοσιπενταετία, δέν νομιμοποιοῦμαι οὔτε ἐπιθυμῶ νά κάνω κάτι τέτοιο.
Βέβαια, αὐτονόητο εἶναι, ὅτι σ᾿ αὐτή σου τήν ὥρα, ἡ δική μας ἀποδοχή καί ἐκτίμηση καμία ἀξία δέν ἔχουν!
Ἔχουμε πάντως ΕΝΑ νά ποῦμε.
Αὐτό πού παραδέχονται ἀκόμα καί αὐτοί πού δέν σέ ἀποδέχτηκαν, ἐπειδή πίστευαν, ὅτι εἶσαι ἀπόλυτος ἤ πολύ καλόγερος ἤ ἀπόκοσμος!
Ἔχουμε νά διατρανώσουμε τό γεγονός ὅτι ἡ παρουσία σου ὅλη αὐτήν τήν τριακονταετία, ἦταν, καί θά εἶναι καί γιά τό μέλλον, ΜΕΤΡΟ καί ΔΕΙΚΤΗΣ τῆς ποιότητος τῆς Ἱερωσύνης τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
Τώρα λοιπόν, Πάτερ, πού ὄλα τελείωσαν καί ἐλύθη γιά Σένα “ἡ παροῦσα πανήγυρις” θέλω νά κλείσω αὐτή τή μικρή προσφώνηση καί ἀναφορά μέ δύο ποιητές.
Μᾶς λένε μέ ἐλάχιστα λόγια τά μέγιστα καί οὐσιώδη.
Ὁ πρῶτος λέει:
Σήκω σώμα μου, ἀδύναμό μου σώμα,
Αγωνιστήκαμε αρκετά
και Εκείνος είναι φιλεύσπλαχνος·
μας έχει συγχωρέσει.
Σήκω αδύναμό μου σώμα
χλωμό, παγωμένο σαν χιόνι,
λευκό σαν κρεβατιού σεντόνι
και φύγε.
Ξεντύσου με τα αδύνατα, παγωμένα δάχτυλά σου,
σβήσε το φως και μείνε μόνος,
σιωπηλέ θνητέ,
στην ιερή νύχτα,
ένα λιβάδι ισοπεδωμένο από τη βροχή·
ένα ποτήρι άδειο και καθαρό·
ένα ρούχο πλυμένο και διπλωμένο,
με χρώματα ξεθωριασμένα,
ξεφτισμένο σαν κουρέλι.
Μην βιαστείς να ζεσταθείς ξανά.
Μείνε παγωμένο.
Πιες όλο το πικρό ποτήρι·
ανάπνευσε τον ψυχρό θάνατο·
όπου να ‘ναι φτάνει ο Χριστός
και η ώρα της ανάστασης του αίματος και της πνοής μας.
Και ο δεύτερος προσεύχεται μαζί μας για Σένα:
Μνήσθητι, Χριστέ, ἐν τῇ Βασιλείᾳ Σου·
Μελετίου τοῦ Σοῦ ἀρχιθύτου
καί τοῦ χοροῦ ἀξίωσον αὐτόν τῶν ἁγίων σου,
ὡς λαβόντα τήν σφραγίδα τοῦ Σταυροῦ Σου
εἰς ἕνωσιν ἐν τῷ παραδείσῳ.
ΑΜΗΝ
Θεματολογικές ετικέτες