Κατήχηση, Ποίηση, Υμνοι και ψαλμοί

Ρωμανός ο Μελωδός, ποιητής και συνθέτης

Τετάρτη 21 Μαΐου 2008

ΒΕΝΕΔΙΚΤΟΣ 16ος

 

Αγαπητοί αδελφοί και αδελφές,

Στη σειρά των κατηχητικών ομιλιών με θέμα τους Πατέρες της Εκκλησίας,  θα ήθελα σήμερα να μιλήσω για ένα πρόσωπο που λίγοι το γνωρίζουν: για τον Ρωμανό τον Μελωδό, που γεννήθηκε περί το 490 στην Έμεσα (το σημερινό Χομς) στη Συρία. Θεολόγος, ποιητής και συνθέτης, ανήκει στη μεγάλη ομάδα των θεολόγων που μεταμόρφωσαν τη θεολογία σε ποίηση.

Αναφέρομαι στον συμπατριώτη του τον άγιο Εφραίμ τον Σύρο, που έζησε διακόσια χρόνια πριν απ’ αυτόν. Αλλά επίσης και στους θεολόγους της Δύσης, όπως στον άγιο Αμβρόσιο, που οι ύμνοι του αποτελούν ακόμα σήμερα μέρος της λειτουργίας μας και δεν παύουν να μας συγκινούν. Ή σε ένα θεολόγο, ένα δεινό στοχαστή,  όπως στον άγιο Θωμά, που μας έδωσε τους ύμνους της αυριανής εορτής του Σώματος του Κυρίου (Corpus Domini).  Αναφέρομαι στον άγιο Ιωάννη του Σταυρού και σε τόσους άλλους. Η πίστη είναι αγάπη και γι’ αυτό δημιουργεί  ποίηση και δημιουργεί μουσική. Η πίστη είναι χαρά, γι’ αυτό δημιουργεί ομορφιά.

Ο Ρωμανός ο Μελωδός είναι ένας απ’ αυτούς, ένας θεολόγος ποιητής και συνθέτης. Αφού έμαθε τα πρώτα στοιχεία του ελληνικού και του συριακού πολιτισμού στη γενέθλια πόλη του, πήγε στη Βηρυτό, όπου τελειοποίησε την κλασική παιδεία του και τις ρητορικές γνώσεις του. Μετά τη χειροτονία του σε μόνιμο διάκονο (στ. 515), διετέλεσε ιεροκήρυκας εκεί για τρία χρόνια. Έπειτα μετέβη στην Κωνσταντινούπολη  περί τα τέλη της βασιλείας του Αναστασίου του 1ου (στ. 518), και εγκαταστάθηκε στη μονή κοντά στον ναό της Θεοτόκου. Εκεί συνέβη το  επεισόδιο-κλειδί της ζωής του: το Συναξάριο μας πληροφορεί  για την παρουσία στο όνειρό του της Θεοτόκου και για τη δωρεά του ποιητικού χαρίσματος. Πράγματι, η Μαρία του έδωσε εντολή να φάει ένα κυλινδρικό  φύλλο. Την επομένη το πρωί – ήταν η γιορτή της Γέννησης του Κυρίου – ο Ρωμανός θα κηρύξει από τον άμβωνα: ‘‘Η Παρθένος σήμερον τον Υπερούσιον τίκτει (Ύμνος ‘‘Στη Γέννηση’’ Ι. Προοίμιο). Έγινε έτσι κήρυκας και ψαλμωδός ώς τον θάνατό του (μετά το 555).

 

Ο Ρωμανός παραμένει στην ιστορία ως ένας από τους πιο αντιπροσωπευτικούς συγγραφείς  λειτουργικών ύμνων. Τότε, το κήρυγμα ήταν στην πράξη για τους πιστούς η μοναδική ευκαιρία κατηχητικής διδασκαλίας. Ο Ρωμανός εμφανίζεται έτσι ως ο κατ’ εξοχήν μάρτυς του θρησκευτικού αισθήματος της εποχής του, αλλά επίσης κι ενός ύφους κατήχησης ζωντανού και πρωτότυπου. Μέσα από τις συνθέσεις του, μπορούμε να υπολογίσουμε τη δημιουργικότητα αυτής της μορφής κατήχησης, τη δημιουργικότητα της θεολογικής σκέψης, της αισθητικής και της ιερής υμνογραφίας της εποχής. Ο τόπος όπου κήρυττε ο Ρωμανός ήταν ένα ναΐδριο στην περιφέρεια της Κωνσταντινούπολης: ανέβαινε στον άμβωνα που ήταν τοποθετημένος στο κέντρο του ναού και απευθυνόταν στην κοινότητα καταφεύγοντας σε μια σκηνοθεσία που απαιτούσε μεγάλα μέσα: χρησιμοποιούσε τις απεικονίσεις στους τοίχους ή τις εικόνες τις τοποθετημένες στον άμβωνα, κατέφευγε επίσης και στον διάλογο. Οι ομιλίες του ήταν γραμμένες πάνω σε μέτρο, ψέλνονταν και ονομάζονταν  κοντάκια. Ο όρος ‘‘κοντάκιον’’, ‘‘μικρή βέργα’’, φαίνεται ότι  παραπέμπει στο μικρό κυλινδρικό ξύλο γύρω από το οποίο τύλιγαν το φύλλο ενός χειρογράφου λειτουργικού ή άλλου τύπου. Τα κοντάκια που έφτασαν ως εμάς με το όνομα του Ρωμανού είναι ογδόντα εννέα, αλλά η παράδοση του αποδίδει χίλια.

 

Κάθε κοντάκιο στον Ρωμανό συντίθεται από στροφές, γενικά από δεκαοχτώ ως είκοσι τέσσερεις, με ίσον αριθμό συλλαβών, δομημένες πάνω στο πρότυπο της πρώτης στροφής (ειρμός). Οι ρυθμικοί τόνοι των στίχων όλων των στροφών ακολουθούν το πρότυπο του ειρμού. Κάθε στροφή καταλήγει σε μια επωδό (εφύμνιο)γενικώς την ίδια, για να δημιουργήσει την ποιητική ενότητα. Επί πλέον, τα αρχικά κάθε στροφής σχηματίζουν το όνομα του συγγραφέα (ακροστιχίς), που προηγείται συχνά από το επίθετο ‘‘ταπεινός’’. Ο ύμνος καταλήγει σε μια προσευχή σχετική με τα γεγονότα που εορτάζονται ή που γίνεται αναφορά σ’ αυτά. Μετά το τέλος του βιβλικού αναγνώσματος, ο Ρωμανός έψαλλε το Προοίμιο, γενικά με τη μορφή προσευχής ή ικεσίας. Με τον τρόπο αυτόν ανάγγελλε το θέμα της ομιλίας και εξηγούσε την επαναλαμβανόμενη  εν χορώ στο τέλος κάθε στροφής επωδό, που την απάγγελλε δυνατά, ρυθμικά και με έμφαση.

 

Ένα παράδειγμα που βοηθάει να καταλάβουμε μας προσφέρεται από το Κοντάκιον για τη Μεγάλη Παρασκευή: πρόκειται για έναν δραματικό διάλογο ανάμεσα στη Μαρία και στον Γιό της, την ώρα της πορείας του σταυρού: η Μαρία λέει: ‘‘Πού πορεύει, τέκνον; Τίνος χάριν τον ταχύν δρόμον τελείς; / Ουκ ήλπιζον, τέκνον, εν τούτοις ιδείν σε,/ ουδ’ επίστευον ποτέ έως τούτου τους ανόμους εκμανήναι / και εκτείναι επί σε χείρας αδίκως’’. Ο Ιησούς απαντά: ‘‘Τι δακρύεις, μήτερ; (…). Μη πάθω; Μη θάνω;/ Πώς ουν σώσω τον Αδάμ;’’. Ο Γιος της Μαρίας παρηγορεί τη μητέρα του, αλλά την επαναφέρει στον ρόλο της στην ιστορία της σωτηρίας: ‘‘Απόθου, ω μήτερ, την λύπην απόθου:/ ου γαρ πρέπει σοι θρηνείν, ότι κεχαριτωμένη ωνομάσθης’’ (Η Μαρία στα πόδια του Σταυρού, 1-2, 4-5). Στη συνεχεια, στον ύμνο για τη θυσία του Αβραάμ, η Σάρα κρατάει για τον εαυτό της την απόφαση σχετικά με τη ζωή του Ισαάκ. Ο Αβραάμ λέει: ‘‘Ακούσει τους λόγους σου πάντας Σάρρα, ω δέσποτα, /και την βουλήν σου ταύτην γνούσα μοι λέξει; / -Ει αυτός ο διδούς ελάμβανε, τι παρέσχηκε; (…) – συ, πρεσβύτα, τον εμόν έα πρός με,/και όταν θελήσει τούτον ο καλέσας σε, δηλώσει μοι’’ (Η θυσία του Αβραάμ, 7).

 

Ο Ρωμανός υιοθετεί όχι τα επίσημα βυζαντινά ελληνικά της αυλής, αλλά  απλά ελληνικά που είναι κοντά στη γλώσσα του λαού. Θα ήθελα στο σημείο αυτό να παραθέσω ένα δείγμα του ζωντανού και πολύ προσωπικού τρόπου που έχει όταν μιλάει για τον Κύριο Ιησού: τον ονομάζει ‘‘πηγή που δεν καίει και φως ενάντια στα σκοτάδια’’ και λέει: ‘‘…δια τούτο και τολμήσας ώσπερ λύχνον σε κατέχω /πας γαρ ο βαστάζων λύχνον εν ανθρώποις φωτίζεται ου φλέγεται /διό με καταύγασον, ο λύχνος ο άσβεστος’’ (Στην Υπαπαντή, 8). Η πειστική δύναμη των κηρυγμάτων του στηριζόταν στη μεγάλη συνέπεια μεταξύ των λόγων του και της ζωής του. Σε μια προσευχή, λέει: ‘‘Τράνωσόν μου την γλώτταν, σωτήρ μου, πλάτυνόν μου το στόμα/ και πληρώσας αυτό, κατάνυξον την καρδίαν μου, ίνα οις λέγω ακολουθήσω’’ (Αποστολή των Αποστόλων, 1).

 

Ας εξετάσουμε τώρα μερικά από τα κυριότερα θέματά του. Ένα θεμελιώδες θέμα στα κηρύγματά του είναι η ενότητα της δράσης του Θεού μέσα στην ιστορία, η ενότητα μεταξύ δημιουργίας και ιστορίας της σωτηρίας, η ενότητα μεταξύ Παλαιάς και Καινής Διαθήκης. Ένα άλλο σημαντικό θέμα είναι η πνευματολογία, δηλαδή το δόγμα σχετικά με το Άγιο Πνεύμα. Στη γιορτή της Πεντηκοστής, υπογραμμίζει τη συνέχεια που υπάρχει μεταξύ του Χριστού που ανελήφθη στους ουρανούς και των αποστόλων, δηλαδή της Εκκλησίας, και εξαίρει την ιεραποστολική δράση του αγίου Πνεύματος μέσα στον κόσμο: (…)εν δυνάμει θεία εζώγρησαν πάντας /ότι ήραν τον σταυρόν αυτού ως κάλαμον,/ότι ρήμασιν ως νήμασιν πάλιν εχρήσαντο και τον κόσμον ηλίευσαν / ότι τον Λόγον ως άγκιστρον έσχον οξύ / ότι καθάπερ δέλεαρ γέγονεν  αυτοίς η σάρξ του πάντων δεσπότου’’ (Στην Πεντηκοστή 2, 18).

 

Ένα άλλο κεντρικό θέμα είναι φυσικά η χριστολογία. Δεν υπεισέρχεται στο πρόβλημα των δύσκολων εννοιών της θεολογίας, των τόσο συζητημένων εκείνη την εποχή και που είχαν τόσο διασπάσει την ενότητα όχι μόνο μεταξύ των θεολόγων, αλλά και μεταξύ των χριστιανών μέσα στην Εκκλησία. Κηρύττει μια χριστολογία απλή αλλά θεμελιώδη, τη χριστολογία των μεγάλων Συνόδων. Αλλά προπάντων προσεγγίζει τη λαϊκή ευσέβεια – άλλωστε οι έννοιες των Συνόδων γεννήθηκαν από τη λαϊκή ευσέβεια και από τη γνώση της χριστιανικής καρδιάς – και έτσι ο Ρωμανός υπογραμμίζει ότι ο Χριστός είναι πραγματικός άνθρωπος και πραγματικός Θεός, και ως πραγματικός Θεάνθρωπος είναι ένα και μόνο πρόσωπο, η σύνθεση μεταξύ δημιουργίας και Δημιουργού: μέσα σ’ αυτά τα ανθρώπινα λόγια ακούμε να μιλάει ο ίδιος ο Λόγος του Θεού. ‘‘Άνθρωπος γαρ ο Χριστός και Θεός ην /ου σχιζόμενος εις δύο: εις εστίν εξ ενός πατρός’’ (Εις το Πάθος του Χριστού 19). Όσο για τη μαριολογία, ο Ρωμανός, ευγνώμων στην Παρθένο για το ποιητικό χάρισμα, αναφέρεται σ΄ αυτήν στο τέλος όλων σχεδόν των ύμνων και της αφιερώνει τα πιο ωραία του κοντάκια: Γέννηση, Ευαγγελισμός, θεία Μητρότητα, Νέα Εύα.

 

Τέλος, οι ηθικές διδασκαλίες αναφέρονται στην τελική κρίση (Οι δέκα παρθένες [ΙΙ]). Μας οδηγεί προς αυτή τη στιγμή της αλήθειας της ζωής μας, της αντιμετώπισης του δίκαιου Κριτή και κατά συνέπεια μας προτρέπει στην επιστροφή  με τη μετάνοια και τη νηστεία. Με τρόπο συγκεκριμένο, ο χριστιανός πρέπει να θέτει σ’ εφαρμογή την αγάπη, την ελεημοσύνη. Τονίζει το πρωτείο της αγάπης έναντι της εγκράτειας σε δύο ύμνους, τον Γάμο της Κανά και τις Δέκα  παρθένες. Η αγάπη είναι η σπουδαιότερη από τις αρετές: ‘‘(…)την της αχράντου παρθενίας αρετήν αι δέκα μεν εκτήσαντο,/ ταις πέντε δε παρθένοις εγένετο άκαρπος ο πόνος./ Αι δε άλλαι ταις λαμπάσιν εξήστραπτον της φιλανθρωπίας, διό προτρέπεται αυτάς ο νυμφίος και εισάγει εν χαρά εν τω νυμφώνι’’ (Για τις δέκα Παρθένους, 1).

 

Μια σφύζουσα καλοσύνη, η ζέση της πίστης, μια βαθιά ταπεινοσύνη διαποτίζουν τους ύμνους του Ρωμανού του Μελωδού. Αυτός ο μεγάλος ποιητής και συνθέτης μας θυμίζει όλο τον θησαυρό του χριστιανικού πολιτισμού, ενός πολιτισμού που γεννήθηκε από την πίστη, που γεννήθηκε από την καρδιά που συνάντησε τον Χριστό, τον Υιό του Θεού. Από αυτή την επαφή της καρδιάς με την Αλήθεια που είναι Αγάπη γεννιέται ο πολιτισμός, γεννήθηκε όλος ο μεγάλος χριστιανικός πολιτισμός. Και αν η πίστη μένει ζωντανή, τότε και αυτή η πολιτισμική κληρονομιά δεν γίνεται κάτι νεκρό, αλλά παραμένει ζωντανή και παρούσα. Οι εικόνες μιλούν ακόμα σήμερα στην καρδιά των πιστών, δεν ανήκουν στο παρελθόν. Οι καθεδρικοί ναοί δεν είναι μεσαιωνικά μνημεία, αλλά οικήματα ζωής, όπου νιώθουμε ‘‘στο σπίτι μας’’: συναντούμε τον Θεό και συναντιόμαστε μεταξύ μας. Το ίδιο και η μεγάλη μουσική – το γρηγοριανό μέλος ή ο Μπαχ ή ο Μόζαρτ – δεν ανήκει στο παρελθόν, αλλά ζει από τη  ζωτικότητα της λειτουργίας  και της πίστης μας. Αν η πίστη είναι ζωντανή, ο χριστιανικός πολιτισμός δεν ανήκει στο παρελθόν, αλλά παραμένει ζωντανός και παρών. Και  αν η πίστη είναι ζωντανή, μπορούμε και σήμερα ν’ απαντούμε στο πρόσταγμα που δεν παύει να επαναλαμβάνεται στους Ψαλμούς: ‘‘Ψάλατε τω Κυρίω άσμα καινόν’’. Δημιουργία, καινοτομία, άσμα καινόν, καινούργιος πολιτισμός και παρουσία της όλης πολιτισμικής κληρονομιάς μέσα στη ζωτικότητα της πίστης δεν αποκλείουν το ένα το άλλο, αλλά αποτελούν μια μοναδική πραγματικότητα. Είναι η παρουσία του κάλλους  του Θεού και της χαράς να είμαστε παιδιά του.

 

Το κάλλος του προσώπου του Θεού μας εύχομαι να κατοπτρίζεται πάντα στην ύπαρξή μας και στη λατρεία μας. Με την αποστολική μου Ευλογία.  

Αφήστε μια απάντηση