Ο τρόμος της εμπειρίας του σεισμού διεγείρει μεταφυσικά ερωτήματα σε πιστούς και απίστους. Ο καταστροφικός σεισμός στη Λισσαβώνα, το 1755, θα έλεγε κανείς ότι σημάδεψε τον πνευματικό βίο της Ευρώπης: Κλόνισε εντυπωσιακά την ενθουσιώδη πίστη των Διαφωτιστών στη «φιλάνθρωπη ορθολογικότητα» της φύσης, που φιλοδοξούσαν να την προβάλλουν σαν υποκατάστατο της θείας πρόνοιας. Πώς να υποκαταστήσεις τη μεταφυσική αναφορά με την εμπιστοσύνη στη λογική της φύσης, όταν η φύση εμπεριέχει και τον παραλογισμό μιας αδυσώπητης καταστροφικότητας;
Ο Βολταίρος γράφει το Poeme sur le desastre de Lisbonne για να επιτεθεί στις θέσεις του θρησκευτικού αντιπάλου, παρακάμπτοντας την κρίσιμη για τη φυσιοκρατία του Διαφωτισμού πρόκληση. Δεν ήταν δύσκολο να κατατροπώσει τα αφελή νομικίστικα σχήματα του θρησκειοποιημένου χριστιανισμού της Δύσης, να καταδείξει τον παραλογισμό του ισχυρισμού ότι η φυσική καταστροφή είναι τιμωρία για τις αμαρτίες του ανθρώπου:
Μια θεία παντοδυναμία που λιώνει σαδιστικά τους ανθρώπους με φρικώδη θάνατο κάτω από τα ερείπια, για να τιμωρήσει όχι καν προσωπικές τους αμαρτίες, αλλά γενικώς την «πτώση» και ανταρσία της ανθρωπότητας, είναι εξώφθαλμα αναξιόπιστη – αποκαλύπτει το α-νόητο και παράλογο της θρησκείας.
Δυο αιώνες από τότε, και οι άνθρωποι της νεωτερικότητας, εμείς όλοι σήμερα, μοιάζουμε αμετακίνητα παγιδευμένοι στα ερείπια του θρησκειοποιημένου δυτικού χριστιανισμού και στις φωταδιστικές αφέλειες για την άλογη φυσική «τυχαιότητα». Είναι πια έτσι διαμορφωμένη η νοο-τροπία μας και ο ψυχισμός μας, ώστε να απαιτούμε απαντήσεις στα μεταφυσικά ερωτήματα που γεννάει ο τρόμος του σεισμού, ανάλογες με τις τετράγωνες κατανοητές πληροφορίες που μας παρέχουν οι σεισμολόγοι.
Ούτε καν υποψιαζόμαστε ότι μια πρόταση ερμηνευτική του νοήματος της ύπαρξης μας μέσα σε έναν κόσμο κυριαρχημένο από το θάνατο, είναι άλλης τάξεως από την επιστημονική πληροφορία: Προϋποθέτει διαφορετική γνωστική διαδικασία, διαφορετικά γνωστικά αισθητήρια, άλλον τρόπο, άλλη οδό γνώσης. Ξεχνάμε ότι δεν μαθαίνει ποτέ κανείς κολύμβηση ή ποδήλατο κατανοώντας τους κανόνες και τις οδηγίες της κολύμβησης ή της ποδηλασίας, ούτε ερωτεύεται ποτέ κανείς με πληροφορίες από τις στήλες των συνοικεσίων.
Ο τρόμος της εμπειρίας του σεισμού γεννάει μέσα μας ενστικτωδώς την ανάγκη να επικαλεσθούμε τη θεία βοήθεια. Αλλά μια τέτοια ανάγκη μπορεί να είναι μόνο βιολογικόψυχολογικό γεγονός και τίποτε περισσότερο. Όπως είναι ολότελα άσχετες με την εκκλησιαστική, τουλάχιστον, εμπειρία και οι δικανικές ερμηνείες των φυσικών καταστροφών και των βίαιων θανάτων σαν «τιμωρία» του Θεού. Ένας τέτοιος «σαδιστής πατέρας» δεν μας ενδιαφέρει, προτιμάμε το βύθισμα στο παράλογο. Ούτε μας παρηγορούν τα παιδαριώδη επιχειρήματα για την «αγαθότητα» που υποκρύπτει η «επιλογή» των «ετοιμασμένων» για την επουράνια βασιλεία τραγικών θυμάτων του σεισμού. Εξοργιστική, κενή και άλογη, είναι και η εκ ετών υστέρων αλτρουιστική θρησκευτική ενεργοποίηση: οι επισκέψεις των «θρησκευτικών ηγετών» στα νοσοκομεία, στα ερείπια και στους καταυλισμούς των σεισμοπλήκτων, τα χρήματα, οι σκηνές και τα τρόφιμα του θρησκευτικού αλτρουισμού, αδιαφοροποίητου από κάθε άλλον αυθόρμητο ανθρωπισμό.
Αν ο θρησκευτικός λόγος έχει πια εντελώς εξουδετερώσει τη μαρτυρία της εκκλησιαστικής εμπειρίας, αν είμαστε γυμνοί από κάθε απάντηση στα βασανιστικά και αγωνιώδη ερωτήματα που γεννάει μέσα μας «η φοβερά του σεισμού απειλή» είναι μάλλον προτιμότερο να σιωπήσουμε και να κρυφτούμε. Να παραδεχθούμε έμπρακτα και ταπεινά ότι απαντήσεις Ίσως να υπάρχουν, αλλά εμείς δεν έχουμε ούτε τις προϋποθέσεις να τις προσεγγίσουμε, ούτε και τη γλώσσα που θα μπορούσε να τις εκφράσει.
Η δική μου, τουλάχιστον, παραλυτική αυτή αδυναμία με υποχρεώνει να εμπιστευθώ στον αναγνώστη μου μόνο την παραλλαγή ενός «παράδοξου» αφορισμού του αείμνηστου Νίκου Πεντζίκη: «Κανένας φόβος σεισμού δεν μπορεί να αντισταθεί περισσότερο από μισή ώρα στην ανάγνωση των κειμένων Ισαάκ του Σύρου”! Στα κείμενα αυτά (ένας μικρός σχετικά τόμος: Άπαντα τα ευρεθέντα ασκητικά, που έχει εκδώσει σε φωτογραφική ανατύπωση ο Χ. Σπανός, Ιπποκράτους 23) θα ψηλαφήσει ο αναγνώστης και την εμπειρία «την στηρίζουσα την καρδίαν αδίστακτον είναι εν τη πληροφορία της ελπίδος», και τη γλώσσα μιας πίστης «ήτις λεπτότερα εστί της γνώσεως των πραγμάτων των αισθητών».
Μόνο ένα ασήμαντο αποφατικό βοήθημα για την προσέγγιση του Ισαάκ μπορεί να αρθρώσει η δική μου νεωτερική εκφραστική: Η πίστη-εμπιστοσύνη στο «μανιακό έρωτα» του θεού για τον άνθρωπο δεν είναι παραδοχή ιδεολογικών πεποιθήσεων, Δεν είναι συναισθηματική επιλογή και ψυχολογικό αναπλήρωμα της εμπειρικής βεβαιότητας. Δεν είναι ανορθόλογος μυστικισμός, που καταργεί τη λογική για να θωρακίσει το άτομο με τα παραισθησιογόνα της δεισιδαιμονίας. Δεν είναι ηθικισμός που εξαγοράζει τη θεία προστασία με ατομικά επιτεύγματα αρετών και απαιτήσεις αξιομισθίας.
Υποψιάζομαι ότι οι απαντήσεις στα ερωτήματα που γεννάει η εμπειρία του σεισμού προϋποθέτουν μετάβαση από τη φύση στη σχέση, από τη λογική στον έρωτα. Δεν είναι άλογος ο αληθινός έρωτας, αλλά οδηγεί σε μια γνώση διαφορετική από την πληροφορία. Και προϋποθέτει άλλη γνωστική οδό: τη μέθοδο και εργασία της αυταπάρνησης και αυτοπροσφοράς, της άοπλης ταπεινότητας, της επικέντρωσης του πόθου στη σχέση και όχι στη φύση.
Η σύνολη υλική φύση του κόσμου έχει τη δική της υπαρκτική αυτονομία, την αυτονομία .του κτιστού, που έκδηλα φανερώνεται στην ελευθερία, συχνά αυτοκαταστροφική, του ανθρώπου. Το σεβασμό της αυτονομίας του κτίσματος από τον Κτίστη του, «δια την αγάπην αυτού την πολλήν», είναι αδύνατο να τον κατανοήσουμε με τα σχήματα της διαλεκτικής. Η αντίθεση θείας πρόνοιας και βασανισμού των αθώων, φυσικής αναγκαιότητας και θείας αγάπης, θα παραμένει αίνιγμα σε τέτοια απόσταση από την ερμηνεία του όση και η απόσταση που χωρίζει τη νόηση του νηπίου από τη γνώση του ενήλικα.
Ο Ισαάκ ο Σύρος μιλάει για «την άγνοιαν την υπερτέραν πάσης γνώσεως». Άλλο η πληροφορία και η πεποίθηση, άλλο ο έρωτας και οι εμπειρικές του αποκαλύψεις.