Καθώς διασχίζω το μεγάλο πάρκο του νοσοκομείου τα Σάββατα, εδώ και μερικές εβδομάδες, παρατηρώ μια παράξενη συντροφιά: κάποιο αγόρι γύρω στα τριάντα σπρώχνει ένα αναπηρικό καροτσάκι με μια αποφασιστικότητα όλο λύσσα και πείσμα. Στο καροτσάκι το μόνο που διακρίνω είναι ένα μεγάλο σκούφο και έναν όγκο από καλύμματα.
Κι έπειτα, φθάνει ένα Σάββατο όπου, σαν τον Λάζαρο, ορθώνεται μια ασταθής σιλουέτα, την οποία αποσπάει το αγόρι απ’ το καροτσάκι, και δοκιμάζει δειλά μερικά βήματα. Χαιρετίζω το γεγονός μ’ένα χαμόγελο θαυμασμού.
Το επόμενο Σάββατο, η αδύναμη σιλουέτα έχει λίγο περισσότερη σιγουριά, λίγο περισσότερη τόλμη. Γραπώνεται απ’αυτόν τον γιο, τον γερό αλλά γκρινιάρη, ο οποίος, φανερά, χάνει την υπομονή του και θεωρεί -όχι άδικα -ότι δεν προχωρούν καθόλου. Καθώς η ηρωίδα είναι αρνητική, θα λέγαμε εχθρική, δείχνω συμπάθεια στο …μπαστούνι της και την ενθαρρύνω. “Α, μου λέει το αγόρι, δυσκολεύομαι. Είναι μέρες που το κάνει επίτηδες. Δεν θέλει να περπατήσει. Και μέρες που δεν θέλει καν να βγει.”
Έρχεται μια μέρα που το παράξενο ζευγάρι στέκεται λίγα μέτρα μακριά από το καροτσάκι. Επιδοκιμάζω το κατόρθωμα με κάποια επιφωνήματα, και τη στιγμή που ο γιος αρχίζει κάποιο σχόλιο, διακόπτεται από ένα ουρλιαχτό: “Έρικ!”, φωνάζει ξεκουφαίνοντάς μας μια κυρία, η μητέρα του. Η ισχύς αυτής της φωνής είναι εκλπηκτική, σε αντίθεση με αυτό το μικροσκοπικό αδύναμο πλάσμα, αλλά δηλώνει ότι η συγκέντρωση του Έρικ, η αποκλειστική προσοχή του προς αυτήν είναι απαραίτητες. Μια στιγμή αφηρημάδας θα έθετε τέλος στο κατόρθωμα.
Το επόμενο Σάββατο, η κατάσταση είναι πάνω-κάτω η ίδια. Αποφεύγω να ενεργοποιήσω τον συναγερμό. Αναζητάω το βλέμμα κάτω από τον σκούφο και της δίνω τα συγχαρητήριά μου, όσο γίνεται πιο ευδιάκριτα: “Πάμε καλύτερα! Πολύ καλύτερα!” Σκάει λίγο χαμόγελο υπερηφάνειας μαζί με δυσπιστία.
Συνεχίζω το δρόμο μου. Η ατμόσφαιρα έχει ειρήνη, αλλ’ ὀμως μια οπλισμένη ειρήνη. Ο Έρικ μού ρίχνει ένα πονηρό βλέμμα αλληλοσυνεννόησης, σχεδόν θριαμβευτικό. Νίκη! Νίκη της ιατρικής, σίγουρα, η οποία κατάφερε να κλείσει τόσες ρωγμές σ’αυτό το κλονισμένο οικοδόμημα:βάσανα ορατά και βάσανα εννοούμενα. Κυρίως όμως νίκη μιας συμμαχίας δύο θελήσεων, δύο ειδών αγάπης. Η υιική αγάπη αναπαράγει αυτό που, πριν περίπου τριάντα χρόνια, είχε επιτρέψει η μητρική αγάπη, εντελώς φυσικά:τα πρώτα βήματα του Έρικ. Το κατόρθωμα αυτών εδώ των βημάτων είναι πολύ μεγαλύτερο, ακόμα και αν το βλέπουμε αβέβαιο και σύντομο. Γι’αυτόν και από αυτόν στάθηκε εκείνη όρθια. Μάλλον κρεμασμένη παρά ακουμπισμένη σ’ ένα μπράτσο που ΄βεβαια της προσφέρεται, αλλά κρατημένο υπερβολικά ψηλά, απ’ αυτόν τον γιο τον αδέξιο, τον φοβητσιάρη, τον νευρικό, μοιάζει να έχει αποκαταστήσει έναν ομφάλιο λώριο, ο οποίος ίσως και να μη κόπηκε ποτέ.
Μοιάζουν τόσο. Βγάζουν προς τα έξω το ίδιο πεισματάρικο και λίγο αβρό ύφος. Και παραδόξως, αυτό το ίδιο πεισματάρικο και λίγο πρωτόγονο που έχει αυτό το ύφος, κάνει αυτή την αγάπη συγκλονιστική. Μια ταπεινή εικόνα για το τί συνιστά την ελπίδα μας: η αγάπη μπορεί τα πάντα – “Σήκω πάνω, πάρε το κρεβάτι σου και περπάτα”!
Marguerite Gentzbittel
Θεματολογικές ετικέτες