Κατήχηση

“Βαρβαρισμός” και η Λογικοκρατία

άν οὖν μή εἰδῶ τήν δύναμιν τῆς φωνῆς, ἔσομαι τῷ λαλοῦντι βάρβαρος. (Α΄ Κορ. 14, 11)

… οὐ διαβάλλων τήν φωνήν ταῦτα λέγει, ἀλλά δεικνύς, ὅτι

ἐμοί ἀνωφελής, ἕως ἄν ᾖ ἀσαφής…….

Ἰωάν. Χρυσοστόμου ὁμιλία ΛΕ’ (γ) εἰς Α’ πρός Κορινθίους.

Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος είναι σαφής και ξεκάθαρος: αν δεν καταλαβαίνεις τι λες, είναι ανώφελη η προσευχή!

 

Μέσα στην σύγχυση των ημερών και της εποχής ένας τέτοιος λόγος ηχεί στα αυτιά πολλών ανθρώπων ενοχλητικά. Όμως αυτή είναι πραγματικότητα. Τα τόσα χρόνια που πέρασαν φανερώνουν ότι ατυχώς εμείς οι χριστιανοί δεν “παρασκευα­σθήκαμε εἰς πόλεμον” (Α’ Κορινθ. 14, 8). Επαναπαυθήκαμε στην συναισθηματική μας ανακούφιση· κάναμε την σχέση με τον Χριστό και την Εκκλησία συνήθεια· και τώρα που έλειψε ο… γυμνασιάρχης, οι ναοί άδειασαν! Η μετάβαση σ’ αυτό το ά­δειασμα δεν ήταν σταδιακή· όταν ο εκκλησιασμός έπαψε να εί­ναι υποχρεωτικός τότε οι ναοί ερήμωσαν, τουλάχιστον από νέ­ες ηλικίες. Φανερώθηκε δηλαδή η, από πολύ καιρό, προϋπάρ­χουσα κατάσταση.

Φυσικά αυτό που φυλλορρόησε δεν ήταν η Εκκλησία του Χριστού αλλά ένας θολός θρησκευτικός θεϊσμός, με δυνατό η­θικό κώδικα, που όμως σήμερα είναι ανίκανος να αντισταθεί ε­νάντια στον “κόσμο” και αποσυντίθεται.

Η κοινωνική χρησιμότητα (προαγωγή και έλεγχος των η­θών) και η προσφορά στις ανθρώπινες ανάγκες (ιδρύματα), έπαψαν ναυφίστανται ως λόγοι αποδοχής της παρουσίας της Εκκλησίας στον χώρο κοινωνικής ζωής του σημερινού ανθρώ­που. Σήμερα η Εκκλησία έγινε ιδιωτική υπόθεση. Οι κραυγές των κληρικών για το “εὐσεβές ἡμῶν ἔθνος” εισπράττονται μο­νάχα ως γραφικά υπόλοιπα του παρελθόντος από τους σημε­ρινούς ανθρώπους. Κανείς δεν τα παίρνει στα σοβαρά, ούτε οι κληρικοί που σκέπτονται και θέλουν να απευθύνονται στο “σήμερα”.

Δεν υπάρχει πλέον (Δόξα τῷ Θεῷ) το “θρησκευτικόν συναίσθημα” του μαθήματος των θρησκευτικών στα Γυμνάσια-Λύκεια ούτε “η θρησκεία όλων των καλών ανθρώπων”. Ψεύτι­κα και τα δύο, δεν είχαν καθόλου δύναμη αντίστασης στην ε­πελθούσα λαίλαπα.Αποσαθρώθηκαν και καταποντίσθηκαν.

Όλα αυτά που συνέβησαν και κανένας δεν μπορεί με σοβαρότητα να αμφισβητήσει μοιάζουν περισσότερο με ευλογία του Θεού και φροντίδα Του για την Εκκλησία παρά με πρόβλη­μα. Ξεκαθαρίζουν το θέμα. Το κάνουν ζήτημα επιλογής… “Οὐ δύνασθε δυσί κυρίοις δουλεύειν”.

Ζώντας σ’ αυτή την συγκυρία πρέπει να αποτιμήσουμε σε τι είμασταν “απαρασκεύαστοι” και χάσαμε τον… πόλεμο!

Α. Για την ορθόδοξη διδασκαλία, Εκκλησία είναι, η Θεία Ευχαριστία! (Γ. Φλωρόφσκι, Ευχαριστία και Καθολικότης, στο: Ανατο­μία Προβλημάτων Πίστεως, μετ. αρχιμ. Μ. Καλαμαράς εκδ. Μητροπό­λεως Πρεβέζης 2008). Στην Ευχαριστία σαρκώνεται το Μυστήριο της Εκκλησίας. Δια της μετοχής σ’ Αυτήν αυξάνουν οι Χριστια­νοί “… ὁ γάρ τῆς ζωῆς Ἆρτος, αὐτός κινεῖ τόν σιτούμενον καί με-θίστησι καί πρός ἑαυτόν μεταβάλλει…”. Πριν περατωθεί η Θεία Λειτουργία ο ιερέας προσεύχεται στον Χριστό ζητώντας Του: “τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας Σου φύλαξον. Εἰρήνην τῷ κόσμῳ Σου δώρησαι”. Με αυτήν τήν ικεσίαν “προερχόμεθα” ἤτοι φεύγομεν, ἀπό τήν Ἐκκλησίαν “ἐν εἰρήνῃ”, ὅπως καί “ἐν εἰρήνῃ” ὀφείλωμεν νά εἰσερχώμεθα εἰς αὐτήν, δηλαδή μέ τήν ἐπιθυμίαν νά ἴδωμεν τόν κόσμον ὁλόκληρον νά γίνεται “κόσμος τοῦ Θεοῦ” καί νά ἀκτινοβολῇ ἀπό τήν πλήρωσιν τοῦ παναγάθου θελήματος τοῦ μακαρίου Θεοῦ”. (όπως παραπάνω σελ. 164).

Πώς όμως να γίνουν όλα αυτά όταν εμείς αγνοούμε τα λεγόμενα και τα τελούμενα στην Λειτουργία; Όταν φανταζό­μαστε την Ευχαριστία όχι λειτουργία (λειτός + έργο δηλαδή δη­μόσιο έργο), αλλά προσωπική καταφυγή προσευχής που μπορεί να γίνεται και με το κομποσχοίνι (!!!) την ώρα της Αγίας Ανα­φοράς; Όταν μπαίνουμε αγνοούντες και φεύγουμε απλώς… γαληνιώντες επειδή εμείς… έτσι την βρίσκουμε; (συγνώμην για την έκφραση).

“Στην Λειτουργία πρέπει να είμαστε με όλες τις αισθήσεις μας”. Σαφέστατα. Αλλωστε ο άνθρωπος είναι ένας. Με τον ίδιο εαυτόαγαπά και τον Θεό και τους ανθρώπους. Όμως, όπως λέ­ει και ο εθνικός μας ποιητής Δ. Σολωμός: “Πρέπει πρώτα με δύ­ναμη να συλλάβει ο νους κι’ έπειτα η καρδιά να αισθανθεί ό,τι ο νους συνέλαβε”!! Πώς να το κατορθώσει αυτό ο Χριστιανός ό­ταν, δεν γνωρίζει “την δύναμιν της φωνής” και συνεπώς κατα­ντάει η όλη υπόθεση ανωφελής από την ασάφεια (γι’ αυτόν) των λεγομένων, όπως μας είπε ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστο­μος;

Συνεπώς εδώ “παίζονται” όλα.

Β. Ο άγιος Αθανάσιος μαζί με τους αρχαίους προγόνους μας μάς διδάσκει ότι.: “γλῶσσα διαπορθμεύει τοῖς ἔξω τόν νοῦν”. Όταν το “πορθμείο” της γλώσσας δεν λειτουργεί είναι αυτονόητο ότι δεν γίνεται να συμμετάσχουμε στα τελούμενα αφού δεν καταλαβαίνουμε! Τότε αρχίζουμε τα υποκατάστατα! Συζητάμε αντιπροτείνοντας το βίωμα, λες και αυτό εμποδίζε­ται από την κατανόηση! Το παρουσιάζουμε ως αναπλήρωση της κατανόησης των λεγομένων, χωρίς να φοβόμαστε τον κίν­δυνο του υποκειμενισμού και της αυταπάτης!

Φτιάχνουμε ένα λειτουργικό γκέτο όπου oι πιστοί είναι περισσότερο “φιλακόλουθοι” παρά συνειδητοί αποδέκτες του ευαγγελικού μηνύματος.

Απαιτούμε νομοτελιακή παρέμβαση της χάριτος του Θε­ού, όχι για να θεραπεύση τα ασθενή και να αναπλήρωση τα ελλείποντα αλλά να λειτουργήσει ως το ραβδί της Κίρκης που θα μας ακουμπήσει και θα αλλάξουμε “ἑκόντες ἄκοντες”! Η χάρη του Θεού όμως δεν αναγκάζεται. Έρχεται όταν η καρδιά του ανθρώπου φτάσει “εἰς ὗψος βαθύτατης ταπεινοφροσύνης ἀφανιζούσης πᾶν πάθος”. Η χάρη του Θεού δωρίζει μονάχα ουράνιες κλίμακες που τις ανέρχεται ο άνθρωπος με κόπο πο­λύ. Όχι ανελκυστήρες που επιβεβαιώνουν την αβάσταχτη ε­λαφρότητα του!

Η ανάγκη της μεταφράσεως επισημαίνεται πανηγυρικά από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίο στην εισαγωγική επιβράβευση της μεταφράσεως της Θείας Λειτουρ­γίας στα αγγλικά όπου ο Πατριάρχης γράφει ότι το πλήρωμα της Εκκλησίας που δεν κατανοεί επαρκώς τα λεγόμενα: “…θά δύναται ἀνέτως νά κατανοῆ καί νά μετέχῃ “ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ” καί γνώσει εἰς τά τελεσιουργούμενα καί νά ἀποκρί­νεται, κατά τόν θεῖον Ἀπόστολον, τό “Ἀμήν” εἰς τήν εὐχαριστίαν τῆς Ἐκκλησίας”. Και προχωρώντας λέει ότι η Εκκλησία χαίρει: “συνεχίζουσα διά τῆς μεταφράσεως ταύτης τό ἐξ αὐτῆς ἀρξάμενον μεταφραστικόν ἔργον των λειτουργικῶν αὐτῆς κει­μένων, ὅτε πρό αἰώνων πολλῶν, ἐκλεκτά αὐτῆς τέκνα, οἱ Ἱε­ραπόστολοι Θεσσαλονικεῖς ἀδελφοί Κύριλλος καί Μεθόδιος… μετά ζήλου ἐπεδόθησαν εἰς τήν μεταγλώττισιν τῆς Ἁγίας Γρα­φῆς καί τῶν ἱερῶν λειτουργικῶν κειμένων…”.

Αυτή είναι η διδασκαλία της Εκκλησίας.

Η ελευθερία ρύθμισης της ανάγκης να συμμετέχουν οι Χριστιανοί στα λεγόμενα και τα τελούμενα.

Όλα τα άλλα είναι παρανοήσεις ή άγνοια που περιβάλ­λεται τον μανδύα της ευσέβειας και του βιώματος.

Που δεν θέλει εσκεμμένα να ξεχωρίσει την λογικοκρατία από την λογική κατανόηση.

Που δεν παραδέχεται ότι ήταν ανάγκη να γίνουν πάνσοφοι, οι ήδη θεόπτες απόστολοι, προκειμένου να κηρύξουν τον Χριστό στα έθνη.

Που δεν μπορεί να ξεχωρίσει την αγιότητα του βίου από την δυνατότητα διδασκαλίας.

Που μπερδεύει την έκτακτη παραχώρηση του Θεού (αγ. Αχμέτ-παπα Πλανάς) για ωφέλεια και σωτηρία συγκεκριμέ­νων προσώπων, με την πάγια τάξη της Κατηχήσεως.

Που δεν θέλει να δεχτεί ότι βρισκόμαστε σαν Εκκλησία στο, απαραίτητο, απολύτως αναγκαίο και αρχικό στάδιο του “γάλακτος” και όχι της “στερεάς τροφής”. Χωρίς τα αρχικά “νηπιώδη” λογικά βήματα, χωρίς την τροφή της Ευχαριστιακής συμμετοχής πώς να συζητήσεις ενδεχόμενο πνευματικής ωρι­μότητας για προσευχή με νοερή λατρεία(!).

Όταν δεν μάθαμε να λέμε καλημέρα με καλωσύνη στους αδελφούς μας το μόνο που μας λείπει είναι η τελειότητα της… θεώσεως!;

Η Εκκλησία κατά την διδασκαλία του Χριστού στα Ευαγ­γέλια είναι σαγήνη και πανδοχείο! Όχι αίθουσα V.I.Ps. Μέσα στην σαγήνη υπάρχουν παντός είδους “ψάρια” και καλά και σαπρά. Και στο πανδοχείο φιλοξενούνται άνθρωποι και για “διανυκτέρευση” και για “θεραπεία”. Ανάλογα με την ανάγκη τους και την κατανόηση της από τους ίδιους.

Αν αυτά ξεχασθούν τότε μπαίνουμε στον πειρασμό της πολιτιστικής προσφοράς της Εκκλησίας στο έθνος, με την δια­τήρηση της γλώσσας αλλά και με την αυταπάτη της τελειότητος με θεωρητικές πτήσεις νοεράς προσευχής και θεωρητικής παρουσίασης της διδασκαλίας περί θεώσεως που άνετα γίνεται φιλοσοφία, αφού “ἐκεῖνο ὅπερ ἐδίδετο εἰς τούς μοναχούς μετά παρέλευσιν δεκαετιών πένθους, οἱ σύγχρονοι ἄνθρωτιοι θέ­λουν νά λάβουν εἰς σύντομον χρονικόν διάστημα και μάλιστα κατά τήν διάρκειαν ὀλίγων ὡρῶν εὐχαρίστου “θεολογικῆς” συ­ζητήσεως”. (Αρχιμ. Σωφρονίου, Περί προσευχής, σελ. 216)

Τέτοια πράγματα δεν γίνονται. Πρώτα δούλος, μετά μι­σθωτός και στο τέλος (ίσως) υιός. Η προσευχή είναι λογική ε­νέργεια της ψυχής. Για πολύ χρόνο. Για χρόνια. Τα άλλα είναι αυταπάτες που όταν τελειώσουν συχνά… τελειώνει μαζί τους και η… πίστη. “Η πίστη μου ήταν ένα όνειρο ή ονειρευόμουν ότι πίστευα”; (CSLewis)

Ένας μέγας διδάσκαλος της νοεράς προσευχής και οδη­γός της νοερής λατρείας μας φωνάζει από το δυσθεώρητο ύψος του: “τήν διά στόματος ψαλμωδίαν ἐκτέλει, πλήν ἡσύχω πάνυ φωνῇ καί μετά ἐπιστασίας τοῦ νοῦ, μή ἀνεχόμενος ἀδιανόητόν τι τῶν λεγομένων καταλιπεῖν· ἀλλ’ εἴ ποτέ τι διαδράσει τόν νοῦν, ἐπανάλαβε τόν στῖχον, ὁσάκις καί γένηται, μέχρις ἄν τόν νοῦν ἐπακολουθοῦντα ἕξῃς τοῖς λεγομένοις.

Θεόληπτος Φιλαδέλφειας

Περί μοναδικού επαγγέλματος

Φιλοκαλία τόμος 4ος σελ. 10-11

 

[Να εφαρμόζεις την ψαλμωδία με το στόμα, βέβαια με πο­λύ ήσυχη φωνή και “επιβλέποντας” το μυαλό σου να μη σκορ­πίζει η προσοχή του. Να μην ανέχεσαι να αφίνεις ακατανόητο κάτι από τα λεγόμενα. Αν κάποτε κάτι διαφύγει την προσοχή του νου σου, επανάλαβε τον στίχο όσες φορές και αν χρειαστεί, μέχρις ότου κατορθώσεις να συμπορεύεται η προσοχή του μυαλού σου με τα λεγόμενα!!].

Το κείμενο αυτό του αγίου Θεόληπτου Φιλαδελφείας από την Φιλοκαλία διαφωτίζει πλήρως το θέμα: μή ἀνεχόμενος ἀδιανόη-τόν τι τῶν λεγομένων καταλιπεῖν!

Όλοι ξέρουμε ότι ο αγώνας μέσα στην Εκκλησία είναι να καθαρισθεί “το βρώμικο παληομάγαζο της καρδιάς” (WYeats).

Και με την Ευχαριστία και με τα μυστήρια το επιδιωκόμε­νο είναι ο χριστιανός να “ακούσει” τον χτύπο του Χριστού στην πόρτα της καρδιάς του και να Του ανοίξει. Τότε Εκείνος “εἰσελεύσεται πρός αὐτόν καί δειπνήσει μετ’ αὐτοῦ…” (Αποκαλ. 3, 20). Αυτό είναι το σκοπούμενο της ανάγκης των μεταφράσεων. Αυ­τή την στιγμή τό “χτύπημα” του Χριστού δεν γίνεται ακουστό. Με πολλούς τρόπους μπορεί να “χτυπήσει” ο Χριστός. Απολύ­τως σύμφωνοι. Τώρα όμως συζητάμε τον συγκεκριμμένο. Η ομορφιά της γλώσσας και ο πλουτισμός ο πολιτιστικός των αν­θρώπων ΔΕΝ ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ να γίνονται προτεραιότητες για την Εκκλησία. Η μορφή της αρχαίας γλώσσας είναι πληρέστα­τη και ωραιότατη. Ασυγκρίτως καλύτερη από την σήμερα ομι­λούμενη. Και πληρέστατη νοηματικά και με απόλυτη εμβέλεια ακριβολογίας. Κανένας δεν διαφωνεί. Ατυχώς όμως δεν είναι κατανοητή και έτσι εμποδίζει πλέον τους μετέχοντας, δυσκο­λεύοντας ή κάνοντας αδύνατο το άκουσμα του “χτυπήματος” του Χριστού.

Την μετάφραση την χρειάζονται και οι εκτός της Εκκλη­σίας χριστιανοί αλλά κυρίως και κατά βάσιν οι εκκλησιαζόμενοι, που πρέπει να γίνουν προζύμι και ψωμί, να “ζυμώσουν” και να “χορτάσουν” τους εαυτούς τους και τους αδελφούς τους.

Αφού όπως λέει και ένας… άθεος: “Η ημέρα της Κρίσεως, έρχεται κάθε μέρα”. (ΑΙ. Camus).

Αφήστε μια απάντηση