Το Μαρτύριο του Alfred Delp και η Αποστασία του Sebastian Rodrigues
Τι είναι αυτό που κάνει τελικά έναν χριστιανό μάρτυρα – ο ηρωισμός του ή η χάρις του Θεού;
Το μαρτύριο είναι μία ριζική κλήση να καταλάβει κάποιος το είδος της αυτοθυσίας του Χριστού πάνω στον Σταυρό για χάρη των άλλων.
Ωστόσο η μαρτυρική κλήση δεν συνίσταται ούτε στο να μιλάει από ή για τον εαυτό του ούτε στο να βασίζεται στη δική του δύναμη. Ο Ιησουίτης π. Alfred Delp,[1] που μαρτύρησε το 1945 επειδή έλαβε μέρος σε μία αντιναζιστική αντιστασιακή ομάδα και αρνήθηκε να αποκηρύξει την ιεροσύνη του, έδωσε προτεραιότητα στη χάρη της αυτο-προσφοράς του Χριστoύ όπως αυτή αποκαλύφθηκε στη ζωή του, αντί για κάθε κανόνα που θα μπορούσε να είχε τηρήσει. Στη διαθήκη «Μετά την Ετυμηγορία», που τη συνέθεσε στις μέρες μεταξύ της καταδίκης και της εκτέλεσής του, ο Delp έγραψε:
Ποιος είναι ο σκοπός του Θεού σε όλο αυτό; … Ωστόσο, ένα πράγμα γίνεται σιγά-σιγά σαφές – πρέπει να παραδώσω τον εαυτό μου ολοκληρωτικά. Αυτή είναι περίοδος σποράς, όχι συγκομιδής. Ο Θεός σπέρνει τον σπόρο και κάποτε θα κάνει τον θερισμό. Αυτό που πρέπει να κάνω είναι να εξασφαλίσω ότι η σπορά πέφτει σε εύφορο έδαφος. Οφείλω να οπλιστώ ενάντια στον πόνο και στην κατάθλιψη που ορισμένες φορές σχεδόν με υπερνικούν. Αν αυτός είναι ο δρόμος που ο Θεός επέλεξε – και όλα δείχνουν ότι είναι – τότε οφείλω πρόθυμα, και χωρίς εχθρότητα, να τον κάνω δικό μου δρόμο. Ίσως κάποιοι στο μέλλον να μπορέσουν να έχουν καλύτερη και ευτυχέστερη ζωή επειδή εμείς πεθάναμε αυτή την ώρα της δοκιμασίας. Ζητάω από τους φίλους μου να μην πενθούν, αλλά να προσεύχονται για μένα, και να με βοηθούν όσο χρειάζομαι βοήθεια. Και να τους γίνει εντελώς σαφές ότι θυσιάστηκα, δεν υποτάχθηκα.[2]
Μέσα στο πνευματικό πλαίσιο του μαρτυρίου του Delp, μπορεί κανείς να καταπιαστεί με το δίλημμα του μυθιστορηματικού ήρωα Ιησουίτη π. Sebastian Rodrigues, που αποκηρύσσει την πίστη του στην ταινία του Μάρτιν Σκορτσέζε, διασκευή της νουβέλας του Shusako Endo, Σιωπή.[3] Η νουβέλα και η ταινία βάζουν την πίστη του Rodrigues σε δοκιμασία, καλώντας το ακροατήριο να κατανοήσει έναν ιερέα του οποίου η ζηλωτική πίστη αγγίζει ένα κρίσιμο σημείο υπό καταναγκασμό έτσι ώστε να καταλάβει τι σημαίνει αποστασία κάτω από ορισμένες συνθήκες. Ο Rodrigues ήρθε στην Ιαπωνία έτοιμος να πεθάνει για την πίστη του, αλλά καταλήγει να την απαρνηθεί. Ωστόσο, ο Σκορτσέζε δεν εξυμνεί την αποστασία αλλά την απεικονίζει ως τραγωδία, που χρησιμεύει επισημαίνοντας μια βαθύτερη αλήθεια. Με τη βοηθητική αντίθεση της μαρτυρίας του Delp, η τραγωδία του Rodrigues αποκαλύπτει ότι το μαρτύριο δεν είναι υπόθεση δικού μας ηρωισμού, απόκτησης ικανότητας μέσω της τελειότητας των έργων μας, αλλά μάλλον είναι υπόθεση αποδοχής του Χριστού να γίνει ο Κύριός μας μέσα στην αδυναμία μας, από και μέσω του ανοίγματός μας προς Εκείνον.
Alfred Delp: Άνοιγμα προς τον Θεό
Το άνοιγμα του Delp προς τον Θεό είναι μία διεργασία που συμβαίνει με διαρκώς μεγαλύτερα βήματα. Μία σημαντική περίοδος που σημαδεύει την επίγνωση του Delp στην ανάγκη να είναι ανοιχτός στην καθοδήγηση του Θεού, αναγνωρίζοντας τη σημασία της προσευχής και ανακαλύπτοντας την μεταμορφωτική αγάπη του Θεού, ήταν όταν έκανε τις Πνευματικές Ασκήσεις στη διάρκεια της τελευταίας δοκιμαστικής περιόδου του ως Ιησουίτη μοναχού (tertianship)[4] τον Οκτώβριο του 1938. Ένα σημαντικό θέμα στο ημερολόγιό του είναι η αφοσίωσή του στην Ιερή Καρδιά του Ιησού: έξι από τις ημερολογιακές σημειώσεις κάνουν σοβαρές αναφορές σε αυτή την πρακτική αφοσίωσης.[5] Ο Delp αντιμετώπιζε την αφοσίωση στην Ιερή Καρδιά όχι ως μία απλή μορφή ευσέβειας αλλά ως κεντρικό σημείο της χριστιανικής ζωής επειδή επιτρέπει στους χριστιανούς να συναντούν την εικόνα του Χριστού. Ο Delp τοποθετεί την αφοσίωση στην Καρδιά του Ιησού μέσα στο πλαίσιο της προσευχής, υποδεικνύοντας ότι μία σωστή κατανόηση της αφοσίωσης εφαρμόζει την πνευματική αίσθηση της ακρόασης – υπονοώντας ότι η προσευχή συνίσταται σ’ έναν διάλογο μεταξύ του Θεού και του δημιουργήματος, με την πρωτοβουλία του Θεού και την υπάκουη καρδιά του πιστού.
Σύμφωνα με τον Delp, η υπακοή στον Χριστό ανοίγει και διευρύνει την ανθρώπινη καρδιά, και η προκύπτουσα εγγύτητα με τον Κύριο επιτρέπει στους ανθρώπους να δίνουν τον εαυτό τους στους άλλους. Το αληθινό πρόσωπο «είναι ένας Εραστής. Μόνο εκείνος είναι ο ολοκληρωμένος άνθρωπος».[6] Ταυτόχρονα, ο Delp αναγνωρίζει τον εγωισμό του και την έλλειψη αγάπης στη ζωή του. «Είμαι τόσο φτωχός και μικρός και τιποτένιος επειδή έχω αγαπήσει τόσο λίγο». Πρέπει να εγκαταλείψω τον εαυτό μου και να τον χάσω. Μια μεγάλη καρδιά για τον Θεό και τους ανθρώπους Του – μια ανοιχτή καρδιά που να παραδίνεται, να υπηρετεί, να δίνεται, να θυσιάζεται».[7] Αυτή η κλήση στην αυτοθυσιαστική αγάπη εμβαθύνει για τον Delp καθώς φροντίζει ανθρώπους στη διάρκεια του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, και καθώς πλησιάζει στον θάνατό του. Το είδος της προσευχής που ο Delp περιγράφει στη δοκιμαστική του περίοδο συνίσταται σε μια συνάντηση με τον Θεό στο πρόσωπο του Χριστού, και μια βαθιά ακρόαση των λόγων του Θεού. Τα πρόσωπα είναι συσχετιζόμενα όντα. Η πιο κρίσιμη σχέση τους είναι με τον Χριστό. Αυτή η απόκριση συνεπιφέρει την παράδοση του ανθρώπου στον Θεό και το δόσιμό του στην αγάπη, όπως δείχνει ο Delp στο ημερολόγιο του ησυχαστηρίου του.
Τα πάντα βασίζονται στο Θεϊκό έλεος. Εσύ θα με οδηγείς, εγώ πρέπει να Σε ακούω. Αυτός θα με οδηγεί, εγώ πρέπει να έχω εμπιστοσύνη σ’ Εσένα. Η ζωή σταματάει να είναι ένας μοναχικός και επίπονος μονόλογος, γίνεται διάλογος, γίνεται περισσότερο σαν μια: συνομιλία Καρδιά με Καρδιά (Cor ad Cor loquitor).[8]
Εδώ, αυτή η ζωή εσωτερικής γνώσης του Χριστού και υπακοής σ’ αυτόν που έχει τις ρίζες της στην αγάπη του Χριστού φέρνει τον Delp σ’ ένα μαρτύριο αδιαφορίας – μια ριζική διαθεσιμότητα να οδηγείται και να ενισχύεται από τον Χριστό. Μία τέτοια προσωπική σχέση με τον Χριστό θα βοηθήσει τον Delp να αντέξει στις δοκιμασίες της φυλάκισης. Η πιο οδυνηρή αντιμετώπιση της αφοσίωσης παρουσιάζεται σε μία εγγραφή στο ημερολόγιο που χρονολογείται στην 1η Νοεμβρίου 1938 – λίγες ημέρες πριν το τέλος του ησυχαστηρίου. Η αφοσίωση στην Ιερή Καρδιά του Ιησού περιγράφεται ως μία πνευματική άσκηση που περιλαμβάνει την Αγία Τριάδα και την αυτο-θυσιαστική θητεία. Γράφει ο Delp:
Πρέπει να ζήσω στενά συνδεδεμένος με τον Θεό μου. Ενώπιος ενωπίω, στενή σχέση. Και η χαρά μου να είναι Αυτός και να Τον συναντώ με την καρδιά… Η Καρδιά του Ιησού είναι ο δρόμος της θυσίας, της πιστότητας, του πάθους. Η καρδιά Του με οδηγεί στον Πατέρα. Μόνο ο Εραστής μπορεί να είναι ο αληθινός άνθρωπος. Οτιδήποτε άλλο είναι προσποίηση και απάτη. Στη Βασιλεία του Θεού, δεν υπάρχει αυτοδημιούργητος άνθρωπος. Μια ανοιχτή καρδιά γίνεται αποδέκτης των σκέψεων του Θεού. Ένα ανοιχτό αυτί δέχεται την καθοδήγηση Του. Η ζωή ή γατζώνεται στη μεγάλη Καρδιά ή τίποτα άλλο.[9]
Εδώ ο Delp αναγνωρίζει ότι η αυθεντική γνώση του Θεού και του ανθρώπινου εαυτού αναδύεται από μία συνειδητή οικειότητα με τον Ιησού Χριστό, που είναι η γέφυρα μεταξύ του Θεού και του ανθρώπινου προσώπου, και ως τέτοια, είναι η τέλεια συνειδητοποίηση της ανθρώπινης ύπαρξης. Επιπλέον, τα πρόσωπα θα πρέπει να κοιτάξουν προς τον Ιησού για την ολοκλήρωσή τους, επειδή η δυναμική της μαθητείας γίνεται δυνατή μόνο σε σχέση με τον Χριστό, που ικανώνει ένα πρόσωπο να ζει μια ζωή αυτοθυσίας.
Η αφοσίωση στη Καρδιά του Ιησού βοήθησε τον Delp να αναγνωρίσει ότι ακολουθώντας τον Χριστό στρατεύονται όλες οι ικανότητες του ανθρώπου, και τις φέρνει προς το λυτρωτικό έργο του Χριστού. Αυτό το άνοιγμα θα απαιτήσει την παραχώρηση στη χάρη του Θεού να οικοδομήσει πάνω στην ανθρώπινη φύση, προκαλώντας κάθε ανελευθερία, και εγκαθιστώντας μια διάθεση ανιδιοτέλειας:
Πρέπει να εγκαταλείψω τον εαυτό μου – και να διδαχτώ πώς να υπηρετώ και να θυσιάζομαι. Είμαι ένας μεγάλος εγωιστής … Η αγάπη διδάσκει με τον Ιησού Χριστό στον δρόμο προς τον Σταυρό. Ένα πρόσωπο δίνει προσοχή επειδή ο Θεός τον αγαπάει … Έχω δημιουργηθεί και κληθεί να αγαπώ τον Θεό, να υπηρετώ τον Θεό, για χαρά διά του Θεού.[10]
Για τον Delp, ένα πρόσωπο δεν μπορεί να βρει ή να θεσπίσει το δικό του σκοπό ζωής. Μόνο μέσα από την οικειότητα με τον Χριστό ο άνθρωπος μπορεί να κατανοήσει το νόημα της ύπαρξής του. Επιβεβαιώνει αυτή την εμπειρία στην καταγραφή του ημερολογίου της επόμενης ημέρας: «Η Καρδιά του Ιησού είναι ο δρόμος της θυσίας, της πίστης στην Αγία Τριάδα, στον Πατέρα. Ο Σταυρός είναι ο τρόπος της Καρδιάς του Ιησού.[11]
Η ύβρις του Sebastian Rodrigues
Ο πρωταγωνιστής της Σιωπής είναι ένας θρασύς νέος Ιησουίτης κληρικός, ο Sebastian Rodrigues, που αναλαμβάνει μία μυστική αποστολή στην Ιαπωνία, να ανακαλύψει αν ο παλιός του δάσκαλος, ο Ιησουίτης Πατέρας Ferreira, έχει πράγματι διαπράξει αποστασία. Eκ πρώτης όψεως, ο Rodrigues ενσαρκώνει μια παθιασμένη πίστη. Είναι σίγουρος για τον εαυτό του και αισιόδοξος για την ικανότητά του να υπομείνει σωματικό και πνευματικό πόνο προς εκπλήρωση της αποστολής του. Από την αρχή, είναι φανερό ότι ο Rodrigues εκδηλώνει μια ηρωική ιεροσύνη, που εκπροσωπεί το άριστον των Ιησουιτών. Η σίγουρη άποψη του Rodrigues για τον εαυτό του και την πίστη αρχίζει να διασαφηνίζεται μόλις φτάνει στο έλος της Ιαπωνίας, καθώς η αποστολή του φορτώνεται επιπλοκές. Αυτές οι δυσκολίες είναι διακριτές από τις πρώτες αλληλεπιδράσεις του Rodrigues με τους Ιάπωνες χριστιανούς – τους συμπονεί, περιγράφοντάς τους ως «αδαείς χωρικούς». Ο Rodrigues ενοχλείται ιδιαίτερα από έναν περιπλανώμενο με το όνομα Kichijiro, έναν αποστάτη χριστιανό, που είδε την οικογένεια του να πεθαίνει, και είναι πλέον προσκολλημένος στον νεαρό Ιησουίτη κληρικό. Ο παραπαίων, παθητικός και επαίσχυντος Kichijiro είναι το σημείο που αναδεικνύει τον ηρωικό Rodrigues. Αρχικά, ο Rodrigues θεωρεί τον Kichijiro ως τίποτα παραπάνω από μία αναπαράσταση του Ιούδα. Καθώς ο Rodrigues και ο Kichijiro ταξιδεύουν μέσα στα βουνά, λέει ο Rodrigues:
Οι άνθρωποι γεννιούνται δύο ειδών: οι δυνατοί και οι αδύναμοι, οι άγιοι και οι κοινότοποι, οι ήρωες και εκείνοι που τους σέβονται. Τον καιρό του διωγμού οι δυνατοί καίγονται μέσα στις φλόγες και πνίγονται στη θάλασσα, ενώ οι αδύναμοι, όπως ο Kichijiro, οδηγούνται σε μία περιπλανώμενη ζωή στα βουνά.[12]
Ωστόσο, αυτές οι κατηγορίες που εμφανίζονται στην ύβρη του Rodrigues σταδιακά καταρρέουν μπροστά στον διωγμό της αθωότητας, και στη δική του δοκιμασία μπροστά στη ιαπωνική ανάκριση. Ο Kichijiro σκορπάει σπόρους αμφιβολίας στην φαινομενικά ακλόνητη πίστη του Rodrigues – διερωτώμενος «γιατί ο Κύριός μας έχει επιβάλλει αυτό τον βασανισμό και αυτόν τον διωγμό στους φτωχούς Ιάπωνες χωρικούς; Πατέρα, τι κακό έχουμε κάνει;»[13]
Η πίστη του Rodrigues εξακολουθητικά δοκιμάζεται και δικάζεται, και πολύ πριν το τέλος της ιστορίας, βρίσκεται στο χείλος της ολοκληρωτικής κατάρρευσης. Κοιτάζει από την κρυψώνα του καθώς δύο Ιάπωνες χριστιανοί βρίσκονται δεμένοι σε πασσάλους στην παραλία, όπου η εισερχόμενη παλίρροια εξαντλεί την αντίστασή τους, και τελικά πεθαίνουν, ημέρες αργότερα, από εξάντληση. Ο Rodrigues κοιτάει επίμονα τη θάλασσα και βλέπει σ’ αυτήν το μακρινό πρόσωπο του Θεού :
Ο ήχος αυτών των κυμάτων που ηχούσαν στο σκοτάδι όπως ένα πνιχτό τύμπανο, ο ήχος αυτών των κυμάτων όλη τη νύχτα, καθώς έσπαγαν χωρίς νόημα, υποχωρούσαν, και ύστερα έσπαγαν πάλι πάνω στη στεριά. Αυτή ήταν η θάλασσα που αδυσώπητα έπλενε τα νεκρά σώματα του Mokichi και του Ichizo, η θάλασσα που τους κατάπιε, η θάλασσα που, μετά το θάνατο τους, τεντώθηκε ατέλειωτα με αναλλοίωτες εκφράσεις. Και όπως η θάλασσα, ο Θεός ήταν σιωπηλός.[14]
Ο διωγμός υπονομεύει την αισιόδοξη οπτική του Rodrigues για τον εαυτό του, για την πίστη του, και για τη φαινομενική κατανόηση του Θεού:
Δεν πραγματοποιήσαμε αυτό το μακρύ ταξίδι γύρω από την Αφρική, κατά μήκος του Ινδικού Ωκεανού, πάνω από το Μακάο και ύστερα στην Ιαπωνία μόνο και μόνο για να το βάζουμε στα πόδια από τη μια κρυψώνα στην άλλη, δεν ήταν για να κρυβόμαστε στα βουνά σαν αρουραίοι, για να παίρνουμε μια μερίδα φαγητού από φτωχούς χωρικούς και για να βρισκόμαστε περιορισμένοι σε μια καρβουνιασμένη καλύβα δίχως να μπορούμε να συναντήσουμε Χριστιανούς. Τι απόγιναν τα λαμπρά όνειρά μας;[15]
Ο Ιάπωνας ανακριτής αναγκάζει τον Rodrigues να ακούσει τις κραυγές των Γιαπωνέζων χωρικών που στράφηκαν στον Χριστιανισμό, ενώ βασανίζονται. Καθώς γίνεται μάρτυρας των χωρικών να τραγουδούν για την είσοδό τους στον παράδεισο, ο Rodrigues ξαναβρίσκεται να δίνει μορφή στη σιωπή του Θεού, «να έχει την αίσθηση ότι ενώ οι άνθρωποι υψώνουν τις φωνές τους με αγωνία, ο Θεός παραμένει με διπλωμένα χέρια, σιωπηλός.»[16] Τον περιβάλλει μια αμηχανία για την οποία δεν ήταν προετοιμασμένος: «Είχε έρθει σε αυτή τη χώρα για να παραδώσει τη ζωή του για τους άλλους ανθρώπους, αλλά αντ’ αυτού οι Ιάπωνες παρέδιδαν τη ζωή τους για εκείνον.»[17] Ο νεαρός Ιησουίτης κληρικός ποθούσε το δικό του μαρτύριο, προγευόταν μάλιστα τη δική του Γεσθημανή.
Η άποψη του Rodrigues για το μαρτύριο και τα πάθη αλλάζει εντελώς στην πορεία της ιστορίας, και με έναν παρόμοιο, ωστόσο αντίστροφο τρόπο, αυτός μετακινείται από ηρωική μορφή σε εκείνη την ίδια εικόνα του ανθρώπου που εκπροσωπεί ο Kichijiro. Όταν ο παλιός σύντροφος του Rodrigues, o π. Garrpe, πνίγεται μετά την άρνησή του να αποκηρύξει τον Χριστιανισμό, και στην προσπάθειά του να σώσει τους Ιάπωνες Χριστιανούς πέφτοντας στη θάλασσα, ο Rodrigues αρχίζει να καταπνίγεται από την ίδια του την συμπόνια. Βλέπει τον εαυτό του ως «τον πλέον άβουλο» και ανάξιο «για το όνομα ‘πατέρας’».[18] Ο ραγισμένος νεαρός Ιησουίτης ιερέας παρουσιάζει την κατάσταση του πεπτωκότα ανθρώπου: «Ο οίκτος του για τους Ιάπωνες Χριστιανούς υπήρξε συντριπτικός, αλλά ο οίκτος δεν ήταν πράξη. Δεν ήταν αγάπη. Ο οίκτος, όπως το πάθος, δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα ένστικτο.»[19] Κατά τρόπο τραγικό, τα συγκαταβατικά σχόλια του π. Rodrigues περί των «αδαών χωρικών» και του «αδύναμου» και «κοινού» Kichijiro πέφτουν πάνω του. Η επιθυμία του Rodrigues να ακολουθήσει τον Χριστό είναι συνειδητή. Από την άλλη, η επιθυμία να αναζητήσει το μαρτύριο μπορεί να γίνει ένα τεράστιο είδωλο, μια επιθυμία για ηρωισμό που καταλήγει σε μια εικόνα του Θεού ως μακρινού, ψυχρού τυράννου. Η ανεπαίσθητη περηφάνια του Rodrigues τον παρέσυρε στην αναζήτηση μιας κλήσης που δεν του ανήκε.
Μαθητεία: Δεκτικότητα και Αδυναμία
Τόσο ο Delp όσο και ο Rodrigues αναγνωρίζουν ότι η χριστιανική ζωή συνεπάγεται μια αναζήτηση του Θεού, ώστε να μπορούν να προσφέρουν τη ζωή τους στον Θεό και στους άλλους. Ωστόσο, ο Delp ήταν εκείνος που αναγνώρισε νωρίτερα στη διάρκεια της ιεροσύνης του ότι η αναζήτηση του Θεού ξεκινά αφού ο Χριστός τον έχει ήδη βρει μέσα στην αδυναμία του. Ο Delp επιστρέφει σε αυτή την πνευματική επίγνωση έξι χρόνια αργότερα, το Φθινόπωρο και τον Χειμώνα του 1944-5, στη διάρκεια του εγκλεισμού του ως πολιτικού κρατούμενου στις Φυλακές Tegel του Βερολίνου.
Πριν από τη δίκη και την καταδίκη του, ο Delp έγραψε από τη φυλακή μία σειρά στοχασμών πάνω στα μυστήρια της Χριστιανικής πίστης. Οι δύο πρώτοι του στοχασμοί ήταν για την αφοσίωση στην Καρδιά του Ιησού, γραμμένη στα τέλη του Φθινοπώρου του 1944. Το σημείο εκκίνησης των στοχασμών του Delp από τη φυλακή πάνω στην Ιερή Καρδιά είναι η αυτοταπείνωση του Χριστού, που περικλείει την προσφορά της φιλίας Του προς ανθρώπινα πρόσωπα, πράγμα που αποκαθιστά τη σχέση μεταξύ Θεού και ανθρώπων. Ο Delp αρχίζει δηλώνοντας ότι η αφοσίωση φανερώνει την προσφορά «φιλίας με τον Κύριο σε έναν όμιλο ομοϊδεατών, ανθρώπων με ευάλωτη καρδιά και ψυχή αφιερωμένων σε Αυτόν,»[20] περιγράφοντας τη φιλία του Ιησού ως μία ανταπόκριση στην «κραυγή και εγκατάλειψη των ανθρώπων» και «μία προσφορά ελέους από τον Θεό να σώσει το απειλούμενο ανθρώπινο είδος»[21]. Γράφοντας από το κελί του, δείχνει ότι η αφοσίωση στη Λογχισμένη Καρδιά συνεπιφέρει μια αγάπη που κατέρχεται στην απόγνωση και διασώζει αδύναμα άτομα:
Το άτομο πρέπει να γνωρίζει ότι μία Καρδιά χτυπάει εδώ η οποία μπορεί να κάνει περισσότερα από τα λίγα ή τα πολλά πράγματα που μία ανθρώπινη καρδιά είναι ικανή να κάνει. Ω, η Καρδιά του Θεού είναι ιδιαίτερα δυνατή. Υπερνικά την απόσταση. Υπερπηδά φραγμούς. Καταργεί τη μοναξιά. Αναλαμβάνει την εγκατάλειψη που κανένας άλλος δεν έχει το θάρρος να αντιμετωπίσει.[22]
Η εγκατάλειψη του Ιησού από τον εαυτό Του για τη σωτηρία του κόσμου γίνεται κατανοητή ως η ταπείνωση της Θεϊκής αγάπης για χάρη της ανθρωπότητας. Για τον Delp, η απανθρώπισή του από τους Ναζί αντιστοιχείται από ένα λόγο που του απευθύνει ο Θεός :
Αυτή η αφοσίωση αφορά μια σχέση οικειότητας ανάμεσα στον Χριστό και σ’ εμένα. Από χάρη, οι λέξεις επαναλαμβάνονται και μία αυθεντική υπέρτατη αγάπη κυλάει από τον πυρήνα της καρδιάς του ανθρώπινου είδους και συναντά την Καρδιά του Θεού, ώστε να ανακαλύψει εκεί τα πάντα: την κλήση, το ξύπνημα, και τη δυνατότητα να μείνει καθ’ οδόν μέχρι το σπίτι. Όλο αυτό είναι η φιλεύσπλαχνη και δημιουργική κλήση της Θεϊκής Καρδιάς του Ιησού.[23]
Η συζήτηση μεταξύ της Καρδιάς του Χριστού και της καρδιάς του ανθρώπινου προσώπου κατανοείται ως ένα γεγονός σωτηρίας, που συμβαίνει ως μία εσωτερική πραγματικότητα μεταξύ του Θεού και του Delp. Δηλαδή, η καρδιά εκπροσωπεί ό,τι πιο ενδόμυχο, αυθεντικό και πολύτιμο στον Delp, και η Ιερή Καρδιά είναι, παρομοίως, το ενδόμυχο κέντρο του Θεού. Ακριβώς στο σημείο αυτό συμβαίνει το άνοιγμα προς τον Θεό και τους ανθρώπους . Ένα τέτοιο άνοιγμα, σύμφωνα με τον Delp, υποδηλώνει το βάθος μιας ύπαρξης που δεν κυριαρχείται ούτε αυτονομείται από τον άνθρωπο.
Η συνάντηση μεταξύ του Χιστού και του πιστού βρίσκεται στην καρδιά του στοχασμού του Delp πάνω στην αφοσίωση στην Ιερή Καρδιά, εμπλέκοντας τη Θεϊκή πρωτοβουλία και μία υπάκουη ακρόαση. Η αφοσίωση στην Ιερή Καρδιά είναι στην ουσία ένας απελευθερωτικός διάλογος μεταξύ Θεού και ανθρώπου, επιτρέποντας στον Κύριο να μετατρέψει τον άνθρωπο σε όμοιο με τον Χριστό υπηρέτη των άλλων. Ο Delp δηλώνει:
Η κλήση στον προσωπικό άνθρωπο είναι διπλή: για τη σωτηρία του ατόμου και την ίαση και την εσωτερική μεταστροφή σε ομοίωση με τον Χριστό στη θέληση και δυνατότητα να γίνει ένα αποτελεσματικό και γόνιμο όργανο της λυτρωτικής σωτηρίας του Κυρίου.[24]
Από τη σκοπιά του Delp, η αφοσίωση υπενθυμίζει στους ανθρώπους ότι ο Θεός συναντάται όχι σε μία αφηρημένη σκέψη, αλλά στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, του οποίου το δώρο της αγαπητικής φιλίας με τον Χριστό συνεπάγεται αποδοχή της κλήσης από τον Θεό για να ερμηνεύσει την αγάπη του Σταυρού σε έναν ραγισμένο κόσμο, όχι μόνο με ό,τι μπορεί να λεχθεί, αλλά και με ό,τι μπορεί να βιωθεί.
Ένας Χριστιανός υπάρχει ως κάποιος που του δόθηκε μία ταυτότητα δυνάμει της λύτρωσης του Χριστού. Συνέπεια της ίασης είναι ότι επιτρέπεται στη σωτήρια αγάπη του Χριστού να απευθυνθεί στον άνθρωπο στο κέντρο της ύπαρξής του. Και επειδή ο Χριστός έχει εισέλθει σε πλήρη αλληλεγγύη με το αμαρτωλό ανθρώπινο είδος, ο Θεός αναλαμβάνει μια έγνοια για όλες τις πλευρές της ζωής μας, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που είναι αδύναμες. Ο Χριστός, έτσι, μεταστρέφει τον άνθρωπο, κάποιον τόσο ακατάλληλο για ομιλία, σε ένα συνομιλητή σε διάλογο με τον Θεό.[25] Ο στοχασμός του Delp πάνω στην εμπειρία του στη φυλακή αντικατοπτρίζει αυτή τη θεολογία της εναρμόνισης με τον Θεό μέσα από την προσευχή. Γράφει στην αρχή του δεύτερου στοχασμού του στη φυλακή για την Καρδιά του Ιησού ότι:
Μεταξύ ουρανού και γης, δεν υπάρχει μεγάλο χάος ούτε μεγάλη σιωπή, ή κάποια μορφή γενναιόδωρης ουδετερότητας, αλλά μάλλον αυτή η ζωντανή αμοιβαία σχέση – από αυτή την αληθινή προσευχή, τη λατρεία, και τη ζωντανή θρησκεία έχω απολύτως και εντελώς ζήσει από αυτήν στη διάρκεια των τελευταίων λίγων εβδομάδων. Επιπλέον, αυτό θα πρέπει να παραμείνει έτσι.[26]
Εδώ, ο Delp αναγνωρίζει ότι η πορεία του ακολουθώντας τον Ιησού απορρέει από τη συνάντησή του με τον Χριστό, και τη μεταστροφή του από αυτόν. Η αφοσίωση στην Καρδιά του Ιησού βοηθάει τον Delp επειδή η σπλαχνική αγάπη του Θεού, στο πρόσωπο του Χριστού, συναντά τον Delp στις ταλαιπωρίες του, και μετατρέπει τους πόνους σε προσευχή, σε ένα διάλογο με τον Θεό μέσα στην εγκατάλειψη.
Το πρόβλημα με τον Sebastian Rodrigues είναι η ύβρις του, που τον οδηγεί σε μία βαθύτερη αμαρτία – την αποστασία. Η Χριστιανική ζωή υπήρξε για εκείνον, πριν την αποστασία, ένα μονοπάτι για να εκπληρώσει ηρωικές πράξεις, δεν έχει όμως αληθινή φτώχια στην καρδιά του, όπου είναι δυνατόν να επιτευχθεί η αυθεντική, πνευματική ακρόαση. Αυτή η φτώχια γίνεται κατανοητή ως μία δεκτική σιωπή, που επιτρέπει στον άνθρωπο να ακούσει την κλήση του Χριστού. Αυτή η σιωπηρή δεκτικότητα, μία ολοκληρωτική διάσταση βαθιάς προσευχής, συνεπάγεται το γεγονός ότι ο πιστός εμπιστεύεται τον εαυτό του στον Θεό, και επιτρέπει στον ίδιο τον Θεό να τον διαμορφώσει. Αν επιτραπεί στην Καρδιά του Χριστού να μεταστρέψει την ανθρώπινη καρδιά, τότε γίνεται μια καρδιά ανοιχτή στον Θεό, επιτρέποντας στον Θεό να την θεραπεύσει και να την οδηγήσει. Αυτή η σιωπή, συνεπώς, δεν είναι μια απουσία λέξεων ή ένα απλό κενό.
Μία σιωπηλή καρδιά που ξέρει να ακούει, ανοιχτή στη Θεϊκή καθοδήγηση, έχει ανάγκη το σημάδι της αδιαφορίας. Η αδιαφορία δεν είναι μία στωική πνευματική απόσταση, αλλά μάλλον μοιάζει να θέλει να οδηγηθεί από τον Θεό σε ποικίλες ανθρώπινες καταστάσεις, όπως ο Θεός επιθυμεί. Τόσο ο Delp όσο και ο Rodrigues επιθυμούν τον ιερό βίο, που μπορεί να περιλαμβάνει τη ζωή του μάρτυρα, ο Delp όμως κατανοεί ότι ο ιερός βίος δεν είναι ούτε μία απόπειρα να γίνει κανείς ήρωας, ούτε να επεκτείνει τα ταλέντα του, μήτε είναι ένα μονοπάτι για να καταστρέψει κανείς τον εαυτό του. Όπως ο Delp συλλογιζόταν, «ο Θεός δεν έχει ανάγκη μεγάλο πάθος ή σπουδαία έργα. Χρειάζεται μεγαλείο στις καρδιές,»[27] έτσι ο δρόμος της αγιότητας συνεπάγεται μια αυτοπαράδοση στον Θεό.
Με τον Delp κατά νου, μπορεί κανείς να δει την τραγωδία που περιβάλλει τον Rodrigues. Η επιθυμία του να γίνει μάρτυρας ήταν ένα σφάλμα διότι το επιθυμούσε όχι επειδή ήταν αυτό που ο Θεός απαιτούσε από αυτόν. Ο μόχθος του να αναζητήσει το «ένδοξο μαρτύριό του» ήταν μία εγωιστική πράξη, ένας μονόλογος, όχι ένας διάλογος μεταξύ Θεού και του ιδίου. Ως συνέπεια, στο τέλος, αυτό τον οδήγησε να αντιμετωπίσει την πιο δύσκολη πιθανή επιλογή. Θα μπορούσε να έχει πρόθυμα αποδεχτεί το μαρτύριο, αλλά αυτό δεν ήταν εκείνο που είχε τεθεί εμπρός του. Για να σώσει τους διωκόμενους Χριστιανούς, έπρεπε να αποκηρύξει την πίστη του, μία πράξη μαρτυρίου χειρότερη από τον θάνατο, και δεδομένου ότι δεν υπήρχαν άλλοι ιερείς στη διάθεσή του, διέπραξε μία βαριά αμαρτία από την οποία δεν μπορούσε να λάβει συγχώρεση. Ήταν το Εγώ του Rodrigues που τον έσπρωξε σε μια τέτοια κατάσταση, η αρχική του αμαρτία που τον οδήγησε στη χειρότερη αμαρτία.
Επιπλέον, ο Rodrigues δεν απαντά στις ερωτήσεις του Kichijiro. Θεωρεί τον Kichijiro ως κάποιον που δεν του αξίζει καν να ονομαστεί κακός, τουλάχιστον σε σύγκριση με το πονηρό και αδίστακτο κακό των Ιαπώνων βασανιστών του. Ο τόπος για τον αδύναμο άνδρα είναι ακριβώς εκεί στο μυστήριο της συμφιλίωσης, ο Rodrigues όμως είναι ανίκανος να το αντιληφθεί. Όπως οι άγιοι και οι πνευματικοί πατέρες έχουν σταθερά επισημάνει, η χριστιανική ζωή είναι βασικά μία σταθερή μάχη μεταξύ ταπεινώσεως και ύβρεως. Η αδυναμία σε αυτό το πλαίσιο δεν είναι η γενική ανθρώπινη αδυναμία αλλά σχετίζεται με τον Χριστό, που «σταυρώθηκε μέσα στην αδυναμία» (2 Κορ 13:4), του οποίου «η δύναμη τελειοποιείται στην αδυναμία» (2 Κορ. 12:9).[28] Για τους Χριστιανούς, η ανθρώπινη αδυναμία «προσφέρει την καλύτερη ευκαιρία για θεϊκή δύναμη»[29] ώστε να σωθεί το ανθρώπινο είδος. Ο κόσμος προσπαθεί να υπερνικήσει την αδυναμία, ενώ ο Θεός χρησιμοποιεί την αδυναμία για το έργο της λύτρωσης. Η αδυναμία του Kichijiro είναι η τέλεια ματαίωση του σθένους του Rodrigues,αλλά η αδυναμία του Kichijiro είναι επίσης η λεωφόρος του προς την ταπείνωση, ενώ ο Rodrigues, με τη ναρκισσιστική και εύκολη ταύτιση του εαυτού του και των δικών του συνθηκών με τον Χριστό, βρίσκεται κατ’ ουσίαν ανολοκλήρωτος από την περηφάνια του. Όταν ο Rodrigues πέφτει, δεν τον βλέπουμε να αναζητά το μυστήριο της συμφιλίωσης, όπως πράττει ο Kichijiro, ξανά και ξανά.
Άραγε, βρίσκουμε τέτοιο πρότυπο ταπείνωσης και αυτοπαράδοσης στη Χριστιανική οδοιπορία; Τέτοιο πρότυπο αναμφισβήτητα συναντάται αρχικά στη ζωή του Delp στη διάρκεια των μηνιαίας διάρκειας Πνευματικών Ασκήσεων κατά τη δοκιμαστική μοναστική του περίοδο του Tertianship το 1938. Σε αυτό το ησυχαστήριο, είδαμε τον Delp να αναγνωρίζει τους εγωιστικούς τρόπους του στη διάρκεια της θεραπείας και της μεταμορφωτικής συνάντησης με τον Ιησού Χριστό. Ο Delp εξέφρασε την επιθυμία να παραδώσει τη ζωή του στον Χριστό, και να υπηρετήσει τους άλλους, αλλά αυτό δεν θα μπορούσε να γίνει με τους δικούς του όρους: ο Delp έθετε σε κίνδυνο τη ζωή του συμμετέχοντας σ’ ένα μυστικό δίκτυο που βοηθούσε διωκόμενους ανθρώπους ν’ αποδράσουν. Ο Delp τότε πήρε μέρος στον σχεδιασμό μιας μεταπολεμικής Γερμανίας βασισμένης στην Καθολική κοινωνική διδαχή με μέλη από τον Κύκλο Kreisau. Τέτοιου είδους υπηρεσία δεν μιλάει για ηρωισμό ή ανδρεία σε μια μάχη για την προώθηση της Βασιλείας του Θεού, αλλά περισσότερο για μια ριζοσπαστική διαθεσιμότητα κάποιου να κάνει το θέλημα του Θεού. Η φυλάκιση του Delp ήταν η εκπαίδευση ή η εμβάθυνση αυτής της αυτο-παράδοσης στον Θεό. Στη φυλακή, ο Delp δεν απαιτεί καμιά αγιοπρέπεια, αλλά μιλάει για τη μεταμορφωτική αγάπη του Θεού, και για τη φιλία του εν Χριστώ με μέλη του Κύκλου Kreisau. Ο Delp δεν επιχειρεί να αγνοήσει την δημιουργική ταυτότητά του, αλλά εκθέτει το πεπερασμένο του στην σπλαχνική αγάπη του Θεού.
Συμπέρασμα: Αυτοπαράδοση
Τόσο το ιστορικό πρόσωπο Delp όσο και ο μυθιστορηματικός Rodrigues επιθυμούν να τελέσουν το έργο του Θεού και, χωρίς αμφιβολία, είναι πεπεισμένοι για τη νομιμότητα του έργου τους. Τόσο ο Delp όσο και ο Rodrigues, ως φυλακισμένοι, αμφισβητούν τη Θεϊκή πρόνοια, και αναγνωρίζουν ότι παρέλυσαν και έγιναν μικροί. Ο Delp, ωστόσο, ήταν ικανός να αντλήσει από την εμπειρία της δοκιμαστικής μοναστικής του περιόδου και να ξανασυναντήσει το δώρο της Θεϊκής αγάπης στην αφοσίωση στην Ιερή Καρδιά, που επέτρεψε στον Delp να ζήσει από την ελευθερία του Θεού, και όχι από τη δική του.
Δύο προσευχές που σχετίζονται με τον Ιγνάτιο Loyola μπορούν να βοηθήσουν να αποσαφηνιστεί η εσωτερικότητα και των δύο ανδρών. Η πρώτη είναι η προσευχή για γενναιοδωρία,[30] η οποία είναι γεμάτη ένθερμο πάθος. Το υποκείμενο των ρημάτων είναι ο άνθρωπος, και εκεί υπάρχει μια πινελιά ηρωισμού, ο υπερήρωας να βαδίζει μέσα στη μάχη, αήττητος και αμέριμνος για τα τραύματα.[31] Αυτή η προσευχή επισημαίνει την πνευματικότητα του νεαρού Rodrigues, που βρίσκεται στην αρχή στης ιερατικής του κλήσης. Ο Delp, ωστόσο, κατέληξε να κατανοήσει ότι η χριστιανική ζωή δεν στηρίζεται στα ηρωικά επιτεύγματά του. Οι μήνες της φυλάκισης έγιναν μια ευκαιρία για βαθιά παράδοση του εαυτού, και γόνιμη σιωπή, σε αντιδιαστολή με μία κενή σιωπή. Η Φυλακή Tegel ήταν μια ευκαιρία να συναντήσει τον Θεό στο πρόσωπο του Χριστού, όχι μέσα σε κάποια υπερ-αισθητή όαση φυλαγμένη ελεύθερη από ένα ραγισμένο κόσμο, αλλά μάλλον στο ναυάγιο της ανθρώπινης ύπαρξης. Προς το τέλος της φυλάκισής του έγραψε:
Η εσπερινή λειτουργία ήταν γεμάτη χάρη … Δεν κοιμήθηκα πολύ χτες τη νύχτα. Για ένα μεγάλο διάστημα, κάθισα μπροστά στην Όστια (Host) και απλώς συνέχισα να προσεύχομαι το Suscipe.[32] Με όλες τις παραλλαγές που ταίριαζαν σ‘ εμένα στην κατάσταση που βρισκόμουν.[33]
Εδώ, ο Ιγνατιακός προσκυνητής, κάνοντας τη δεύτερη προσευχή, το Suscipe, έχει προχωρήσει αρκετά, και κατανόησε τι είναι η μαθητεία.[34] Το υποκείμενο των περισσότερων ρημάτων είναι ο Θεός, από του οποίου την αγάπη και μόνο, μπορούμε να γίνουμε αυτό που ήταν να γίνουμε, και να πράξουμε το αδύνατο. Για τον Delp, αυτό που έκανε τη μαθητεία δυνατή δεν ήταν ο ηρωισμός, αλλά η στενή σχέση με τον Ιησού, που αγκαλιάζει την αδυναμία εκείνου που τον επικαλείται. Μέσα από την εμπειρία του, ο Delp κατάφερε να αναγνωρίσει την απλή αλήθεια ότι ο μαθητής πρέπει να παραδώσει ολόκληρη την ύπαρξή του ώστε να μπορέσει να γίνει όργανο στο λυτρωτικό έργο του Χριστού. Μόνο μέσα από την εμπειρία του και την αποδοχή της αδυναμίας του μπορεί ο χριστιανός να αφουγκραστεί την αληθινή κλήση του Χριστού.
9 ΜΑΡΤΙΟΥ 2017
- Ο Alfred Delp προσχώρησε στο τάγμα των Ιησουιτών το 1926, χειροτονήθηκε το 1937 και πρόφερε τους τελικούς Όρκους στη Φυλακή Tegel στα τέλη του 1944 πριν τη δίκη και την εκτέλεσή του. Με την έκρηξη του πολέμου, μετείχε σ’ ένα παράνομο δίκτυο βοήθειας Εβραίων να δραπετεύσουν από το Μόναχο στην Ελβετία. Το 1942, ο υπεύθυνος για τον Delp Ιησουίτης του ανέθεσε την αποστολή να εργαστεί με τον Κύκλο Kreisau , μια ομάδα γερμανών διανοουμένων διαφόρων κοινωνικών προελεύσεων για τον σχεδιασμό μιας μεταναζιστικής Γερμανίας βασισμένης στην Καθολική κοινωνική διδασκαλία. Μολονότι ο Κύκλος Kreisau δεν είχε καμιά ανάμειξη με την επιχείρηση Βαλκυρία, ο Delp φυλακίστηκε με άλλα μέλη της ομάδας μετά την απόπειρα δολοφονίας του Χίτλερ το 1944.Ύστερα από μερικούς μήνες φυλάκισης και βασανιστηρίων ο Delp οδηγήθηκε σε δίκη. Του πρόσφεραν την ελευθερία του αν αρνιόταν την ιεροσύνη του. Ο Delp αρνήθηκε και απαγχονίστηκε στις 2 Φεβρουαρίου 1945. ↩
- Alfred Delp, The Prison Meditations of Father Delp (New York: MacMillian Company, 1963), 163-64. ↩
- This article will draw from both the novel and the film Silence, making distinctions when necessary. ↩
- Tertianship συνήθως επέρχεται μερικά χρόνια μετά τη χειροτονία. Είναι το τελευταίο έτος σπουδών των Ιησουιτών πριν από την τυπική είσοδο στο τάγμα. Στη διάρκεια αυτής της βαθμίδας, που ονομάζεται «το σχολείο της καρδιάς», ένας Ιησουίτης αναλαμβάνει την πλήρη τριακοστή ημέρα από τις Πνευματικές Ασκήσεις του αγίου Ιγνάτιου Loyola για δεύτερη φορά στη ζωή του. Για τον Delp, οι Πνευματικές Ασκήσεις ήταν μια περίοδος εντατικής προσωπικής προσευχής και κράτησε ημερολόγιο αυτής της εμπειρίας προσευχής στο ησυχαστήριο. ↩
- Alfred Delp, Gesammelten Schriften: Geistliche Schriften, ed. Roman Bleistein, vol. 1 (Frankfurt am Main: Verlag Josef Knecht, 1982), 256-260. ↩
- Delp, Gesammelte Schriften: Geistliche Schriften, 1:259 ↩
- ↩
- ↩
- , 1:257. ↩
- , 1:257-58. ↩
- , 1: 259-60. ↩
- Shūsaku Endō, Silence (New York: Taplinger Pub. Co., 1980), 77–78. ↩
- , 55. ↩
- , 68. ↩
- Balthasar, Theo-Drama II, 72. ↩
- ↩
- , 133. ↩
- , 134. ↩
- , 86. ↩
- Delp, Gesammalte Schriften: Aus dem Gefängnis, ed. Roman Bleistein, vol. 4 (Frankfurt am Main: Verlag Josef Knecht, 1984) 243. ↩
- , 4:243. ↩
- , 4:258. ↩
- , 4:249-250. ↩
- , 4:243. ↩
- Balthasar, Theo-Drama II, 72. ↩
- Delp, Gesammalte Schriften: Aus dem Gefängnis, 4:250. ↩
- Alfred Delp, Advent of the Heart: Seasonal Sermons and Prison Writings, 1941-1944, ed. Roman Bleistein, trans. Benediktinerinnen-Abtei St. Walburg Eichstätt (San Francisco: Ignatius Press, 2006), 82. ↩
- David Alan Black, “Paulus Infirmus: The Pauline Concept of Weakness” in Grace Theological Journal1 (1984) 77-93. ↩
- , 86. ↩
- Κύριε Ιησού, δίδαξέ με να είμαι γενναιόδωρος. Δίδαξέ με να σε υπηρετώ όπως το αξίζεις, να δίνω και να μη μετράω το κόστος, να μάχομαι και να μην κρύβω τις πληγές, να μοχθώ και να μη γυρεύω ανάπαυση, να εργάζομαι και να μη ζητώ ανταμοιβή άλλη εκτός από τη γνώση ότι κάνω το θέλημά σου. Αμήν .↩
- Gemma Simmonds, “The Spiritual Exercises of Ignatius of Loyola and Their Contributions to a Theology of Vocation,” in The Disciples’ Call (New York: Bloomsbury, 2013), 93. ↩
- «Πάρε Κύριε, και δέξου όλη την ελευθερία μου, τη μνήμη μου, τη νόησή μου και όλη μου την θέληση όλα όσα έχω στην κατοχή μου. Εσύ μου τα έδωσες όλα. Σ’ εσένα, Κύριε τα επιστρέφω. Όλα είναι δικά σου, διάθεσέ τα εντελώς σύμφωνα με το θέλημά σου. Δώσε μου την αγάπη σου και τη χάρη σου, γιατί αυτά μου αρκούν.» ↩
- Mary Frances Coady, With Bound Hands: A Jesuit in Nazi Germany (Chicago: Loyola Press, 2003), 115. ↩
- Gemma Simmonds, “The Spiritual Exercises of Ignatius of Loyola and Their Contributions to a Theology of Vocation,” 93. ↩
Θεματολογικές ετικέτες