Επικήδειος / Μνημόσυνο, Ομιλία

Στο τριετές μνημόσυνο του Μητροπολίτου Μελετίου

[Αναμνήσεις από την διδασκαλία του,

για την «χριστιανική ταυτότητα»]

 

Το έτος 1997 η Ελληνική Πολιτεία, προσαρμοζόμενη στα Ευρωπαϊκά νομικά δεδομένα και στην αντίληψη της προστασίας των πολιτών, ψήφισε τον Νόμο 2472/97 με περιεχόμενο την «Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα». Κατά τις προβλέψεις του Νόμου, συστήθηκε η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων τον Μάιο του 2000 και άρχισε η ουσιαστική ισχύς των διατάξεων του.

Η πολιτεία θεώρησε ότι, με τα δεδομένα που πλέον ίσχυαν, έπρεπε να γίνει η ανανέωση των ταυτοτήτων, από τις οποίες να παραλειφθεί το μέχρι τότε εμφανιζόμενο θρήσκευμα του κατόχου, ακριβώς για προστασία των Προσωπικών Δεδομένων.

Οι αντιλήψεις που ήδη με τον διαφωτισμό είχαν επικρατήσει στο Ευρωπαϊκό, κατ’ αρχάς, και εν συνεχεία στο παγκόσμιο προσκήνιο, αξιολογούσαν την θρησκεία ως μια υπόθεση προσωπικής επιλογής,  συνεπώς και την συμμετοχή τυχόν κάποιου σ’ αυτήν, ως προσωπικό δεδομένο.

Ήδη είχε πάψει η πίστη (όχι χωρίς ευθύνη των χριστιανών…) να προσδιορίζει τον όλον άνθρωπο και τις ενέργειές του στον κοινωνικό στίβο, και είχε γίνει δεκτή ως προσωπική επιλογή, υποχρεωτικώς σεβαστή από τους άλλους, αλλά όχι βεβαίως ως παράγων διαμόρφωσης των κοινωνικών δεδομένων, και φυσικά πολύ λιγότερο ή καθόλου, της νομοθεσίας και της δημοκρατικής ισονομίας και ελευθερίας…!

Αυτή η πραγματικότητα είχε ήδη στον Ευρωπαϊκό χώρο απωθήσει την Εκκλησία στην ιδιωτική σφαίρα, έστω και αν η κοινωνική και πολιτιστική υποδομή, αυτά τα ιστορικά   κατάλοιπα, μαρτυρούσαν για ένα παρελθόν χριστιανικό και “διαποτισμένο” από τις εκδηλώσεις της πίστης (Μεσαιωνικοί Ναοί – έργα υψηλής τέχνης με βιβλική και λειτουργική έμπνευση – χριστιανικά σχολεία – κοινωνική δράση της Εκκλησίας – χριστιανική Ευρώπη).

Στα ελληνικά δεδομένα, αυτή η απώθηση ήταν (όταν ψηφίστηκε ο νόμος) στην διαδρομή της… “ευκταίας” πορείας, για ένα μεγάλο ποσοστό του ελληνικού λαού (που είναι όλος βαφτισμένος, χωρίς απαραιτήτως εξ αυτού να είναι και χριστιανικός!)· πράγμα που οι χριστιανοί, και ειδικώς οι κληρικοί, δεν ήθελαν να το αποδεχτούν, ούτε καν να το σκέπτονται! Έτσι υψώνονταν φωνές από τους λεγόμενους ευρωπαϊστές που αποκαλούσαν τους κληρικούς… “μουλάδες” και θεωρούσαν ότι η Εκκλησία κρατάει την κοινωνία σε επικίνδυνη οπισθοδρόμηση, προς θεοκρατικά πρότυπα του παρελθόντος και της… Ανατολής (Περσία κ.λ.π.)! Μέσα σ’ αυτήν την φανερή (και το χειρότερο: αφανή) διελκυστίνδα έπεσε και το θέμα των ταυτοτήτων. Από τους “ευρωπαϊστές” αξιολογήθηκε ως αναγκαίο και ουσιαστικό βήμα προόδου και από τους “χριστιανούς” ως έναρξη αποδομητική της κοινωνικο-χριστιανικής συνοχής.

Ήδη από το 1998, αρχιεπίσκοπος Αθηνών ήταν ο Χριστόδουλος Παρασκευαΐδης, δυναμικός εκπρόσωπος μιας παρηκμασμένης “Τσιριντανικής” θεολογίας, για αναμόρφωση μιας χριστιανικής Ελλάδας… Η πίστη (αορίστως και γενικά, με θεωρητικώς υπονοούμενη, την πίστη στον Χριστό), οι παραδόσεις (ως συνήθειες, ήθη και έθιμα, που βεβαίως γεννήθηκαν από μια “ζωντανή πίστη” στο παρελθόν) και η ιστορία (όπως γράφτηκε από τους εθνικούς ιστορικούς) αποτελούσαν τα “ζώπυρα” (= σπίθα, σπινθήρας, φλογίτσα) του λαού, έλεγαν και φώναζαν οι αρνούμενοι την απάλειψη του θρησκεύματος από τις ταυτότητες της… αστυνομίας! Παρουσιαζόταν το κωμικοτραγικό φαινόμενο, οι κληρικοί να εγκαλούν επί δεκαετίες ολόκληρες τους χριστιανούς, ότι είναι χριστιανοί μόνον των ταυτοτήτων, και τώρα οι ίδιοι οι κληρικοί να αρνούνται αυτήν την απάλειψη. Το θέμα γινόταν περίπλοκο γιατί οι εξ αντιθέτου σκοπιμότητες δεν επέτρεπαν την συνεννόηση. Η κάθε πλευρά εγκαλούσε την άλλη για έλλειψη είτε ελευθερίας είτε ευφυΐας.

Μέσα σ’ αυτήν την «χλαλοή και τον σάλαγο», η Σύνοδος της Εκκλησίας έλαβε θέση υπέρ της αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες (προβάλλοντας και το δημοκρατικό δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού…) και, επειδή η κυβερνητική πλευρά εκώφευε, αποφάσισε την ουσιαστικά άτυπη διενέργεια δημοψηφίσματος, με την συλλογή υπογραφών, ώστε να υπάρξει νομική αναγκαιότητα διενέργειας δημοψηφίσματος για το θέμα από το κράτος.

Μέσα σ’ αυτές τις φωνές και την αντάρα, ο μακάριος πατέρας μας Μητροπολίτης Μελέτιος ύψωσε την φωνή του και έκανε ουσιαστική και διαφωτιστική παρέμβαση λέγοντας ότι:

πρώτον μια τέτοια κόντρα και αντιπαράθεση θα γεννήσει αυτομάτως αντιπάλους της Εκκλησίας μεταξύ όλων εκείνων που πολιτικά συνταυτίζονται με την κυβερνητική τακτική και θα διαιρέσει πνευματικά τους Έλληνες σε φίλα προσκείμενους προς την Εκκλησία και σε αντιπάλους της. Έτσι θα δώσουμε την λανθασμένη εντύπωση ότι η Εκκλησία είναι μόνον οι κληρικοί και όσοι συμφωνούν μαζί τους, και θα κάνουμε αυτούς που εμείς τους “μετράμε” και τους θεωρούμε μέλη της (της Εκκλησίας) να μπουν σε αντιπαλότητα μαζί της. Όλοι είναι ποίμνιό μας και χρειάζονται την φροντίδα μας. Την χρειάζονται πολύ περισσότερο όσοι δεν την αξίζουν.

Και δεύτερον το θέμα είναι επικίνδυνο να διολισθήσει στην επιπόλαιη θέση: Είσαι ό,τι δηλώσεις!

Το στοιχείο προσδιορισμού των χριστιανών δεν μπορεί να είναι η αστυνομική τους ταυτότητα. Δεν γίνεται κανείς χριστιανός με λόγια και χαρτιά! Και βέβαια ακόμα και αν στα λόγια κάποιος διαφωνεί, υπάρχει πάντα η ευαγγελική πιθανότητα «να μην είναι μακράν από της Βασιλείας του Θεού» (Μαρκ. 12, 34), ενώ φυσικά αν δεν είναι «καθ’ ἡμῶν μπορεί να γίνει ὑπέρ ἡμῶν» (Μαρκ. 9, 38-41)!

Η πλειοψηφία όμως δεν άκουγε. Είχε συναρπασθεί από την γοητεία της ισχύος της Εκκλησίας, που θα ρύθμιζε (έτσι νόμιζαν…!) το θέμα κατά την άποψή της… Ο π. Μελέτιος επεξηγούσε ότι επιδίωξη και σκοπούμενο δεν είναι η ταπείνωση και συντριβή των άλλων, αλλά η δική μας, κατά την υπόδειξη του Αρχηγού μας. Ο Χριστός, έλεγε ο π. Μελέτιος, ανατρέπει τα κατεστημένα και εισάγει άλλη κλίμακα αξιών. Με το πλύσιμο των ποδιών των Αποστόλων έκανε την “ανατροπή”, όμως ίσως ούτε οι χριστιανοί δεν το αντιληφθήκαμε! Ο Χριστός με αυτό το μάθημα μάς διδάσκει ότι το μεγαλείο άλλαξε όψη. Δεν συνίσταται στην υπεροχή, αλλά στην διακονία. Κανείς όμως, πλην ελαχίστων, δεν ήθελε να αφουγκραστεί και να ακούσει… Κάποιοι αφανώς, αλλά και μερικοί εμφανώς και φωναχτά, τον εγκαλούσαν για… ενδοτισμό και αντιπολίτευση στον Αρχιεπίσκοπο…! Αυτός επεξηγούσε ότι ποτέ στην ζωή του δεν ασχολήθηκε με τέτοιες “δραστηριότητες” και ότι επί πλέον τώρα δεν έχουμε μάχη, αλλά… στοίχημα! Έπρεπε να κερδίσουμε τους αντιδιατιθεμένους, βοηθώντας τους να καταλάβουν ποίου Πνεύματος είναι η Εκκλησία και οι χριστιανοί.

Το θέμα κατέληξε, όπως κατέληξε! Η Εκκλησία και πάλι «πλήρωσε τα σπασμένα» των ενεργειών της διοίκησης! Στην ελληνική ατμόσφαιρα βάθυνε η αντίληψη συντηρητισμού και οπισθοδρομικότητας της Εκκλησίας. Οι ευρωπαϊκές αντιλήψεις της ιδιωτικής θρησκευτικότητας συζητήθηκαν και σ’ εμάς. Χανόταν άλλη μια φορά σιγά-σιγά το κοινό σπίτι της Εκκλησίας, περιοριζόμενο σε προσωπική “καμαρούλα”, αντί της προστατευτικής αιγίδας! Φυσικό και επόμενο, αφού το θέμα της ταυτότητας… δεν λύθηκε! Έπαψε να αναγράφεται το θρήσκευμα στα αστυνομικά δελτία, αλλά καθόλου δεν αποσαφηνίστηκε επί της ουσίας…

Το πρωί της 28ης Μαρτίου 1980 ο π. Μελέτιος, στον “θρόνο” του Αγ. Χαραλάμπους Πρεβέζης, διαβεβαίωνε όλους τους χριστιανούς της Πρέβεζας ότι: Δεν είναι τίποτε περισσότερο από υπηρέτης και ταχυδρόμος του Χριστού! Ότι έρχεται να διαγγείλει το πρόσταγμα του Κυρίου, και να οδηγήσει τους χριστιανούς στις “αυλές” του Σπιτιού του Χριστού, στην Εκκλησία! Εκ των υστέρων είδαμε ότι όλος ο τριακονταετής κόπος του, αυτόν τον σκοπό και τον στόχο είχε. Να γνωρίσουν οι χριστιανοί τον Χριστό και να κάνουν οδηγό και φως της ζωής τους το Ευαγγέλιο του Χριστού. Ο ίδιος σ’ αυτήν την διαδρομή ήταν μια αληθινή πυξίδα, όχι ένας ανεμοδείκτης. Καθόλου δεν επηρεαζόταν από γνώμες, είτε θετικές (το δύσκολο) είτε αρνητικές (το εύκολο). Δεν ήταν καθόλου πρόθυμος να ακούει φιλοφρονήσεις. Η πυξίδα του έδειχνε με δυναμισμό, υπερβολής πολλές φορές, το θέλημα του Θεού και μόνον.

Ταυτότητα του χριστιανού, κατά την διδασκαλία του π. Μελετίου, είναι ο λόγος του Πατριάρχου Ιωσήφ στους αδελφούς του: «τοῦ Θεοῦ εἰμί ἐγώ» (Γεν. 50, 18-23). Δηλαδή είμαι δούλος του Θεού και δεν γίνεται να ενεργήσω διαφορετικά από τον Κύριό μου. Κάτι τέτοιο όμως ούτε εύκολο είναι, ούτε αποχτιέται με λόγια και σκέψεις και χαρτιά. Δούλος του Θεού ο Ιωσήφ έγινε με απόφασή του, όταν οι αδελφοί του (όχι οι αντίπαλοί του…!) τον πούλησαν δούλο στους Ισμαηλίτες εμπόρους! Η έκφραση «δοῦλος τοῦ Θεοῦ» είναι αυτοπροσδιορισμός και όχι θεόθεν επιβολή. Είναι επιλογή σχέσης στην Ευαγγελική κλίμακα του Χριστού: Δούλος-Μισθωτός-Υιός. Είναι απόφαση ελεύθερη να γίνει κάποιος πιστός και φρόνιμος δούλος. Το Βάπτισμα είναι εισαγωγικό βήμα σε μια τέτοια πορεία, που προσδιορίζεται από την ποιότητά της και όχι από το πιστοποιητικό βαπτίσεως του Ληξιαρχείου! Ο Χριστός δίδαξε ότι όποιος θέλει να Τον ακολουθήσει θα πάρει τον σταυρό του και θα Τον ακολουθήσει. Κάτι τέτοιο είναι υποστατή υπαρξιακή αλλαγή, όχι αρχειακή ταξινόμηση. Δεν ακολουθείς τον Χριστό… κατ’ όνομα! Τον ακολουθείς εν τη πράξει. Οι κοινωνίες έγιναν χριστιανικές και ρύθμισαν τα της λειτουργίας τους (συνήθειες-νομοθεσία-τρόπος και ποιότητα ζωής) όταν τα επιμέρους μέλη, που συναπαρτίζουν την κοινωνία, έγιναν χριστιανοί και δούλοι του Θεού. Για την Εκκλησία, έλεγε ο π. Μελέτιος, αυτό πρέπει να είναι το μέλημά της και ο κόπος της: να γίνουν οι άνθρωποι χριστιανοί. Όταν αυτό υλοποιηθεί, τα υπόλοιπα θα προκύψουν.

Ταυτότητα είναι το σύνολο των ειδικών στοιχείων για την αναγνώριση ατόμου ή αντικειμένου, γράφει το Χρηστικό Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας της Ακαδημίας Αθηνών. Για την πολιτεία μπορεί κάτι τέτοιο να είναι απλό και να συνίσταται σε γραφειοκρατικές ρυθμίσεις, όμως είναι αδιανόητο κάτι ανάλογο για την Εκκλησία. Το «σύνολο των ειδικών στοιχείων» που κάνουν τον άνθρωπο χριστιανό είναι αδιόρατο (και πολλές φορές… “αδιανόητο”) στα ανθρώπινα μάτια, ενώ μόνον οι ενέργειές τους, κάνουν τους χριστιανούς αντιληπτούς.

Ο Θεός είναι αγάπη, διδάσκει ο αγ. Ιωάννης ο Θεολόγος (Α’ Ιωαν. 4, 8), και αυτό είναι το κυρίως και το κύριο μάθημα που πρέπει να μάθουν οι χριστιανοί. Να μάθουν ότι δεν έχουν εχθρούς. Να ζήσουν την Σταυρική θυσιαστική αγάπη που δεν ταπεινώνει, αλλά ταπεινώνεται. Που δεν εμπαίζει, αλλά εμπαίζεται. Που μπορεί να συγχωρεί και να νοιάζεται τους σταυρωτές κάθε είδους και σε κάθε εποχή.

Χρειάζεται ελευθερία ποιότητας (για τους χριστιανούς), όχι ελευθερία… θρασύτητας! Οι χριστιανοί πρέπει να μάθουν την όντως ελευθερία, από την ελεύθερη αγάπη του Χριστού, και να μην την θυσιάζουν για τίποτε, ούτε και για την… ζωή τους. Οι χριστιανοί “ανθίστανται” στους άρχοντες, όταν αυτοί είναι άδικοι στους συνανθρώπους τους, και πολύ περισσότερο ανθίστανται όταν αυτοί, οι άρχοντες, απαιτούν την άρνηση του Χριστού! Τότε το μαρτύριο είναι μονόδρομος.

Ο π. Μελέτιος ήξερε το πόσο δύσκολο είναι κάτι τέτοιο και “καταλάβαινε” και τις κοινωνικές αγωνίες να κανονιστούν με διατάξεις και νόμους (αναγκαίους σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία) θέματα διαπροσωπικών σχέσεων και κρατικών ρυθμίσεων. Έλεγε το αποστολικό: «… οὐ γάρ εἰκῆ τήν μάχαιραν φορεῖ…» (Ρωμ. 13, 4) και ότι «οι άρχοντες δεν είναι φόβος γι’ αυτούς που πράττουν καλά έργα, αλλά για τους κακοποιούς…». Το να είσαι χριστιανός, δίδασκε ο μακάριος πατέρας μας, δεν είναι ένα… «ζωτικό ψεύδος»! Μια ευσεβής αυταπάτη και κατ’ επέκτασιν… απάτη. Δεν συνιστούν τα ψεύδη την ευτυχία. Δεν αποτελούν οι χίμαιρες τα αναγκαία στηρίγματα των χριστιανών. Δεν κυνηγούν χίμαιρες οι χριστιανοί. Η Κίρκη, έλεγε, μετέβαλε τους ήρωες σε κτήνη, χρησιμοποιώντας την ηδονή. Ο Χριστός σώζει από την κτηνωδία χρησιμοποιώντας μια δύναμη ισχυρότερη από την ηδονή και αποτελεσματικότερη από την βία, την αγάπη.

Μας έμαθε λοιπόν (αυτός προσπάθησε… εμείς αν ανταποκριθήκαμε με σωστή διάθεση είναι μια άλλη υπόθεση, που αφορά… μόνον εμάς πλέον) και με την θεμελιακή του στάση στο θέμα των ταυτοτήτων, ότι:

Οι Χριστιανοί δεν ξεχωρίζουν από τους άλλους ανθρώπους στην γλώσσα ομιλίας, ούτε στις συνήθειες. Ούτε κατοικούν σε δικές τους ξεχωριστές πόλεις, ούτε χρησιμοποιούν κάποια γλωσσική διάλεκτο διαφορετική, ούτε ζουν με «περίεργο» τρόπο! Δεν έχουν επινοήσει κάποιο «παράξενο» τρόπο ζωής στηριγμένοι στην ανθρώπινη περιέργεια, ούτε και προΐστανται όπως μερικοί μιας ανθρώπινης διδασκαλίας. Κατοικούν σε ελληνικές ή βαρβαρικές πόλεις, όπως συνέπεσε ο καθένας, και διαβιούν με τις τοπικές συνήθειες και τον τρόπο ενδυμασίας και τροφής του κάθε τόπου, ενώ συγχρόνως γίνεται φανερή η θαυμαστή και αξιοπρόσεκτη συμπεριφορά τους.

Ζουν στην δική του ο καθένας πατρίδα, αλλά ως πάροικοι. Μετέχουν σε όλα τα κοινά ως πολίτες και υπομένουν τα πάντα, όμως σαν να ήσαν ξένοι. Η ξενιτειά είναι πατρίδα τους και η πατρίδα τους ξενιτειά. Παντρεύονται όπως όλοι και γεννούν παιδιά, αλλά δεν τα σκοτώνουν. Γήινοι άνθρωποι είναι, αλλά δεν ζουν με ζωώδη τρόπο. Διαβιούν στην γη, αλλά έχουν το πολίτευμα στον ουρανό. Υπακούουν στους κρατικούς νόμους, αλλά με τον τρόπο ζωής τους ξεπερνούν τους νόμους. Αγαπούν τους πάντες έστω κι αν διώκονται από όλους. Αγνοούνται και κατακρίνονται από πολλούς, φονεύονται αλλά «ζωοποιούνται». Γίνονται φτωχοί από πεποίθηση και «πλουτίζουν» τους άλλους. Στερούνται σχεδόν των πάντων, αλλά δίνουν σε όλους. Περιφρονούνται από τους ανθρώπους, αλλά γίνεται δόξα γι’ αυτούς η περιφρόνηση. Συκοφαντούνται, αλλά δικαιώνονται. Χλευάζονται και αυτοί ευλογούν. Υβρίζονται και τιμούν. Ενώ κάνουν το καλό, τιμωρούνται ως κακοί· όταν όμως τιμωρούνται χαίρουν γιατί έτσι αποκτούν την «ἐν Χριστῷ» ζωή. Οι Ιουδαίοι τους πολεμούν ως αλλόφυλους και οι ειδωλολάτρες τους διώκουν, και αυτοί που τους μισούν δεν μπορούν να προσδιορίσουν την αιτία της έχθρας τους.

Να το πω απλά: Ό,τι είναι για το σώμα η ψυχή, είναι και για τον κόσμο οι Χριστιανοί. Όπως είναι διάχυτη σ’ όλο το σώμα η ψυχή, με τον ίδιο τρόπο είναι και οι Χριστιανοί στον κόσμο. Κατοικεί στο σώμα η ψυχή, αλλά δεν είναι στοιχείο του σώματος· και οι Χριστιανοί κατοικούν στον κόσμο, αλλά δεν είναι του κόσμου.

Η αόρατη ψυχή βρίσκεται μέσα στο σώμα και οι Χριστιανοί βρίσκονται μέσα στον κόσμο, αλλά δεν είναι ορατή η πίστη τους στον Θεό! Όταν το σώμα κυριευθεί από επιθυμίες, μισεί την ψυχή γιατί η ψυχή αντιτάσσεται στην φιληδονία· έτσι μισεί κι ο κόσμος τους Χριστιανούς γιατί διαφοροποιούνται από τις ηδονές. Η ψυχή αγαπά το σώμα της και οι Χριστιανοί αγαπούν αυτούς που τους μισούν.

(Επιστ. Προς Διόγνητον,

μεταφρ. π. Θεοδ. Μαρτζούχος

www.enoriako.info)

Αυτά δίδασκε επί τριάντα χρόνια. Αυτά προσπαθούσε να μας μάθει. Ήταν για την τοπική Εκκλησία μάρτυρας του Χριστού, αληθινός και πιστός (Αποκ. 3, 14). Εικόνα του Πρώτου και Μεγάλου Μάρτυρα.

Εμείς;

Εμείς θαυμάζουμε…

Θαυμάζουμε τους μάρτυρες και ποτέ δεν απορούμε, ούτε αναρωτιόμαστε: Ποιο είναι το δικό μας μαρτύριο; Η δική μας μαρτυρία για το φως; Το Άγιο Πνεύμα μας ζητάει την ομορφιά της καρδιάς που ριψοκίνδυνα και φωτοβόλα ολοκληρώνεται με την μαθητεία (όσο τέλεια, τόσο ομορφότερη) στο θέλημα του Χριστού.

Είμαστε χριστιανοί για να μαρτυρούμε ότι «γνωρίζουμε το μονοπάτι» και «ξέρουμε την πορεία» και «προγευόμαστε την χαρά». Και ο αείμνηστος και μακάριος πατέρας μας Μελέτιος γνώριζε πολύ καλά το μονοπάτι, και περπάτησε με συνέπεια τον δρόμο, και ήδη είναι μέτοχος της χαράς.

Εμείς ας παρακαλέσουμε (πάντοτε, αλλά τώρα με αφορμή το μνημόσυνο περισσότερο) τον Κύριο της Ζωής, τον Ψυχοσώστη Χριστό, να δοξάσει τον «αγαθό και πιστό» δούλο Του Μελέτιο «καθιστώντας τον επάνω δέκα πόλεων» (Λουκ. 19, 17), και να μας τον δώσει τόσο μεσίτη όσο και παρακλήτορα των υποθέσεων της ζωής μας, καθώς επίσης και διδάσκαλο των ενεργειών μας. ΑΜΗΝ.

Αφήστε μια απάντηση